Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΙΚΟΣ ΓΙΟΥΤΣΟΣ: Η ζωή του σπουδαίου παίκτη του Ολυμπιακού

Με αφορ­μή το θάνα­το του Νίκου Γιού­τσου, μιας μεγά­λης μορ­φής στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού ποδο­σφαί­ρου, ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με τις πτυ­χές της ζωής του, όπως είχαν δημο­σιευ­τεί στον «Ριζο­σπά­στη του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου» 16 ‑17 Γενά­ρη του 2021.

Πέθα­νε ο Νίκος Γιού­τσος, μορ­φή του Ολυ­μπια­κού και του ελλη­νι­κού ποδοσφαίρου

Απο­τε­λεί μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες μορ­φές στην Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού ποδο­σφαί­ρου. Ο Νίκος Γιού­τσος έβα­λε τη δική του σφρα­γί­δα αγω­νι­ζό­με­νος με τη φανέ­λα του Ολυ­μπια­κού για μια δεκα­ε­τία (1964 — 1974), σε τέτοιο βαθ­μό που από το δικό του όνο­μα καθιε­ρώ­θη­κε η παροι­μιώ­δης έκφρα­ση «Έμπαι­νε Γιού­τσο», εμπνευ­σμέ­νη από τις «επε­λά­σεις» του στους χωμά­τι­νους αγω­νι­στι­κούς χώρους της επο­χής, και μέχρι και σήμε­ρα χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να περι­γρά­ψει ορμή, ατρό­μη­τη κίνη­ση. Ορμή που χαρα­κτή­ρι­σε και τον ίδιο τον Νίκο Γιού­τσο στη ζωή του και στην πορεία του μέχρι την κατα­ξί­ω­ση στην ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, απέ­να­ντι σε μια σει­ρά από δυσκολίες.

Έμπαι­νε ΓΙΟΥΤΣΟ…

Η πορεία του ξεκί­νη­σε από ένα αντάρ­τι­κο χωριό στο πλευ­ρό του ΔΣΕ και συνε­χί­στη­κε με τα παι­δι­κά του χρό­νια στη σοσια­λι­στι­κή Ουγ­γα­ρία — ήταν δηλα­δή παράλ­λη­λη με την κορυ­φαία στιγ­μή του ταξι­κού αγώ­να στην Ελλά­δα, τη συγκρό­τη­ση του ΔΣΕ και την τρί­χρο­νη επο­ποι­ία του, καθώς και όσα την ακο­λού­θη­σαν για τους μαχη­τές του, τους οπα­δούς του και τις οικο­γέ­νειές τους μετά το 1949.

Ένα χωριό στο πλευρό του ΔΣΕ

Ο Νίκος Γιού­τσος γεν­νή­θη­κε στις 16/4/1941 στο σλα­βό­φω­νο Μακρο­χώ­ρι Καστο­ριάς (μέχρι το 1926 ονο­μα­ζό­ταν Κονόμ­λα­ντι) και η ιστο­ρία της ζωής του συν­δέ­ε­ται άρρη­κτα με την ηρω­ι­κή ιστο­ρία του ίδιου του χωριού του, από τη μαζι­κή συμ­με­το­χή στην αντι-οθω­μα­νι­κή εξέ­γερ­ση του Ιλι­ντεν το 1903 μέχρι την επί­σης μαζι­κή έντα­ξη στο πλευ­ρό του ΔΣΕ. Αυτό είχε ως συνέ­πεια τον ανε­λέ­η­το βομ­βαρ­δι­σμό του από δυνά­μεις του αστι­κού εθνι­κού στρα­τού και των Αμε­ρι­κα­νών συμ­μά­χων του, με απο­τέ­λε­σμα 89 νεκρούς.

Έτσι, οι αντάρ­τες του ΔΣΕ σε συνεν­νό­η­ση με γονείς παίρ­νουν 219 παι­διά από το χωριό και τα μετα­κι­νούν στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες της Ανα­το­λι­κής Ευρώ­πης, όπου θα ήταν ασφα­λή. Δύο απ’ αυτά τα παι­διά ήταν ο Νίκος Γιού­τσος και η αδερ­φή του.

«Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν»

Μιλώ­ντας για τη μετά­βα­σή του στην Ουγ­γα­ρία, ο ίδιος ο Γιού­τσος σε συνέ­ντευ­ξή του στην εφη­με­ρί­δα «Φως των Σπορ», πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, έδω­σε τη δική του απά­ντη­ση στο αν αυτές οι μετα­κι­νή­σεις έγι­ναν με τη βία, σύμ­φω­να με τον αστι­κό μύθο περί «παι­δο­μα­ζώ­μα­τος». Είχε πει χαρακτηριστικά:

«Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστο­ριά, το Μακρο­χώ­ρι. Ήταν ανταρ­το­κρα­τού­με­να μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρα­νε κανέ­ναν εκεί! Μας πήρα­νε για να μη σκο­τω­θού­με, για­τί μας βομ­βαρ­δί­ζα­νε. Και είπαν ότι πρό­χει­ρα θα φεύ­γα­με και σύντο­μα θα γυρί­ζα­με πίσω… (χαμο­γε­λά­ει). Αλλά δεν γυρί­σα­με. Επι­κρα­τή­σα­νε οι άλλοι. Ο κυβερ­νη­τι­κός στρατός».

Στην ίδια συνέ­ντευ­ξη, ερω­τη­θείς για τις συν­θή­κες ζωής του στην Ουγ­γα­ρία και ειδι­κά στο εσω­τε­ρι­κό κολέ­γιο στο οποίο μεγά­λω­σε, είχε απα­ντή­σει: «Κάτι τέτοιο (σ.σ. ορφα­νο­τρο­φείο), αλλά σε πολύ υψη­λό­τε­ρα στά­νταρντ. Κοι­μό­μα­σταν μέσα, τρώ­γα­με μέσα, σχο­λείο εκεί, μπά­λα εκεί. Οργα­νω­μέ­νη εκπαί­δευ­ση στην μπά­λα. Στην Εκπαί­δευ­ση, στον Αθλη­τι­σμό, έδι­ναν μεγά­λη βάση τα κομ­μου­νι­στι­κά καθε­στώ­τα τότε. Και παίρ­να­με και πολύ καλά λεφτά!».

«Το ουγγρικό άτι Γιούτσοφ»

Ο Νίκος Γιού­τσος ή Μικλς Γιού­τσοφ (Mikls Jucsov) όπως ήταν το όνο­μά του στην Ουγ­γα­ρία ‑έχει βρε­θεί κατα­γε­γραμ­μέ­νος και ως Νικο­λάι Γιου­τσόφ (Nikolay Jucsov) στα αρχεία της Ουγ­γρι­κής Ποδο­σφαι­ρι­κής Ομο­σπον­δί­ας- ξεχώ­ρι­σε από νωρίς για τις ποδο­σφαι­ρι­κές του αρε­τές στις αλά­νες του χωριού Μπε­λο­γιάν­νης, όπου εγκα­τα­στά­θη­καν οι πρό­σφυ­γες από την Ελλάδα.

Αγω­νι­ζό­με­νος με την ελλη­νι­κή προ­σφυ­γι­κή ομά­δα «Όλυ­μπος» τρά­βη­ξε τα βλέμ­μα­τα των Ούγ­γρων υπευ­θύ­νων, με απο­τέ­λε­σμα τη μετα­κί­νη­σή του στην Τσέ­πελ, ομά­δα δεύ­τε­ρης κατη­γο­ρί­ας του ουγ­γρι­κού ποδο­σφαί­ρου, την οποία οδή­γη­σε στην κατά­κτη­ση του πρω­τα­θλή­μα­τος και μετέ­πει­τα σε σημα­ντι­κές επι­τυ­χί­ες στο πρω­τά­θλη­μα της πρώ­της κατη­γο­ρί­ας, πετυ­χαί­νο­ντας 11 γκολ την διε­τία 1963 — 1964.

Αυτό θα κεντρί­σει το ενδια­φέ­ρον του Έλλη­να πρέ­σβη στη Βου­δα­πέ­στη, ο οποί­ος γνω­ρί­ζει την κατα­γω­γή του Γιού­τσοφ. Τότε αρχί­ζει μια σει­ρά επα­φών και τελι­κά το 1964 πραγ­μα­το­ποιεί­ται η μετα­γρα­φή στον Ολυ­μπια­κό, με μεσο­λα­βη­τή τον Μανώ­λη Γλέ­ζο, προ­λα­βαί­νο­ντας την ΑΕΚ που επί­σης είχε εκδη­λώ­σει ενδια­φέ­ρον για την από­κτη­σή του.

Τα εμπόδια και η απόπειρα φυγής

Στην επι­στρο­φή του στην Ελλά­δα αρχι­κά βρή­κε μπρο­στά του έναν δρό­μο γεμά­το εμπό­δια και δυσκο­λί­ες. Το ελλη­νι­κό ΥΠΕΞ δυσκο­λευό­ταν να δώσει βίζα στον Γιού­τσοφ, καθώς ίσχυε η απα­γό­ρευ­ση επα­νό­δου στη χώρα πολι­τι­κών προ­σφύ­γων και ιδιαί­τε­ρα (σλαβο)μακεδονικής κατα­γω­γής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυ­μπια­κός τον έφε­ρε με δια­βα­τή­ριο μίας χρή­σης! Έτσι, ο Γιού­τσοφ έγι­νε Γιού­τσος — γι’ αυτό άλλω­στε κατέ­στη δυνα­τό και να αγω­νι­στεί με την Εθνι­κή ομάδα.

Τα εμπό­δια όμως συνε­χί­στη­καν. Κάποιοι παρά­γο­ντες του Ολυ­μπια­κού δεν κρά­τη­σαν το λόγο τους για κάποιες υπο­σχέ­σεις που του είχαν δώσει, και έτσι προ­σπά­θη­σε να φύγει, χωρίς ωστό­σο να μπο­ρεί να ταξι­δέ­ψει, λόγω δια­βα­τη­ρί­ου. Έτσι μένει ανα­γκα­στι­κά στην Ελλά­δα, χωρίς να μπο­ρεί να αγω­νι­στεί με τον Ολυ­μπια­κό, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπη­κο­ό­τη­τάς του, και περιο­ρι­ζό­με­νος στη συμ­με­το­χή σε φιλι­κές αναμετρήσεις.

Εξη­γώ­ντας τους λόγους για την προ­σπά­θεια φυγής του, σε συνέ­ντευ­ξή του το 1964 είχε απορ­ρί­ψει τη φημο­λο­γία ότι η κίνη­ση αυτή συσχε­τι­ζό­ταν με οικο­νο­μι­κά κίνη­τρα, αντί­θε­τα ανέ­φε­ρε ως αιτία το γεγο­νός ότι δεν τηρή­θη­καν οι υπο­σχέ­σεις να του επι­τρα­πεί να μετα­βεί ξανά στην Ουγ­γα­ρία για οικο­γε­νεια­κούς λόγους αλλά και για να μιλή­σει με τους ανθρώ­πους της Τσέ­πελ για την ορι­στι­κή λύση της συνερ­γα­σί­ας τους.

Ειδι­κά το τελευ­ταίο το θεω­ρού­σε προ­σω­πι­κή υπο­χρέ­ω­ση, με βάση τη στά­ση που κρά­τη­σαν οι Ούγ­γροι ιθύ­νο­ντες της ομά­δας σε σχέ­ση με το ταξί­δι του στην Ελλά­δα, παρό­τι η Τσέ­πελ βρι­σκό­ταν σε περί­ο­δο προ­ε­τοι­μα­σί­ας. «Αντι­με­τώ­πι­σαν το θέμα σαν άνθρω­ποι και όχι σαν παρά­γο­ντες (…) Τους υπο­σχέ­θη­κα πριν φύγω ότι θα επέ­στρε­φα, είτε για να πάρω την ελευ­θέ­ρα μετα­γρα­φή μου είτε για να παρα­μεί­νω εκεί», είχε πει ο Γιούτσος.

«Έπαθα σοκ με την ποιότητα»

Εχο­ντας να αντι­με­τω­πί­σει τα παρα­πά­νω προ­βλή­μα­τα στην επά­νο­δό του στην Ελλά­δα, ο Νίκος Γιού­τσος κλή­θη­κε να δια­χει­ρι­στεί και ένα άλλο σημα­ντι­κό ζήτη­μα. Αυτό που είχε να κάνει με τη μεγά­λη δια­φο­ρά οργά­νω­σης και ποιό­τη­τας του αθλη­τι­σμού μετα­ξύ Ουγ­γα­ρί­ας και Ελλά­δας εκεί­νη την επο­χή, κάτι που του έκα­νε αμέ­σως πολύ άσχη­μη εντύ­πω­ση, όπως είχε δηλώ­σει ο ίδιος:

«Είχα μάθει άλλο ποδό­σφαι­ρο, έπαι­ζα άλλο ποδό­σφαι­ρο. Οταν πρω­το­ήρ­θα εδώ έπα­θα σοκ… Είδα ένα χάλι και ήθε­λα να φύγω! Δεν είχε νορ­μάλ γήπε­δα εδώ. Δεν είχα­με σοβα­ρό χορ­τά­ρι. Δεν είχα­με καλά — καλά νορ­μάλ ποδο­σφαι­ρι­κά παπού­τσια. Υπήρ­χαν μεγά­λες δια­φο­ρές με την Ουγ­γα­ρία τότε».

«Παλιοκομμουνιστή, θα πεθάνεις»

Μένο­ντας τελι­κά στην Ελλά­δα, ο Νίκος Γιού­τσος άρχι­σε να δια­πρέ­πει στα ελλη­νι­κά γήπε­δα με τη φανέ­λα του Ολυ­μπια­κού, τον οποίο οδή­γη­σε το 1964 στο πρώ­το του πρω­τά­θλη­μα μετά από έξι χρό­νια, ξεχω­ρί­ζο­ντας αμέ­σως με τις εμφα­νί­σεις του. Το ταλέ­ντο του όμως δεν έγι­νε πάντα απο­δε­κτό από όλους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αντί­πα­λοι παί­κτες ή οπα­δοί ομά­δων, βλέ­πο­ντας ότι δεν μπο­ρού­σε να περιο­ρι­στεί στους αγω­νι­στι­κούς χώρους, τον αντι­με­τώ­πι­σαν αλλιώς και με βάση και το παρελ­θόν του τον έβρι­ζαν χυδαία. Ο ίδιος είχε πει για αυτά τα περιστατικά:

«Είμαι ο πιο ήρε­μος ποδο­σφαι­ρι­στής του κόσμου. Όλοι οι αντί­πα­λοί μου με βρί­ζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορ­θώ­νω να συγκρα­τώ τα νεύ­ρα και την αγα­νά­κτη­σή μου. Πάντως πικραί­νο­μαι για­τί ακούω να μου λένε πολ­λές απα­ρά­δε­κτες χυδαιό­τη­τες, όπως “Παλιο­κομ­μου­νι­στή, σήμε­ρα θα πεθά­νεις” και κάτι άλλες βρω­μιές που ντρέ­πο­μαι να τις πω. Βέβαια, πολ­λοί παί­κτες προ­σπα­θούν με κάθε τρό­πο να εκνευ­ρί­σουν τους αντι­πά­λους τους, αλλά δεν νομί­ζω ότι αυτό που συμ­βαί­νει με μένα έχει προη­γού­με­νο. Σε κάθε παι­χνί­δι ακούω φοβε­ρά πράγ­μα­τα. Πάντως, τους προει­δο­ποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρό­κει­ται να με νευριάσουν!».

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση των πτυ­χών της ζωής του
από τον «Ριζο­σπά­στη του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου» Γενά­ρης του 2021
Μπ. Τσ.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο