Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορικό τρίτο νταμπλ για την ΑΕΚ

Ημέ­ρες 1978 ζει η ΑΕΚ. Η ομά­δα του Ματί­ας Αλμέι­δα επι­βλή­θη­κε με 2–0 του ΠΑΟΚ στον τελι­κό του Κυπέλ­λου Ελλά­δας που διε­ξή­χθη στο Παν­θεσ­σα­λι­κό Στά­διο, φτά­νο­ντας στο νταμπλ έπει­τα και από την κατά­κτη­ση του πρω­τα­θλή­μα­τος Ελλάδας!

Κατά­κτη­ση Κυπέλ­λου που ήρθε με τους «κιτρι­νό­μαυ­ρους» να παί­ζουν με παί­κτη λιγό­τε­ρο από το 6ο μόλις λεπτό λόγω της απο­βο­λής του Λάζα­ρου Ρότα, αλλά να φτά­νει στο θρί­αμ­βο με τα γκολ του MVP του τελι­κού Άρολντ Μου­κου­ντί (26′) και του Πάο­λο Φερ­νά­ντες (90′+1′).

Η ομά­δα του Ραζ­βάν Λου­τσέ­σκου απέ­τυ­χε να εκμε­ταλ­λευ­τεί το αριθ­μη­τι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα, έχα­σε πολ­λές ευκαι­ρί­ες, μετα­ξύ αυτών και δοκά­ρι με τον Ζόαν Σάστρε, ωστό­σο δεν απέ­φυ­γε την ήττα που συνε­πά­γε­ται τη συμ­με­το­χή του στα προ­κρι­μα­τι­κά του Conference League.

Το τελευ­ταίο σφύ­ριγ­μα του Μπριχ έφε­ρε όλους τους ανθρώ­πους της ΑΕΚ στον αγω­νι­στι­κό χώρο να πανη­γυ­ρί­ζουν την κατά­κτη­ση του 16ου Κυπέλ­λου στην ιστο­ρία της, βάζο­ντας παράλ­λη­λα στοπ και στο σερί των τριών δια­δο­χι­κών επι­τυ­χιών που είχε ο ΠΑΟΚ απέ­να­ντί της. Κάπως έτσι, η ομά­δα του Αλμέι­δα κλεί­νει μια υπέ­ρο­χη σεζόν που συν­δυά­ζει το νταμπλ με την είσο­δο στην OPAP Arena.

Διαι­τη­τής: Φέλιξ Μπριχ (Γερ­μα­νία).

Κίτρι­νες: Σιμάν­σκι, Άμρα­μπατ — Σβαμπ, Αουγκούστο.

Κόκ­κι­νες: Ρότα (6′).

Οι συν­θέ­σεις:

ΑΕΚ (Ματί­ας Αλμέι­δα): Στάν­κο­βιτς, Ρότα, Βίντα, Μου­κου­ντί, Χατζι­σα­φί, Σιμάν­σκι (60′ Γιόν­σον), Πινέ­δα (60′ Σιντι­μπέ), Ελί­α­σον (82′ Μάντα­λος), Γκα­τσί­νο­βιτς (86′ Φερ­νά­ντες), Τσού­μπερ, Λιβάι (61′ Άμραμπατ).

ΠΑΟΚ (Ραζ­βάν Λου­τσέ­σκου): Κοτάρ­σκι, Σάστρε (61′ Βιεϊ­ρί­νια), Ίνγκα­σον, Κου­λιε­ρά­κης (85′ Κεν­τζιό­ρα), Ράφα Σοά­ρες (61′ Μπί­σε­σβαρ), Σβαμπ (77′ Ελ Καντου­ρί), Αου­γκού­στο, Α. Ζίβ­κο­βιτς, Κων­στα­ντέ­λιας (85′ Τζί­μας), Τάι­σον, Τόμας.

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο