Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με τη γαλάζια γραμμή των βουνών στα βορινά / και στην ανατολή μια νερένια λευκή καμπύλη, εδώ θα χωριστούμε…

«Ανα­ρω­τιέ­ται» το 1935 o Bertolt Brecht στο «Ερω­τή­σεις ενός εργά­τη που δια­βά­ζει»: Ποιος ίδρυ­σε την εφτά­πυ­λη Θήβα; Τα βιβλία γρά­φουν μόνο των ανά­κτων τα ονό­μα­τα. Βασι­λιά­δες δηλα­δή ζαλώ­θη­καν μονα­χά τ’ αγκωνάρια;

Και τη Βαβυ­λώ­να όπου τοσά­κις εξε­θε­με­λιώ­θη, ποιος την ξανά­χτι­σε άλλες τόσες φορές; Σε τι σπί­τια της χρυ­σο­ποί­κιλ­της Λίμας ζού­σαν οι χτί­στες; Το βρά­δυ πού ξετέ­λε­ψαν το Σινι­κό Τεί­χος οι οικο­δό­μοι αλή­θεια που να επή­γαν;

Ο νεα­ρός Αλέ­ξαν­δρος κυρί­ευ­σε τις Ινδί­ες. Μόνος του ήταν; Ο Καί­σαρ κατε­νί­κη­σε τους Γαλά­τες. Ούτ’ έναν μάγει­ρα δεν είχε όντως μαζί του;

Ιστο­ρί­ες καπά­κι απά­νω σ’ άλλες ιστο­ρί­ες, που γεν­νού­νε απο­ρί­ες ‒ μα τόσες απο­ρί­ες

Με τη γαλάζια γραμμή των βουνών στα βορινά / και στην ανατολή μια νερένια λευκή καμπύλη, εδώ θα χωριστούμε.

Στο μακρύ ταξίδι μου μ’ ένα πλεούμενο σύννεφο / εγώ θα σας στέλνω την έγνοια μου, κι εσείς το δειλινό ‑να με θυμάστε…  Κουνάμε τα χέρια μας γι’ αποχαιρετισμό 

[ «υπο­γρα­φή» Νίκη ]

Πάνε πια τέσ­σε­ρα χρό­νια από τότε που (αυτή) η Νίκη δεν είναι πια μαζί μας: επιλέ­γο­ντας το ρόλο του ανώ­νυ­μου αεί στρα­τευ­μέ­νου «άγνω­στου στρα­τιώ­τη» αν και, αντι­κει­με­νι­κά — όπως απο­δεί­χνουν η στά­ση ζωής και η κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά της, θα μπο­ρού­σε να είναι ακρι­βώς το αντί­θε­το, μια άκρως «επώ­νυ­μη».

Έχα­σε τη μάχη με τον θάνα­το, αφού προη­γου­μέ­νως ανα­με­τρή­θη­κε με τη ζωή. Αν αυτουρ­γός του ανθρώ­πι­νου δρά­μα­τος είναι η ανά­γκη και η ελευ­θε­ρία, (αυτή) η Νίκη υπη­ρέ­τη­σε και τα δύο με δωρι­κή συνέ­πεια, επι­λέ­γο­ντας τη λάμ­ψη της ορμής που στά­θη­κε «από πάντα» για εκεί­νη πιο συναρ­πα­στι­κή από την ευφο­ρία της από­λαυ­σης.

Γνή­σιο τέκνο της ανά­γκης ‑από πολύ νέα, από τότε που ‑επί χού­ντας, ήταν μαθή­τρια στο γυμνά­σιο κι «ώρι­μο τέκνο της οργής», παι­δί της Νομι­κής και του Πολυ­τε­χνεί­ου πια, πάλε­ψε και κατά­φε­ρε να μεί­νει έτσι, …αυθε­ντι­κή και ατί­θα­ση σε πεί­σμα της επώ­νυ­μης / κυρι­λά­της, συμ­βι­βα­σμέ­νης ρεφορ­μι­στι­κής και κυβερ­νώ­σας (χτες και σήμε­ρα) «γενιάς του Πολυ­τε­χνεί­ου».
Η Νίκη, που ‘λεγε: «αδερ­φέ, …εμείς λύνου­με ζητή­μα­τα για­τί έχου­με το πανί­σχυ­ρο εργα­λείο που λέγε­ται δια­λε­κτι­κός υλι­σμόςτη μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη και οπτι­κή ερμη­νεί­ας της ζωής» αυτή η Νίκη ‑στο διά­βα του χρό­νου, μας λεί­πει όλο και πιο πολύ. Στιγ­μές - στιγ­μές ξεπρο­βά­λει απ’ το που­θε­νά και πορεύ­ε­ται  πλάι μας αυστη­ρά λιτή, περή­φα­νη, αδέ­κα­στη, «ξερο­κέ­φα­λη, πει­σμα­τά­ρα» και πάντα ασυμ­βί­βα­στη και ανυ­πό­τα­κτη.

Μη, μην το πεις η παλιά μας φίλη μην το πεις για πάντα εφύ­γε… Βλέ­πει πυρ­κα­γιές πάνω από λιμά­νια πάνω από σταθ­μούς κι είναι μαζί μας. Όταν ο κόσμος μας θα καί­γε­ται όταν τα γεφύ­ρια πίσω μας θα κόβο­νται αυτή θα είναι εκεί να μας θυμί­ζει τις μέρες τις παλιές.

Έφυ­γε από κοντά μας, η Νίκη του αγώ­να, που δεν πρό­κα­νε να δει τον κόσμο ανά­πο­δα: για αυτά πάλε­ψες με θέρ­μη και ατα­λά­ντευ­τα αυτά μας αφή­νεις παρα­κα­τα­θή­κη «πάρεξ ένα μήλο, Ένα κόκ­κι­νο μήλο, Την καρ­διά σου». Θα σε θυμό­μα­στε έτσι, με μια κόκ­κι­νη σημαία φυλαγ­μέ­νη βαθιά μέσα σου

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.

Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. πρέπει νά βγῶ ἀπ’ αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.

Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία, — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —  τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της, μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας, μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —

ν’ ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα.

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Πηγή |> (αλιεύ­ο­ντας)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο