Πρώτη κινηματογραφική βδομάδα του 2024 και βγαίνουν ελάχιστες νέες ταινίες στη διανομή. Εμείς σήμερα θα μιλήσουμε για δύο από αυτές, ξεχωρίζοντας τους «Χωρικούς», που ήταν η αποχαιρετιστήρια δημοσιογραφική προβολή στο αγαπημένο μας «Ιντεάλ». Οι επόμενες βδομάδες ωστόσο θα είναι πιο πλούσιες κινηματογραφικά και με περισσότερα κινηματογραφικά είδη.
Μια νεαρή επαρχιώτισσα αναγκάζεται να παντρευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηνοτρόφο, παρά τον έρωτά της για τον γιο του. Σύντομα, θα γίνει αντικείμενο ζήλιας και έχθρας από τους υπόλοιπους χωρικούς και θα χρειαστεί να παλέψει για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της. Με φόντο την Πολωνία των αρχών του 20ού αιώνα, οι ιστορίες των χωρικών ξεδιπλώνονται καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη.
Η τετραλογία του Βλαντισλάβ Ρέιμοντ, «Οι Χωρικοί», γραμμένη μεταξύ του 1897 και του 1909, διδάσκεται σε όλα τα σχολεία της Πολωνίας, αποτελεί δείγμα της κλασικής πολωνικής λογοτεχνίας και ο δημιουργός της βραβεύτηκε γι’ αυτό το έργο με το Βραβείο Νόμπελ το 1924. Οι «Χωρικοί» έχουν μεταφερθεί από τότε, σε πολύ διαφορετικές περιόδους, στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, αλλά ποτέ με τέτοιον ξεχωριστό τρόπο. Οι δημιουργοί του «Loving Vincent» (2017), της πρώτης ταινίας που είναι εξολοκλήρου ζωγραφισμένη στο χέρι καρέ καρέ με χιλιάδες ελαιογραφίες, έκαναν πάλι το θαύμα τους. Θα μπορούσε εύκολα να πει κανείς ότι είναι τόση η τεχνική αρτιότητα και η σπουδαία καλλιτεχνική υφή της εικόνας που ενδέχεται να «υπερτερεί» κατά κάποιον τρόπο του περιεχομένου που απεικονίζεται. Ομως, αντίθετα με το «Loving Vincent», που ήταν μια πραγματικά πρωτόγνωρη κινηματογραφική εμπειρία, χωρίς όμως να έχει αντίστοιχα στιβαρό σενάριο, εδώ γινόμαστε κοινωνοί σπουδαίας λογοτεχνίας, ανάλογης του καλλιτεχνικού επιτεύγματος της εικόνας. Χωρίς δυστυχώς να έχουμε διαβάσει το λογοτεχνικό έργο δεν μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσο είναι επιτυχημένη η κινηματογραφική μεταφορά του, ωστόσο ακόμα και η υπάρχουσα αίσθηση της ταινίας καταφέρνει να αποδώσει την περίοδο που γράφτηκε.
Ο 14χρονος Μπαστιάν και η οικογένειά του περνούν το καλοκαίρι στη Λίμνη Φάλκον, στο Κεμπέκ, στο σπίτι μιας στενής τους φίλης. Η 16χρονη κόρη της, Κλοέ, εξωστρεφής και τολμηρή, γοητεύει τον Μπαστιάν, όμως μοιάζει να ενδιαφέρεται για μεγαλύτερα αγόρια προκαλώντας τη ζήλια του. Ο Μπαστιάν βρίσκεται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης. Σε αυτήν τη μεταιχμιακή φάση, τα δύο παιδιά θα συναντηθούν και θα έρθουν κοντά.
Οποιος λέει ότι είναι εύκολη η μεταφορά της περιόδου της εφηβείας στον κινηματογράφο μάλλον έχει τις αυταπάτες του. Είναι ένα πολύ δύσκολο στοίχημα που πολύ σπάνια κερδίζεται… Οχι μόνο γιατί η εξιστόρηση της εφηβείας δεν αφορά αποκλειστικά το ενήλικο κοινό, αλλά γιατί κυρίως αφορά το εφηβικό κοινό, το οποίο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό. Αρκετές από τις ταινίες που αφορούν στην εφηβεία κυρίως αγαπιούνται από ενήλικες που γυρνούν τον χρόνο πίσω για λίγες ώρες, παρά σε εφήβους που τη ζουν εκείνη τη στιγμή. Τούτη η ταινία δεν καταφέρνει να μιλήσει ούτε στο ενήλικο κοινό δυστυχώς. Ενας εφηβικός έρωτας και οι προεκτάσεις του και από τις δυο πλευρές σε αυτήν την ηλικία δεν είναι τόσο απλή υπόθεση για να περιοριστεί αφηγηματικά σε λίγα στιγμιότυπα, κι εδώ η Λε Μπον ουσιαστικά αυτά τα στιγμιότυπα τραβάει από τα μαλλιά σε χρόνο για να αφηγηθεί την ιστορία της. Η σφιχτή αφηγηματική δομή απουσιάζει, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι σχεδόν «φαντάσματα» και το τέλος της ταινίας δεν συνεπάγεται κατά καμιά έννοια από την προηγούμενη πλοκή και δεν βγάζει νόημα… Ενδεχομένως η σκηνοθέτρια να θέλει να μας πει ότι ο έρωτας σε αυτήν την ηλικία είναι τυφλός, σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχει κανείς έξω από αυτόν… Εντάξει ως εδώ, όμως σε ποιο πραγματικά ηλικιακό κοινό στοχεύει; Η απεικόνιση της φύσης είναι υπέροχη, τα εφηβάκια της ταινίας είναι εξαιρετικά αλλά κάτι λείπει από τη δομή των βασικών χαρακτήρων που δεν μας αφήνει να ζήσουμε αυτόν τον έρωτα μαζί τους…
Με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη
Σημείωμα της σκηνοθέτιδας Ντορότα Κομπιέλα DK Welchman
(Απόφοιτος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαρσοβίας, τέσσερις φορές βραβευμένη με την υποτροφία του Υπουργού Πολιτισμού για τα επιτεύγματά της στη ζωγραφική και τα γραφικά. Μετά την αποφοίτησή της, το ενδιαφέρον της στράφηκε στον κινηματογράφο και στο animation, και είχε σκηνοθετήσει 5 μικρού μήκους πριν την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, το υποψήφιο για Όσκαρ Loving Vincent.Ντορότα Κομπιέλα
Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το βιβλίο Οι Χωρικοί στο λύκειο, σε ηλικία 17 ετών, γιατί διδάσκεται σε όλα τα σχολεία της Πολωνίας. Το ξανασυνάντησα πολλά χρόνια αργότερα, ακούγοντας ένα audiobook ενώ ζωγράφιζα ένα πλάνο για την προηγούμενη ταινία μου, Loving Vincent. Το να το ακούς ως ενήλικας ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία.
Αυτό που με εντυπωσίασε ως animator και σκηνοθέτιδα ήταν τα στοιχεία που δεν με εντυπωσίασαν ως έφηβη: η ηρωική περιγραφή μιας χρονιάς στην κοινοτική ζωή, η ποιητική απεικόνιση της φύσης, και οι περήφανοι και σκληροί αγώνες των χαρακτήρων, διανθισμένοι με σχολαστικές στιγμές τρυφερότητας και συγκλονιστικές προσωπικές τραγωδίες.
Φαντάστηκα το πώς θα μπορούσα να σεβαστώ αυτό που είχε δημιουργήσει ο Βλάντισλαβ Ρέιμοντ με τόση ευσέβεια και αγάπη: πώς να δείξω αυτές τις περίπλοκες περιγραφές της φύσης, αυτή την απόλαυση στη ζωή, τη φύση, τη γη και την ανθρώπινη φύση: μετατρέποντάς τες ξανά σε μια ταινία μεγάλου μήκους με την τεχνική της ζωγραφικής κινουμένων σχεδίων.
Ενθουσιάστηκα με την ιδέα να προσαρμόσω αυτό το βιβλίο σε αυτή την τεχνική, η οποία θα επέτρεπε τόσο την αφήγηση της ιστορίας όσο και τις αποχρώσεις των λεπτομερών ποιητικών περιγραφών της φύσης που είναι τόσο σημαντικές στο μυθιστόρημα, και αποτελούν τόσο μεγάλο μέρος του έργου. Τα γυρίσματα μιας ταινίας μεγάλου μήκους με ηθοποιούς και στη συνέχεια η ζωγραφική από πάνω καρέ-καρέ στο post-production θα επέτρεπε και τις δύο αυτές πτυχές –τεταμένα προσωπικά δράματα και ζωγραφικά οράματα– να συνδυαστούν με συνεκτικό τρόπο.
Μετά από χρόνια δουλειάς σε μια ταινία για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ένιωθα επίσης έντονα την ανάγκη να πω μια ιστορία για τις γυναίκες: να δείξω τους αγώνες και το πάθος και τη δύναμή τους. Η Γιάγκνα και η Χάνκα είναι και δύο πολύ ξεχωριστοί και σημαντικοί χαρακτήρες στην πολωνική λογοτεχνία, η καθεμία αντιπροσωπεύει διαφορετικές αξίες, αλλά συνδέονται με τους αγώνες τους σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Το βιβλίο του Ρέιμοντ ξεχωρίζει από άλλα ρεαλιστικά μυθιστορήματα, διότι όχι μόνο αφηγείται τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής αλλά δείχνει και κάτι περισσότερο. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εποχών στις οποίες εκτυλίσσεται η ιστορία, συμβαίνουν πολλές τραγωδίες τόσο σε μεμονωμένους χαρακτήρες όσο και σε ολόκληρο το χωριό. Οι αγρότες προστατεύουν τα δικαιώματά τους με μεγάλο πάθος. Παρόλο που αγωνίζονται άνισα και συχνά βρίσκονται στην πλευρά των χαμένων, προσπαθούν πάντα να υπερασπιστούν την ελευθερία τους και το δικαίωμα να είναι κύριοι της μοίρας τους.
Ωστόσο, ο Ρέιμοντ απέχει πολύ από το να εξιδανικεύει τους Πολωνούς αγρότες. Δείχνει ότι μπορεί να είναι άπληστοι, περήφανοι, μικροπρεπείς, ζηλιάρηδες και μισαλλόδοξοι. Από ιστορική σκοπιά, αυτά τα χαρακτηριστικά καθόρισαν συχνά τη μοίρα του έθνους μας.
Οι Χωρικοί είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα που αξίζει μια εξαιρετική και πρωτοποριακή προσαρμογή. Αξίζει να ανακαλυφθεί εκ νέου όχι μόνο σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, καθώς πρόκειται για ένα από τα σπουδαία έργα της ευρωπαϊκής πεζογραφίας.