Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μακρόνησος — Το τυχερό νησί». Βασανιστήρια και προπαγάνδα (Ένα ντοκουμέντο)

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Η προ­σπά­θεια καλ­λιέρ­γειας στην κοι­νή γνώ­μη της Ελλά­δας και του εξω­τε­ρι­κού, (αλλά και στους ίδιους τους στρα­τευ­μέ­νους) μέσω ποι­κί­λων προ­πα­γαν­δι­στι­κών μέσων, μια πλα­στής- εξι­δα­νι­κευ­μέ­νης εικό­νας αλλά και της από­κρυ­ψης των πραγ­μα­τι­κών σκο­πών του κολα­στή­ριου της Μακρο­νή­σου και των μέσων για την επί­τευ­ξη τους (ωμή βία), ήταν έντο­νη καλά οργα­νω­μέ­νη και συνεχής.

«Μια ειδι­κή ομά­δα αξιω­μα­τι­κών, υπα­ξιω­μα­τι­κών και στρα­τιω­τών, συνε­πι­κου­ρού­με­νη  από υψη­λό­βαθ­μα συνή­θως στε­λέ­χη του ιερα­τεί­ου είχε επι­φορ­τι­στεί να ανα­πα­ρά­γει σε καθη­με­ρι­νή σχε­δόν βάση, μια σει­ρά ομι­λών, που υπο­χρε­ω­τι­κά παρα­κο­λου­θού­σαν οι κρα­τού­με­νοι, αυτή την ιδε­ο­λο­γία την οποία χαρα­κτή­ρι­ζε ο χυδαί­ος αντι­κο­μου­νι­σμός, ο φτη­νός μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμός και ο μεσαιω­νι­κός χρι­στια­νι­σμός..» (Β. Λάζα­ρης, Μακρό­νη­σος – ιστο­ρι­κός τόπος β’ τόμος /Σύγχρονη Επο­χή 2003)

Κομ­μά­τι αυτής της πολι­τι­κής ήταν η παρέμ­βα­ση των δια­φό­ρων εφη­με­ρί­δων που εκδί­δο­νταν εκεί δίπλα στα βασα­νι­στή­ρια και την ψυχο­λο­γι­κή βία που συνε­χί­ζο­νταν με αμεί­ω­τη ένταση.

Κλασ­σι­κό μοτί­βο των δημο­σιευ­μά­των τους ήταν η προ­σπά­θεια να παρου­σιά­σουν τον κομ­μου­νι­σμό ως πλά­νη, ως ασθέ­νεια και που μέσω του ανα­μορ­φω­τι­κού λόγου των διοι­κού­ντων της Μακρο­νή­σου δήθεν επι­διώ­κε­το η «ανα­μόρ­φω­ση —  ανά­νη­ψη» των στρα­τιω­τών. Φυσι­κά δεν έλει­πε η προ­σπά­θεια εξω­ραϊ­σμού της κατά­στα­σης εκεί, αλλά και η καλ­λιέρ­γεια μιας σει­ράς στε­ρε­ο­τύ­πων της κυρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας σε όλους τους τομείς.

Η πρώ­τη εφη­με­ρί­δα του δημιουρ­γή­θη­κε στην Μακρό­νη­σο ήταν ο βδο­μα­διά­τι­κος «Σκα­πα­νεύς» (1/8/1947) και ήταν αρχι­κά πολυ­γρα­φη­μέ­νος και απο­τε­λού­σε όργα­νο του Γρα­φεί­ου Ηθι­κής Αγω­γής του Γ’ Τάγ­μα­τος με επι­κε­φα­λής τον λοχα­γό Πανα­γιώ­τη Σκα­λού­μπα­κα. Στη συνέ­χεια  μετε­ξε­λί­χτη­κε (από τον Οκτώ­βρη του 1947) σε μηνιά­τι­κο περιο­δι­κό με 28 σελί­δες στην αρχή και στη συνέ­χεια (Μάης του 194(0 σε  περιο­δι­κό και  των τριών Ταγ­μά­των με αρχι­συ­ντά­κτη τον Μάκη Δόγκα. Από τις σελί­δες του παρέ­λα­σαν  και γνω­στοί «πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι» της επο­χής όπως Π. Κανε­λό­που­λος, Γ. Ξενό­που­λος, Κ. Τσά­στος, Σ. Μυρι­βή­λης, Σ. Μελάς κ.α

Από 28/10/1947 τυπώ­νε­ται και η 15θημερη  «Φωνή της Πατρί­δος» του Β’ Τάγ­μα­τος, ενώ τον Μάη του 1948 εκδό­θη­κε από το Α’  Τάγ­μα η «Ανα­μόρ­φω­σις» (Εβδο­μα­διαία Εφη­με­ρίς του Α’ Τάγ­μα­τος Σκα­πα­νέ­ων) καθώς και η «Μακρό­νη­σος» (Δεκα­πεν­θή­με­ρος Εκδο­σις του Ειδι­κού Τάγ­μα­τος Αξιω­μα­τι­κών- ΕΤΑΞ).Επίσης κατά δια­στή­μα­τα κυκλο­φό­ρη­σε και το «Γαλά­ζιο Φως».

Όπως γρά­φει ο Β. Λάζα­ρης : «Βασι­κός όμως προ­ω­θη­τής της κρα­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και μάλι­στα στην πιο βάρ­βα­ρη μορ­φή της ‚υπήρ­ξαν στη Μακρό­νη­σο οι εφη­με­ρί­δες που συντάσ­σο­νταν εκεί και κυρί­ως από στρα­τιώ­τες κάτω από την αυστη­ρή επο­πτεία ημι­μα­θών ή και εντε­λώς αμα­θών αξιω­μα­τι­κών. Επρό­κει­το για ασή­μα­ντα δημο­σιο­γρα­φι­κά κατα­σκευά­σμα­τα στα οποία η ρηχό­τη­τα ή η ανοη­σία των –«φιλο­λο­γι­κών» ή «ιστο­ρι­κών» ανα­φο­ρών και «φιλο­σο­φι­κών» ακρο­βα­τι­σμών συνα­γω­νί­ζο­νταν τη βαναυ­σό­τη­τα και τη χυδαιό­τη­τα των πολι­τι­κών κειμένων.

Να σημειώ­σου­με ακό­μη εδώ ότι από τον Μάρ­τη του 1949 λει­τουρ­γού­σε στη Μακρό­νη­σο και ραδιο­φω­νι­κός σταθ­μός που εξέ­πε­μπε στα βρα­χέα από τις εφτά­μι­ση μέχρι τις δώδε­κα το βρά­δυ με εκπο­μπές εθνι­κο­θρη­σκευ­τι­κού περιε­χο­μέ­νου, ελα­φρά τρα­γού­δια, εμβα­τή­ρια αλλά και ανα­σκο­πή­σεις πολι­τι­κών και  στρα­τιω­τι­κών ειδήσεων.

Παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα ένα ενδει­κτι­κό δημο­σί­ευ­μα από το 1ο τεύ­χος της εφη­με­ρί­δας «Μακρό­νη­σος» (1/8/1948):

makronis2«Η Μακρό­νη­σος ήταν άλλο­τε ένα ακα­τοί­κη­το ξερο­νή­σι, που καμία ανθρώ­πι­νη σκο­πι­μό­τη­τα δεν μπο­ρού­σε να το πλη­σιά­ση τόσον όσον το επλη­σί­α­σε σήμε­ρα. Ύστε­ρα από χιλιά­δες χρό­νια η τύχη της εμει­δί­α­σε. Μπο­ρεί η μυθο­λο­γία να μας εμφα­νί­ζη σαν πρώ­τους περα­στι­κούς από το χώμα της, τον Πάρη και την Ελέ­νη, μπο­ρεί η πρό­σφα­τη ιστο­ρία να την παρου­σιά­ζη σαν στρα­τό­πε­δο των Τούρ­κων αιχ­μα­λώ­των του πολέ­μου του 1912 και σαν λοι­μο­κα­θαρ­τή­ριο των προ­σφύ­γων του 1922. Μπο­ρεί ακό­μη να έχη δεχτή στη γη τους κτη­νο­τρό­φους με χιλιά­δες ζώα, πρό­βα­τα, αγε­λά­δες, κατσί­κια κλπ. Μπο­ρεί όλα αυτά να έγι­ναν μα η Μακρό­νη­σος για πρώ­τη φορά στη μακραί­ω­νη υπαρ­ξή της, φάνη­κε τόσο τυχε­ρή. Σήμε­ρα το κατά­γυ­μνο τού­το νησί μοιά­ζει σαν ένας τερά­στιος κρο­κό­δει­λος ξαπλω­μέ­νος ράθυ­μα πάνω στην επι­φά­νεια της θάλασ­σας έπε­σε στα δίκτυα του πολι­τι­σμού και πιά­στη­κε γερά ίσως ορι­στι­κά. Η ανθρώ­πι­νη θέλη­ση στα 1948 δεν λογα­ριά­ζει τίπο­τε, για­τί είναι δυνα­τή, στα­θε­ρή κι’ έχει όλα τα μέσα που της χρειά­ζε­ται για να εκδη­λώ­νε­ται και να ολο­κλη­ρώ­νε­ται. Θάρ­θη μάλι­στα ημέ­ρα που καμιά πτυ­χή του πλα­νή­τη μας δεν θα μεί­νη έξω από τα δημιουρ­γι­κά πλο­κά­μια του πολιτισμού.

Είναι ένας χρό­νος τώρα που το επί­μη­κες αυτό νησία με τα θυμά­ρια και τους σκί­νους η περί­φη­μη «Μάκρη» όπως τη λένε οι Λαυ­ριώ­τες και οι κάτοι­κοι των γύρω απ’ αυτήν νησιών, έγι­νε ένα πρώ­της τάξε­ως δέκτης δημιουρ­γι­κό­τη­τος. Στις πλα­γιές του που βλέ­πουν προς το Λαύ­ριο, λαμ­βά­νει χώρα μια ολό­κλη­ρη κοσμο­γο­νία. Σαν άλλοι μετα­νά­στες μετα­φέρ­θη­καν εδώ εκπρό­σω­ποι όλων των επαγ­γελ­μά­των, που άρχι­σαν την ανοι­κο­δό­μη­ση. Ο κτί­στης, ο ηλεκτρολόγος,ο μηχα­νι­κός, ο μαρα­γκός κλπ έδω­σαν το παρόν τους. Κοντά σ’αυτούς στέ­κε­ται ο δικη­γό­ρος, ο δάσκα­λος, ο καθη­γη­τής , ο καλ­λι­τέ­χνης ‚ο χημι­κός ‚ο για­τρός κ.α.

Ετσι η «Μάκρη»μας απέ­κτη­σε νερό, σπί­τια, σκη­νές, ηλε­κτρι­κό, ραδιό­φω­νο, θέα­τρον, αυτο­κί­νη­τον και μοτο­συ­κλέ­τα. Τα θεω­ρεί­τε λίγα όλ’ αυτά,όταν άλλα νησιά, που ποτέ δεν εθε­ω­ρή­θη­σαν ακα­τοί­κη­τα, δεν έχουν ακό­μη απο­κτή­σει τέτοια μέσα, που χαρί­ζουν στον άνθρω­πο την άνεση;

Το νησί μας έχει σήμε­ρα και τα σχο­λεία του. Ολοι οι αναλ­φά­βη­τοι μαθαί­νουν να γρά­φουν και να δια­βά­ζουν. Έχει επί­σης και αθλη­τι­σμό: ποδό­σφαι­ρο, βόλεϋ – μπωλ, σφαι­ρο­βο­λία, δισκο­βο­λία κλπ.

Εκεί­νο όμως που κοντεύ­ει να ξεπε­ρά­ση και την … Αθή­να είναι το θέα­τρο και η μου­σι­κή. Υπάρ­χουν συγκρο­τή­μα­τα εξαι­ρε­τι­κά σε δημιουρ­γία. Καλ­λι­τέ­χνες εξ’ επαγ­γέλ­μα­τος και ταλέ­ντα ερα­σι­τε­χνι­κά αμμι­λώ­νται σε καλ­λι­τε­χνι­κές προ­σπά­θειες , σε επι­δεί­ξεις που κατέ­πλη­ξαν και  κατα­πλήσ­σουν, που συνε­κί­νη­σαν και συγκι­νούν. Όποιος ήταν τυχε­ρός να δη παρα­στά­σεις πρό­ζας και επι­δεί­ξεις μου­σι­κής στα Τάγ­μα­τα Σκα­πα­νέ­ων  δεν μπο­ρεί , παρά να δικαιώ­νη τις κρί­σεις μας.

Τι λεί­πει από το νησί μας; Αδί­στα­κτα μπο­ρού­με να πού­με ότι δεν του λεί­πει τίποτα…

Τυχε­ρό νησί η «Μακρό­νη­σος». Ποιος μπο­ρεί ν’αμφιβάλλη;

makronisos3Αλλ’ αυτό που συνε­τέ­λε­σεν εις το να γίνη η Μακρό­νη­σος πασί­γνω­στη εις τα πέρα­τα της Ελλά­δος και ίσως του κόσμου , εις το να γίνη θρύ­λος ‚ιστο­ρία και καθη­με­ρι­νό σχε­δόν θέμα συζη­τή­σε­ων, αντι­κεί­με­νον θαυ­μα­σμού και κατα­πλή­ξε­ως, είναι ο ηθι­κο­πλα­στι­κός χαρα­κτήρ ‚που της προ­σε­δό­θη. Κι’ αλή­θεια η Μάκρη μας, η επι αιώ­νες άγο­νη, η άδεν­δρη, η άνυ­δρη, η τόσον σκλη­ρά βαλ­λό­με­νη από τη θάλασ­σα κι’ από τα μελ­τέ­μια δεν μετε­βλή­θη, χάρη εις την δύνα­μη της θελή­σε­ως, εις κατοι­κή­σι­μον νησί μόνον, αλλά προ  παντός εις ένα εργοστάσιο…επισκευής της ανθρώ­πι­νης καρ­διάς και σκέψεως…Ο,τι έγι­νε στη Μακρό­νη­σο, έγι­νε για ένα σκο­πό: για να απο­το­ξι­νω­θή ο οργα­νι­σμός ωρι­σμέ­νων Ελλή­νων, που είχε δηλη­ρια­σθεί από τις ανα­θυ­μιά­σεις της λοι­μώ­δους εκεί­νης επι­δη­μί­ας, η οποία είχεν ενσκή­ψει και εις τον τόπον μας. Τ’ απο­τε­λέ­σμα­τα είναι γνω­στά: Χιλιά­δες παι­διά της Ελλά­δος, που πάτη­σαν το πόδι τους στη Μακρό­νη­σο με σκυμ­μέ­νο το κεφά­λι, σκυ­θρω­ποί και αγέ­λα­στοι ‚απο­δί­δο­νται τώρα στην Πατρί­δα, καθα­ροί πλέ­ον υγιείς με το κεφά­λι ψηλά, ευθυ­τε­νείς ‚με το χαμό­γε­λο στα χεί­λη, με την καρ­διά πάλ­λου­σαν από εθνι­σμόν και πίστη προς την Ελλά­δα μας.

Η Μάκρη μας λοι­πόν, το νησί του ηθι­κού καθαρ­μού, στά­θη­κε το τυχε­ρώ­τε­ρο νησί της Ελλά­δος. Πολύ αργά βρή­κε το δρό­μο του. Πολύ αργά απε­κα­λύ­φθη η αξία του. Μέσα στην αφά­νεια χιλιά­δων χρό­νων, η Μακρό­νη­σος πρό­βα­λε στον Ελλη­νι­κόν ορί­ζο­ντα υπε­ρή­φα­νη, καθά­ρια, υπο­μο­νε­τι­κή, δημιουρ­γι­κή, παρα­γω­γκή. Από τις κορυ­φές της, από τις χαρά­δρες της από τις ακτές της ακού­στη­κε η φωνή της, που ήταν ένα ωραίο, συγκι­νη­τι­κό πατριω­τι­κό κάλεσμα.»

Οι ΦΩΤΟ από το ψηφια­κό αρχείο Μακρο­νή­σου (makronissos.org)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο