Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λεύκωμα «Γυάρος, θανατονήσι και κάστρο αγώνα»

Ειδική έκδοση από τη «Σύγχρονη Εποχή» για τη Γυάρο με αφορμή την αποκάλυψη του Μνημείου που έστησε η ΚΕ του ΚΚΕ στο νησί

Μια εξαι­ρε­τι­κή έκδο­ση, σχε­δόν συλ­λε­κτι­κή, δίνε­ται αυτές τις μέρες στο πλα­τύ κοι­νό από το εκδο­τι­κό «Σύγ­χρο­νη Εποχή».Τίτλος: «Γυά­ρος 1947–1952//1955–1961//1967–1974». Με πλά­γιο τίτλο: «Θανα­το­νή­σι και Κάστρο Αγώ­να», που συνο­δεύ­ε­ται στο εξώ­φυλ­λο από μια φρά­ση των κρα­του­μέ­νων της δεύ­τε­ρης περιό­δου λει­τουρ­γί­ας της φυλα­κής: «μια η απά­ντη­σή μας: Ζήτω το ΚΚΕ…».

Πρό­κει­ται για ένα ταξί­δι στο χώρο και το χρό­νο. Από όρμο σε όρμο, κι από περί­ο­δο σε περί­ο­δο για τον δια­χρο­νι­κό εφιάλ­τη που ακού­ει στο όνο­μα «Γυά­ρος» ή «Γιού­ρα».

Στις 80 σελί­δες του περιέ­χε­ται υλι­κό που επι­με­λή­θη­κε η υπη­ρε­σία Αρχεί­ου της ΚΕ του ΚΚΕ, φωτο­γρα­φί­ες από τότε και σήμε­ρα, κατα­σκευ­ές των κρα­του­μέ­νων, όπως του Παντε­λή Μαντα­λό­βα, η «σταυ­ρω­μέ­νη αντί­στα­ση στη Συκιά της Γυά­ρου» που φτιά­χτη­κε στη Γυά­ρο, με ένα λεπιδάκι.

χαράδρες Γιούρας γιομάτες αίμα φρίκη

Και μαρ­τυ­ρί­ες, πολ­λές μαρτυρίες:

«Δυο χιλιά­δες εφτα­κό­σιες μέρες σ’ αυτό το νησί του δια­βό­λου, εννιά μίλια ανα­το­λι­κά απ’ τη Σύρο, άγο­νο, άνυ­δρο με μόνους κατοί­κους τους αρου­ραί­ους, τους σκορ­πιούς και τα γαϊ­δου­ρά­γκα­θα, να σε δέρ­νει μερό­νυ­χτα εκεί­νος ο δαι­μο­νι­σμέ­νος άνε­μος, να σε τυφλώ­νει η αντά­ρα του αγριε­μέ­νου πελά­γου και να μή βλέ­πεις καΐ­κι για παρη­γο­ριά μέρες πολ­λές, σκα­σμέ­νος απ’ τη δίψα, νηστι­κός, άρρω­στος χωρίς για­τρό και περί­θαλ­ψη καμιά κι από πάνω να λυσ­σο­μα­νά­ει ο βούρ­δου­λας — τα μπα­μπού — του Γλά­στρα, φορ­τω­μέ­νος πέτρες και βρά­χια όλη μέρα στην ανη­φό­ρα προς το “Ιστί­μπεη”, να σπαρ­τα­ράς κρε­μα­σμέ­νος στη “Συκιά” για παρα­δειγ­μα­τι­σμό» (Από το βιβλίο του Γιάν­νη Κατσα­ντώ­νη, «Με τους δεσμώ­τες αγωνιστές»).

Και οι εικό­νες του ποιητή:«Δω πέρα είναι μεγά­λες πέτρες και κρυμ­μέ­νες σερνάμενες
ρίζες,
είναι μεγά­λα ποντί­κια μ’ άσκη­μα μάτια και δυνα­τά σαγόνια,
είναι γου­στέ­ρες και σκορ­πιοί και χιλιο­πό­δα­ρες ψαλίδες».

(Γιάν­νης Ρίτσος, «Μαντα­το­φό­ρες»)


Πέρα από τα ιστο­ρι­κά στοι­χεία για τη Γυά­ρο, μέσα από τις σελί­δες της έκδο­σης γίνε­ται μια ξενά­γη­ση στο νησί που αρχί­ζει από τον 1ο Ορμο:

«Ηταν ο όρμος “πρω­τεύ­ου­σα”, που έφτα­σε να έχει στις σκη­νές του έως 5.500 άτο­μα. Εδώ κρα­τή­θη­καν και οι ανή­λι­κοι το 1948, που αργό­τε­ρα στάλ­θη­καν στη Μακρό­νη­σο. Ενας δρό­μος πλά­τους 5 μέτρων χώρι­ζε το στρα­τό­πε­δο σε Α΄ και Β΄ πτέ­ρυ­γα. Στο πάνω μέρος του δρό­μου ξεκι­νά­ει ένα μεγά­λο χαντά­κι που δια­κλα­δί­ζε­ται σε δύο χαρά­δρες (ανά­με­σά τους υπάρ­χει ένα λοφά­κι). Στη δεξιά χαρά­δρα, στη δεξιά μεριά της δεσπό­ζει η βίλα του διευ­θυ­ντή, “το μαύ­ρο σπί­τι”, τρι­γυ­ρι­σμέ­νη με τις σκη­νές των φυλά­κων και άλλα κτίσματα.

Πιο πάνω είναι οι σκη­νές απο­θή­κης ιμα­τι­σμού και υλι­κών φυλα­κής και το λογι­στή­ριο. Πιο πάνω, μέσα στη δεξιά χαρά­δρα, ήταν το Πει­θαρ­χείο, η περι­βό­η­τη “συκιά” και πιο πάνω το “ηλια­κό πειθαρχείο”.

Στο λοφά­κι ανά­με­σα στις δυο χαρά­δρες υπήρ­χαν το σπί­τι του υπο­διευ­θυ­ντή, σπί­τια χωρο­φυ­λά­κων, ο φούρ­νος της Χωρο­φυ­λα­κής και το παλιό Πει­θαρ­χείο του Γλάστρα.

Στο κέντρο του όρμου, δεξιά του δρό­μου, ήταν το Αρχι­φυ­λα­κείο και κάτω, κοντά στην παρα­λία, το Ταχυ­δρο­μείο. Στη Β΄ πτέ­ρυ­γα ήταν κατά περιό­δους το Αναρ­ρω­τή­ριο και το Φαρ­μα­κείο όπως και τα μαγειρεία.

Δίπλα στον πρώ­το όρμο είναι ο όρμος μηδέν, ο οποί­ος προ­ο­ρι­ζό­ταν για να γίνουν πει­θαρ­χεία, αλλά τελι­κά δεν κατα­σκευά­στη­καν. Ανά­με­σά τους είναι ο Γολ­γο­θάς, σημείο με από­το­μα βρά­χια, όπου βασα­νί­στη­καν και λεη­λα­τή­θη­καν πολ­λοί κρα­τού­με­νοι. Εδώ είναι και το νεκρο­τα­φείο των κρατούμενων».

Η περι­γρα­φή συνο­δεύ­ε­ται με εικό­νες από τότε, που δεί­χνουν τα κτί­ρια και άλλες εγκα­τα­στά­σεις, τη βίλα του διευ­θυ­ντή, το Φαρ­μα­κείο, το Ιατρείο και το χώρο της σκη­νής Αναρ­ρω­τή­ριο, τα μαγει­ρεία. Νεό­τε­ρες φωτο­γρα­φί­ες δεί­χνουν τα αντί­στοι­χα σημεία σήμε­ρα, το νεκρο­τα­φείο, δεξιά του 1ου όρμου. Τα από­κρη­μνα βρά­χια δίπλα του που ήταν ο «Γολ­γο­θάς», τη «Συκιά του Γλά­στρα», όπως σώζε­ται σήμερα.Αμέσως μετά η ανα­φο­ρά στον 2ο Ορμο, όπου έρι­ξαν τους πρώ­τους κρα­τού­με­νους της πρώ­της μετα­γω­γής, στις 11 Ιού­λη 1947. Τότε ήταν πιο άγριος και είχε διά­σπαρ­τους μεγά­λους βρά­χους, που μετα­κι­νή­θη­καν από τους κρα­τού­με­νους. Η δύνα­μή του έφτα­σε τους 1.500. Αρχι­κά ήταν όρμος των «ζωη­ρών» έως τις αρχές 1948, αργό­τε­ρα έγι­νε όρμος των γέρων και των άρρωστων.

Ο 3ος Ορμος στε­νός και κατη­φο­ρι­κός. Ηταν ο όρμος των δια­νο­ού­με­νων, των στε­λε­χών και της απο­μό­νω­σης και έφτα­σε δύνα­μη τους 990. Ανά­με­σα στον 3ο και 4ο όρμο υπάρ­χει νεκροταφείο.

Ο 4ος Ορμος είναι μεγα­λύ­τε­ρος από τον 2ο και τον 3ο Ορμο. Ηταν όρμος που σήκω­σε το μεγα­λύ­τε­ρο βάρος της κατα­να­γκα­στι­κής δου­λειάς. Η δύνα­μή του έφτα­σε τους 2.000. Υπάρ­χουν τρία μεγά­λα κτί­σμα­τα, κατά σει­ρά, σύμ­φω­να με τη φορά των δει­κτών του ρολο­γιού είναι: Οι απο­θή­κες, το εργο­στά­σιο ηλε­κτρι­σμού και το νοσο­κο­μείο. Μετά από τον Ιού­νη του 1950 μετέ­φε­ραν εκεί αρκε­τούς ανα­νή­ψα­ντες. Γρή­γο­ρα, όμως, πολ­λοί έκα­ναν αντιδηλώσεις.

Οι φωτο­γρα­φί­ες δεί­χνουν το νοσο­κο­μείο του Ερυ­θρού Σταυ­ρού στον 4ο όρμο, τότε και τώρα. Το κτί­ριο των απο­θη­κών τότε και τώρα. Εσω­τε­ρι­κές εικό­νες από το νοσο­κο­μείο, κατα­στρο­φές και εγκατάλειψη.

Μνημείο ΚΚΕ 100 Γυάρος Ρωγμή Α Μυρωδιάς

Ακο­λου­θεί η περι­γρα­φή για τον 5ο Ορμο και το κτί­ριο των φυλα­κών.

Ο πέμ­πτος όρμος ιδρύ­θη­κε στις αρχές του 1948 και η δύνα­μή του έφτα­σε τους 300. Μέχρι το τέλος του 1948 ήταν όρμος βαριάς απο­μό­νω­σης και βασα­νι­στη­ρί­ων, γι’ αυτό οι κρα­τού­με­νοι τον ονό­μα­ζαν «όρμο τάφο» και «όρμο τρόμου».

«Ο τάφος των ζωντα­νών. Η και­νού­ρια εξόρ­μη­ση των δημί­ων αρχί­ζει: Αρχές Απρί­λη. Αυτήν τη φορά θα ξεπε­ρά­σει κάθε προη­γού­με­νη. Και σε μέθο­δο και σε εκτέ­λε­ση. Και κάθε φαντα­σία. Πρώ­τη εκδή­λω­ση είναι η ίδρυ­ση του Ε΄ όρμου. Στις 6 Απρί­λη 1948.Ο Ε΄ ως τότε ήταν γνω­στός σαν το πει­θαρ­χείο — πηγά­δι. Ηταν μια σπη­λιά 1x1½ μέτρο, γιο­μά­τη ως δεκα­πέ­ντε πόντους λάσπη. Εκεί κλεί­ναν (απ’ το Γενά­ρη του ’48) όσους δε δού­λευαν καλά, αφού τους κάναν πτώ­μα­τα προη­γου­μέ­νως. Στο “πει­θαρ­χείο” τού­το στοί­βα­ζαν 5–6 μαζε­μέ­νους» (από την έκδο­ση «Γιού­ρα, ματω­μέ­νη βίβλος»).

Το κτί­ριο των φυλα­κών βρί­σκε­ται ανά­με­σα στον 4ο και τον 5ο Ορμο. Είναι το μεγα­λύ­τε­ρο κτί­ριο των Κυκλά­δων και υψώ­νε­ται σε τέσ­σε­ρα τερά­στια σκα­λο­πά­τια σε επι­φά­νεια 75 επί 150 μέτρα. Χτί­στη­κε στα χρό­νια 1947–1952 και ολο­κλη­ρώ­θη­κε το 1955. Η βρά­χι­νη ράχη που προ­ϋ­πήρ­χε ισο­πε­δώ­θη­κε με την κατα­να­γκα­στι­κή δου­λειά των κρα­τού­με­νων, έτσι δια­μορ­φώ­θη­καν τα 5 επί­πε­δα για να χτι­στούν οι φυλα­κές. Για να χτι­στεί, οι φυλα­κι­σμέ­νοι κυριο­λε­κτι­κά σκά­βα­νε το βου­νό με τα χέρια τους. Κάτω από την τρο­μο­κρα­τία και τους βασα­νι­σμούς προ­χώ­ρη­σε ο «στοι­χειω­μέ­νος τάφος». Οι θάλα­μοι είναι απο­πνι­χτι­κοί, τα παρά­θυ­ρά τους πολύ μικρά και σε μεγά­λο ύψος.

«Από τον και­ρό που ιδρύ­θη­κε το Πει­θαρ­χείο (17.07.1947) μέχρι τρία χρό­νια αργό­τε­ρα (17.07.1950) έχουν κατά υπο­λο­γι­σμούς βασα­νι­στεί 1.300 περί­που κρα­τού­με­νοι… Το Πει­θαρ­χείο στην αρχή ήταν ένα χτι­στό 2x2 μέτρα. Εκεί πολ­λές φορές στρι­μώ­χτη­καν πάνω από 15 κρα­τού­με­νοι, τις περισ­σό­τε­ρες φορές πλη­για­σμέ­νοι και σε αφα­σία, για να τους σακα­τέ­ψουν δεκά­δες σκορ­πιοί, η αφό­ρη­τη ζέστη ή η χει­μω­νιά­τι­κη παγω­νιά (χωρίς κου­βέρ­τες) και η δίψα. Τον πρώ­το και­ρό ο πρώ­τος δεσμο­φύ­λα­κάς του, ο Σου­πιώ­νης, πάνω στο μεγά­λο φόρ­τε της τρο­μο­κρα­τί­ας κατέ­στρε­ψε ζωές και ζωές εκεί μέσα. Πολ­λές φορές είχε ξυστεί το χώμα κι είχαν ασβε­στω­θεί οι τοί­χοι του για να μη φαί­νο­νται τα αίμα­τα. Στην αρχή οι κρα­τού­με­νοι ονό­μα­σαν αυτό το πει­θαρ­χείο ΓΟΛΓΟΘΑ! Δε σε στέλ­να­νε εκεί για τιμω­ρία. Σε στέλ­να­νε για ΘΑΝΑΤΟ. Κι είναι ζήτη­μα καθα­ρά ψυχι­κής αντο­χής των αγω­νι­στών. Πώς άντε­χαν, κι έβγαι­ναν από αυτόν τον τάφο.

Την άνοι­ξη του 1948 χτί­στη­κε άλλο Πει­θαρ­χείο στη χαρά­δρα του πρώ­του όρμου, μακριά από τον όρμο (στρα­τό­πε­δο). Ηταν 3x2 μέτρα (…) κι απέ­να­ντι στο Πει­θαρ­χείο είναι η στοι­χειω­μέ­νη ΣΥΚΙΑ. Εκεί κρε­μού­σαν τους κρα­τού­με­νους από τους αγκώ­νες, νύχτες ολό­κλη­ρες, και το πρωί δερ­νό­ταν εκεί πάνω το παρα­λυ­μέ­νο κορ­μί, μέχρι που παρέ­λυε. Τότε φώνα­ζαν το για­τρό» («Γιού­ρα, ματω­μέ­νη βίβλος»).


Και μια συγκλο­νι­στι­κή μαρ­τυ­ρία. Του κομ­μου­νι­στή ηθο­ποιού Τζα­βα­λά Καρού­σου για τις συν­θή­κες στη Γυά­ρο. Η χού­ντα ανα­γκά­στη­κε να τον αφή­σει ελεύ­θε­ρο για λόγους υγεί­ας και μετά από διε­θνή κατα­κραυ­γή, ωστό­σο οι συν­θή­κες κρά­τη­σης και η στέ­ρη­ση ιατρο­φαρ­μα­κευ­τι­κής περί­θαλ­ψης έφε­ραν τον πρό­ω­ρο θάνα­τό του τις πρώ­τες μέρες του 1969. Η πρώ­τη έκδο­ση του έργου του, «Τζα­βα­λά Καρού­σου: Γυά­ρος, Εditions Nouvelles Frontier», έγι­νε στο Μόντρε­αλ του Κανα­δά και απο­τέ­λε­σε ένα όπλο για τη διε­θνή κινη­το­ποί­η­ση και καταγ­γε­λία της Γυάρου.

«Μας οδη­γούν στις φυλα­κές. Ενας μεγά­λος σκο­τει­νός διά­δρο­μος χωρίς κανέ­να φως. Τα παπού­τσια μας βου­λιά­ζουν στη σκό­νη. Εδώ κι εκεί σκο­ντά­φτου­με σε μεγά­λα θάμνα ξερά, απ’ αυτά τα καφε­τιά, που τα ξερί­ζω­σαν όπως ήταν και τα χρη­σι­μο­ποιούν για σκούπες.

Στο τέλος του δια­δρό­μου δεξιά κι αρι­στε­ρά πόρ­τες. Οδη­γούν στις ακτί­νες. Λάμπες πετρε­λαί­ου φωτί­ζουν και δημιουρ­γούν αλλό­κο­τους ίσκιους. Από δω αρχί­ζουν σκά­λες προς τα κάτω, όπου είναι πάλι διά­δρο­μος, πάλι σκά­λες, πάλι διά­δρο­μος, πάλι σκά­λες ώσπου φτά­νεις στην έξο­δο σ’ ένα πλά­τω­μα, έπει­τα δρό­μος και κάτω ο γκρε­μός. Και κάτω ακτί­νες, αναρ­ρω­τή­ριο, ιατρείο, καντί­να, γρα­φεία, κρα­τη­τή­ρια, απο­μό­νω­ση. Οπως περ­νάς κι ακούς από κάτω το ρόχθο του πελά­γου και τα σφυ­ρίγ­μα­τα των ανέ­μων έχεις την εντύ­πω­ση πως ταξι­δεύ­εις με κανέ­να υπε­ρω­κε­ά­νιο χτι­σμέ­νο με τσι­μέ­ντο, με τού­βλα και μια λάσπη που χρό­νια πέρα­σαν κι ακό­μα δε λέει να στεγνώσει…

Ο θάλα­μος μέσα στο χώμα. Πού θα κοι­μη­θού­με; Μερι­κά παλι­κά­ρια μας έβγα­λαν έξω εμάς τους περιτ­τούς να κάνου­με καμιά βόλ­τα κι ανα­σκου­μπώ­θη­καν μες στο σκο­τά­δι να παστρέ­ψουν το θάλα­μο. Μάταιος κόπος. Ο,τι κι αν κάνα­με ήθε­λε μέρες να καθα­ρί­σει. Και ήθε­λε και σκού­πες. Οχι φρύ­γα­να. Του­λά­χι­στον λίγο νερό. Και φως…Επει­τα από λίγο φέρα­νε κάτι ντε­νε­κέ­δες γεμά­τους νερό. Από κει θα πίνα­με προς το παρόν. Συσ­σί­τιο τίπο­τα. Ούτε το βρά­δυ, ούτε το πρωί, ούτε το μεση­μέ­ρι, ούτε και τού­το το βρά­δυ. Πολύ επι­κερ­δής δου­λειά ο αντι­κομ­μου­νι­σμός. Είμα­σταν όλοι σκο­τω­μέ­νοι. Του­λά­χι­στον λίγο νερό. Πίνου­με σκέ­το πετρέ­λαιο. Πολύ το φτύ­ναν, άλλοι το κάναν εμε­τό. Αλλοι στέ­ριω­ναν την καρ­διά τους και το έπι­ναν. Το ήπια κι εγώ.

Ζητή­σα­με τουα­λέ­τα, μα δε δού­λευαν, ούτε του θαλά­μου, ούτε οι μεγά­λες της ακτί­νας, όπου ήταν και τα πλυ­ντή­ρια. Επρε­πε να βγού­με έξω, έξω από τη φυλα­κή, μπρο­στά στο πλά­τω­μα. Εδώ — βγαί­νο­ντας αρι­στε­ρά — έχουν σκά­ψει τέσ­σε­ρις λάκ­κους, έβα­λαν κάτι πλά­κες, κάτι σανί­δια στα πλά­για, έβα­λαν και κάτι ψευ­το­χω­ρί­σμα­τα από παλιές σκευ­ρω­μέ­νες πόρ­τες. Εδώ, ώσπου να λει­τουρ­γή­σουν οι τουα­λέ­τες, εδώ θα μας φάει η μύγα και το κου­νού­πι, μπρο­στά σε χιλιά­δες μάτια. Κι αύριο περι­μέ­νου­με κι άλλες, πολ­λές χιλιά­δες… Κι αυτές όλες οι χαρά­δρες θα γεμί­σουν σκη­νές και βρό­μα και μόχθο αδιά­κο­πο, ασί­γα­στο, ανε­λέ­η­το να νικη­θεί αυτή η βρό­μα, να περά­σουν οι άνθρω­ποι σαν άνθρωποι…

gif Banner Γυάρος

Πέρα τα βου­νά της Σύρας ρόδι­ζαν. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακό­μα. Μα η μπό­χα ανέ­βαι­νε αβά­στα­χτη. Δυο χιλιά­δες άνθρω­ποι. Και σήμε­ρα που θα ‘ρθουν οι άλλοι; Και το υδρα­γω­γείο που είχε βου­λώ­σει; Και τα υδραυ­λι­κά της τουα­λέ­τας που δε δού­λευαν; Και τα υδραυ­λι­κά της θάλασ­σας που δε δού­λευαν κι αυτά; Και τα μαγει­ρεία που δεν υπήρ­χαν πια; Και οι απο­χε­τεύ­σεις που δε λει­τουρ­γού­σαν; (…) Από σήμε­ρα το πρωί όλοι οι γέροι και οι μεσό­κο­ποι πρέ­πει να ανα­σκου­μπω­θού­με… Μηχα­νι­κοί, αρχι­τέ­κτο­νες, μαστό­ροι, για­τροί, όλα τα επαγ­γέλ­μα­τα μαζεύ­τη­καν να δουν τι θα γίνει. Γεμά­το αρρώ­στους το στρα­τό­πε­δο και δεν υπήρ­χε καμι­νέ­το να βρά­σει μία σύριγ­γα. Κι αν έβρι­σκες καμι­νέ­το δε θα ‘βρι­σκες κατσα­ρό­λα. Φοβό­μα­σταν καμιά δυσε­ντε­ρία. Είχα­με πάθει στη Μακρό­νη­σο και μένει ακό­μα ζωη­ρή η ανά­μνη­σή της» (Τζα­βα­λά Καρού­σου, «Γυά­ρος»).


Από την παρου­σί­α­ση του εκδότη

  • H έκδο­ση δημιουρ­γή­θη­κε με αφορ­μή την τοπο­θέ­τη­ση του μνη­μεί­ου της ΚΕ του ΚΚΕ στη Γυά­ρο και την επί­σκε­ψη-προ­σκύ­νη­μα για τα εγκαί­νια του μνη­μεί­ου, τον Οκτώ­βρη του 2019. Απο­τε­λεί μια μικρή συνει­σφο­ρά στη γνω­ρι­μία με την ιστο­ρία και την αρχι­τε­κτο­νι­κή του κάτεργου.
  • «Δυο χιλιά­δες εφτα­κό­σιες μέρες σ’ αυτό το νησί του δια­βό­λου, εννιά μίλια ανα­το­λι­κά απ’ τη Σύρο, άγο­νο, άνυ­δρο με μόνους κατοί­κους τους αρου­ραί­ους, τους σκορ­πιούς και τα γαϊ­δου­ρά­γκα­θα, να σε δέρ­νει μερό­νυ­χτα εκεί­νος ο δαι­μο­νι­σμέ­νος άνε­μος, να σε τυφλώ­νει η αντά­ρα του αγριε­μέ­νου πελά­γου και να μη βλέ­πεις καΐ­κι για παρη­γο­ριά μέρες πολ­λές, σκα­σμέ­νος απ’ τη δίψα, νηστι­κός, άρρω­στος, χωρίς για­τρό και περί­θαλ­ψη καμιά κι από πάνω να λυσ­σο­μα­νά­ει ο βούρ­δου­λας –τα μπα­μπού– του Γλά­στρα, φορ­τω­μέ­νος πέτρες και βρά­χια όλη μέρα στην ανη­φό­ρα προς το “Ιστί­μπεη”, να σπαρ­τα­ράς κρε­μα­σμέ­νος στη “Συκιά” για παραδειγματισμό.»
  • Οι κρα­τού­με­νοι κομ­μου­νι­στές και άλλοι αγω­νι­στές του λαού και στις τρεις περιό­δους λει­τουρ­γί­ας της φυλα­κής της Γυά­ρου πέρα­σαν σκλη­ρά βασα­νι­στή­ρια, πιε­ζό­με­νοι να υπο­γρά­ψουν δήλω­ση μετα­νοί­ας — απο­κή­ρυ­ξης του ΚΚΕ, της πολι­τι­κής έκφρα­σης της εργα­τι­κής τάξης, από ένα μηχα­νι­σμό βίας με την έγκρι­ση των αστι­κών κομ­μά­των συνο­λι­κά, φανε­ρώ­νο­ντας την αγριό­τη­τα της αστι­κής τάξης ενα­ντί­ον όσων στέ­κο­νταν στην πλευ­ρά του δίκιου και δεν ανέ­χο­νταν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα. Χιλιά­δες είναι εκεί­νοι που έμει­ναν αλύ­γι­στοι. Η στά­ση τους αυτή απο­τε­λεί προ­σφο­ρά πρώ­του μεγέ­θους στην πάλη για καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία, στην πάλη για το σοσια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό, καθώς απέ­δει­ξαν πως η κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δος δεν μπο­ρεί ν’ ανα­κο­πεί, ν’ ανα­στα­λεί, παρά τα πισω­γυ­ρί­σμα­τα και τις προ­σω­ρι­νές ήττες. Η κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δος δεν μπο­ρεί να εγκλω­βι­στεί στο σκου­ρια­σμέ­νο περί­βλη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης, της αδι­κί­ας, της καταστολής.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο