Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Απ. Παπαποστόλου: «Χρώμα Κόκκινο», εκδ. Άνω Τελεία (2020)

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο» απο­τε­λεί την τρί­τη ποι­η­τι­κή κατά­θε­ση του Κων­στα­ντί­νου Απ. Παπα­πο­στό­λου μετά από δύο βιβλία με λυρι­κό περιε­χό­με­νο (Η εν Αυλί­δι ελε­γεία, 2001 και Η δια­θή­κη, 2014, εκδ. Γκο­βό­στης) και την πρώ­τη του εμφά­νι­ση στο χώρο της πολι­τι­κής ποί­η­σης. Ο ποι­η­τής δεν αφή­νει περι­θώ­ρια στον ανα­γνώ­στη να αμφι­σβη­τή­σει ότι το «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο» είναι μία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με πολι­τι­κό χαρα­κτή­ρα καθώς ήδη από τον υπό­τι­τλο την απο­κα­λεί «στρα­τευ­μέ­νη». Αξί­ζει να σημειω­θεί, ότι δεν είναι πολ­λοί πλέ­ον οι ποι­η­τές που χαρα­κτη­ρί­ζουν την ποί­η­ση τους ανοι­χτά ως στρα­τευ­μέ­νη καθώς χρη­σι­μο­ποιούν άλλους όρους, λιγό­τε­ρο ‘στιγ­μα­τι­σμέ­νους’, για να περι­γρά­ψουν ότι το έργο τους ασχο­λεί­ται με το σήμε­ρα στην πολι­τι­κή και τη λογοτεχνία.

xroma kokkinoΞεκι­νώ­ντας την ανά­γνω­ση ο Παπα­πο­στό­λου μας εισά­γει στον κόσμο της ποί­η­σης του, για να τονί­σει ότι από μικρό παι­δί μορ­φώ­θη­κε με τις ιδέ­ες της ανθρω­πιάς που ρίζω­σαν μέσα σε συν­θή­κες δύσκο­λες για μια εργα­τι­κή ή/και αγρο­τι­κή οικο­γέ­νεια των περα­σμέ­νων χρό­νων: «Αγά­πη­σα τη λαϊ­κή φιλοσοφία/ έγι­να σωστός άνθρωπος/ όπως έλε­γαν οι παλιοί άνθρωποι/ και αγά­πη­σα το συνάν­θρω­πο μου». (Λαϊ­κή φιλο­σο­φία, σελ. 9) Παράλ­λη­λα ο ποι­η­τής μας υπεν­θυ­μί­ζει ότι η ανθρω­πι­στι­κή μόρ­φω­ση στην παι­δι­κή ηλι­κία είναι μόνο ένα βήμα για την συνο­λι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση του ατό­μου και της κοι­νω­νί­ας. Και αυτή είναι μία δια­δι­κα­σία που αφο­ρά όχι μόνο τον ποι­η­τή αλλά όλους τους ανθρώ­πους όπως ακρι­βώς το αντι­λαμ­βά­νε­ται στο τέλος ο άστε­γος στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα. Αυτά τα βήμα­τα δεν γίνο­νται εύκο­λα, ούτε χωρίς βοή­θεια των φίλων και των συντρό­φων, η οποία είναι απα­ραί­τη­τη για να ξεκα­θα­ρί­σουν ιδέ­ες που οδη­γούν τον κατα­πιε­σμέ­νο να ρίχνει τις ευθύ­νες για την κατά­στα­ση του στον εαυ­τό του. Και εκεί όμως ο κατα­πιε­σμέ­νος θα προ­βάλ­λει αντι­στά­σεις ώσπου να κατα­φέ­ρει να σπά­σει τα δεσμά του: «Έκα­να θελή­μα­τα στ’ αφε­ντι­κό και έλε­γα ευχαριστώ/ σε ό,τι μου έδι­νε να ζω, να τον υπηρετώ/ αρνιό­μουν τον δρό­μο τον ταξικό/ δεν ήξε­ρα ότι είμαι εγώ τ’ αφε­ντι­κό μαζί με το λαό.» (σελ. 23)

Ο Παπα­πο­στό­λου πιά­νο­ντας τον παλ­μό της επο­χής ανα­λαμ­βά­νει επί­σης να μιλή­σει για λογα­ρια­σμό των κατα­πιε­σμέ­νων. Για τα ασυ­νό­δευ­τα παι­διά που αγω­νί­ζο­νται για μια ανά­σα ανθρω­πιάς και για τους μαθη­τές του τελευ­ταί­ου θρα­νί­ου που «χωρίς προ­σα­να­το­λι­σμό» ενα­ντιώ­νο­νται στο σύστη­μα για να κατα­λή­ξουν στη συνέ­χεια να συμ­βι­βά­ζο­νται με αυτό. Όσο και αν ο  ποι­η­τής αντι­με­τω­πί­ζει κρι­τι­κά αυτές τις κατα­στά­σεις, τόσο εκφρά­ζει την αλλη­λεγ­γύη και την αγά­πη του προς τους ηττη­μέ­νους: «Μιλώ για τα παιδιά/ από κατε­στραμ­μέ­νες πόλεις/ δίχως τα παι­χνί­δια τους τα παιδικά/ στα μάτια τους ζωγρα­φιά» γρά­φει στα Ασυ­νό­δευ­τα παι­διά (σελ.  39–40) ενώ στο ποί­η­μα Τα παι­διά του τελευ­ταί­ου θρα­νί­ου (σελ. 45–47) σημειώ­νει ότι: «Τους αγα­πού­σα τους μαθητές/ ήταν δακτυλοδεικτούμενοι/ από καθηγητές/ χωρίς προσανατολισμό/ ασφυ­κτιού­σαν στο σύστη­μα αυτό/ πατρί­δα, οικο­γέ­νεια, θρησκεία/ η καρα­μέ­λα να μη μαθαίνουμε/ την πραγ­μα­τι­κή Ιστορία.»

 Το αυτο­βιο­γρα­φι­κό και το πολι­τι­κό στοι­χείο έχουν έντο­νη παρου­σία στο «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο», συμπο­ρεύ­ο­νται και μπο­λιά­ζουν το ένα το άλλο με διά­φο­ρα στοι­χεία στην πορεία για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση. Μάλι­στα, ο ποι­η­τής ανα­γνω­ρί­ζει ότι η υπό­θε­ση της Επα­νά­στα­σης έχει θυσί­ες και αγώ­νες μέχρι την ορι­στι­κή νίκη. Το ποί­η­μα «Η μάνα μου – η μάγισ­σα, η αντάρ­τισ­σα» (σελ. 25–26) είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό αυτής της εικό­νας: «Παι­διά μου η επανάσταση/ δεν έχει τελειωμό/ το αίμα έχει φυλα­χτό να τρο­μά­ζει τον εχθρό/ και να σημά­νει χαρ­μό­συ­να το σήμαντρο/ στης νίκης το σκοπό.// Αυτά μας ιστο­ρού­σε και άλλα πολλά/ η μάνα μου η μάγισ­σα η αντάρτισσα […]»

 Σημειώ­σα­με ήδη ότι η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Κων­στα­ντί­νου Απ. Παπα­πο­στό­λου δεν κρύ­βει τον στρα­τευ­μέ­νο χαρα­κτή­ρα της ο οποί­ος προ­έρ­χε­ται από μία πολύ συγκε­κρι­μέ­νη στά­ση ζωής. Το ποί­η­μα «Το Χρέ­ος» (σελ. 19–22), αφιε­ρω­μέ­νο «στο 11ο Συνέ­δριο της ΚΝΕ, του ωραιό­τε­ρου, μοσχο­βό­λου ανθού του ηρω­ι­κού και τιμη­μέ­νου ΚΚΕ» επι­βε­βαιώ­νει αυτή την εικό­να όπου οι ελπί­δες της νιό­της και η ανά­γκη για μια άλλη κοι­νω­νία γίνο­νται ένα μέσα από μια δύσκο­λη δια­δρο­μή. Η τελι­κή νίκη για τον ποι­η­τή θα είναι μια γιορ­τή: «Ακού­ρα­στοι θα είναι οι χοροί στα βαφτί­σια τ’ ουρα­νού και της γης/ παι­διά, έφη­βοι, αιώ­νια νέοι/ στα αλώ­νια με τα πεφτα­στέ­ρια, τ’ άστρα του χιονιού/ και τη σπο­ρά του ουρανού […]»

 Κλεί­νο­ντας το σημεί­ω­μα, μπο­ρού­με να παρα­τη­ρή­σου­με ότι το λυρι­κό στοι­χείο των προη­γού­με­νων συλ­λο­γών του Κων­στα­ντί­νου Απ. Παπα­πο­στό­λου δεν λεί­πει από το «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο». Ένα ενδια­φέ­ρον στοι­χείο στο «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο» είναι ότι αυτή τη φορά ο ποι­η­τής κάνει περισ­σό­τε­ρο απτές και ξεκά­θα­ρες τις θέσεις του, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι δεν κινεί­ται στον «ουτο­πι­κό σοσια­λι­σμό*» αλλά ότι είναι ένας δημιουρ­γός με ξεκά­θα­ρο κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό αίσθη­μα. Το λυρι­κό στοι­χείο αξιο­ποιεί­ται για να περι­γρά­ψει διά­φο­ρες κατα­στά­σεις, όπως στο ποί­η­μα «Είμαι αγριό­χορ­το» (σελ. 17) ενώ το πολι­τι­κό στοι­χείο δεν κατα­λή­γει σε μια καταγ­γε­λία της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αλλά καλεί και σε δρά­ση ενά­ντια στην καταπίεση.

Το «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο», κατά τη γνώ­μη μας, δεν είναι χωρίς αδυ­να­μί­ες. Για παρά­δειγ­μα, στα μεγα­λύ­τε­ρα σε μέγε­θος ποι­ή­μα­τα του ο Παπα­πο­στό­λου δυσκο­λεύ­ε­ται να χει­ρι­στεί το πλού­σιο υλι­κό του σε αντί­θε­ση με μικρό­τε­ρα σε μέγε­θος ποι­ή­μα­τα όπου λει­τουρ­γεί σαφώς καλύ­τε­ρα. Σε διά­φο­ρα άλλα σημεία, ο ελεύ­θε­ρος στί­χος χάνει τον εσω­τε­ρι­κό του ρυθ­μό κάνο­ντας δύσκο­λη την ανά­γνω­ση και την απαγ­γε­λία. Αλλά αυτά είναι σημεία που σε καμία περί­πτω­ση δεν αναι­ρούν ότι το «Χρώ­μα Κόκ­κι­νο» είναι ένα βιβλίο που έχει πολ­λά να πει και να μας δεί­ξει ιδιαί­τε­ρα μέσα στην περί­ο­δο που βρι­σκό­μα­στε. Όπως παρα­δέ­χε­ται ο ποι­η­τής το συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο είναι η οφει­λό­με­νη τιμή προς τους ανθρώ­πους που τον έμα­θαν να περ­πα­τά όρθιος. Δεν μπο­ρού­με παρά να συμ­φω­νή­σου­με ότι σε αυτό τον στό­χο του ο ποι­η­τής πέτυ­χε και μάλι­στα με το παραπάνω.

* Ανα­φο­ρά στην κρι­τι­κή παρου­σί­α­ση του Κων­στα­ντί­νου Μπού­ρα για τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Κων­στα­ντί­νου Απ. Παπα­πο­στό­λου «Η δια­θή­κη» (2014), την οποία μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε στη σελί­δα των εκδό­σε­ων Γκο­βό­στη 

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβε­λα­αρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο