Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μια κούρσα για τη Χαριγένεια» της Χαρούλας Βερίγου (Εκδόσεις Φίλντισι)

Παρου­σιά­ζει ο Ιωάν­νης Ν. Περυ­σι­νά­κης* // 

Χαρι­γέ­νεια σημαί­νει κατά λέξη αυτή που έγι­νε με χάρη, που η γενιά της έχει χάρη.

Περιέρ­γως, είναι ένα όνο­μα που προ­σι­διά­ζει σε ηρω­ί­δες ερω­τι­κών μυθι­στο­ρη­μά­των της αρχαιό­τη­τας. Στο μυθι­στό­ρη­μα υπάρ­χουν και άλλοι ήρω­ες με αρχαία ονό­μα­τα, όχι από αρχαιο­πλη­ξία, αλλά εξαι­τί­ας της σημα­σί­ας τους: είναι όπως λέμε “όνο­μα επώ­νυ­μο” (nomen omen): Αρι­στό­θε­ος, Μελάν­θη, Χαριάν­να, Σεμέ­λη κ.ά.

Μια κούρσα μπο­ρεί να σημαί­νει ‘ένα αυτο­κί­νη­το δώρο’ (381), ‘μια βόλ­τα, ένα ταξί­δι με κούρ­σα’ (242, 385), ‘μία κούρ­σα η αντι­με­τώ­πι­ση κάποιου θέμα­τος’ (240), ‘μία κούρ­σα η πορεία της ζωής’ (405, και μάλι­στα σε συν­δυα­σμό με το νερό του ποτα­μού που δεν γυρί­ζει πίσω, όπως στον Ηρά­κλει­το). Όλες οι σημα­σί­ες περιέ­χο­νται στο βιβλίο, η πρώ­τη λαν­θά­νου­σα. Επι­κρα­τέ­στε­ρη όμως είναι η τελευταία.

xaroula3Πρό­κει­ται αρχι­κά για την ζωή της Χαρι­γέ­νειας με την μητέ­ρα της, Τζι­βα­γιέ­ρας, και των δύο θυγα­τέ­ρων της, Ανδρο­μά­χης και Ανεζώς.

Όμως το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του βιβλί­ου κατα­λαμ­βά­νε­ται από έναν μοντέρ­νο σύγ­χρο­νο μύθο: ο Παύ­λος και η Σεμέ­λη είναι ένα πλού­σιο αγα­πη­μέ­νο και ευτυ­χι­σμέ­νο ζευ­γά­ρι στο Ηρά­κλειο, αλλά δεν έχουν απο­κτή­σει παι­δί. Η Σεμέ­λη τελι­κά παρα­κι­νεί τον Παύ­λο να κάμει ένα παι­δί με ξένη γυναί­κα, με τη συμ­φω­νία πως μόλις γεν­νη­θεί θα γίνει δικό τους παι­δί, χωρίς ποτέ να επι­διώ­ξει να την βρεί η φυσι­κή της μητέ­ρα (είναι τελι­κά κορί­τσι, Χαριάν­να), ένα­ντι μεγά­λης αμοι­βής που θα επι­τρέ­πει στη φυσι­κή μητέ­ρα να ζήσει άνε­τα τη ζωή της, αυτή και οι δύο άλλες κόρες της. Η Χαρι­γέ­νεια με πολ­λή ανθρω­πιά και φιλο­σο­φη­μέ­νη σκέ­ψη, αντι­με­τω­πί­ζει τα θέμα­τα ηθι­κής που θέτουν οι σύγ­χρο­νες αυτές μορ­φές της ζωής.

Και, μετά από έντο­νο προ­βλη­μα­τι­σμό, δέχε­ται τελι­κά να κυο­φο­ρή­σει το παι­δί του Παύ­λου και της Σεμέ­λης- με έντο­νη τρυ­φε­ρό­τη­τα για τον Παύ­λο και το κυο­φο­ρού­με­νο μωρό, ακό­μη και με ερω­τι­κά συναι­σθή­μα­τα λαν­θά­νο­ντα (“Χαρι­γέ­νεια, μήπως να κάμεις την τιμή στον εαυ­τό σου και να γίνεις τελι­κά το στοί­χη­μα της ελπί­δας του; [του Παύ­λου] μονο­λό­γη­σε” η ίδια, 121). Δεν μαθαί­νου­με όμως ποτέ για­τί ο Παύ­λος επέ­λε­ξε την Χαρι­γέ­νεια και όχι άλλη γυναί­κα. Εδώ το μυθι­στό­ρη­μα στε­ρεί­ται “το εικός και ανα­γκαίο” της πλο­κής του έργου. Πάντως ο Παύ­λος φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει την ιστο­ρία της Χαρι­γέ­νειας (165, 168).

Οι διά­λο­γοι των ηρώ­ων, ή οι μονό­λο­γοι της Χαρι­γέ­νειας (αλλά και της μητέ­ρας της), είναι γραμ­μέ­νοι με ανε­ξά­ντλη­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα και αισθα­ντι­κό­τη­τα και σοφία. Τεχνι­κά μέσα που υπο­στη­ρί­ζουν την πλο­κή και την αφή­γη­ση είναι η κου­ρού­να, ο κισ­σός και η μηλιά, αλλά και ο καπνός, φυτά και λου­λού­δια, όπως και στο δημο­τι­κό τραγούδι.

Ωσάν αρχαία χορι­κά σχο­λιά­ζουν τα συμ­βαί­νο­ντα και τα θέτουν σε αδιαμ­φι­σβή­τη­τη τρο­χιά. Τα όνει­ρα ή και ορα­μα­τι­σμοί λει­τουρ­γούν όπως οι χρη­σμοί στην αρχαία τρα­γω­δία. Η πλο­κή όμως υπη­ρε­τεί­ται κυρί­ως από τους αλα­φρο­ΐ­σκιω­τους ήρω­ες, την Χαρι­γέ­νεια και τη Ζωή, με το όνει­ρο της Χαρι­γέ­νειας και το μεντα­γιόν και όσα σχε­τί­ζο­νται με αυτά.

Αυτό, βέβαια, στε­ρεί το έργο από ρεα­λι­σμό, δηλ. από την “κατά το εικός ή ανα­γκαίο” πλο­κή του- παρό­λο που οι ήρω­ες φυσι­κά απο­φα­σί­ζουν για τις πρά­ξεις τους. Και είναι τρα­γι­κή ειρω­νεία ότι η Καλ­λιό­πη, η μητέ­ρα της Ζωής, βεβαιώ­νει την Χαρι­γέ­νεια και εμάς, ότι η Ζωή, αυτό το αλα­φο­ΐ­σκιω­το παι­δί, είναι αδύ­να­το να ήξε­ρε ότι­δή­πο­τε για το κυο­φο­ρού­με­νο παι­δί και για τον (υπο­τι­θέ­με­νο) χαμό του (375): αυτή κυρί­ως είναι που γνω­ρί­ζει τα πάντα για το κυο­φο­ρού­με­νο (233–34), που και στη βάφτι­σή του παρα­βρέ­θη­κε και αυτή φώνα­ξε το όνο­μα για το μωρό, Χαριάν­να (339). Όπως ήδη το είχε ονο­μα­τί­σει και η ίδια η μητέ­ρα του (268, 337). Την ύστα­τη ώρα η Καλ­λιό­πη ομο­λο­γεί ανα­κου­φι­σμέ­νη: “ώστε ήξε­ρες, τα ήξε­ρες όλα, σου­σου­ρά­δα, ε σου­σου­ρά­δα!” (386).

Έτσι η πλο­κή επι­βρα­βεύ­ε­ται. Η Μελάν­θη, η κού­κλα της μικρής  Ζωής, είναι το προ­σω­πείο της.xaroula1

Αυτό υπο­γραμ­μί­ζει ότι ο κυρί­αρ­χος κόσμος του μυθι­στο­ρή­μα­τος είναι ο κόσμος των αλα­φρο­ΐ­σκιω­των. Όταν η Ζωή άνοι­ξε το υφα­σμά­τι­νο που­γκί που της είχε εγχει­ρί­σει ο μυστη­ριώ­δης νέος με την άσπρη Mercedes και είδε το μυστη­ριώ­δες μεντα­γιόν της Χαρι­γέ­νειας μέσα σε αυτό, έτοι­μη να λιπο­θυ­μή­σει, είπε: “Μα δεν μπο­ρεί! Είναι δυνα­τόν; Απο­κλεί­ε­ται, απο­κλεί­ε­ται. Πώς γίνε­ται; Τι παι­χνί­δι είναι αυτό;… Απί­στευ­το” (394).

Τα λόγια αυτά είναι μία εξαί­ρε­τη αυτο-ανα­φο­ρά της συγ­γρα­φέ­ως και σφρα­γί­ζουν την πλο­κή του έργου σε ένα μετα­φυ­σι­κό επί­πε­δο, στο επί­πε­δο του αλα­φρο­ΐ­σκιω­του. Οι ήρω­ες αυτοί ενερ­γούν ψυχόρ­μη­τα, με βάση τα συναι­σθή­μα­τά τους και την σκέ­ψη τους, όμως όλες οι ενέρ­γειες μεταλ­λάσ­σο­νται συντο­νι­σμέ­να σε αυτό το μετα­φυ­σι­κό επίπεδο.

Από την άλλη, υπάρ­χει ο παράλ­λη­λος σκλη­ρός κόσμος της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, η σκλη­ρή τοπι­κή κοι­νω­νία, με τα κου­τσο­μπο­λιά και τον φθό­νο, και τα πάθη της ηρω­ί­δας, τα οποία όμως τελι­κά δεν μπο­ρούν να την βλά­ψουν, ωσάν να εξο­στρα­κί­ζο­νται από την καλο­σύ­νη και την αγά­πη, και την διαί­σθη­ση που δια­τρέ­χει όλο το έργο: “όταν όλοι κοι­μού­νται, τυχαί­νει και μένει ξάγρυ­πνη η ψυχή ενός μόνου παι­διού για να είναι μάρ­τυ­ρας της αλή­θειας” (341–2).

Είναι η αγά­πη και η καλο­σύ­νη της ίδιας της ψυχής της συγγραφέως.

Η συγ­γρα­φέ­ας αφη­γεί­ται την ιστο­ρία τους, αλλά βάζει τους ήρω­ές της να δια­λέ­γο­νται μετα­ξύ τους. Η πλο­κή είναι περι­πε­πλεγ­μέ­νη σε σχέ­ση με το προη­γού­με­νο μυθι­στό­ρη­μα. Η Ζωή σχο­λιά­ζει ή συν­δέ­ει από την αρχή τα γεγο­νό­τα στο ημε­ρο­λό­γιό της, σε μία παράλ­λη­λη πορεία ωσάν από άλλη διά­στα­ση. Μετά την κατα­χώ­ρι­ση ενός σχο­λί­ου της Ζωής μετά τον βια­σμό και την κακο­ποί­η­ση της Χαρι­γέ­νειας, η συγ­γρα­φέ­ας έρχε­ται στην αφή­γη­σή της: “Είναι σίγου­ρη η Ζωή πως μετά από αυτή τη διή­γη­ση, η για­γιά της είχε πάρει την κατσα­ρό­λα με την κοτό­σου­πα και την πήγε όπως ήταν στην άρρω­στη” (100). Η Ζωή επι­κοι­νω­νεί με τρό­πο μυστι­κό με την Χαρι­γέ­νεια, ιδιαί­τε­ρα κατά την κυο­φο­ρία και την κύη­ση της Χαριάν­νας, και έχει έτσι το προ­νό­μιο να μοι­ρά­ζε­ται τη γνώ­ση του “παντο­γνώ­στη συγ­γρα­φέα”, ειδι­κά ως προς την πορεία της Χαρι­γέ­νειας: σχε­δόν ταυ­τί­ζε­ται μαζί της.

Στα τελευ­ταία κεφά­λαια η ταύ­τι­ση γίνε­ται με προ­σω­πι­κά στοι­χεία από τη ζωή της συγ­γρα­φέ­ως και αυτή κινεί την πλο­κή του μυθι­στο­ρή­μα­τος στο τέλος του.

xaroula2Η Ζωή έβα­λε τα ακου­στι­κά του κινη­τού στα αυτιά της ετοι­μο­θά­να­της μητέ­ρας της να ακού­σει ένα τρα­γού­δι: “μελο­ποι­η­μέ­νοι στί­χοι της” (: της συγ­γρα­φέ­ως) λέγει (387). Ο Αχέ­ρο­ντας, η Αμμου­διά, οι Φιλιά­τες, η Κέρ­κυ­ρα είναι στοι­χεία της επαγ­γελ­μα­τι­κής και οικο­γε­νεια­κής ζωής της συγ­γρα­φέ­ως με τον σύζυ­γό της (τον Ξένο τον Έλλη­να, 390, 407, που είναι σύζυ­γος της Ζωής).

Αφη­γη­μα­τι­κή τεχνι­κή που επα­να­λαμ­βά­νε­ται και εκφρά­ζει τις ηθι­κές αντι­λή­ψεις των ηρώ­ων είναι η πρό­λη­ψις. Όταν η Χαρι­γέ­νεια επέ­στρε­φε χαρού­με­νη στο σπί­τι και η μορ­φή της μητέ­ρας της σφη­νώ­θη­κε με μαύ­ρη κορ­νί­ζα στο μυα­λό της, την προ­λα­βαί­νει στις τελευ­ταί­ες της στιγ­μές (142 κ.ε.).

Άλλο­τε ανα­λο­γί­ζε­ται «μα τώρα, τώρα για­τί;» να είναι τόσο ανή­συ­χη (264): μοι­ρά­ζε­ται τρυ­φε­ρές στιγ­μές με τα κορί­τσια της, και με το κυο­φο­ρού­με­νο, του οποί­ου μαθαί­νου­με το όνο­μα για πρώ­τη φορά· τότε βρί­σκει στην αυλή ένα κιτρι­νι­σμέ­νο διπλό μεσαίο φύλ­λο εφη­με­ρί­δας με το άρθρο: «Νεα­ρός συνε­λή­φθη για απο­πλά­νη­ση ανη­λί­κων» στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ανη­συ­χού­σε πως η Ανε­ζώ στο μυα­λό της θα είναι πάντα ένα άβγαλ­το και ανυ­πο­ψί­α­στο για το κακό μικρό παι­δί (277), και σε δύο σελί­δες παρα­κά­τω μαθαί­νου­με πως έπε­σε θύμα βια­σμού από τον κτη­νώ­δη Κεντή­λα (279).

Σε όλες αυτές τις περι­πτώ­σεις λαν­θά­νει η αντί­λη­ψη ότι η συμ­φο­ρά που τελι­κά συμ­βαί­νει είναι το τίμη­μα για, εξα­γο­ρά­ζει την επι­κεί­με­νη ευτυχία.

Οι «κακοί» τιμω­ρού­νται όχι νομο­τε­λεια­κά, αλλά από την αντί­δρα­ση άλλων των οποί­ων έχουν παρα­βιά­σει την δίκη: «Είναι που καμιά φορά, όταν η εκδί­κη­ση απο­φα­σί­σει να βάλει την υπο­γρα­φή της, μπο­ρεί να το κάνει με τον πιο απί­θα­νο, τον πιο απρό­βλε­πτο τρό­πο» (325), γρά­φει για την τιμω­ρία του Κεντή­λα, και ανά­λο­γα για τον Βλα­ντή και τον Για­κου­μή (224–25), για τους δύο κατα­χθό­νιους τρο­μο­κρά­τες της μικρής πόλης.

Το όνει­ρο που βλέ­πει τη νύχτα πριν από την επι­στρά­τευ­ση, με τα θέμα­τα από τα οποία απο­τε­λεί­ται, συν­δέ­ει τα επει­σό­δια του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Ανά­λο­γο όνει­ρο βλέ­πει και η Καλ­λιό­πη (386). Η φρά­ση μιας μυστη­ριώ­δους γυναι­κεί­ας μορ­φής, με την οποία αρχί­ζει: “Φως στο φως, έτσι γρά­φε­ται η αρχή αυτού του τέλους” (327, 399, 408), με έναν τρό­πο επι­βλη­τι­κό και επι­τα­κτι­κό υπεν­θυ­μί­ζει “τον ίσκιο μιας γυναί­κας” στην “Σαπ­φώ” στο ιτα­λι­κό σχε­δί­α­σμα του Σολω­μού.[1]Αυτό ενι­σχύ­ε­ται από τη μυστη­ριώ­δη γυναί­κα που εμφα­νί­ζε­ται στο όρα­μά της στο ρημαγ­μέ­νο σπί­τι στην Κρή­τη στον Επί­λο­γο που την παρα­κι­νεί να γρά­ψει την αλή­θεια της Χαρι­γέ­νειας (410).

Το όνει­ρο περι­λαμ­βά­νει το περί­φη­μο μεντα­γιόν («θα φέρεις αυτό για να περά­σεις απέ­να­ντι»), με έξι φιλ­ντι­σέ­νια πέτα­λα σε σχή­μα μαρ­γα­ρί­τας και τις επτά διά­φα­νες πολύ­τι­μες πέτρες στο κέντρο, το οποίο αλλάσ­σο­ντας χέρια (από την Χαρι­γέ­νεια στην Ζωή, και πάλι στην Χαρι­γέ­νεια, και πάλι στην Ζωή, που για δεύ­τε­ρη φορά το δίδει πάλι στην Χαρι­γέ­νεια- η οποία το προ­σφέ­ρει τελι­κά θυσία στον Αχέ­ρο­ντα και περα­τιά­τι­κα, 409), λει­τουρ­γεί ως σημείο ανα­γνώ­ρι­σης σε παρα­λο­γή δημο­τι­κού τρα­γου­διού και με την μαγι­κή του δύνα­μη επι­κυ­ρώ­νει την εξέ­λι­ξη και την πλο­κή του έργου και σφρα­γί­ζει τη λύση του.

Το μεντα­γιόν εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στην διή­γη­ση με μιαν ηλια­κτί­δα που έπε­σε πάνω του στο λαι­μό της και με μια λάμ­ψη που τρε­μό­παι­ξε αντι­φεγ­γί­ζο­ντας στο θολό τζά­μι (293). Είναι μία ad hoc επι­νό­η­ση της συγ­γρα­φέ­ως, το χρειά­ζε­ται η διή­γη­ση- μια παλιά γνω­στή τεχνική.

Εδώ μαθαί­νου­με την ιστο­ρία του, καθώς και τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση του με την τάση της Ανε­ζώς να κεντά τόσο επι­δέ­ξια μαρ­γα­ρί­τες, η οποία επα­να­λαμ­βά­νε­ται συντο­μευ­μέ­νη στην τελευ­ταία σκη­νή του μυθι­στο­ρή­μα­τος (407–8).

Στο όνει­ρο επί­σης περιέ­χε­ται η σιβυλ­λι­κή φρά­ση (χρη­σμό την ονο­μά­ζει αλλού η συγ­γρα­φέ­ας, 362): “Μη Καλ­λιό­πη, εμείς μαζί θα περά­σου­με τον ποτα­μό από τη γέφυ­ρα, με κούρ­σα”, μία φρά­ση που ανα­φέ­ρε­ται στον θάνα­το της Καλ­λιό­πης του μυθι­στο­ρή­μα­τος (και μητέ­ρας της συγ­γρα­φέ­ως), και της Χαρι­γέ­νειας, και ενο­ποιεί το μυθι­στό­ρη­μα και τα βάσα­να της ηρωίδας.

Ενώ­νει τα δύο νήμα­τα του μυθι­στο­ρή­μα­τος την Χαρι­γέ­νεια και την περι­πε­τειώ­δη ζωή της με την Χαριάν­να, αλλά και με την Καλ­λιό­πη και τη Ζωή ως ήρω­ες του έργου, αλλά και πρό­σω­πα της πραγ­μα­τι­κής ζωής της συγ­γρα­φέ­ως. Ο Αρι­στό­θε­ος, ο ευγε­νής και δια­κρι­τι­κός σύζυ­γος της Καλ­λιό­πης (374), ευρί­σκε­ται στη θέση του πατέ­ρα της, και η για­γιά Αικα­τε­ρί­νη στη θέση της για­γιάς Ζωής.

Και αν ψάχνου­με στοι­χεία ταυ­τό­τη­τας, στο Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο η για­γιά βεβαί­ω­νε τη Ζωή πως μόνο για όσα πράγ­μα­τα απο­φά­σι­σε με την καρ­διά της δε μετά­νιω­σε (91), στη Χαρι­γέ­νεια η για­γιά Αικα­τε­ρί­νη συμ­βου­λεύ­ει τη Ζωή «με την ψυχή σου να σκέ­φτε­σαι» (236) και η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας λέγει στον Επί­λο­γο (411): «με την ψυχή μου κοί­τα­ζα, η ψυχή δεν ξεγελιέται».

Ο Αλέ­ξαν­δρος, σύντρο­φος της Ζωής (363) στη Χαρι­γέ­νεια, είναι ζωγρά­φος και λεί­πει και αυτός στην Ασί­ζη, είναι ο Αλέ­ξαν­δρος του Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, με τον οποίο είναι ερω­τευ­μέ­νη η Ζωή, που είναι στη θέση της συγ­γρα­φέ­ως. Η λύση του μυθι­στο­ρή­μα­τος είναι η εκφώ­νη­ση του ονό­μα­τος της φοι­τή­τριας “Χαριάν­να Μαραϊ­χά” (381) από την Ανδρο­μά­χη στην κυρία Καλ­λιό­πη, δηλ. ότι ότι το μωρό έζη­σε, που απο­τε­λεί μία εξαί­ρε­τη ‘ανα­γνώ­ρι­ση’ αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, καθώς και η μεγα­λειώ­δης τελε­τουρ­γι­κή μετα­φυ­σι­κή σκη­νή ψυχο­στα­σί­ας στον Αχέ­ρο­ντα στο τελευ­ταίο κεφάλαιο.

Στη δια­βα­τή­ρια αυτή σκη­νή η Χαρι­γέ­νεια συνει­δη­το­ποιεί: «από τον έρω­τα στον Αχέ­ρο­ντα μόνο ένα αχ με χωρί­ζει», όπως λέει ένα παρα­δο­σια­κό αρμέ­νι­κο τρα­γού­δι: «ένα τρα­γού­δι τα λέει καλύ­τε­ρα όταν όλα έχουν φτά­σει στην ώρας τους» (407). «Ένα δάκρυ, ένα παρά­πο­νο καθε­νός και καθε­μιάς από εμάς είναι που έσμι­ξαν στο Αχ του έρω­ντα», κατα­λή­γει η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας στον Επίλογο.

Η συγ­γρα­φέ­ας υπο­στη­ρί­ζει την πλο­κή με πολ­λές αυτο­α­να­φο­ρές. Όταν γεν­νή­θη­κε το μωρό, η μαία ζήτη­σε να βαφτι­στεί εσπευ­σμέ­να για­τί δεν φαι­νό­ταν να έχει ζωή (336, πβ. 344). Ο παπάς σχο­λί­α­σε αθώα ότι δεν του φαί­νε­ται για ετοι­μο­θά­να­το, και ανά­βει την ελπί­δα της θετι­κής λύσης. Και αργό­τε­ρα μαθαί­νου­με, από την ίδια την Χαρι­γέ­νεια μάλι­στα, πως το μωρό δεν ζει πια (376, 374). Αυτό ήταν ένα ψέμα για να διευ­κο­λύ­νει την συμ­φω­νία ότι η φυσι­κή μητέ­ρα δεν έπρε­πε να συνα­ντή­σει ποτέ το παι­δί που γέν­νη­σε για τον Παύ­λο και την Σεμέλη.

Αλλά και απαί­τη­ση για δρα­μα­τι­κό­τε­ρη πλο­κή. Όταν η κυρία Καλ­λιό­πη ερώ­τη­σε την Ανδρο­μά­χη, την κόρη της Χαρι­γέ­νειας, πώς περ­νά η μητέ­ρα της τις ώρες της, η συγ­γρα­φέ­ας μας λέγει ότι «άκου­σε την Ανδρο­μά­χη με έκπλη­ξη να της διη­γεί­ται το απί­στευ­το πως από το Σεπτέμ­βριο, που γνώ­ρι­σε ένα κορί­τσι από τη σχο­λή Καλών Τεχνών στην οποία ήταν καθη­γη­τής ο σύντρο­φός της, κόντευε να φυτρώ­σει σην αυλή η κυρία Χαρι­γέ­νεια» (380). Ο Φρα­γκί­σκος, σύντρο­φος της Ανδρο­μά­χης, δια­πί­στω­σε την κατα­πλη­κτι­κή ομοιό­τη­τα της φοι­τή­τριάς του με την μητέ­ρα της Ανδρο­μά­χης και τους έφε­ρε σε επα­φή. Αυτό το ‘απί­στευ­το’ είναι η πλο­κή του μυθι­στο­ρή­μα­τος, πράγ­μα που απο­τε­λεί σπου­δαία αυτοαναφορά.

Επί­σης, στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο όταν η Ζωή άνοι­ξε το υφα­σμά­τι­νο που­γκί που της είχε εγχει­ρί­σει ο μυστη­ριώ­δης νεα­ρός, πως τάχα το είχε ξεχά­σει στην καρέ­κλα της, και είδε το μυστη­ριώ­δες μεντα­γιόν μέσα σε αυτό, ανα­φώ­νη­σε: «Μα δεν μπο­ρεί! Είναι δυνα­τόν; Απο­κλεί­ε­ται, απο­κλεί­ε­ται. Πώς γίνε­ται; Τι παι­χνί­διεί­ναι αυτό;… Απί­στευ­το» (394). Αυτό το ‘δεν μπο­ρεί’, ‘απο­κλεί­ε­ται’ είναι η επι­βρά­βευ­ση της πλο­κής του μυθι­στο­ρή­μα­τος, η ανα­γνώ­ρι­ση και η λύση της τρα­γω­δί­ας, και είναι άλλη μία καί­ρια αυτοαναφορά.

Μετά από αυτό, η Ζωή βασι­σμέ­νη στο όνει­ρο είπε: «Νομί­ζω πως τώρα ξέρω, πού θα συνα­ντη­θού­με» (395). Πράγ­μα­τι στο Φανά­ρι στην Αμμου­διά μία γυναι­κεία φιγού­ρα στη­ρι­ζό­ταν με κόπο στο λου­στρα­ρι­σμέ­νο μαύ­ρο της μαστού­νι, και λίγα μέτρα πιό πάνω στη γέφυ­ρα η άσπρη Mercedes.||«Πέρασαν σαρά­ντα χρό­νια, Ζωή μου… Αγκα­λιά­στη­καν» (400).

Εδώ μαθαί­νει η Ζωή από τη Χαρι­γέ­νεια ότι η Χαριάν­να Μαραϊ­χά μετά τη Σχο­λή Καλώ­νΤε­χνών έγι­νε ζωγρά­φος, ζού­σε τα τελευ­ταία δέκα χρό­νια ακτι­βί­στρια στην Αφρι­κή προ­σφέ­ρο­ντας τα έργα της για να στα­μα­τή­σουν οι παρα­βιά­σεις των ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των, και ήταν ειση­γή­τρια ενός Συνε­δρί­ου στα Ιωάν­νι­να με θέμα: «Ο καθέ­νας μας έχει τη δύνα­μη να αλλά­ξει τον εαυ­τό του και τα πράγ­μα­τα.  Όλοι μαζί μπο­ρού­με να φέρου­με τις μεγα­λύ­τε­ρες αλλα­γές στον πλα­νή­τη» (402).

Eπί­σης, εντύ­πω­ση προ­κα­λεί στον Επί­λο­γο η προ­γραμ­μα­τι­κή αρχή της συγ­γρα­φέ­ως. «Αρκε­τοί μιλούν ή γρά­φουν για αλή­θειες λέγο­ντας και ψέμα­τα. Η ταπει­νό­τη­τά μου δεν ήθε­λε να μπει στην δια­δι­κα­σία να επι­νο­ή­σει ψέμα­τα» (411). Όμως όλοι οι ποι­η­τές, αλλά και ιστο­ρι­κόι, ακό­μη και φιλό­σο­φοι, υπό­σχο­νται πως θα πουν την αλή­θεια: Ο Οδυσ­σέ­ας «γνώ­ρι­ζε πολ­λά ψεύ­δη που ήταν όμοια με αλή­θεια» (Οδ. 19.203).

Οι Μού­σες στον Ησί­ο­δο λέγουν: «Ξέρου­με ψεύ­δη πολ­λά να λέμε όμοια με αλή­θεια, ξέρου­με όμως όταν θέλου­με αλη­θι­νά να λέμε» (Θεογ. 27–8). Και πάντο­τε λέγε­ται ότι αυτοί θα δώσουν κῦδος, κλέ­ος ἄφθι­τον, θα αθα­να­τί­σουν τον υμνού­με­νον. Η μορ­φή στο ερει­πω­μέ­νο σπί­τι βεβαί­ω­σε την συγ­γρα­φέα ότι «εσύ πάντως ξέρεις πού κρύ­βε­ται η αλή­θεια της Χαρι­γέ­νειας» (410). Η σχέ­ση όμως ποι­η­τή και υμνού­με­νου είναι αμφί­δρο­μη: αν ο ποι­η­τής δίδει κλέ­ος ἄφθι­τον, κερ­δί­ζει και ο ίδιος αθά­να­τη φήμη.

[Τέλος, πρέ­πει να ανα­φέ­ρου­με το λεπτό χιού­μορ και την πολι­τι­κή θέση που εκφρά­ζει η συγ­γρα­φέ­ας. Όταν άκου­σε τον ιερέα να λέει ότι η νεο­φερ­μέ­νη Χαρι­γέ­νεια είχε επι­δεί­ξει ανάρ­μο­στη συμπε­ρι­φο­ρά και μάλι­στα χωρίς αιδώ, ο δικα­στι­κός κλη­τή­ρας επαύ­ξη­σε “εδώ, εδώ μάλι­στα, όπως τα λες παπά μου, εδώ πλη­ρώ­νο­νται όλα” (74), που είχε μαύ­ρα μεσά­νυ­χτα για την αιδώ του παπά και την πέρα­σε για το επίρ­ρη­μα. Καθώς και παρε­τυ­μο­λο­γι­κή ερμη­νεία της φρά­σης “με αυτό το πλευ­ρό να κοι­μά­σαι”, για τον Αδάμ και την Εύα (370). Παρε­νέ­βα­λε με εκτί­μη­ση την μνη­μειώ­δη παρά­στα­ση στο “Αθή­ναιον” το “Μεγά­λο μας τσίρ­κο” της Τζέ­νης Καρέ­ζη και του Κώστα Καζά­κου με τον Νίκο Ξυλού­ρη (166–7) την περί­ο­δο της Χού­ντας. Πολι­τι­κέ­ςσυ­μπε­ρι­φο­ρές στην τοπι­κή κοι­νω­νία επί Χού­ντας, όπως οι συζη­τή­σεις του Γιάν­νη του μανά­βη, και η δολο­φο­νία με λοστό του φωτι­σμέ­νου Μέλιου από τον Για­κου­μή και τον Βλά­ντη (185).]

[Επα­να­λή­ψεις σε κλι­μα­κω­τό σχή­μα είναι προ­σφι­λής τεχνι­κή που δίδει έμφα­ση στην περι­γρα­φή και στις ιδέ­ες (68, 137, 242, 325–6, 406). Επί­σης, παροι­μί­ες (143) και επί­λε­κτες μαντι­νά­δες (190, 303) ή τρα­γού­δια (387, 395, 407) υπο­στη­ρί­ζουν ρητο­ρι­κά την αφή­γη­ση και τονί­ζουν την δρα­μα­τι­κό­τη­τα των γεγο­νό­των. Πλή­θος μετα­φο­ρών στα όρια της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής έκφρα­σης. Φαί­νε­ται πως η συγ­γρα­φέ­ας έχει μετα­φυ­σι­κή σχέ­ση με το αύριο, όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο: “Όταν μια μόνο αχτί­δα σου αναγ­γέλ­λει συλ­λα­βι­στά Έρ-χε-ται Αύ-ρι‑ο” (197)· “αύριο, στον και­ρό της αγάπης”(362, 408, 412)· “αύριο θα περά­σουν όλα, αύριο θα δεις, θα είναι όλα παρελ­θόν” (386· πβ. επί­σης 253, 267, 268, 328, 351, 352). Τέλος, φαί­νε­ται ακό­μη πως υπάρ­χει μία αλα­φροϊ­σκιω­τη σχέ­ση ανά­με­σα στο μυθι­στό­ρη­μα και τις εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι: το φίλ­ντι­σι χρη­σι­μο­ποιεί­ται συχνά σε παρο­μοιώ­σεις, το μεντα­γιόν έχει έξι φιλ­ντι­σέ­νια πέτα­λα γύρω γύρω, αλλά τρυ­φε­ρή σχέ­ση υπάρ­χει και με άλλα φιλ­ντι­σέ­νια σκεύη του σπι­τιού της Χαριγένειας.]

[Το βιβλίο αφιε­ρώ­νε­ται στη μνή­μη της μητέ­ρας της Καλ­λιό­πης “και στις ιέρειες των δακρύ­ων, γυναί­κες θύμα­τα βίας της κοι­νω­νί­ας”. Η σπα­ρα­κτι­κή φωνή της αθώ­ας Ανε­ζώς, που έπε­σε θύμα βια­σμού, “με πόνε­σε, με πόνε­σε, με πόνε­σε” (279, 285), σαν στί­χος χορι­κού τρα­γω­δί­ας, είναι η κατα­δί­κη της κοι­νω­νί­ας της βίας- και άλλη μία πτυ­χή του σκλη­ρού κόσμου στον οποίο κινού­νται οι ήρωες.]

 [1]Λίνου­Πο­λί­τη, Διο­νυ­σί­ου­Σο­λω­μού, Άπαντα,τόμοςδεύτερος, Παράρ­τη­μα, Ιτα­λι­κά (ποι­ή­μα­τα και πεζά) Μετά­φρα­ση, β έκδο­ση­Ί­κα­ρος, Αθή­να 1969) σ. 103.

___________________________________________________________________________________

I.N. ΠEPYΣINAKHΣ
Ομότιμος Καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας
ΣΠΟΥΔΕΣ- ΕΡΕΥΝΑ- ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1948 και σπούδασε κατά τα έτη 1966–1971 φιλολογία στο Tμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών. Το 1976 διορίστηκε βοηθός στην Β΄ έδρα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Καθηγητής †Ιωάννης Καμπίτσης), την τριετία 1979–1982 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του persinakisΛονδίνου, παρακολούθησε μαθήματα και σεμινάρια (Greek Thought, Literary Criticism, Greek Palaeography, Greek Documentary Papyri, Ευριπίδου Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Re- making Myth, κ.ά.), και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα Wealth and Society in Early Greek Literature (King’s College, 1982). Aκολούθως, ύστερα από κρίση εντάχθηκε σε θέση λέκτορα (1982), εκλέχτηκε επίκουρος καθηγητής (1988), αναπληρωτής καθηγητής (1992) και καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας (1998) στο Tμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Iωαννίνων. Tα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντά του είναι η ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας από τον Όμηρο μέχρι την Ελληνιστική ποίηση από την άποψη ηθικών, πολιτικών και κοινωνικών αξιών (ακολουθώντας την προσέγγιση του A.W.H. Adkins), η αντιμετώπιση προβλημάτων ερμηνείας και μετάφρασης της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, η εξέλιξη και η μετάπλαση των ηθικών αξιών και της πολιτικής και οικονομικής συμπεριφοράς από τον Όμηρο ώς τον Πλάτωνα και τον Aριστοτέλη, η αρχαία ελληνική σκέψη, καθώς και η Eπιβίωση (πρόσληψη) της αρχαίας ελληνικής στη νέα ελληνική λογοτεχνία (πηγές, μετάπλαση, μετωνυμία). Έχει διδάξει: Aρχαία ελληνική θεματογραφία. Aρχαϊκή Λυρική Ποίηση. Oμήρου Ἰλιάδα (ραψωδίες A, I). Eπιβίωση της αρχαίας ελληνικής στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Hρόδοτος: αντίληψη του Hροδότου για την Iστορία. Αισχύλου Πέρσαι. Σοφοκλέους Φιλοκτήτης. Ελληνιστική Ποίηση. Aρχαία Eλληνική Σκέψη. Αρχαϊκές ηθικές αξίες και πολιτική και οικονομική συμπεριφορά σε έργα του Πλάτωνα και του Aριστοτέλη (μεταπτυχιακό). Έχει συμμετάσχει κατόπιν προσκλήσεως σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια σε θέματα σχετικά με τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, την αρχαϊκή λυρική ποίηση, τους τρεις τραγικούς, την πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Έχει δώσει διαλέξεις για τις ηθικές αξίες και την πολιτική συμπεριφορά στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, προβλήματα ερμηνείας και μετάφρασης της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, αρχαϊκές ηθικές αξίες και πολιτική συμπεριφορά σε έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, την διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης, κ.ά. Είναι μέλος της Hellenic Society από το 1981, της Classical Association από το 1986, της Classical Association of the Atlantic States από το 1989, και της Ελληνικής Εταιρείας Συγκριτικής Γραμματολογίας από την ίδρυσή της το 1987.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο