Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΙΛΑΕΙ Ο ΠΙΚΑΣΣΟ Πώς έγινα ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ

«Βρήκα τον εαυτό μου»

Σε αμε­ρι­κα­νι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση δημο­σιεύ­ε­ται η πιο κάτω συνέ­ντευ­ξη του γνω­στού ζωγρά­φου Πάμπλο Πικάσσο

Η προ­σχώ­ρη­σή μου στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα είναι η λογι­κή συνέ­πεια όλης μου της ζωής, όλου μου του έργου για­τί, είμαι υπε­ρή­φα­νος γι’ αυτό, δεν πήρα ποτέ τη ζωγρα­φι­κή σαν δια­σκέ­δα­ση ή ψυχα­γω­γία. Θέλη­σα με το σχέ­διο και το χρώ­μα, αυτά ήταν το όπλα μου, να μπω όσο μπο­ρού­σα πιο μέσα στην ανθρώ­πι­νη ψυχή, πιο βαθιά στη γνώ­ση του κόσμου που μας λυτρώ­νει κάθε μέρα και περισ­σό­τε­ρο. Προ­σπά­θη­σα με το δικό μου τρό­πο να εκφρά­σω αυτό που νόμι­ζα πιο αλη­θι­νό, πιο δίκιο, πιο υψη­λό κι όλοι οι μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες ξέρουν καλά πως αυτό είναι και το πιο ωραίο.

… Ναι, τώρα ξέρω πως αγω­νί­στη­κα με τη ζωγρα­φι­κή μου πάντα σαν αλη­θι­νός επα­να­στά­της, κατά­λα­βα όμως ταυ­τό­χρο­να πως αυτό μόνο δε φτά­νει. Τα τελευ­ταία τού­τα χρό­νια της τρο­με­ρής κατα­πιέ­σε­ως μού δεί­ξα­νε πως είχα την υπο­χρέ­ω­ση να πολε­μή­σω όχι μόνο με την τέχνη μου μα με ολό­κλη­ρο το είναι μου.

Και τότε πήγα προς το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα χωρίς τον παρα­μι­κρό δισταγ­μό, για­τί στο βάθος ήμου­να πάντα μαζί του. Ο Ελυάρ, ο Αρα­γκόν, ο Κασ­σού, ο Φου­ζε­ρόν, όλοι μου οι φίλοι το ξέρουν καλά, κι αν ως τα τώρα δεν είχα προ­σχω­ρή­σει επί­ση­μα, αυτό οφεί­λο­νταν σε ένα είδος «αφέ­λειας» για­τί νόμι­ζα πως το έργο μου κι η καρ­διά μου που ήτα­νε μαζί του φτά­να­νε. Μέσα μου όμως πάντα αυτό ήταν το Κόμ­μα μου.

Μήπως δεν είν’ αλή­θεια πως το Κ.Κ. είναι εκεί­νο που προ­σπά­θη­σε περισ­σό­τε­ρο να γνω­ρί­σει και ν’ ανα­στη­λώ­σει τον κόσμο, να κάνει τους σημε­ρι­νούς και τους αυρια­νούς ανθρώ­πους πιο λεύ­τε­ρους, πιο ευτυ­χι­σμέ­νους, με καθά­ρια και τίμια σκέ­ψη; Δεν είν’ αλή­θεια πως οι κομ­μου­νι­στές δεί­χτη­καν οι πιο θαρ­ρα­λέ­οι τόσο στη Γαλ­λία, όσο και στην ΕΣΣΔ και στην Ισπα­νία μου; Για­τί τάχα να διστά­ζω; Μήπως από φόβο μην ανα­λά­βω υπο­χρε­ώ­σεις; Όμως αντί­θε­τα ποτές δεν ένιω­σα τον εαυ­τό μου τόσο λεύ­τε­ρο, τόσο ολοκληρωμένο…

Κι ακό­μα βια­ζό­μου­να τόσο να βρω μια πατρί­δα. Ήμου­να πάντα εξό­ρι­στος, τώρα δεν είμαι πια. Περι­μέ­νο­ντας την ώρα που η Ισπα­νία θα μπο­ρέ­σει επι­τέ­λους να με δεχτεί, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα της Γαλ­λί­ας άνοι­ξε την αγκα­λιά του και με δέχτη­κε. Μέσα σ’ αυτό βρή­κα ανθρώ­πους που περισ­σό­τε­ρο εκτι­μώ, τους πιο μεγά­λους σοφούς, τους πιο μεγά­λους ποι­η­τές κι ακό­μα όλες αυτές τις υπέ­ρο­χες φυσιο­γνω­μί­ες των Παρι­ζιά­νων επα­να­στα­τών που είδα τις μέρες του Αυγούστου.

Κι είμαι πάλι ανά­με­σα στ’ αδέλ­φια μου.

Ριζο­σπά­στης 16 Φλε­βά­ρη 1945

 

Στις 8 Απρι­λί­ου 1973 πεθαί­νει ο Ισπα­νός κομ­μου­νι­στής ζωγρά­φος Πάμπλο Πικά­σο, δημιουρ­γός της «Γκου­έρ­νι­κα» και άλλων έργω­νέρ­γων (όπως το περί­φη­μο σκί­τσο του Νίκου Μπελογιάννη).

Ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος τον βρί­σκει στο Παρί­σι, όπου εντάσ­σε­ται στη Γαλ­λι­κή Αντί­στα­ση. Το 1944 γίνε­ται μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Γαλ­λί­ας, στο οποίο θα παρα­μεί­νει μέχρι το τέλος της ζωής του. «Πήγα στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα όπως πάει κανείς στην πηγή. Θα είμαι πια με τους δύστυ­χους ανθρώ­πους, στο δρό­μο», έλε­γε ο Πικά­σο, απα­ντώ­ντας σε όσους ενο­χλού­νταν ή ενο­χλού­νται για την έντα­ξή του.

Η τέχνη του, πιστή ηχώ της ζωής και της ιδε­ο­λο­γί­ας του, έγι­νε αφή­γη­ση και κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας για τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο, τη βία, τον πόνο των κατα­φρο­νε­μέ­νων. Εγι­νε το περι­στέ­ρι της ειρήνης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο