Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι άγνωστες τοιχογραφίες του τσολιά Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

«Ύστε­ρα από τον Θεό­φι­λο δε βλέ­που­με πια με τον ίδιο τρό­πο. Αυτό είναι το σπου­δαιό­τε­ρο κι αυτό είναι το πράγ­μα που δεν μας έφε­ραν τόσοι περιώ­νυ­μοι μαντα­το­φό­ροι μεγά­λων ακα­δη­μιών. Ο Θεό­φι­λος μας έδω­σε ένα και­νούρ­γιο μάτι» έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Σεφέ­ρης. Κι εκεί στον ελαιώ­να στο Πυρ­γί της Μυτι­λή­νης, λίγα χιλιό­με­τρα έξω από την πόλη, στον παλιό οικι­σμό του Κέδρου, δίπλα στη θάλασ­σα βλέ­πεις τα πάντα αλλιώ­τι­κα. Πόσο μάλ­λον όταν στο παρεκ­κλή­σι του Αϊ Γιάν­νη, κάτω από ένα μεγά­λο κέδρο, δάχτυ­λο θαρ­ρείς του Θεού που δεί­χνει τη γη και το «σημεί­ον μέγα» ετού­το, συνα­ντάς και τον ίδιο το Θεό­φι­λο Χατζημιχαήλ.

Που πέθα­νε στις 22 Μαρ­τί­ου του 1934, πριν 87 χρό­νια, στο σπι­τά­κι που έμε­νε στην οδό Δήλου 27 της Μυτι­λή­νης λίγα μέτρα από το νεκρο­τα­φείο του Αγί­ου Παντε­λε­ή­μο­να. Εκεί τον παρα­χώ­σαν, στο τμή­μα των από­ρων που στα τελευ­ταία χρό­νια συνή­θι­ζαν να θάβουν όσους πνί­γη­καν στο πέρα­σμα του Αιγαί­ου. Μα δήλω­σαν στο Δήμο πως πέθα­νε στις 25 Μαρ­τί­ου, φου­στα­νε­λάς ήταν ο κου­ρε­λής ζωγρά­φος, είπαν να γελά­σουν και με το ξόδι του. Έγρα­ψαν στο δημο­το­λό­γιο πως πέθα­νε ανή­με­ρα της γιορ­τής των άλλων φου­στα­νε­λά­δων που τρε­λοί κι αυτοί τα βάλα­νε με το Σουλτανάτο.

Ο Θεό­φι­λος Χατζη­μι­χα­ήλ ή Θεό­φι­λος Κεφα­λάς ή Κεφά­λας, γεν­νή­θη­κε κάπου στα 1870. Στο έργο του λένε οι ειδι­κοί κυρί­αρ­χο στοι­χείο είναι η ελλη­νι­κό­τη­τά κι η εικο­νο­γρά­φη­ση της ελλη­νι­κής λαϊ­κής παρά­δο­σης κι ιστο­ρί­ας. Στα 18 του χρό­νια εγκα­τέ­λει­ψε το οικο­γε­νεια­κό περι­βάλ­λον κι εργά­στη­κε ως θυρο­φύ­λα­κας («Καβά­σης») στο Ελλη­νι­κό Προ­ξε­νείο της Σμύρ­νης. Στα 1897, βρί­σκε­ται στο Βόλο ζωγρα­φί­ζο­ντας σε σπί­τια και μαγα­ζιά. Κι από εκεί στο Πήλιο. Ζωγρα­φί­ζο­ντας και συμ­με­τέ­χο­ντας στη διορ­γά­νω­ση λαϊ­κών θεα­τρι­κών παρα­στά­σε­ων σε εθνι­κές γιορ­τές πάντα σαν ήρω­ας της Ελλη­νι­κής Επανάστασης.

Το 1927 επι­στρέ­φει στη Μυτι­λή­νη. Οι πατριώ­τες του τον υπο­δέ­χο­νται με πει­ράγ­μα­τα. Κι αυτός αρχί­ζει να ζωγρα­φί­ζει σε ντου­βά­ρια σε χωριά. Για ένα πιά­το φαί και λίγο κρα­σί. Και μια πρό­σκαι­ρη στέ­γη. Σε αυτήν την περί­ο­δο ανή­κει και το εκκλη­σά­κι του Αι Γιάν­νη στον Κέδρο. Τούρ­κι­κος οικι­σμός με λιο­τρί­βι που ανή­κε σε Τούρ­κο που είχε ανταλ­λα­χτεί με τη Συν­θή­κη της Λωζάν­νης, ο Θεό­φι­λος πρέ­πει να ζωγρά­φι­σε το νεό­κτι­στο εκκλη­σά­κι για τις ανά­γκες των νέων κατοί­κων του οικι­σμού, προ­σφύ­γων της Μικρασίας.

Στον νότιο τοί­χο ο Ευαγ­γε­λι­σμός της Θεο­τό­κου. Στο βόρειο ένας Ρωμαί­ος στρα­τη­γός, ο Ταξιάρ­χης, αγα­πη­μέ­νο θέμα του Θεό­φι­λου Χατζη­μι­χα­ήλ και «φίλος του» όπως απο­κα­λού­σε τον Αρχι­στρά­τη­γο των «επου­ρα­νί­ων δυνά­με­ων ασω­μά­των». Και στην κόγ­χη του ιερού πίσω από το Σταυ­ρό μια Πανα­γιά Πλατυτέρα.

Κανείς δεν ξέρει το αν και πόσες ακό­μα τοι­χο­γρα­φί­ες είχε το παρεκ­κλή­σι του Άι Γιάν­νη στον Κέδρο της Μυτι­λή­νης. Λίγοι ξέρουν την ύπαρ­ξη του. Ακό­μα λιγό­τε­ροι την ύπαρ­ξη των ζωγρα­φι­σμέ­νων από το Θεό­φι­λο τοιχογραφιών.

Φανε­ρά ασυ­ντή­ρη­τες, αδό­ξα­στες αυτές σε σχέ­ση με εκεί­νες που απο­κολ­λή­θη­καν από τα ντου­βά­ρια και μετα­φέρ­θη­καν σε μεγά­λα σαλό­νια ή τους πίνα­κες που ζωγρά­φι­σε ο Θεό­φι­λος στα τελευ­ταία της ζωής του, παραγ­γελ­μέ­νους από τον τεχνο­κρι­τι­κό Στρα­τή Ελευ­θε­ριά­δη – Τεριάντ. Ετού­τοι κατέ­λη­ξαν σε Μουσεία.

«Mπαί­νο­ντας στο Mου­σείο του Θεό­φι­λου», έγρα­ψε ο Στέ­λιος Σκο­πε­λί­της ότι του είπε ο Tσα­ρού­χης, «όταν κρε­μά­στη­καν όλα του τα έργα, για μία στιγ­μή σκέ­φτη­κα τη ζωή του, την πίκρα να μη σε κατα­λα­βαί­νουν, τη φτώ­χεια, την πεί­να, την απλυ­σιά. Όμως, άμα είδα τα έργα του κατά­λα­βα ότι έζη­σε σ’ ένα ακα­τά­παυ­στο πνευ­μα­τι­κό πανη­γύ­ρι και τα βάσα­να της ζωής είναι τίπο­τα, είναι πεντα­ρο­δε­κά­ρες γι’ αυτόν που έζη­σε αλη­θι­νά και μπό­ρε­σε να κατα­λά­βει το μεγα­λείο της ζωής. Οι ειρω­νεί­ες του κόσμου, οι κλε­ψιές των εμπό­ρων και των φιλό­τε­χνων, η κάθε είδους αδι­κία εξα­φα­νί­ζο­νται μπρο­στά στην υπέρ­τα­τη δικαιο­σύ­νη της αρμονίας».

Επέ­τειος του θανά­του του φου­στα­νε­λά ζωγρά­φου που τόσο αγά­πη­σε το Μεγα­λέ­ξα­ντρο και το Νικη­τα­ρά τον Τουρκοφάγο.

Για τη γάτα του τη Μαρου­λιώ που υπε­ρα­γα­πού­σε δε μάθα­με ποτέ τι απέ­γι­νε. Δε νοιά­στη­κε κανείς. Για τα χρώ­μα­τα του στις τοι­χο­γρα­φί­ες στο παρεκ­κλή­σι του Άι Γιάν­νη του Κέδρου, 87 χρό­νια από το θάνα­το του, ποιος θα νοιαστεί;

Πηγή: ΑΠΕ

«Ο Χικ­μέτ στην Ελλά­δα», του Ηρα­κλή Κακαβάνη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο