Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λιλή Ζωγράφου _ασυμβίβαστη απέναντι σε πρέπει και επιταγές: Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια ή με γεμίζει λύσσα με την οργανωμένη αδικία της, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου να επαναστατήσω, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό

«Σε γνώ­ρι­σα κάποια βρα­διά, παρα­μο­νές του Κλή­δο­να \ σε κάποια γει­το­νιά που δεν ξεχνάω\ Ήμουν παι­δί στα δεκα­εν­νιά, τα χεί­λη μου ξεκλεί­δω­να \ να πίνω, να φιλώ και να ρωτάω.

Μια τσι­κου­διά και άλλη μια, πενή­ντα χρό­νια δια­φο­ρά \ πενή­ντα χρό­νια τσα­μπου­κά κι ευαι­σθη­σία\ κι ό,τι μας έδε­σε κρυ­φά, από την πρώ­τη τη ματιά\ είναι του έρω­τα η αδιά­κο­πη θυσία.

…Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, κυρά μου Συβα­ρί­τισ­σα \ όλα τα λόγια μου σκορ­πί­σμα­τα του αέρα\ Κι όσα δεν πρό­λα­βα να πω, νομί­ζω ήτα­νε γρα­φτό \ Η αγά­πη πάλι άργη­σε μια μέρα».

Νύχτωσε για τη “Συβαρίτισσα”

Η αγα­πη­μέ­νη “Συβα­ρί­τισ­σα”, η “γυναί­κα που χάθη­κε καβά­λα στ’ άλο­γο”, η γυναί­κα που όρθω­σε το ανά­στη­μά της σε πρέ­πει και επι­τα­γές, η συγ­γρα­φέ­ας που λάτρε­ψε τον Κάφ­κα και την Πρά­γα, η συγ­γρα­φέ­ας που λατρεύ­τη­κε από ένα φανα­τι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, η Λιλή Ζωγρά­φου έχα­σε τη μάχη, που επί μια βδο­μά­δα έδι­νε με το θάνα­το, στο Νοσο­κο­μείο του Ηρα­κλεί­ου. Στη γενέ­τει­ρα γη, άφη­σε την τελευ­ταία της πνοή η ασυμ­βί­βα­στη γυναί­κα, που σε όλη της τη ζωή πάλε­ψε, όπως η ίδια έλε­γε, για την εσω­τε­ρι­κή, την υπέρ­τα­τη ελευ­θε­ρία. Η Λιλή Ζωγρά­φου βρι­σκό­ταν στο Ηρά­κλειο για δια­κο­πές, όταν υπέ­στη βαρύ­τα­το εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο. Το τέλος γρά­φτη­κε για εκεί­νην μέσα στην εντα­τι­κή μονά­δα, όταν η κατά­στα­ση της υγεί­ας της επι­δει­νώ­θη­κε εξαι­τί­ας κακο­ή­θους εγκε­φα­λι­κού οιδή­μα­τος _“Έφυγε” πρό­ω­ρα στα 76 της σαν σήμε­ρα 2‑Οκτ-1998

Λιλή Ζωγρά­φου, η ασυμ­βί­βα­στη που όρθω­σε το ανά­στη­μά της σε πρέ­πει και επιταγές

Η Λιλή Ζωγρά­φου εμφα­νί­στη­κε αρκε­τά νέα στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα, το 1949 με το πεζο­γρά­φη­μα “Αγά­πη” και καθιε­ρώ­θη­κε δέκα χρό­νια αργό­τε­ρα με το δοκί­μιο “Νίκος Καζαν­τζά­κης, ένας τρα­γι­κός”. Εργά­στη­κε ως δημο­σιο­γρά­φος σε γνω­στά περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Ταξί­δε­ψε πολύ στην Ευρώ­πη και τις ανα­το­λι­κές χώρες. Εζη­σε αρκε­τά χρό­νια στη Γαλ­λία και την Ιτα­λία, αλλά λάτρευε την Πρά­γα, την πόλη που μεγά­λω­σε ο Κάφ­κα. Το 1962 ήταν η πρώ­τη, όπως με περη­φά­νια έλε­γε, που έδω­σε διά­λε­ξη για τον Κάφ­κα στην Αθή­να. Έχουν εκδο­θεί 24 βιβλία της, μυθι­στο­ρή­μα­τα, νου­βέ­λες, δοκί­μια και θέα­τρο, με αλλε­πάλ­λη­λες εκδό­σεις. Το τελευ­ταίο της μυθι­στό­ρη­μα “Η αγά­πη άργη­σε μια μέρα” δια­σκευά­στη­κε και προ­βλή­θη­κε από την ΕΤ‑1. Το τελευ­ταίο της δοκί­μιο “Από τη Μήδεια στη Στα­χτο­πού­τα, η ιστο­ρία του φαλ­λού” εκδό­θη­κε φέτος από τις εκδό­σεις “Αλε­ξάν­δρεια”.

Άνθρω­πος χει­μαρ­ρώ­δης, χωρίς ταμπού στη γλωσ­σι­κή της συμπε­ρι­φο­ρά, η Λιλή Ζωγρά­φου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προ­σω­πι­κή της ζωή, αρνή­θη­κε τον πεσι­μι­σμό και δήλω­νε τρε­λά ερω­τευ­μέ­νη με τη ζωή. Έρω­τας για εκεί­νην ήταν η αιω­νιό­τη­τα. Αντι­κα­ρα­μαν­λι­κή και αντι­πα­παν­δρεϊ­κή άσκη­σε άφο­βα κρι­τι­κή στην πολι­τι­κή ζωή. Είχε τη λεβε­ντιά της ειλι­κρί­νειας και της αμε­σό­τη­τας. Παντρεύ­τη­κε τρεις φορές, αλλά διά­λε­ξε να ζει μοναχικά.

Θυμί­ζου­με μερι­κά από τα έργα της: “Βιο­γρα­φία — Άπα­ντα Μ. Πολυ­δού­ρη” (1961), “Τι από­γι­νε εκεί­νος που ‘ρθε να βάλει φωτιά” (Θέα­τρο, 1972), “Αντι­γνώ­ση, Τα δεκα­νί­κια του Καπι­τα­λι­σμού” (1974), “17 Νοέμ­βρη 1973 — Η νύχτα της μεγά­λης σφα­γής” (1974), “Καρυω­τά­κης — Πολυ­δού­ρη, Η αρχή της αμφι­σβή­τη­σης” (1977), “Επάγ­γελ­μα: πόρ­νη”, “Η γυναί­κα που χάθη­κε καβά­λα στ’ άλο­γο”, “Η γυναί­κα σου η αλή­τισ­σα” “Νύχτω­σε αγά­πη μου, είναι χθες”, “Παλαιο­πώ­λης ανα­μνή­σε­ων”, “Πού έδυ μου το κάλ­λος”, “Κάφ­κα, ο σύγ­χρο­νός μας” (1994) κ.ά.
__Όλα τα βιβλία της εδώ

Η Λιλή Ζωγρά­φου γεν­νή­θη­κε στο Ηρά­κλειο της Κρή­της το 1922, όπου πέρα­σε τα παι­δι­κά της χρό­νια. Ο πατέ­ρας της ήταν εκδό­της εφη­με­ρί­δας με ιδιαί­τε­ρα φιλε­λεύ­θε­ρες ιδέ­ες για την επο­χή του και πάθος για τη δημο­σιο­γρα­φία. Φοί­τη­σε στο Λύκειο Κορα­ής και στο Καθο­λι­κό Γυμνά­σιο των Ουρ­σου­λί­νων στη Νάξο. Κατά τη διάρ­κεια της γερ­μα­νι­κής κατο­χής φυλα­κί­στη­κε για αντι­στα­σια­κή δρά­ση ενώ ήταν έγκυος και γέν­νη­σε στη φυλακή.

Εμφα­νί­στη­κε αρκε­τά νέα στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα, το 1949 με το πεζο­γρά­φη­μα “Αγά­πη” και καθιε­ρώ­θη­κε δέκα χρό­νια αργό­τε­ρα με το δοκί­μιο “Νίκος Καζαν­τζά­κης, ένας τρα­γι­κός”. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση εργά­στη­κε ως δημο­σιο­γρά­φος σε γνω­στά περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Ταξί­δε­ψε πολύ στην Ευρώ­πη και τις ανα­το­λι­κές χώρες. Έζη­σε αρκε­τά χρό­νια στη Γαλ­λία και την Ιτα­λία, αλλά λάτρευε την Πρά­γα, την πόλη που μεγά­λω­σε ο Κάφ­κα. Το 1962 ήταν η πρώ­τη, όπως με περη­φά­νια έλε­γε, που έδω­σε διά­λε­ξη για τον Κάφ­κα στην Αθή­να. Εχουν εκδο­θεί 24 βιβλία της, μυθι­στο­ρή­μα­τα, νου­βέ­λες, δοκί­μια και θέα­τρο, με αλλε­πάλ­λη­λες εκδό­σεις. Το τελευ­ταίο της μυθι­στό­ρη­μα “Η αγά­πη άργη­σε μια μέρα” δια­σκευά­στη­κε και προ­βλή­θη­κε από την ΕΤ‑1. Το τελευ­ταίο της δοκί­μιο “Από τη Μήδεια στη Στα­χτο­πού­τα, η ιστο­ρία του φαλ­λού” εκδό­θη­κε φέτος από τις εκδό­σεις “Αλε­ξάν­δρεια”.

Άνθρω­πος χει­μαρ­ρώ­δης, χωρίς ταμπού στη γλωσ­σι­κή της συμπε­ρι­φο­ρά, η Λιλή Ζωγρά­φου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προ­σω­πι­κή της ζωή, αρνή­θη­κε τον πεσι­μι­σμό και δήλω­νε τρε­λά ερω­τευ­μέ­νη με τη ζωή. Έρω­τας για εκεί­νην ήταν η αιωνιότητα.

Από τα πιο σημα­ντι­κά έργα της η “Αντί­γνω­ση: Τα δεκα­νί­κια του καπι­τα­λι­σμού” στο οποίο περι­γρά­φει πώς ο χρι­στια­νι­σμός έγι­νε ο θεμε­λια­κός όρος για την επι­κρά­τη­ση του καπι­τα­λι­σμού ανά τον κόσμο. Το πιο γνω­στό έργο της είναι το μυθι­στό­ρη­μα “Η Συβα­ρί­τισ­σα” με έντο­να αυτο­βιο­γρα­φι­κό χρώ­μα και εμφα­νείς επιρ­ρο­ές από τη νιτσεϊ­κή φιλοσοφία.

Στο βιβλίο της «“Νίκος Καζαν­τζά­κης” ‑ένας τρα­γι­κός» (ανε­ξαρ­τή­τως συμ­φω­νί­ας ή μη με το συνο­λι­κό περιε­χό­με­νο) αναφέρει:
Ο Καζαν­τζά­κης είχε μια κακή συνή­θεια: δεν αλά­φρω­νε ποτέ τα γρα­φτά του, ούτε και τη ζωή του, από τα περιτ­τά. Έτσι πέρα­σε τα σύνο­ρα της παι­δι­κό­τη­τας και της εφη­βεί­ας και μπή­κε, σαν γέρος καμπου­ρια­σμέ­νος παρ’ όλα τα νιά­τα του, στη ζωή, κου­βα­λώ­ντας στις πλά­τες του το οικο­γε­νεια­κό του δράμα.
Το να υπο­τά­ξεις το υλι­κό «Καζαν­τζά­κης», να του δώσεις μια συνο­χή, παρ’ όλη την αέναη επα­νά­λη­ψή του, είναι άθλος.
Το τι πίκρες μου στοί­χη­σε αυτός ο άνθρω­πος, τι προ­βλή­μα­τα συνεί­δη­σης, τι αγω­νί­ες κι αμφι­τα­λα­ντεύ­σεις για να κρα­τιέ­μαι πάντα στον ίσιο δρό­μο, να μεί­νω ανε­πη­ρέ­α­στη, αλη­θι­νή και συνε­πής, δεν λέγε­ται. Ήρθα­νε στιγ­μές που αγα­να­χτού­σα για ό,τι ένιω­θα μόνο από διαί­σθη­ση χωρίς να μπο­ρώ να το απο­δεί­ξω. Και σαν ανα­κά­λυ­πτα ότι θα στή­ρι­ζε και θα δικαί­ω­νε ξεκά­θα­ρα την άπο­ψή μου, αντί για ικα­νο­ποί­η­ση αισθα­νό­μου­να συντριβή.
Ένας τρα­γι­κός –να τι ήταν ο Καζαν­τζά­κης–, «ένας ακρο­βά­της πάνω απ’ το χάος», όπως αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, άσπλα­χνος για την ανθρω­πό­τη­τα, άσπλα­χνος για τον εαυ­τό του, που ’χε φυλά­ξει όμως μπό­λι­κη ασπλα­χνιά και για τον μελε­τη­τή του.

Στην πρώ­τη και μεγα­λύ­τε­ρη μού­σα του τη Γαλά­τεια, από τη Γερ­μα­νία, εντάσ­σο­ντας, με υπέ­ρο­χο ποι­η­τι­κό τρό­πο, την εργα­τι­κή τάξη, στον ιδιό­τυ­πο, καθα­ρά προ­σω­πι­κό του «μεσ­σια­νι­σμό» γράφει:

❝Το νέο πρό­σω­πο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γρα­ψα, είναι ένας αργά­της που πει­νά­ει, δου­λέ­βει κ’ εξα­νί­στα­ται. Ένας αργά­της που μυρί­ζει καπνό και κρα­σί, σκο­τει­νός, δυνα­τός, όλος επι­θυ­μί­ες και δίψα εκδίκησης.
Είναι σαν τους παλιούς ανα­το­λί­τες αρχη­γούς με προ­βιές στα πόδια, με διπλό τσε­κού­ρι στη δερ­μα­τέ­νια ζώνη, ένας Τσι­γκι­σχά­νος, που οδη­γά­ει και­νούρ­γιες ράτσες που πει­νούν και γκρε­μί­ζει τα παλά­τια και τα κελά­ρια των χορ­τα­σμέ­νων κι αρπά­ζει τα χαρέ­μια των ανίκανων.
Είναι σκλη­ρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέλη­ση, χωρίς συβι­βα­σμούς, ανέν­δο­τος. Η Γης τού­τη είναι το χωρά­φι του, ουρα­νός και Γης είναι ένα❞.

__    Σαν χαρα­κτη­ρι­στι­κά του ύφους της αναφέρουμε:
1. _”από το επάγ­γελ­μα πόρ­νη
ΠΡΟΕΙΛΟΠΟΙΗΣΗ: Δεν που­λώ ύφος, στυλ, λογο­τε­χνία. Δεν γρά­φω διη­γή­μα­τα. Κατα­θέ­τω γεγο­νό­τα και συμ­πτώ­μα­τα της επο­χής πού ζω. Όλα όσα γρά­φω συνέ­βη­σαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρό­νια τώρα σπα­τα­λιέ­μαι, παρα­κο­λου­θώ­ντας όλα κι όλους. Η ζωή περ­νά από μέσα μου, με δια­πο­τί­ζει με την ασκή­μια ή με γεμί­ζει λύσ­σα με την αδι­κία της την οργα­νω­μέ­νη, με ταπει­νώ­νει με την ανη­μπο­ριά μου ν ’ αντι­δρά­σω , να επα­να­στα­τή­σω απο­τε­λε­σμα­τι­κά, να υπε­ρα­σπι­στώ το μαζι­κό μας εξευ­τε­λι­σμό. Αν ξανα­γι­νό­μουν είκο­σι χρό­νων θα ξεκι­νού­σα από τις κορ­φές των βου­νών, αντάρ­της, ληστής, πει­ρα­τής, ν ’ ανοί­ξω τα μάτια εκεί­νων πού δέχο­νται αδια­μαρ­τύ­ρη­τα τη μοί­ρα τους, όσο και κεί­νων πού εθε­λο­τυ­φλούν. Όχι, ή επα­νά­στα­ση μου δε θα στρε­φό­ταν κατά τού κατε­στη­μέ­νου και τού συστή­μα­τος του, αλλά ενα­ντί­ον εκεί­νων πού το ανέ­χο­νται. Θα σκό­τω­να, θα τσά­κι­ζα την κακο­μοι­ριά, την υπο­τα­γή, την ταπει­νο­φρο­σύ­νη. H γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπει­νούς και κατα­φρο­νε­μέ­νους. Όπως δε χωρά άλλα φερέ­φω­να προ­κάτ επα­νά­στα­σης. Η ζωή γίνη­κε πια πάρα πολύ απάν­θρω­πη για να την καλου­πώ­νου­με σε σχή­μα­τα, δε μάς ανή­κει καν, όπως δε μάς ανή­κει τίπο­τα, από τη γη πού κατοι­κού­με ως τα πρό­σω­πά μας. Όταν ό κάθε τυχάρ­πα­στος, ό κάθε τιπο­τέ­νιος, μπο­ρεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέ­κλα, σ ’ έναν πάγκο η σ ’ ένα κρε­βά­τι, να μάς φτύ­σει, να μάς μαστι­γώ­σει, να μάς βιά­σει. Το Σύστη­μα απο­χα­λι­νω­μέ­νο καλ­λιερ­γεί σκό­πι­μα την ασυ­νει­δη­σία, την αγριό­τη­τα, το χάος, κατα­λύ­ο­ντας το σεβα­σμό για τον ανθρώ­πι­νο παρά­γο­ντα. Δεν άφη­σε τίπο­τα ανεκ­με­τάλ­λευ­το, από το «χάσμα των γενε­ών» πού απο­κό­βει τούς ανθρώ­πους μετα­ξύ τους και ετοι­μά­ζει τούς αυρια­νούς παι­διά-κατα­δό­τες του Χίτλερ, ως την κατάρ­γη­ση της οικο­γέ­νειας. Ό άνθρω­πος βγαί­νει στο σφυ­ρί. Για να μη βρί­σκει το Σύστη­μα καμιά αντί­δρα­ση και να μπο­ρέ­σει αύριο να βγά­λει ελεύ­θε­ρα στο σφυ­ρί και τις πατρί­δες. O Παπα­δό­που­λος ήταν μια δοκι­μή και στον ευρω­παϊ­κό χώρο, κατά το σύστη­μα των χιλιά­δων πει­ρα­μά­των πού πραγ­μα­το­ποιού­νται σ ’ όλες τις περιο­χές τού πλα­νή­τη. Ή συντα­γή είναι πια κοι­νή: Όταν ένας λαός σηκώ­σει κεφά­λι κατά τού κυβερ­νή­τη του, εκπρό­σω­που τού κεφα­λαιο­κρα­τι­κού συστή­μα­τος, βρεί­τε έναν αλή­τη και ανα­θέ­στε του να περά­σει χει­ρο­πέ­δες σ ’ αυτό το λαό.

Κι αφή­στε τον να εξου­θε­νω­θεί. Το πιθα­νό­τε­ρο είναι να συνη­θί­σει και να ζήσει εξου­δε­τε­ρω­μέ­νος από τριά­ντα μέχρι σαρά­ντα χρό­νια, όπως συνέ­βη στην Ισπα­νία και την Πορ­το­γα­λία. Επει­δή όμως οι και­ροί άλλα­ξαν, τα πρά­μα­τα πάνε γρη­γο­ρό­τε­ρα, ή συντα­γή τρο¬ποποιήθηκε. Πάρ­τε τα κλει­διά από τον αλή­τη, δώστε τα στον παλιό κυβερ­νή­τη και στείλ­τε τον να ξεκλει¬δώσει τις χει­ρο­πέ­δες. Ό λαός θα του γλεί­φει τα χέρια, βλέ­πο­ντάς τον σαν ελευ­θε­ρω­τή του. Γι ’ αυτό και μείς, τα σύγ­χρο­να πει­ρα­μα­τό­ζωα, οφεί­λου­με να χρη­σι­μο­ποιού­με πάντα τον όρο π.χ., πού θα σημαί­νει «τώρα πια προ Χού­ντας», και μ.Χ, «μετά τη Χού­ντα». Για­τί το πεί­ρα­μα πέτυ­χε και δεν πρέ­πει να το λησμο­νού­με ούτε στιγ­μή. Ή ’ Ελλά­δα εκδί­δε­ται, συνει­δη­τά και ασύ­νει­δα. Κι ούτε ένας αθώ­ος. Ανεύ­θυ­νος κανένας.
__Οκτώβρης 1978 μ.Χ.

  1. _από το “η αγά­πη άργη­σε μια μέρα
    Ένα ακό­μη μυθι­στό­ρη­μα; Ναι. Άλλα και μια δια­μαρ­τυ­ρία αγα­νά­κτη­σης με πρό­θε­ση τον δια­συρ­μό της υπο­χρε­ω­τι­κής σωμα­τι­κής υπο­κρι­σί­ας πού κατα­λή­γει σε μαρ­τυ­ρι­κή στέ­ρη­ση, σ’ ένα παρα­νοϊ­κό αυτο­μα­στί­γω­μα με απο­τέ­λε­σμα τη σωμα­τι­κή και ψυχι­κή αναπηρία.

Η σιω­πή βασί­λευε στην περιο­χή τόσο πού φαι­νό­ταν ακα­τοί­κη­τη μες στο φθι­νο­πω­ρι­νό σού­ρου­πο ντυ­μέ­νο στα ρόδι­να ως πορ­το­κα­λιά — αρα­χνο­ΰ­φα­ντες μου­σε­λί­νες πού πλέ­α­νε στο κενό ξεκολ­λη­μέ­νες από τον ουρα­νό. Τα θεριε­μέ­να δέντρα, θάμνοι και λου­λού­δια όλα προ­μη­νύ­μα­τα εγκα­τά­λει­ψης ακα­τά­στα­τα φυτρω­μέ­να, δημιουρ­γού­σαν έναν φρά­χτη πού απέ­κο­βε τη θλι­βε­ρή μου­δια­σμέ­νη κωμό­πο­λη από το μισο­κρυμ­μέ­νο σιω­πη­λό σπί­τι των Φτε­νού­δων. Παρα­με­ρί­ζο­ντας την πυκνή πρα­σι­νά­δα στο μονο­πά­τι πού οδη­γού­σε στη μισά­νοι­χτη καγκε­λέ­νια είσο­δο μπο­ρού­σες ν ’ αντι­λη­φτείς αθέ­α­τος δύο ή τρεις σκο­τει­νές κι αθό­ρυ­βες φιγού­ρες μάλ­λον γυναι­κεί­ες να πηγαι­νο­έρ­χο­νται με μπα­μπα­κέ­νια βήμα­τα στον εξώ­στη τού σπι­τιού. Δεν ήξε­ρες αν ήταν τρεις ή μία και ή σκιά της, τόσο ίδιες, παμπά­λαιες, σαν ξεθω­ρια­σμέ­νες φωτο­γρα­φί­ες κάποιων πού δεν ζουν τώρα και δεκα­ε­τί­ες. Μέσα από τη χαμη­λο­τά­βα­νη κου­ζί­να τού πάλαι ποτέ διώ­ρο­φου αρχο­ντι­κού ακουό­ταν ο θόρυ­βος μιας ανα­πνο­ής πού αγω­νι­ζό­ταν να επα­να­λη­φτεί. Η αχα­μνή φωτιά τού τζα­κιού οπού σιγό­και­γαν λιγνά ξυλα­ρά­κια και θαμνό­κλα­δα έδι­νε εφιαλ­τι­κά σχή­μα­τα στα αντι­κεί­με­να που περι­βάλ­λα­νε τη γριά πού ξεψυ­χού­σε. Το λαμπιό­νι των δεκα­πέ­ντε κηρί­ων απα­γο­ρευό­ταν —κατ ’ εντο­λήν της ετοι­μο­θά­να­της —ν ’ ανά­ψει πριν πήξει το σκο­τά­δι έξω.

Οι τρεις άλλες, ανά­στα­τες, ψιλο­κου­βέ­ντια­ζαν στην αυλή. Ό για­τρός ομο­λό­γη­σε πριν λίγο λυπη­μέ­νος στην Εργί­νη ότι ή κυρία Ασπα­σία δεν θα ζού­σε πέρα από ένα εικο­σι­τε­τρά­ω­ρο το πολύ. «Τα χρό­νια, βλέ­πε­τε, δεν βοηθούνε».

Η Εργί­νη με κοψιά και στή­σι­μο μόνι­μου λοχία τον κεραυ­νο­βό­λη­σε με το βλέμ­μα για τη διπλή βλα­σφη­μία. Πρώ­τον ή Ασπα­σία είναι δεσποι­νίς, αλλά και για τον υπαι­νιγ­μό της ηλι­κί­ας πού ήταν απα­ρά­δε­κτος. Πάει εκεί­νος ό παλιός οικο­γε­νεια­κός τους για­τρός πού σεβό­τα­νε τον άγρα­φο νόμο να ανα­φέ­ρο­νται ηλι­κί­ες και ημε­ρο­μη­νί­ες γέν­νη­σης για­τί φυσι­κά ήταν μεγα­λύ­τε­ρος και από τον μακα­ρί­τη τον πατέ­ρα τους. Τί να περι­μέ­νεις άπ΄αύτούς τους ανί­δε­ους νέους επι­στή­μο­νες; Λες κι είναι δυνα­τό να χαθεί ή αδελ­φή Ασπα­σία σαν να ’ταν ό πρώ­τος τυχών. Ποιος θ’ απο­φά­σι­ζε για την καθη­με­ρι­νή ζωή των τριών αδελ­φών και ποιος θα εμφα­νι­ζό­ταν σαν επί­ση­μος εκπρό­σω­πος της οικο­γέ­νειας Φτε­νού­δου. Κοί­τα­ζε κατα­θυ­μω­μέ­νη την έξο­δο άπ ’ όπου έφυ­γε πριν λίγο ό για­τρός, αγα­να­κτι­σμέ­νη για την ιερο­συ­λία πού ξεστό­μι­σε. Ποιά ήταν ή Ασπα­σία για να πεθά­νει όπως όλοι; Η Ασπα­σία πού τη σεβό­ταν όλο το Νεο­χώ­ρι και πού διε­τέ­λε­σε μέλος της επι­τρο­πής προ­στα­σί­ας του ιστο­ρι­κού ναού της Πανα­γιάς της Φερ­μα­λί­νας. Βέβαια τον ίδιο κλο­νι­σμό είχαν ζήσει και με το θηριώ­δη πατέ­ρα πού, αφού αρρώ­στη­σε, τις βεβαί­ω­νε τότε ή Ασπα­σία πώς ένας Φτε­νού­δος δεν πεθαί­νει έτσι και πως θα νικού­σε καθώς κι ο Διγε­νής το Θάνα­το στα μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια. Ένας άρχο­ντας Φτε­νο­ΰ­δος δεν πεθαί­νει εύκο­λα για­τί προ­σβάλ­λε­ται ή Φύση. Και είχε δίκιο για­τί έμει­νε μήνες κρε­βα­τω­μέ­νος, αλλά κανείς δεν έμα­θε από τί έπα­σχε. Όσες φορές του πρό­τει­νε ή μητέ­ρα, μ’ όλο το σεβα­σμό, να καλέ­σουν για­τρό, εκεί­νος γαύ­γι­ζε σαν μανια­σμέ­νο σκυ­λί, δεί­χνο­ντας μέσ ’ από τ ’ αγκα­θω­τά άσπρα γένια του τα βρώ­μι­κα κίτρι­να δόντια του, «δεν χρειά­ζο­μαι κανέ­να χαρα­μο­φάη να μου παρα­στή­σει τον πολύ­ξε­ρο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκω­θώ», φώνα­ζε φτύ­νο­ντας ματω­μέ­να σάλια.

Δεν σηκώ­θη­κε ωστό­σο ποτέ. Οι κόρες του, σίγου­ρες για την παντο­δυ­να­μία του, ανα­στα­τώ­θη­καν όταν φώνα­ξε ή μάνα τους, «ό πατέ­ρας σας πέθα­νε». Έτρε­ξαν όλες κι έσκυ­ψαν πάνω από το ακί­νη­το πτώ­μα, βέβαιες ότι αντί­κρι­ζαν μια ανω­μα­λία της ζωής. Στα μάτια ολο­νών τους διά­βα­ζες την ίδια απο­ρία: ώστε πεθαί­νει ένας φοβε­ρός Φτενοΰδος;

Δυσκο­λεύ­τη­καν για και­ρό να παρα­δε­χτούν το θάνα­τό του. Όχι συναι­σθη­μα­τι­κά. Καθό­λου. Ούτε τούς ζήτη­σε ποτέ αγά­πη ούτε τούς πρό­σφε­ρε άλλο από την τρο­μά­ρα. Και τώρα τρό­μα­ζαν για την ανα­τρο­πή του. Τον ξέρα­νε πανί­σχυ­ρο κι ανάλ­γη­το και πολύ και­ρό μετά το θάνα­τό του κοψο­χο­λιά­ζα­νε μπας και κάποια στιγ­μή εκτι­να­χτεί από τον τάφο του —καθώς του άνα­βαν το καντή­λι —και τούς ζητού­σε το λόγο, για το πώς όντας κατώ­τε­ρός του τολ­μού­σαν να επι­ζούν με τέτοιο θρά­σος και υγεία προ­σβάλ­λο­ντας τον ανί­κη­το πατέ­ρα. Δυσκο­λεύ­τη­καν πολύ να συνη­θί­σουν στην ιδέα πώς δεν θα χρεια­ζό­ταν να λογο­δο­τή­σουν για­τί επι­ζού­σαν υπερ­βαί­νο­ντας την εξου­σία του αψη­φώ­ντας τον.

Ζήλευαν τη μάνα τους την Ερι­φύ­λη πού απο­δέ­χτη­κε νηφά­λια το θάνα­τό του. Φοβό­τα­νε σίγου­ρα και κεί­νη τη συνά­ντη­σή της με τον Θεό για το μεγά­λο της αμάρ­τη­μα πού δεν εξο­μο­λο­γή­θη­κε ποτέ. Αλλά πίστευε πώς οι νεκροί δεν αισθά­νο­νται σαν τούς κακό­μοι­ρους τούς ζωντα­νούς και πώς ή ίδια δεν θα φοβό­ταν πια τίπο­τα και κανέ­ναν όσο τον Μιχα­ή­λο Φτε­νο­ΰ­δο επί σαρά­ντα τρία τόσα χρό­νια αγέ­λα­στα και τρο­μο­κρα­τη­μέ­να, με την ψυχή ωστό­σο γεμά­τη περι­φρό­νη­ση κι αφού του γέν­νη­σε εννιά παι­διά, τρεις γιούς και έξι θυγα­τέ­ρες σύμ­φω­να με τα χαρτιά.

Όταν γεν­νή­θη­κε ή προ­τε­λευ­ταία φώτι­σε ό κόσμος από την ομορ­φιά της νεο­γέν­νη­της, με την πρώ­τη κιό­λας μέρα του ερχο­μού της. Με δύο σπά­νια μενε­ξε­λιά μάτια πού κοί­τα­ζαν εκστα­τι­κά την Ερι­φύ­λη. Κι αυτή την έσφιγ­γε σφι­χτά στην αγκα­λιά της, νιώ­θο­ντας για πρώ­τη φορά στη ζωή της το θαύ­μα του έρω­τα. Και πρώ­τη φορά χαμο­γέ­λα­σε πραγ­μα­τι­κά ευτυ­χι­σμέ­νη θαυ­μά­ζο­ντας το όπά­λι­νο πρό­σω­πο του παι­διού, καθώς τα μάτια του ρίχνα­νε γαλά­ζιες ανταύ­γειες σαν απο­κόμ­μα­τα του ουρα­νοί στο μέτω­πο και τα μάγου­λά του, τόσο διά­φα­νο και λαμπε­ρό σαν τα πρω­ι­νά του κόσμου. Κι όλη στε­φα­νω­μέ­νη από άφθο­να ξαν­θά μαλ­λιά, απροσ­δό­κη­τα φωτει­νή στην κατα­με­λά­χρι­νη οικο­γέ­νεια και τόσο ξένη από την αγροί­κα μαυ­ρι­δε­ρή μορ­φή του Μιχα­ή­λο, που θα ’λεγες πως τη συνέ­λα­βε μόνη της ή μάνα, μυρί­ζο­ντας τ ’ αγριο­λού­λου­δα του κήπου της, τόσο πού διψού­σε για ομορ­φιά και έρωτα.

Ύστε­ρα φοβή­θη­κε μην τη χάσει τέτοια σπά­νια κόρη. Είχε ακού­σει για ένα βρέ­φος πού πέθα­νε νωρίς χωρίς αιτία και πώς ή μαμή πού το φαλό­δε­σε τό ’πε: “Όταν δω νεο­γέν­νη­το σαν άγγε­λο φρε­σκο­κομ­μέ­νο από τα λου­λού­δια του παρα­δεί­σου, τό ξέρω πώς δεν θα μεί­νει για πολύ κοντά στους θνη­τούς και πώς θα ξανα­γυ­ρί­σει σύντο­μα στους ουρα­νούς πού ανήκει”.

Τη βάφτι­σε Ερα­τώ. Τί σημαί­νει, τη ρώτη­σαν τ’ άλλα της κορί­τσια. « ’ Ερα­τώ σημαί­νει αυτή πού ξυπνά­ει την επι­θυ­μία. Ήταν μια από τις Μού­σες, αλλά και μια Νηρη­ί­δα ανά­με­σα στις πενή­ντα θυγα­τέ­ρες του Νηρέα, όλες αθά­να­τες νύμ­φες ξακου­στές για την ομορ­φιά τους».

Σ’ αυτά δεν ανα­κα­τευό­ταν ο Μιχα­ή­λος. Εκεί­νος απο­φά­σι­σε μόνος του για τα ονό­μα­τα των τριών γιων του. μισή ντου­ζί­να τα θηλυ­κά πού γέμι­ζαν τό σπι­τι­κό του θα τον άφη­ναν αδιά­φο­ρο αν δεν υπο­χρε­ω­νό­ταν να ταΐ­ζει τόσα άχρη­στα στό­μα­τα. Μόνο για τη γυναί­κα του την Ερι­φύ­λη πού ήταν δασκά­λα ένιω­θε ένα σιω­πη­λό δέος.
Στις αρχές του αιώ­να πού την παντρεύ­τη­κε δεν υπήρ­χαν ούτε στις πόλεις πολ­λές γυναί­κες δασκάλες.
Υπο­χρε­ω­τι­κά ωστό­σο στα­μά­τη­σε να διδά­σκει όσο πλή­θαι­ναν τα παι­διά. Φυσι­κά δεν συμ­με­ρι­ζό­ταν τον ενθου­σια­σμό της γυναί­κας του γι ’ αυτή τη γαλα­τε­ρή θυγα­τέ­ρα με τα ξεπλυ­μέ­να σχε­δόν άσπρα μαλ­λιά σαν άχυ­ρα, αλλά δεν τολ­μού­σε να τό εκδη­λώ­σει, για­τί συχνά ένιω­θε στη σιω­πή της μια απο­δο­κι­μα­σία πού ποτέ δεν άντε­ξε να τη θεω­ρή­σει σαν περι­φρό­νη­ση σε βάρος του.

Τό γαλα­νό­ξαν­θο κορι­τσά­κι ωστό­σο προ­κα­λού­σε την ίδια απο­δο­κι­μα­σία και στις γει­τό­νισ­σες πού προ­σφέρ­θη­καν να της φέρουν βότα­να από τό βου­νό να λού­σει τό νεο­γέν­νη­το, ώστε να γίνουν τα μαλ­λιά του σκού­ρα σαν όλων των ανθρώ­πων στο χωριό. Ή ’ Ερι­φύ­λη τότε γελού­σε συγκρα­τη­μέ­να, γεμά­τη κρυ­φή περι­φρό­νη­ση, ρίχνο­ντας λατρευ­τι­κές ματιές στο κορι­τσά­κι πού έλα­μπε σαν ήλιος στην κρε­μα­στή κού­νια πάνω από τό κρε­βά­τι της.

Λίγα χρό­νια πριν χαμο­γέ­λα­σε ξανά με την ίδια κοροϊ­δευ­τι­κή διά­θε­ση μπρο­στά στην απο­κο­τιά τού άνδρα της. Θυμό­ταν πάντα κεί­νο τό απο­με­σή­με­ρο σαν τό φαι­δρό­τε­ρο της ζωής της, όταν εμφα­νί­στη­κε στον κήπο τους ό μαρ­μα­ράς τού χωριού, καλ­λι­τέ­χνης όλων των μνη­μά­των και των σταυ­ρών τους στο νεκρο­τα­φείο. Περ­πα­τού­σε προ­σε­χτι­κά σηκώ­νο­ντας στους ώμους του ένα μεγά­λο δέμα τυλιγ­μέ­νο σε μια κου­ρε­λού. Τό από­θε­σε προ­σε­χτι­κά με τή βοή­θεια τού Μιχα­ή­λο στο πέτρι­νο τρα­πέ­ζι τού εξώ­στη κι έφυ­γε. Στη σκη­νή ήταν παρό­ντες η Ερι­φύ­λη και ο γιός του ό χωροφύλακας.

«Φώνα­ξε τις αδελ­φές σου», είπε στην πρω­το­κό­ρη του Ασπα­σία πού παρου­σιά­στη­κε στην πόρτα.
Τα κορί­τσια τρέ­ξα­νε πρό­θυ­μα και πάντα συνε­σταλ­μέ­να στά­θη­καν στη σειρά.
«Ξέρε­τε τί είναι αυτό;»

Τα κορί­τσια δεν τόλ­μη­σαν να σηκώ­σουν εντε­λώς τα μάτια τους, σύμ­φω­να με την απα­γό­ρευ­ση του πατέ­ρα τους να τον κοι­τούν κατά­μα­τα. Φαντά­στη­καν ωστό­σο πώς Θα ’ταν κάποιο τερά­στιο παπού­τσι, σαν εκεί­νο πού είχε κάπο­τε στην πόρ­τα τού μαγα­ζιού του, σαν δια­φή­μι­ση. Για­τί ό πατέ­ρας τους ό Μιχα­ή­λος ήταν τσα­γκά­ρης, φημι­σμέ­νος για τις τέλειες μπό­τες του πού τις έλε­γαν και στι­βά­νια. Όλοι οι χωρι­κοί τα χρό­νια εκεί­να φορού­σαν τις ψηλές μπό­τες του. Αλλά έκα­νε και τον μπα­λω­μα­τή. Οι μπό­τες ήταν πολυ­τέ­λεια πού προ­ϋ­πέ­θε­τε ευμά­ρεια και δεν επα­να­λαμ­βα­νό­ταν συχνά για τούς περισ­σό­τε­ρους. Τα παι­διά εξάλ­λου περ­πα­τού­σαν όλα ξυπό­λυ­τα στους δρό­μους. Καθώς παίρ­να­νε μπόι και μαζί μεγά­λω­ναν και τα πόδια τους, ελά­χι­στοι πλού­σιοι μπο­ρού­σαν να ξοδεύ­ουν για να τα παπου­τσώ­νουν με και­νού­ρια κάθε χρό­νο. Φυσι­κά τα παι­διά του Μιχα­ή­λο, κορί­τσια κι αγό­ρια, δεν περ­πά­τη­σαν ποτέ ξυπό­λυ­τα, προ­κα­λώ­ντας τό φθό­νο αλλά και ανε­βά­ζο­ντας τό γόη­τρο της οικο­γέ­νειας, μια και τα παπού­τσια κατα­ξί­ω­ναν την κοι­νω­νι­κή ανω­τε­ρό­τη­τα. Αυτή ή κατά κάποιον τρό­πο εξί­σω­ση με τα παι­διά τού τσα­γκά­ρη ενο­χλού­σε λίγο τούς δύο για­τρούς και τούς τέσ­σε­ρις δικη­γό­ρους της κωμό­πο­λης πού συγκέ­ντρω­νε τα Δικα­στή­ρια της επαρ­χί­ας, την «Επι­θε­ώ­ρη­ση Στοι­χειώ­δους Έκπαι­δεύ­σε­ως» και την Αστυ­νο­μι­κή Διοί­κη­ση του νομού.

Μ΄ένα σπά­νια πρό­σχα­ρο ύφος ό Μιχα­ή­λος τρά­βη­ξε την κου­ρε­λού και δήλωσε:

  • «Αυτό είναι τό οικό­ση­μό μας».

Παγε­ρή σιω­πή υπο­δέ­χτη­κε τη στομ­φώ­δη δήλωση.

  • «Έλα δω έσύ, νά δού­με τί γράμ­μα­τα έμα­θες κοτζάμ χωροφύλακας».

Ο Ελευ­θέ­ριος διά­βα­σε δυνα­τά τά χαραγ­μέ­να πάνω στο μαρ­μά­ρι­νο ημι­κύ­κλιο γράμματα.
Οικο­γέ­νεια Μιχα­ή­λου Φτε­νού­δου του Ευαγ­γέ­λου Υπο­δη­μα­το­ποιού γεν­νη­θέ­ντος εν έτει 1879 _Εν Νεο­χω­ρίω 1925

Ο Μιχα­ή­λος κοί­τα­ζε ολό­γυ­ρα περι­μέ­νο­ντας κάποια εκδή­λω­ση θαυ­μα­σμού ή ενθου­σια­σμοί, λησμονώ¬ντας ότι τούς απα­γό­ρευε να μιλούν και να γελούν μπρο­στά του.

  • «Και τί το κάνουν Μιχα­ή­λο αυτό», ρώτη­σε ή Ερι­φύ­λη χαμο­γε­λώ­ντας όσο πιο ταπει­νά μπορούσε.
  • «Τό βάζουν πάνω από την εξώ­πορ­τα εκεί πού είναι τώρα ή πέτρι­νη καμάρα».

Τα παι­διά εξα­κο­λου­θού­σαν να απο­ρούν με το άγνω­στο χαρού­με­νο πρό­σω­πο τού πατέ­ρα τους.

  • «Για να ξέρουν οι χωρια­νοί που καθό­μα­στε;» επέ­μει­νε ή Εριφύλη.
  • «Αφού οι περισ­σό­τε­ροι είναι αγράμ­μα­τοι», πετά­χτη­κε ο Ελευθέριος.
  • «Μη λέτε βλα­κεί­ες», τόνι­σε κοφτά ο Μιχα­ή­λος. “Όταν έχου­με οικό­ση­μο δεί­χνου­με πώς είμα­στε και άρχοντες”.
  • «Σαν ποιούς; Αφού κανέ­νας στο χωριό δεν έχει οικό­ση­μο», ρώτη­σε πάλι ή Εριφύλη.
  • «Σαν ποιούς; Σαν τούς Βενε­τσά­νους. Και βέβαια δεν έχει κανέ­νας στο χωριό. Εμείς όμως βγά­λα­με έναν λοχα­γό, έναν χωρο­φύ­λα­κα και μια θυγα­τέ­ρα πού λένε πώς θα βγει δασκά­λα», φώνα­ξε τσα­ντι­σμέ­νος κι έφυγε.

Τα παι­διά μαζεύ­τη­καν γύρω στη μητέ­ρα τους γεμά­τα περιέρ­γειες. Πώς τό λένε, για­τί τό ’χου­με, που θα τό βάλου­με. Τότε πετά­χτη­κε ή πρω­το­κό­ρη Ασπα­σία πού υπο­τί­θε­ται πώς γνώ­ρι­ζε τα πάντα.

  • «Μα δεν κατα­λά­βα­τε τίπο­τα; Αυτός ό μεγά­λος άνθρω­πος, ο πατέ­ρας μας, μας ευερ­γέ­τη­σε, για­τί μάς έκα­νε άρχο­ντες ανώ­τε­ρους άπ’ όλο τό Νεοχώρι».
  • «Και πώς γίνε­ται αυτό;»
  • « Αδελ­φή Ασπα­σία, και τί είναι οι Βενετσάνοι;»
  • «Τί είναι οι Βενε­τσά­νοι; Υπο­δη­μα­το­ποιοί σαν τον πατέ­ρα μας, ανόητες…»

Η Ερι­φύ­λη τη διέ­κο­ψε, «οι Βενε­τσά­νοι κόρη μου ήταν άρχο­ντες, ευγε­νείς ιππό­τες, κόντη­δες και πρί­γκι­πες πού ήρθαν με μεγά­λο στό­λο και κατα­κτή­σα­νε τό νησί μας πριν τούς Τούρκους».

Περισσότερα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο