Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι απελευθερωτικοί αγώνες του Επτανησιώτικου λαού στην ελληνική ποίηση

Του Κώστα Δημη­τριά­δη //

Ο απε­λευ­θε­ρω­τι­κός αγώ­νας της Εφτα­νή­σου ενά­ντια στην 50χρονη αγγλι­κή αποι­κιο­κρα­τι­κή σκλα­βιά, βρή­κε βαθιά απή­χη­ση στην ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία των μεγα­λύ­τε­ρων ποι­η­τών του σύγ­χρο­νου ελληνισμού.

Ο Σολω­μός, Ο Κάλ­βος, Ο Βαλα­ω­ρί­της και όλη η θαυ­μα­στή πλειά­δα της Εφτα­νη­σια­κής ποι­η­τι­κής Σχο­λής, ύμνη­σαν με το έργο τους ηρω­ι­σμούς και τις θυσί­ες του λαού της Εφτα­νή­σου, μαστί­γω­ναν την αγγλι­κή τυραν­νία και την υπο­κρι­τι­κή προ­στα­σία της στα Εφτά­νη­σα, την ανθελ­λη­νι­κή στά­ση της απέ­να­ντι στην Επα­νά­στα­ση του Εικοσιένα.

Το αγω­νι­στι­κό τρα­γού­δι στά­θη­κε μια από τις χαρα­κτη­ρι­στι­κές μορ­φές πάλης του Εφτα­νη­σιώ­τι­κου λαού. Μαχη­τι­κά εμβα­τή­ρια, αλλά και σατι­ρι­κοί στί­χοι, εμψύ­χω­ναν το λαό στο σκλη­ρό και διμέ­τω­πο αγώ­να του ενά­ντια στους Άγγλους δυνά­στες και τους ντό­πιους άρχο­ντες συνερ­γά­τες τους.

***

Ο εθνι­κός μας ποι­η­τής Διο­νύ­σιος Σολω­μός, όχι μόνο πρω­το­στά­τη­σε και έβα­λε την υπο­γρα­φή του στο πρώ­το έγγρ­φο κατά της αγγλι­κής προ­στα­σί­ας, αλλά και συνεχ΄ζοντας την αγω­νι­στι­κή αντι­ξε­νι­κή και αντι­φε­ου­δαρ­χι­κή παρά­δο­ση του φλο­γε­ρού πατριώ­τη και δασκά­λου του Μαρ­τε­λά­ου, μαστι­γώ­νει αμεί­λι­χτα την υπο­κρι­τι­κή προ­στα­σία των Άγγλων κατα­κτη­τών της Εφτα­νή­σου και ξεσκε­πά­ζει την ψεύ­τι­κη λευ­τε­ριά που είχαν αφή­σει στα σκλα­βω­μέ­να Εφτάνησα

Εφω­νά­ξα­νε ως τ’ αστέρια
του Ιονί­ου και τα νησιά,
κι εση­κώ­σα­νε τα χέρια
για να δεί­ξου­νε χαρά.

μ’ όλον πού­ναι αλυσωμένο
το καθέ­να τεχνικά,
και εις το μέτω­πο γραμμένο
έχει ψεύ­τρα Ελευτεριά.

Ο Σολω­μός δεν αρκεί­ται σ’ αυτό. Ξεσκε­πά­ζει και μαστι­γώ­νει την ανθελ­λη­νι­κή στά­ση της επί­ση­μης Αγγλί­ας στην Επα­νά­στα­ση του Εικο­σιέ­να, με στί­χους αμεί­λι­χτους, καταλυτικούς:

Ελα­φιά­σθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρ­νει ευθύς
κατά τ’άκρα της Ρουσίας
τα μου­γκρί­σμα­τα της οργής.

Και στο πέλαο μία ματία
ρίχνει που σπιθοβολά,
και τα νύχια τα μακρία
σφίγ­γει απλώ­νει αρπα­χτι­κά[1]

Ο Σολω­μός με την οξύ­τα­τη ποι­η­τι­κή του αίσθη­ση, όχι μόνο προ­βλέ­πει την τελι­κή νίκη του λαού, αλλά και προ­μα­ντεύ­ει και την κατάρ­ρευ­ση της αγγλι­κής αποι­κιο­κρα­τί­ας, που τη ζού­με κιό­λας στις μέρες μας. Στην ωδή του στο λόρ­δο Μπάι­ρον, γρά­φει τού­τους τους προ­φη­τι­κούς στίχους:

Τώρα αθά­μπω­τη έχει δόξα,
και μι φέρ­σι­μο τερπνόν
βλέ­πει αδύ­να­τα τα τόξα
των αντί­ζη­λων εθνών.

Και λαούς αλυσοδένει,
και εις τα πόδια τοις πατεί,
και το πέλα­γο σωπαίνει
αν του σύρει μία φωνή.

Την αγγλι­κή «προ­στα­σία» θα στιγ­μα­τί­σει και ο άλλος βάρ­δος της εθνι­κής μας Επα­νά­στα­σης, ο υμνω­δός της πολι­τι­κής αρε­τής, Ανδρέ­ας Κάλ­βος. Όταν το 1824, οι κοτζα­μπά­ση­δες μ’ επι­κε­φα­λής το Μαυ­ρο­κορ­δά­το, ζητούν να κάνουν την επα­να­στα­τη­μέ­νη πατρί­δα αγγλι­κό προ­τε­κτο­ρά­το, ο Κάλ­βος, που έχει ζήσει την αγγλι­κή «προ­στα­σία» στα Εφτά­νη­σα και έχει μέσα του ολο­ζώ­ντα­νες τις οδυ­νη­ρές εμπει­ρί­ες της, αστρά­φτει και βροντά:

Tης θαλάσ­σης καλήτερα
φου­σκω­μέ­να τα κύματα
‘να πνί­ξουν την πατρί­δα μου
ωσάν απελ­πι­σμέ­νην,
                έρη­μον βάρκαν.

Στην στε­ριάν, στα νησία
καλή­τε­ρα μίαν φλόγα
‘να ιδώ παντού χυμένην,
τρώ­γου­σαν πόλεις, δάση,
                λαούς και ελπίδας.

Kαλή­τε­ρα, καλήτερα
δια­σκορ­πι­σμέ­νοι οι Έλληνες
‘να τρέ­χω­σι τον κόσμον,
με εξα­πλω­μέ­νην χείρα
                ψωμοζητούντες·

Παρά προ­στά­τας να ‘χωμεν.

Μεγά­λο ρόλο στον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να του Εφτα­νη­σιώ­τι­κου λαού έπαι­ξε ο Αρι­στο­τέ­λης Βαλα­ω­ρί­της. Με την πατριω­τι­κή δρά­ση του και με το φλο­γε­ρό τρα­γού­δι του πρό­σφε­ρε πολύ­τι­μες υπη­ρε­σί­ες στην πατρίδα.

Όλο το μίσος του προς την ξένη τυραν­νία και τη φλο­γε­ρή αγά­πη του προς την πατρί­δα και τη λευ­τε­ριά, ο Βαλα­ω­ρί­της θα την απει­κο­νί­σει στην περί­φη­μη ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία του «Φωτει­νός ζευγωλάτης»:

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Πάρ’ ένα σβώ­λο, Mήτρο,

και διώξ’ εκεί­να τα σκυ­λιά, που μου χαλούν το φύτρο.

O χερου­λά­της έφα­γε τ’ άχα­ρα δάχτυ­λά μου

και στην αλε­τρο­πό­δα μου ελιώ­σαν τα ήπα­τά μου.

Δυό μήνες έρε­ψα εδε­δώ, εσά­πι­σα στη νώπη

μ’ αρρώ­στια, με γερά­μα­τα! Bάσα­να, νήστεια, κόποι

γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει

σγου­ρό, χολά­το από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει

τα λιμα­σμέ­να μου παι­διά, να το πατούν εμπρός μου

με τόση απί­στευ­τη απο­νιά οι δυνα­τοί του κόσμου!…

Eξέ­χα­σες και δε μ’ ακούς;… εσέ­να κρά­ζω, Mήτρο.

Διώ­ξε, σου λέγω, τα σκυ­λιά, που μου χαλούν το φύτρο!

ΜΗΤΡΟΣ

Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ… Για κοί­ταξ’ εκεί πέρα

να ιδείς τί θρος που γίνε­ται, τί χλα­λοή, πατέρα!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Tι Pήγας, τι Pηγό­που­λα! Eίν’ ο και­νού­ριος κύρης,

που πλά­κω­σε με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.

Παλιό­φρα­γκοι, που πέφτου­νε σαν όρνια στα ψοφίμια·

εκεί­νοι πάντα κυνη­γοί και πάντα εμείς αγρίμια.

K’ εσύ τους τρέ­μεις, βού­βα­λε! Παι­δί μες στη φωτιά σου,

που τρί­βεις στουρ­να­ρό­πε­τρα μ’ αυτά τα δάχτυ­λά σου,

πόχεις τετρά­δι­πλα νεφρά, και ριζι­μιό στα στήθια,

τους βλέ­πεις και σε σκιά­ζου­νε! O δού­λος, είν’ αλήθεια,

λίπο ποτά­ζει μονα­χά, ψυχή κ’ αίμα δεν έχει.

 

Κι ο γέρο­ντας μ’ απί­δρο­μο σαν παλι­κά­ρι τρέχει

κι αρπά­ζει την σφε­ντό­να του. Έχει χολή στα μάτια.

Με το σφυ­ρί του ένα γου­λί το σπα σε δυο κομμάτια

και το σταφ­νί­ζει στο καυ­κί. * Γορ­γά την ανεμίζει

και τηνε σκά­ει με δύνα­μη. Ανοί­γει το λιθάρι

και θυμω­μέ­νο ένα σκυ­λί πλη­γώ­νει στο ποδάρι,

κι έν’ άλλο χτυ­πά­ει στο κού­τε­λο και το ξαπλώ­νει χάμου.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Βλέ­πεις· εγώ δεν τους ψηφώ, με τα γερά­μα­τά μου.

ΜΗΤΡΟΣ

Πατέ­ρα τι ’ναι πὄκαμες!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Περί­δρο­μος, κεφάλα, 

μη βλα­στη­μή­σω το βυζί που σὄδω­κε το γάλα.

Δε νιώ­θεις πώς τους σχαί­νο­μαι! Όλην αυτήν την ψώρα

οπὄρ­χε­ται κάθε φορά και μας δαγκά­ει τη χώρα

—όπως είν’ ένας ο Θεός κι εγώ ’μαι Λευκαδίτης—

την έπαιρ­να όλη επά­νω μου κι επνί­γο­μουν μαζί της.

Κι εσύ του γέρου Φωτει­νού μονά­κρι­βο βλαστάρι,

του λύκου τ’ ανυ­πό­τα­χτου, αγγό­νι του Θιοχάρη,

π’ άλλη τρο­φή δεν έλα­βες να φας και να χορτάσεις,

για να σου βάψει την καρ­διά και να ριζοδοντιάσεις,

παρά την έχτρα την παλιά, που ’ναι θεμελιωμένη,

σκλη­ρή, πατρο­πα­ρά­δο­τη, άφθαρ­τη, στοιχειωμένη,

για κάθε ξένην αφε­ντιά βαθιά μες στη γενιά μας—

εσύ, θελέ­σι, * στέ­κε­σαι και βλέ­πεις τη σπο­ρά μας

να την πατούν οι αλλό­φυ­λοι και χάσκεις σα λουρίτης… 

Ου, να χαθείς! Μ’ εντρό­πια­σες, δεν είσαι Λευκαδίτης.

***

Τους απε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες του λαού της Εφτα­νή­σου τους τρα­γού­δη­σαν και πολ­λοί άλλοι ποι­η­τές και πολ­λά από τα τρα­γού­δια τους αυτά, μελο­ποι­η­μέ­να από Εφτα­νή­σιους μου­σουρ­γούς, βρί­σκο­νταν καθη­με­ρι­νά στ στό­μα του λαού. Ένα τέτοιο τρα­γού­δι, μελο­ποι­η­μέ­νο από τον Αντώ­νη Μελισ­σι­νό, έγι­νε αργό­τε­ρα πανελλήνιο

Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα
της άνοι­ξης καμάρι
τα λου­λού­δια, οι ζέφυροι
ο ήλιος, το φεγγάρι
χάνουν την εμορ­φά­δα τους
στη σκλα­βω­μέ­νη γη.

Το τρα­γού­δι αυτό, που εκφρά­ζει όλο τον πόνο του σκλα­βω­μέ­νου εφτα­νη­σιώ­τι­κου λαού, τρα­γου­δή­θη­κε πολύ από τον ελλη­νι­κό λαό και στα χρό­νια της χιτλε­ρο­φα­σι­στι­κής κατο­χής και της Εθνι­κής Αντίστασης.

***

Στα 1849, μέσα στη φλο­γι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα της εξέ­γερ­σης του Εφτα­νη­σιώ­τι­κου λαού, τρα­γο­δή­θη­κε πολύ στα Εφτά­νη­σα το ακό­λου­θο τρα­γού­δι του ποι­η­τή Γερά­σι­μου Μαυ­ρο­γιάν­νη, τονι­σμέ­νο από το μου­σουρ­γό Νικό­λαο Τζανή:

Κι αν δεν κόπτει το σπα­θί μου
κι η αιχ­μή του αν δεν τρυπάει
η ψυχή δε λησμονάει
πως επλά­σθη ελληνική.

 

Των εχθρών μισώ τα δώρα ,

δεν τα θέλω ας τα κρατήσουν
τους μισώ κι ας με μισήσουν

προ­τι­μώ τη φυλακή.

 

Στο λαμπρό μέλ­λον μου ελπίζω

βλέ­πω τηνε­λευ­θε­ριά μου

και ξεχνάω τη σκλα­βιά μου

θαρ­τει ολό­λα­μπρος αυγή

 

Θάρ­θει, θάρ­θει, ναι, μια μέρα

Που θα ξεσχι­σθούν συνθήκαι

Κι όποιος σ’ άλυ­σες εμβήκε

Πάλι ελεύ­θε­ρος θα βγει.

[1] Από τον «Υμνο εις τηνΕλευθερίαν»

 

 

Κεί­με­νο που εκφω­νή­θη­κε από ελλη­νι­κό σταθ­μό του Βου­κου­ρε­στί­ου — Πηγή ΑΣΚΙ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο