Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναυάγιο Χειμάρρας μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες του προηγούμενου αιώνα

Κυρια­κή 19 Ιανουα­ρί­ου 1947, συνέ­βαι­νε στον Ευβοϊ­κό μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες ναυ­τι­κές τρα­γω­δί­ες αυτού του αιώ­να. Το επι­βα­τη­γό πλοίο “Χει­μάρ­ρα “, που εκτε­λού­σε το δρο­μο­λό­γιο Θεσ­σα­λο­νί­κης — Πει­ραιά, βυθί­στη­κε μετά την πρό­σκρου­σή του σε νάρ­κη παίρ­νο­ντας μαζί του στα παγω­μέ­να νερά 374 ψυχές. Η τρα­γω­δία συνέ­βη στις 4.10 το πρωί της Κυρια­κής, 1,5 μίλι από τη νησί­δα Καβαλ­λια­νή στον Κάτω Κάβο της Εύβοιας. Οι έρευ­νες για την ανα­ζή­τη­ση των ναυα­γών άρχι­σαν μετά 10 ώρες! Τα ναρ­κα­λιευ­τι­κά και τα πλοιά­ρια δύο μέρες μάζευαν επι­πλέ­ο­ντα πτώ­μα­τα στον Ευβοϊ­κό. Τελι­κά, από τους 620 επι­βαί­νο­ντες μπό­ρε­σαν να σωθούν, αφού πάλε­ψαν με τα κύμα­τα, 246 άτομα.

Ανά­με­σα στους επι­βά­τες ήταν και 36 πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι που μετα­φέ­ρο­νταν σε διά­φο­ρους τόπους εξο­ρί­ας. Μόνο δέκα από αυτούς μπό­ρε­σαν να σωθούν. Στον κατά­λο­γο των θυμά­των περι­λαμ­βά­νο­νται πολ­λά στε­λέ­χη της ΚΟ Θεσ­σα­λο­νί­κης του ΚΚΕ, συν­δι­κα­λι­στές από όλη τη Μακε­δο­νία, προ­ο­δευ­τι­κοί δημο­σιο­γρά­φοι κλπ.

Οι ανα­κρί­σεις τις επό­με­νες μέρες έδει­ξαν ότι ο ασύρ­μα­τος του πλοί­ου δε λει­τούρ­γη­σε για να δώσει το στίγ­μα και να εκπέμ­ψει SOS, καθώς με την έκρη­ξη κατα­στρά­φη­καν οι λυχνί­ες του πομπού. Η νάρ­κη παρα­σύρ­θη­κε λόγω της θαλασ­σο­τα­ρα­χής από τα παρα­κεί­με­να του διαύ­λου ναυ­σι­πλοϊ­ας ναρ­κο­πέ­δια. Υπο­στη­ρί­χτη­κε επί­σης ότι το πλοίο δεν πέρα­σε από το δίαυ­λο ναυ­σι­πλοϊ­ας αλλά αρι­στε­ρό­τε­ρα. Επι­κρά­τη­σε μεγά­λη σύγ­χυ­ση και πανι­κός. Οι λέμ­βοι και σχε­δί­ες βυθί­ζο­νταν από το μεγά­λο αριθ­μό των επι­βαι­νό­ντων ή ανα­τρέ­πο­νταν πριν ακό­μη επι­βι­βα­στούν σ’ αυτές οι ναυα­γοί. Στο πλοίο επέ­βαι­ναν και πολ­λοί οπλί­τες, οι οποί­οι έπε­φταν στη θάλασ­σα με τα ρού­χα, με απο­τέ­λε­σμα να πνί­γο­νται αμέ­σως στα παγω­μέ­να νερά. Από τις ανα­κρί­σεις επί­σης προ­έ­κυ­ψε ότι οι ένο­πλοι χωρο­φύ­λα­κες και οπλί­τες που επέ­βαι­ναν στη “Χει­μάρ­ρα ” — 203 τον αριθ­μό — δεν επει­θάρ­χη­σαν στις δια­τα­γές του πλοιάρ­χου και κατέ­λα­βαν πρώ­τοι τις ναυα­γο­σω­στι­κές λέμ­βους, αφή­νο­ντας στο πλοίο αβο­ή­θη­τους γυναί­κες και παιδιά.

Στις εφη­με­ρί­δες της επο­χής γρά­φτη­κε τις επό­με­νες μέρες ότι οι 550 επι­βά­τες ήταν στοι­βαγ­μέ­νοι σ’ ένα καρά­βι — καρυ­δό­τσου­φλο στο οποίο επι­κρα­τού­σε το αδια­χώ­ρη­το. Το σκά­φος ήταν παμπά­λαιο. Είχε κατα­σκευα­στεί στην Αγγλία το 1905 και ήταν εκτο­πί­σμα­τος 1.221 τόνων. Οπως επί­σης καταγ­γέλ­λο­νταν, δύο χρό­νια μετά την απο­χώ­ρη­ση των ναζί κατα­κτη­τών, σε όλα σχε­δόν τα πλευ­ρά των θαλάσ­σιων συγκοι­νω­νιών εξα­κο­λου­θού­σαν να υπάρ­χουν ναρ­κο­πέ­δια. Ακό­μη και ο Θερ­μαϊ­κός δεν είχε καθα­ρι­στεί από τις νάρ­κες. Το μετα­κα­το­χι­κό κρά­τος του Ζώφου και η πλου­το­κρα­τία δε σκό­τω­ναν το λαό μόνο με τα στρατοδικεία.

Η Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή της Πανελ­λή­νιας Ναυ­τι­κής Ομο­σπον­δί­ας δύο μέρες μετά το ναυά­γιο έβγα­λε ανα­κοί­νω­ση με την οποία καταγ­γέλ­λο­νταν η αδρά­νεια του κρά­τους, τόσο για την περι­συλ­λο­γή των πτω­μά­των όσο και για την περί­θαλ­ψη των διασωθέντων.

Ενας από τους επι­ζή­σα­ντες του ναυα­γί­ου, ο Αλέ­κος Ξυλάκης,που μετα­φε­ρό­ταν μαζί με άλλους 35 συντρό­φους του στην εξο­ρία, θυμάται:

“Επι­βι­βα­στή­κα­με στο “Χει­μάρ­ρα ” στο λιμά­νι της Θεσ­σα­λο­νί­κης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκί­νη­σε το πλοίο, εμείς οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι δια­μαρ­τυ­ρη­θή­κα­με για­τί μας είχαν δεμέ­νους. Μετά την επί­μο­νη στά­ση μας, ήρθε ο καπε­τά­νιος και είπε στους αστυ­νο­μι­κούς να μας λύσουν. Τα προ­βλή­μα­τα άρχι­σαν μόλις το πλοίο βγή­κε από τον Θερ­μαϊ­κό. Επα­θε βλά­βη και για κάποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα ήμα­σταν ακυ­βέρ­νη­τοι. Στη 1 τα ξημε­ρώ­μα­τα της Κυρια­κής φθά­σα­με στη Χαλ­κί­δα και σε λίγο το “Χει­μάρ­ρα ” απέ­πλευ­σε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλο­νί­στη­κε από μια τρο­με­ρή έκρη­ξη. Επα­κο­λού­θη­σε πανι­κός. Δε λει­τουρ­γού­σε τίπο­τε. Επι­κρά­τη­σε από­λυ­το σκο­τά­δι. Το “Χει­μάρ­ρα ” ήταν ακυ­βέρ­νη­το. Όλοι οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι είχα­με συγκε­ντρω­θεί στο κατά­στρω­μα. Ενας σύντρο­φός μου, ο Αρι­στεί­δης, είχε μία λάμπα θυέλ­λης και την άνα­ψε. Ο Πανα­γιώ­της ο Τάρ­πο­γλου έρχε­ται και μας λέει ότι τα αμπά­ρια γεμί­σα­νε νερό. Από ένα κιβώ­τιο παίρ­νου­με σωσί­βια. Βγά­ζω τα ρού­χα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρα­τού­με­νούς μου να κάνουν το ίδιο. Το καρά­βι από­το­μα γέρ­νει αρι­στε­ρά και αρχί­ζει να βυθί­ζε­ται. Ανέ­βη­κα στην κου­πα­στή και έπε­σα στη θάλασ­σα. Στο μετα­ξύ πολ­λές ναυα­γο­σω­στι­κές βάρ­κες άρχι­σαν να ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζουν για­τί ήταν υπερ­φορ­τω­μέ­νες. Οι στιγ­μές ήταν εφιαλ­τι­κές. Από όλα τα σημεία ακού­γο­νταν σπα­ρα­κτι­κές κραυ­γές βοή­θειας. Κολυ­μπώ μερι­κά μέτρα και βλέ­πω τη λάμπα να τρε­μο­σβή­νει και ακρι­βώς την ώρα εκεί­νη το πλοίο να χάνε­ται. Καθώς κολυ­μπού­σα προς την ακτή ένιω­θα κάθε λίγο τα σώμα­τα των πνιγ­μέ­νων που ανέ­βαι­ναν στην επι­φά­νεια του νερού. Μετά από ώρες έφθα­σα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρα­σε ένα καΐ­κι και όπως οι ναυ­τι­κοί με είδαν να στέ­κο­μαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου”.

Τους οχτώ πολι­τι­κούς εξό­ρι­στους γρή­γο­ρα η Ασφά­λεια τους εντό­πι­σε στα λιμά­νια ή στα νοσο­κο­μεία και τους συνέ­λα­βε. Δύο μόνο μπό­ρε­σαν να ξεφύ­γουν. Ο Σ. Κοντο­στά­θης και ο Αλ. Ξυλά­κης, οι οποί­οι γρή­γο­ρα ήρθαν σε επα­φή με το Κόμ­μα στην Αθή­να. Αυτό κρά­τη­σε μέχρι τον Αύγου­στο του ’47. Ωσπου…

“Μία μέρα του Αυγού­στου πήγα­με επί­σκε­ψη με τον Κοντο­στά­θη σ’ ένα συγ­γε­νι­κό του σπί­τι στον Αγ. Μελέ­τιο. Εκεί μας έκα­ναν το τρα­πέ­ζι. Κάποιος όμως με παρα­τη­ρού­σε από πάνω ως κάτω. Με τι όρε­ξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχα­ρι­στή­σα­με και φύγα­με. Στο δρό­μο λέω στο σύντρο­φο μου: “Στά­θη, κάτι δε μ’ άρε­σε σ’ αυτόν τον άνθρω­πο. Φοβά­μαι ότι πέσα­με σε χαφιέ”. Σύχνα­ζα τότε σ’ ένα φαρ­μα­κείο στην οδό Αιό­λου 101. Βλέ­πω σε μια στιγ­μή τον άνθρω­πο που είχα­με συνα­ντή­σει στο συγ­γε­νι­κό σπί­τι του Κοντο­στά­θη να περ­νά­ει μπρο­στά από το μαγα­ζί. Σε δύο λεπτά και πριν προ­λά­βω να αντι­δρά­σω με ακι­νη­το­ποιεί με το πιστό­λι του”.

Και ο Αλ. Ξυλά­κης, σήμε­ρα ογδό­ντα χρό­νων, καταλήγει:

“Είκο­σι μέρες με είχαν στην απο­μό­νω­ση. “Σε δέρ­νου­με” μου έλε­γαν “για­τί δεν πνί­γη­κες”. Ακο­λού­θη­σαν 12 χρό­νια εξο­ρί­ας και φυλακής”.

Σύμ­φω­να με στοι­χεία, που μπό­ρε­σαν να συγκε­ντρώ­σουν οι επι­ζή­σα­ντες του ναυα­γί­ου πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι, κατά τη βύθι­ση της “Χει­μάρ­ρας ” έχα­σαν τη ζωή τους οι παρακάτω:

1. Ζαγουρ­τζής Ν.

2. Δού­κας.

3. Κάκα­βος.

4. Μαγα­ζώ­ης Αρ.

5. Αδα­μί­δης Κ.

6. Ισσό­που­λος Αρ.

7. Ματσα­βί­δου Ελ.

8. Αλβέρ­τος Κ.

9. Τζορ­μπα­ζη­κω­στής Κ.

10. Ταξι­ντά­ρης Κ.

11. Απέρ­γης Γρ.

12. Τσαρ­δά­κης Γ.

13. Μπα­τζά­κης Ν.

14. Ρου­με­λιώ­της Χ.

15. Καλ­λι­κρα­τί­δης Ι.

16. Λυκάρ­τσης Σ.

17. Γερο­γιάν­νης Ι.

18. Νότο­γλου Ευαγ.

19. Χρυ­σο­χέ­ρη Αθ.

Δεν υπάρ­χουν τα ονό­μα­τα των υπό­λοι­πων αγνο­ού­με­νων πολι­τι­κών εξό­ρι­στων, ούτε έγι­νε γνω­στό κάτι για την τύχη τους.

Δια­σώ­θη­καν οι:

1. Βού­τσας Α.

2. Πασ­δα­τί­δης Ν.

3. Τάρ­πο­γλου Κ.

4. Τσα­κνής Αθ.

5. Τόπ­κας Α.

6. Στε­φα­νί­δης Ν.

7. Κοντο­στά­θης Σ.

8. Στοϊ­δης Χρ.

9. Δελη­γιαν­νί­δης Ν.

10. Ξυλά­κης Αλ.

“Πνί­γη­καν κοντά 400 άνθρω­ποι. Οι οικο­γέ­νειες των τρα­γι­κών θυμά­των δεν πήραν καμιά απο­ζη­μί­ω­ση”, λέει ο Αλ. Ξυλάκης.

ΑΠ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο