Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οκτώ ποιήματα του Κωνσταντίν Γκέγκα

Μονα­χι­κές Νύχτες

Ξανά μόνος σ’ αυτό το γυμνό κρεβάτι

να ανα­πο­λώ την ανά­μνη­ση σου.

Σαν όνει­ρο παρηγορητικό.

Σαν εφιάλ­τη ανησυχητικό.

Στου καθρέ­πτη την σιω­πη­λή αλή­θεια σε αναζητώ.

Στων σεντο­νιών την μυρω­διά σε ποθώ.

Έρως, σε βρή­κα στων ματιών σου της ποίησης.

Και στων χει­λιών σου της δρο­σιάς γεύ­σεις γεύ­τη­κα εμπειρίες.

Οι στιγ­μές μας ένα προ­σποι­η­τό χαμόγελο.

Στα λευ­κά σεντό­νια να χαϊ­δεύω τα μαλ­λιά σου.

Και με το φιλί μου το κορ­μί σου γυμνό να παρα­δί­δε­ται στην αγκα­λιά μου.

Καθώς τα μάτια φωτο­γρα­φί­ζουν την γύμνια σου.

Και η ζεστα­σιά του κορ­μιού σου αγκα­λιά­ζει την δικιά μου.

 

Αν από­ψε χαθώ πες μου ένα τραγούδι

Ανα­ζή­τη­σα πολ­λά πράγ­μα­τα μα όλα χάθη­καν ξαφνικά.

Σαν ένα αιχ­μά­λω­το που­λί αφή­νο­ντας το να δραπετεύσει.

Μεγά­λω­σα ξαφ­νι­κά σ’ έναν κόσμο όπου η αίσθη­ση της θλί­ψης αγκα­λιά­ζει ένα παιδί.

Όπου η δια­φθο­ρά παρα­μο­νεύ­ει σε κάθε σοκά­κι της γης.

Ένα όνει­ρο ονό­μα­τι ζωή , η εικό­να του μάγε­ψε τα μάτια μου , μα η ψυχή μου ψυχρό αερά­κι βρο­ντώ­ντας την στο παραθύρι.

Χρό­νε φίλε/εχθρέ μου κάστρα στην άμμο δια­λύ­θη­καν από ανε­ξέ­λεγ­κτα κύμα­τα και ξανά από την αρχή.

Χάθη­κα εκεί που πίστε­ψα, εκεί που πρό­σμε­να , σε μία λέξη , σε μία μελω­δία , σε μία αρχή δίχως.

Μα του κόσμου η σιω­πή μου έδω­σε την απάντηση.

 

Αν από­ψε χαθώ πες μου ένα τρα­γού­δι , μία γλυ­κιά κου­βέ­ντα να δια­λύ­σει το σκλη­ρό αντίο της τελευ­ταί­ας στιγμής.

Πριν τα μάτια μας κλεί­σου­με και αφε­θού­με ελεύ­θε­ροι σ’ αυτήν την ζωή.

 

Βλέ­πω έναν κόσμο ατά­ρα­χο μα διψα­σμέ­νο τα βήμα­τά τους σιω­πη­λά κατεύ­θυ­νο­νται προς την μυρω­διά της ντροπής.

Βλέ­πω γυναί­κες , μελαγ­χο­λι­κά τρια­ντά­φυλ­λα να μαρά­ζουν στης βρο­χής το ξέσπασμα.

Τα πρό­σω­πά τους , ένας αγγε­λι­κός θάνα­τος που χαμο­γε­λά στης θλί­ψης του ποτηριού.

Στην μυρω­διά σας που σβή­νω στα αφί­λη­τα μου χείλη.

 

Γ’ αυτό

Αν από­ψε χαθώ πες μου ένα τραγούδι

Με τα δύο σου χεί­λη τα ξερά.

Τα δύο σου μάτια τα πικρά.

Τα δύο σου χέρια τα ψυχρά.

Και την άστε­γη σου την καρδιά.

 

Ο ΧΟΡΟΣ

Θέλω να αγγί­ξω αυτό το θανά­σι­μο κορ­μί με μία μου κίνη­ση να το κάνω να ζεστα­θεί ξανά

Θέλω να αυτό το σώμα το οποίο φιλιέ­ται από ένα άγνω­στο κοι­νό, από ένα κενό τοπίο.

Έλα μαζί στον άγνω­στο αυτό κόσμο να μεί­νου­με κάτω από ένα ειρη­νι­κό δέντρο, όλα μας τα μυστι­κά μέσω ενός ατε­λεί­ω­του φιλιού.

Μαζί θα ταξι­δέ­ψου­με προς την άκρη του ουρανού.

Και οι καρ­ποί αυτού του έρω­τα θα ταξι­δέ­ψουν προς τον ουρα­νό για να φωτί­σουν τον δρό­μο των αστεριών.

Χόρε­ψε μαζί μέχρι να βγει ο ήλιος και να φωτί­σει τα γυμνά αυτά αθώα πρό­σω­πα που κρυώ­νουν κατά την καλο­και­ρι­νή βροχή.

Δεί­ξε μου σιγά και καθα­ρά τι χρω­στάω σ’ αυτήν την ζωή.

Ελπί­ζω τα δύο σου μάτια να είναι η τελευ­ταία μου πληγή.

 

ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

Από­ψε η ψυχή μου

σιγο­τρα­γου­δά στης βροχής

τον ανέ­με­λο χορό.

Θυμί­ζουν τα δάκρυα

της νιό­τη.

Σαν κόρη σιωπηλή

το νυφι­κό υφαίνει

προς της νυχτιάς

το βωμό.

 

Αυγή, αμί­λη­τη μάνα

τον κόσμο γεννάς.

Τις ποδιάς σου

το αιώ­νιο μονοπάτι

δια­βαί­νω.

Σαν χαθώ κοράκι

σε δια­φο­ρε­τι­κό

μέρος μελαγ­χο­λώ.

 

Ουρά­νια σιωπή

άκου την οδύ­νη μου.

Στις τελευ­ταί­ας αναπνοής

το δει­λι­νό.

Φλέ­γε­ται σαν ένα

απαρ­νη­μέ­νο όνειρο.

 

Φίλη­σε με στο μέτωπο

και ξάπλω­σε δίπλα μου.

Καθώς κλεί­νω τα μάτια

να έχω κάποιον

να με αγκαλιάζει.

 

ΚΑΘΕ ΣΚΕΨΗ

Κάθε σου σκέ­ψη είναι και ένα αιώ­νιο κελί

Γεν­νη­μέ­νο να απαρ­νη­θεί της ζωής το φιλί.

Κάθε σου σκέ­ψη είναι ένα δάκρυ βροχής.

Που ξεσπά στης απο­ψι­νής θλί­ψης την σιωπή.

Κάθε σου σκέ­ψη είναι και ένα μικρό παιδί

Που στο πέρα­σμα του χρό­νου κάτι καρτερεί.

Κάθε σου σκέ­ψη είναι μια νυχτιά

Που σ’ έχει δει να κλαις σε κάποιου την ματιά.

 

Κάθε σου σκέ­ψη μια αρχή

ανθη­ρή.

Μα το τέλος θυμίζει

χει­μω­νιά­τι­κη βροχή.

Που ξεσπά ξανά

Στις πόλης

τα στε­νά.

 

ΣΟΝΕΤΟ 1

Από­ψε ηχώ στης νύχτας το αγέρι

σαν λευ­κό νυφι­κό η κόρη μαράζι.

Στης γης τα άνθη

η βρο­χή το πρώ­το φιλί χαράζει.

Και των βημά­των σου τη σιωπή

η αυγή αγκαλιάζει.

 

ΣΟΝΕΤΟ 2

Στης γης το διψα­σμέ­νο χώμα

τα φιλιά τους καρτερώ.

Σαν άνθη ροδιάς

σαν τρια­ντά­φυλ­λα που διψούν

για της βρο­χής το δρο­σε­ρό φιλί.

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Καλη­μέ­ρα παι­δί μου

Η λάμ­ψη των ματιών σου

θυμί­ζει φάρο που διαλύει

το σκο­τει­νό πέπλο

της νυχτιάς.

 

Στη φτω­χιά τη γειτονιά

ηχούν τα μικρά παιδιά.

Το μαρά­ζι στα μάτια

τους μας χαιρετά.

Τρέ­χουν καμαρωτά

στης μητέ­ρας τους την αγκαλιά.

Και το φιλί στο μάγουλο

τους παρη­γο­ριά.

Χάνο­νται στης ελεύθερης

σκέ­ψεις τα ταξίδια.

Σαν απο­δη­μη­τι­κά πουλιά

στο απέ­ρα­ντο του ουρανού

όλα μαζί μία αγκαλιά.

 

Καλη­νύ­χτη­σε το παιδί

φιλώ­ντας το στο μέτωπο.

Ο αέρας έμπα­ζε από το

παρά­θυ­ρο.

Καθώς το παιδί

έκλει­νε τα ματιά του.

Και ελεύ­θε­ρος αφέθηκε

στα όνει­ρά του.

____________________________________________________________________________________________

Ονομάζομαι Κωνσταντίν Γκέγκα και είμαι φοιτητής ειδικής αγωγής. Ο στόχος μου είναι να βοηθήσω όσα περισσότερα παιδιά να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο, να αναπτύξουν δεξιότητες. Αγαπώ την τέχνη γιατί απλούστατα με κάνει να αισθάνομαι.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο