Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Μόττας: «Οι ιδέες του Τσε Γκεβάρα είναι σήμερα πιο επίκαιρες και ζωντανές από ποτέ»

Ραδιο­φω­νι­κή συνέ­ντευ­ξη στο «ΡΑΔΙΟ ΑΙΧΜΗ 102,8» και στην εκπο­μπή «Λόγια στα­ρά­τα» (με τους Αλέ­κο Χατζη­κώ­στα και Παύ­λο Του­τουν­τζί­δη) έδω­σε ο Νίκος Μότ­τας, Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας του Ελλη­νο­κου­βα­νι­κού Συν­δέ­σμου Φιλί­ας και Αλλη­λεγ­γύ­ης Θεσ­σα­λο­νί­κης, συγ­γρα­φέ­ας, τη Δευ­τέ­ρα 14/6, με αφορ­μή την επέ­τειο γέν­νη­σης του Τσε Γκε­βά­ρα (14/6/1928) και την πρό­σφα­τη έκδο­ση του βιβλί­ου του με τίτλο «Τσε Γκε­βά­ρα πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης» από τις εκδό­σεις «Ατε­χνως».

Σε ερώ­τη­ση – με αφορ­μή τα γενέ­θλια του «Τσε»- στο τι σημαί­νει για τον ίδιο και για ολό­κλη­ρο τον κόσμο η προ­σω­πι­κό­τη­τα αυτή, τόνι­σε : «Ο Τσε υπήρ­ξε αυτό που είχε πει ο Γάλ­λος φιλό­σο­φος Ζαν- Πωλ Σαρτρ, ότι ήταν ο πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νος άνθρω­πος της επο­χής του. Ήταν ένα πρό­τυ­πο διε­θνι­στή, κομ­μου­νι­στή – επα­να­στά­τη, του οποί­ου τα λόγια ταυ­τί­ζο­νταν με τα έργα. Ο οποί­ος παρέ­μει­νε συνε­πής σε όλα όσα πρέ­σβευε μέχρι τέλους,χωρίς να κάνει ούτε την ελά­χι­στη έκπτω­ση στις αξί­ες και τα ιδα­νι­κά. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα λόγια του ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ στον επι­κή­δειο 18/10/1967 μετά τη δολο­φο­νία του στη Βολι­βία, που έλε­γε ότι «αν θέλου­με να περι­γρά­ψου­με πώς θέλου­με να είναι οι άνθρω­ποι των μελ­λο­ντι­κών γενιών , πρέ­πει να πού­με να είναι σαν τον Τσε». Ήταν η προ­σω­πο­ποί­η­ση του κομ­μου­νι­στή –επα­να­στά­τη του 20ου αιώ­να. Ήταν η προ­σω­πο­ποί­η­ση αυτό που αγω­νί­ζο­νταν- και αγω­νί­στη­κε μέχρι τέλους της ζωής του- για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο. Παρα­μέ­νει μέχρι σήμε­ρα φωτει­νό παρά­δειγ­μα για όλους όσους αγω­νί­ζο­νται για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο».

Σε σχέ­ση με το νέο του βιβλίο «Τσε Γκε­βά­ρα : Πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης» (Εκδό­σεις Ατέ­χνως) και το τι νέο έρχε­ται να προ­σθέ­σει στα όσα μέχρι τώρα έχουν γρα­φτεί, υπο­γράμ­μι­σε : «Το βιβλίο ήλθε ως απο­τέ­λε­σμα της δια­πί­στω­σης ότι από την Ελλη­νι­κή βιβλιο­γρα­φία έλει­πε ένα συγκε­κρι­μέ­νο κομ­μά­τι της δρά­ση ςτου Τσε. Ήταν η δρα­στη­ριο­ποί­η­σή του στον τομέα των εξω­τε­ρι­κών σχέ­σε­ων. Μέχρι τώρα οι περισ­σό­τε­ρες μελέ­τες ανα­φέ­ρο­ντας στη δρά­ση του ως αντάρ­τη- πολε­μι­στή στα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια, στη συνει­σφο­ρά του στο οικο­νο­μι­κό πεδίο ως υπουρ­γού Βιο­μη­χα­νί­ας της Κού­βας, στη μετέ­πει­τα δρά­ση του στο Κον­γκό και στη Βολι­βία. Το βιβλίο θέλει να φωτί­σει μία λιγό­τε­ρο γνω­στή πλευ­ρά του Τσε στο ευρύ κοι­νό, ως δια­μορ­φω­τής της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής της Κού­βας, των διε­θνών της σχέ­σε­ων κατά τα πρώ­τα μετε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια. Ένα από τα καθή­κο­ντα που ανέ­λα­βε, αμέ­σως μετά τον θρί­αμ­βο της Επα­νά­στα­σης το 1959, ήταν αυτό της δια­μόρ­φω­σης των διπλω­μα­τι­κών και οικο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων μετα­ξύ του Κού­βας και άλλων χωρών πρω­τί­στων αυτών των σοσια­λι­στι­κών χωρών. Σ’ αυτό το σημείο στέ­κε­ται το βιβλίο, πιά­νο­ντας την περί­ο­δο 1959–1965, μία περί­ο­δο που πραγ­μα­το­ποί­η­σε πολύ­μη­να ταξί­δια εξω­τε­ρι­κό, λει­τουρ­γώ­ντας ως άτυ­πος πρε­σβευ­τής της Κου­βα­νι­κής Επα­νά­στα­σης, συνα­ντώ­ντας πλη­θώ­ρα ηγε­τών, πρω­θυ­πουρ­γών, υπουρ­γών , σημα­ντι­κών αξιω­μα­τού­χων, επι­σκε­πτό­με­νος εργο­στα­σια­κές μονά­δες , σχο­λεία, πανε­πι­στή­μια και βεβαί­ως υπο­γρά­φο­ντας οικο­νο­μι­κές ‑εμπο­ρι­κές-στρα­τιω­τι­κές και βεβαί­ως πολι­τι­στι­κές συμ­φω­νί­ες προς όφε­λος της Κού­βας. Στο πλαί­σιο αυτό γνώ­ρι­σε και συνο­μί­λη­σε με μια σει­ρά σημα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες όπως το Χρου­στσόφ, το Μάο, το Νάσερ, το Νεχρού, τον Τίτο, το Σου­χάρ­νο, το Μπεν Μπε­λά και άλλους».

Σε ερώ­τη­ση για την προ­σπά­θεια από διά­φο­ρες πλευ­ρές ο Τσε να μετα­τρα­πεί σε αβλα­βές εικό­νι­σμα, σημεί­ω­σε : «Ο Τσε ούτε ήταν ούτε πρό­κει­ται να γίνει ένα αβλα­βές εικό­νι­σμα, όπως επι­χεί­ρη­σαν οι αντί­πα­λοι του να μετα­τρέ­ψουν μετά θάνα­τον. Η εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της εικό­νας του ήταν κατά που εντά­θη­κε στις αρχές του 21ου αιώ­να, μια προ­σπά­θεια να παρου­σιά­σουν μία εικό­να απο­στε­ω­μέ­νη από το ιδε­ο­λο­γι­κό-πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο που έχει, ώστε να μην απο­τε­λεί κίν­δυ­νο για το σύστη­μα. Ωστό­σο η παρα­κα­τα­θή­κη του, όλο το ιδε­ο­λο­γι­κό-πολι­τι­κό πλαί­σιο που άφη­σε πίσω του παρα­μέ­νει σήμε­ρα πιο επί­και­ρο και ζωντα­νό από ποτέ».

Σε ερώ­τη­ση για το κατά πόσο οι ιδέ­ες του Τσε είναι ζωντα­νές και εφαρ­μό­ζο­νται στη σημε­ρι­νή Κού­βα, υπο­γράμ­μι­σε : «Η ιδε­ο­λο­γι­κή-πολι­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Τσε συνε­χί­ζει να έχει παρου­σία στην Κού­βα, να έχει περά­σει στις νεό­τε­ρες γενιές, ο ίδιος υπήρ­ξε βασι­κός φορέ­ας της διε­θνι­στι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης, την οποία έκα­νε πρά­ξη και απ’ αυτήν διδά­χτη­καν και οι επό­με­νες γενιές της Κού­βας. Το είδα­με και πρό­σφα­τα με τη διε­θνι­στι­κή προ­σφο­ρά των μπρι­γά­δων αλλη­λεγ­γύ­ης, που σε παρα­πά­νω από 40 χώρες προ­σέ­φε­ραν την ιατρι­κή τους βοή­θεια. Σε κάθε σχο­λείο και κάθε χώρος δου­λειάς είναι παρών, παρά το ότι έχουν περά­σει χρό­νια από το θάνα­το του. Ο ίδιος ο Φιντέλ Κάστρο έλε­γε ότι στα βήμα­τα του πατά­με και συνε­χί­ζου­με την σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση και παρ’ όλες τις δυσκο­λί­ες, οι Κου­βα­νοί συνε­χί­ζουν να θεω­ρούν τον Τσε ως πρω­τερ­γά­τη του εγχει­ρή­μα­τος της οικο­δό­μη­σης του σοσιαλισμού».

Σε ερώ­τη­ση για το αν μπο­ρεί στη σημε­ρι­νή επο­χή να υπάρ­ξει ένας νέος Τσε, σχο­λί­α­σε : «Ένα βασι­κό στοι­χείο της σκέ­ψης του Τσε ήταν ότι την μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία την έχουν οι ιδέ­ες και όχι οι άνθρω­ποι. Με λίγα λόγια ότι οι ιδέ­ες συνε­χί­ζουν να ζουν και μετά το βιο­λο­γι­κό του θάνα­το. Εκεί άλλω­στε βασί­ζε­ται και η δυνα­μι­κή της κλη­ρο­νο­μιάς του. Το ζητού­με­νο είναι το μήνυ­μα του Τσε να περά­σει στους πολ­λούς. Να γίνει κτή­μα των πολ­λών η ιδε­ο­λο­γι­κή του κλη­ρο­νο­μιά, όλα όσα πρέ­σβευε ενά­ντια στο σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης, ενά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό και γενι­κό­τε­ρα το πρό­τυ­πο του ως επα­να­στά­τη της πρά­ξης και της συνείδησης».

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο