Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Με την ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στα ματωμένα μονοπάτια του Μωριά .

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Πιστή πάντα η ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στα ιδα­νι­κά και τους στό­χους της, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τα φλέ­γο­ντα θέμα­τα συντρο­φι­κό­τη­τας και τους προσ­διο­ρι­σμούς του προ­ο­ρι­σμού της, διορ­γά­νω­σε για μια ακό­μα φορά-όπως συνη­θί­ζει- ένα θαυ­μά­σιο τετρα­ή­με­ρο ταξί­δι στο Μωριά, για να υμνή­σει και τιμή­σει τους χαμέ­νους αγω­νι­στές που έβα­ψαν με το αίμα και τη θυσία τους την κάθε σπι­θα­μή Γης αυτού του τόπου για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο, για μια πιο ανθρώ­πι­νη ζωή απαλ­λαγ­μέ­νη από κάθε λογής εκμετάλλευση.

Ο και­ρός ήταν θαυ­μά­σιος και η επο­χή ότι έπρε­πε. Τοπία ειδυλ­λια­κά. Ένας Μάης αστρα­φτε­ρός. Γιο­μά­τος χρυ­σά­φι και φως σε βαθυ­πρά­σι­νες ανταύ­γειες μιας θάλασ­σας από πορ­το­κα­λιές κι ανθι­σμέ­να αγριολούλουδα.

Πάνω από 20–25 δάφ­νι­να στε­φά­νια με κόκ­κι­νες κορ­δέ­λες φέρ­να­με μαζί για να στε­φα­νώ­σου­με ευλο­γη­μέ­να μνη­μεία με τα ονό­μα­τα των αγωνιστών.

Χύθη­κε αίμα στον Μωριά. Πολύ αίμα!!!

Δεν θέλω να αρχί­σω με ονό­μα­τα και τοπο­θε­σί­ες για­τί δεν θα μου έφτα­ναν ούτε 20 σελίδες.

Άλλω­στε ο Αρί­στος Καμα­ρι­νός είναι τόσο απο­κα­λυ­πτι­κός στο θαυ­μά­σιο βιβλίο του <Ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος στην Πελο­πόν­νη­σο> ενώ δεν χρειά­ζε­ται άλλη ανα­φο­ρά και ερμηνεία.

Ο Ταΰ­γε­τος είναι ακό­μη εκεί και μιλά από μόνος του. Αρχο­ντι­κό βου­νό, σε συναρ­πά­ζει. Κάθε στρο­φή, κάθε ανη­φο­ριά σε μαγεύ­ει και σου απο­κα­λύ­πτει τερά­στιες ομορ­φιές, θρύ­λους και αφά­ντα­στες μνήμες.

<Πέσα­τε θύμα­τα αδέλ­φια εσείς σε άνι­ση μάχη και αγώ­να>. Αντη­χεί το πέν­θι­μο εμβα­τή­ριο σε κάθε μας στάση.

Γινό­μα­στε παι­διά καθώς γυρί­ζου­με 70 χρό­νια πίσω να ξανα­ζή­σου­με και να ξανα­νιώ­σου­με την ιερό­τη­τα της στιγμής.

Παρα­με­ρί­ζου­με τις περι­κο­κλά­δες και τους κισ­σούς που είχαν σφι­χτα­γκα­λιά­σει τα φαγω­μέ­να από τον χρό­νο μνημεία!

Ησυ­χία από­λυ­τη. Κάποιοι ψίθυ­ροι από μακριά ξεπη­δούν μέσα από τη ρωγ­μή του χρό­νου. Κάτι σαν παι­χνί­δι­σμα στο θρόι­σμα των φύλων και ξαφ­νι­κά οι ασπρο­μάλ­λας γερό­ντισ­σες με μονα­δι­κό στή­ριγ­μα τα μπα­στού­νια τους, ξανα­θυ­μού­νται τα περα­σμέ­να. Γίνα­νε κοπε­λού­δες με κατά­μαυ­ρα μαλ­λιά. Μία, μία ξεδι­πλώ­να­νε τις ατέ­λειω­τες ανα­μνή­σεις τους της προ­σφο­ράς και του αγώνα.

Και μείς οι άλλοι συνε­παρ­μέ­νοι από τα κατορ­θώ­μα­τα τους και την αλύ­γι­στη λεβε­ντιά, διδα­σκό­μα­στε και εμπνε­ό­μα­στε πιστεύ­ο­ντας στη Νίκη.

Όμως σαν να καθυ­στε­ρή­σα­με και ο δρό­μος είναι μακρύς , μακρύς κι ατέ­λειω­τος κι έχου­με κι άλλα στε­φά­νια μαζί μας να κατα­θέ­σου­με„, άλλα ταξί­δια, άλλα μνη­μεία, άλλους τάφους, άλλους προ­ο­ρι­σμούς, άλλους αγώνες…!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο