Γράφει η Αναστασία Ζήση //
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχικής Υγείας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Παν/μιο Αιγαίου
Ο θάνατος του μικρού μαθητή στο Μενίδι από «αδέσποτη» σφαίρα κατά τη διάρκεια της σχολικής γιορτής την περασμένη Πέμπτη, το συμβόλαιο θανάτου και η εν ψυχρώ δολοφονία στα Γλυκά Νερά, Αττικής έξω από την σχολική αυλή πριν δύο μήνες είναι τραγικά συμβάντα που παγώνουν και συγκλονίζουν λόγω της πιο ακραίας και ανείπωτης βίας εντός μιας ειρηνικής καθημερινότητας με θύματα μικρά παιδιά και την σχολική τους κοινότητα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα τραγικά συμβάντα αναδεύουν μια σκληρή και άσχημη καθημερινή πραγματικότητα που παιδιά, έφηβοι και ενήλικες βιώνουν στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές, στις γνωστές και άγνωστες εστίες συγκρούσεων, υψηλής διακινδύνευσης και μεγάλης επισφάλειας. Δεν είναι μόνο τα «γνωστά» γκέτο των μητροπολιτικών κέντρων και της παράνομης δράσης των συμμοριών και των «καρτέλ» ναρκωτικών και όπλων στα οποία εύκολα κοινή γνώμη, αρμόδιες αρχές και πολίτες καταφεύγουν για να ζητήσουν μέτρα αστυνόμευσης και προστασίας, είναι η υλική και δομική απογύμνωση αστικών περιοχών εκείνων που συγκεντρώνουν τις εργατικές τάξεις και τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού. Τα σημάδια της αστικής ερήμωσης σ’ αυτές τις περιοχές είναι ορατά: η σκουριά της παιδικής χαράς, οι γυμνές αλάνες, ο φτωχός φωτισμός, η πυκνή δόμηση, οι φθορές στους κάδους, στα παγκάκια, στις στάσεις λεωφορείων και η έλλειψη βασικών υποδομών, χώρων αναψυχής και κοινωνικής συνεύρεσης. Πρόκειται για σημάδια που εσωτερικεύονται από τους κατοίκους για να εκφραστούν ως φόβος επίθεσης και βίας.
Εάν ένας τόπος, εν προκειμένω ο αστικός, είναι η υλική και η κοινωνική βάση για την συναισθηματική και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, τότε είναι φανερό πως ένα εχθρικό αστικό περιβάλλον όχι μόνο την εμποδίζει αλλά επιβαρύνει σημαντικά τις συνθήκες παραγωγής ενός φαύλου κύκλου διακινδύνευσης στον οποίο κυρίως παιδιά και έφηβοι είναι εκτεθειμένοι. Η υλική απογύμνωση και η δυσμενής πρόσβαση σε πόρους της κοινότητας, όπως της γειτονιάς ή της συνοικίας, από μόνη της αποτελεί έναν αντικειμενικό παράγοντα διακινδύνευσης. Πολλές έρευνες έχουν τεκμηριώσει την ευθεία και ανεξάρτητη σχέση ανάμεσα στις υλικές κακουχίες και την κακή σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, ειδικά στα παιδιά. Σ’ ένα τέτοιο επιθετικό περιβάλλον, συρρικνώνονται οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες δημιουργίας κοινωνικών δεσμών και έτσι αμβλύνεται η αίσθηση του ανήκειν, μιας ψυχολογικής προϋπόθεσης ζωτικής σημασίας για μια βιώσιμη συναισθηματική και κοινωνική ζωή. Η αντικειμενική και η ψυχολογική αδυναμία συγκρότησης μιας ταυτότητας τόπου ως είδος συναισθηματικού δεσμού που θεμελιώνει την ατομική και την κοινωνική μας ύπαρξη (Ζήση, 2013), δυσχεραίνει τις διαδικασίες της κοινωνικοποίησης των παιδιών και των νέων.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (2014), ένα στα πέντε παιδιά υποφέρει από κάποιου είδους καθιερωμένη ψυχική διαταραχή, και ταυτόχρονα από χαμηλή ή και καθόλου πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Αυτή η επιβάρυνση είναι ακόμη ισχυρότερη για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, όπως και στους εφήβους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και υλικής αποδιοργάνωσης. Είναι φανερό ότι βασικές αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης παραβιάζονται όπως και το αυτονόητο δικαίωμα σε μια πόλη ασφαλή και συμμετοχική θέτοντας ζητήματα ηθικής λογοδοσίας από τους πολιτικά αμρόδιους.
Ζήση, Α. (2013). Κοινωνία, Κοινότητα και Ψυχική Υγεία. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Π.Ο.Υ. (2014). Social Determinants of Mental Health. W.H.O.: Geneva.
Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου με γνωστικό αντικείμενο Κοινότητα & Ψυχική Υγεία και Διευθύντρια του Εργαστηρίου Κοινωνικής, Πολιτισμικής & Ψηφιακής Τεκμηρίωσης. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή ως υπότροφος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης στη Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστήμιου Birmingham, Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει την επιστημονική ευθύνη μιας σειράς ερευνητικών προγραμμάτων σε αντικείμενα που αφορούν στην κοινότητα και την ψυχική υγεία, τον σχεδιασμό και την οργάνωση ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων, το κοινωνικό στίγμα και εναλλακτικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Έχει δημοσιεύσει σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους και είναι συγγραφέας επιστημονικών μονογραφιών. Διδάσκει στο Δι-ιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Εφαρμοσμένη-Κλινική Κοινωνιολογία και Τέχνη, έχει οργανώσει θερινά σχολεία στη μεθοδολογία της ποιοτικής έρευνας και έχει ενεργό κοινωνική δράση συνηγορίας και ενδυνάμωσης κοινοτήτων και κοινωνικών ομάδων που διαχρονικά καταπιέζονται σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού.