Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπ. Μπρεχτ: Η Μπαλάντα του Εμπορα

Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βου­νό χρειά­ζου­νται ρύζι.
Αν το ρύζι το κρύ­ψου­με στις αποθήκες
θ’ ακρι­βύ­νει το ρύζι γι’ αυτούς εκεί πάνω.
Οι μαού­νες του ρυζιού θα ‘χουν λιγό­τε­ρο ρύζι
και το ρύζι φτη­νό­τε­ρο θα ‘ναι για μένα.
Τι είναι στ’ αλή­θεια το ρύζι
πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
ποιός να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
ξέρω την τιμή του μονάχα.

Φτά­νει χει­μώ­νας και χρειά­ζου­νται ρούχα
πρέ­πει μπα­μπά­κι λοι­πόν ν’ αγοράσουμε
και το μπα­μπά­κι να μην το πουλήσουμε.
Σαν θα ‘ρθει το κρύο, θ’ ακρι­βύ­νουν τα ρούχα.
Τα κλω­στή­ρια πλη­ρώ­νουν πολύ ψηλά μεροκάματα
κι έπει­τα υπάρ­χει πάρα πολύ μπαμπάκι.
Τι είναι στ’ αλή­θεια το μπαμπάκι
πού να ξέρω το μπα­μπά­κι τι είναι
ποιός να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω το μπα­μπά­κι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα.

Κι ο άνθρω­πος παρα­τρώ­ει φαΐ
γι’ αυτό κι ο άνθρω­πος όλο ακριβαίνει.
Για να φτιά­ξεις φαΐ, χρειά­ζε­σαι ανθρώπους.
Οι μάγει­ροι κάνουν φτη­νό­τε­ρο το φαΐ
αλλά οι φαγά­δες όλο και τ’ ακριβαίνουν.
Κι έπει­τα υπάρ­χουν πάρα πολ­λοί άνθρωποι.
Τι είναι στ’ αλή­θεια ο άνθρωπος
πού να ξέρω ο άνθρω­πος τι είναι
ποιός να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω ο άνθρω­πος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο