Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή

Το προη­γού­με­νο βρά­δυ ψιχά­λι­ζε αδιά­κο­πα. Λες και έγλει­φε τις πλά­κες των σπι­τιών ακου­γό­ταν το νερό καθώς κατρα­κυ­λού­σε στις στέ­γες, αλλά αντί να φτά­σει στο έδα­φος κατέ­λη­γε στα βλέ­φα­ρά μου επά­νω για να τα βαρύ­νει. Απευ­θεί­ας με διεκ­δί­κη­σε η νύστα και εύκο­λα με κυρί­ευ­σε, μα ξύπνη­σα κάμπο­σες φορές μέσα στη νύχτα απ’ τα ξεσπά­σμα­τα του ανέ­μου που χτυ­πιό­ταν στους τοί­χους και τους ψαχού­λευε, σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή, γυρεύ­ο­ντας ρωγ­μές για να τρυ­πώ­σει στο σπί­τι. Τού­το το φθι­νό­πω­ρο μας επι­σκέ­φτη­κε πρό­ω­ρα φαί­νε­ται, μα θα ‘χε τους λόγους του και του­λά­χι­στον δε ζύγω­σε με άδεια τα χέρια. Μαζί με τα πρω­το­βρό­χια έφε­ρε και μία νοτι­σμέ­νη μελαγ­χο­λία που συντη­ρεί­ται παρα­σι­τι­κά απ’ την υγρα­σία, μέχρις ότου να βρει κατα­φύ­γιο μέσα μου και να ευδοκιμήσει.

Αυτή η επο­χή, η επο­χή των μαρα­μέ­νων χρω­μά­των, φαί­νε­ται πως μου ται­ριά­ζει πιό­τε­ρο από οποια­δή­πο­τε άλλη. Κάτι ανα­σταί­νε­ται μέσα μου κάθε φορά και με ταρα­κου­νά για να απο­σεί­σω τον πολυ­και­ρι­σμέ­νο μαν­δύα της νωθρό­τη­τας σαν φθι­νο­πω­ρι­νό φύλ­λω­μα. Ακό­μη και το πάθος μου για την τέχνη νιώ­θω να ξυπνά τώρα, παρό­λο που νόμι­ζα πως είχε πια ορι­στι­κά ξεθυ­μά­νει. Τα μαθή­μα­τα φωτο­γρα­φί­ας που παρα­κο­λου­θού­σα εδώ και κάμπο­σους μήνες, δεν με βοη­θού­σαν καθό­λου, μα είπα να μην τα παρα­τή­σω αμέ­σως και να επι­μεί­νω. Ίσως να βρί­σκο­μαι σε δια­δι­κα­σία στα­δια­κής επι­μορ­φώ­σε­ως, σκέ­φτη­κα, τα απο­τε­λέ­σμα­τα της οποί­ας απαι­τούν και­ρό για να εκδηλωθούν.

Χρό­νια ολά­κε­ρα έχω που ασχο­λού­μαι με τη φωτο­γρα­φία ερα­σι­τε­χνι­κά, μόνος κι αυτο­δί­δα­κτος, ήταν ώρα πια να κατα­πια­στώ σοβα­ρά και ίσως να μην είναι διό­λου παρά­ξε­νο, εφό­σον βρί­σκο­μαι σε στά­διο μετα­βα­τι­κό, να αισθά­νο­μαι τη μηχα­νή μου βαριά και απο­στα­θε­ρο­ποι­η­μέ­νο το βλέμ­μα μου. Μα θυμά­μαι, πως είχα ξεκι­νή­σει να ασχο­λού­μαι με την φωτο­γρα­φία για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς, επει­δή ένιω­θα άσχη­μα που έστρε­φα το βλέμ­μα μου άσκο­πα και ήθε­λα κάπως να εστιά­σω στον κόσμο. Ίσως, βέβαια, να με είχε γοη­τεύ­σει επει­δή είναι μια ασχο­λία μονα­χι­κή και τού­το μου ταί­ρια­ζε. Όπως μου ταί­ρια­ζε και η σιω­πή της ανα­μο­νής και η απαι­τού­με­νη ακι­νη­σία του σώμα­τος. Το να στέ­κεις άπρα­γος, ενώ γύρω σου τα πάντα σαλεύ­ουν αδιά­κο­πα, έως ότου να έρθει η στιγ­μή για το Κλίκ, που θα παγώ­σει τον κόσμο και θα σε θέσει σε κίνηση.

Τού­τη την κίνη­ση λαχτα­ρώ πάλι, για­τί στά­θη­κα ακί­νη­τος πολύ και για και­ρό έστρε­φα το βλέμ­μά μου άσκο­πα, ενώ ο κόσμος γύρω μου είναι καζά­νι που βρά­ζει. Κι εγώ πρέ­πει να επι­λέ­ξω που θα εστιά­σει ο φακός μου κι αν θέλω η φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή, να μου απο­κα­λύ­πτει τον κόσμό ή να μου τον κρύβει.

***

Διό­πτρα μαγι­κή ο φωτο­γρα­φι­κός μου φακός, τόσο περί­τε­χνα μπο­ρεί να εξω­ρα­ΐ­ζει τον κόσμο, που αν τον αντι­κρί­σεις ύστε­ρα διά γυμνού οφθαλ­μού, ευθύς θα απο­στρέ­ψεις το βλέμ­μα. Μα ίσως έχει έρθει η ώρα να το απο­τολ­μή­σω κι αυτό και μια εκδρο­μή στο χωριό μου θα ήτα­νε ό,τι καλύ­τε­ρο. Είναι ώρα να ξεφύ­γω από την οχλα­γω­γία της πόλης και να κοι­τα­χτώ με το βου­νό μου, που το ΄χω προ πολ­λού πεθυ­μή­σει. Να το δω να θεριεύ­ει και να με πλη­σιά­ζει ατά­ρα­χο, κάθε φορά που δια­λύ­ε­ται η ομί­χλη και λαγα­ρί­ζει η ατμό­σφαι­ρα. Να βγω στην πίσω αυλή του σπι­τιού μου και να περιερ­γα­στώ τον κισ­σό που θα ‘χει πια κατα­πιεί εντε­λώς το ξύλι­νο παρα­πέ­το που ΄χε χτί­σει παλιά ο παπ­πούς μου. Να τον παρα­τη­ρώ, καθώς μέρα τη μέρα θα αλλά­ζει δια­θέ­σεις, κι ενώ θα ξεκι­νά­ει ωχρός, θα γίνε­ται βαθυ­πρά­σι­νος, για να κατα­λή­ξει πορ­φυ­ρός σαν φλεγόμενος.

Να χαθεί το μάτι μου στις από­κρη­μνες βου­νο­πλα­γιές, τις αλλε­πάλ­λη­λες λοφο­σει­ρές και τα πυκνό­φυ­τα δάση της Ακαρ­να­νί­ας. Να ακο­λου­θή­σω το ντρο­πα­λό βου­η­τό του νερού απ΄ τους παρα­πό­τα­μους του Αχε­λώ­ου. Το βου­η­τό εκεί­νο, που τον χει­μώ­να γίνε­ται βρο­ντε­ρή οιμω­γή και το ρέμα πίσω απ’ το σπί­τι μου χιμά σαν απο­χα­λι­νω­μέ­νο θεριό για να ξερι­ζώ­σει τα πάντα. Να συμπα­ρα­σύ­ρει κλα­διά, πέτρες, χώμα και θύμη­σες, ενώ ο κρυ­φός του καη­μός είναι να αφα­νί­σει το πέτρι­νο γεφύ­ρι που αιω­ρεί­ται από πάνω του σαν φοβε­ρό χαλι­νά­ρι. Σε εκεί­νο τον τόπο, ίσως και να κατόρ­θω­να να μονιά­σω με τη μηχα­νή μου, ίσως να έπαυα να την περι­φέ­ρω άσκο­πα σαν εγκόλ­πιο ακα­λαί­σθη­το που μου πιέ­ζει το στήθος.

Εδώ στην πόλη δε ξεφεύ­γω ποτέ, με κατα­τρέ­χουν διαρ­κώς οι ίδιες εικό­νες. Ανά­κα­τες και συχνά ελα­φρώς παραλ­λαγ­μέ­νες, μα ουσια­στι­κά ίδιες, όμοιες σαν τους αστέ­γους και τους επαί­τες που καθη­με­ρι­νά προ­σπερ­νώ· αυτούς που ‘χουν πια κατα­λή­ξει να φαντά­ζουν μορ­φές ασχη­μά­τι­στες. Εδώ οι εικό­νες με ταρά­ζουν και μ’ απο­διώ­χνουν ολό­τε­λα. Όχι να τις απα­θα­να­τί­σω δε θέλω, μου ούτε και να τις αφή­σω να κατα­γρα­φούν μέσα μου. Από το πολύ το κοί­ταγ­μα δίχως εστί­α­ση, γιο­μί­σαν κενά περι­γράμ­μα­τα τα μάτια μου και διά­φα­νες παρα­στά­σεις ο νους μου. Αδύ­να­τον να επι­τύ­χω το ησύ­χα­σμα του μυα­λού και του βλέμ­μα­τος το ειρή­νε­μα, που απαι­τεί­ται ώστε να αντι­κρί­σω πραγ­μα­τι­κά εκεί­νο που στέ­κει εμπρός μου.

Ωστό­σο, με κου­ρά­ζει όσο δεν λέγε­ται το να μεμ­ψι­μοι­ρώ και μοιά­ζει μονό­το­νη αφό­ρη­τα η ανα­ψη­λά­φη­ση αυτού του θέμα­τος που δεν παρου­σιά­στη­κε πρό­σφα­τα. Από τότε που θυμά­μαι τον εαυ­τό μου να περ­πα­τά στους δρό­μους της Αθή­νας, τα ίδια πράγ­μα­τα έβλε­πα. Αυτή η πόλη κρύ­βει την ίδια απο­κρου­στι­κή όψη παντού. Ίδια στο καθε­τί που αντι­κρί­ζω, στο καθε­τί που απο­φεύ­γω να δω και πια έχει η αδια­φο­ρία ενθυ­λα­κω­θεί μέσα μου τόσο βαθιά, που μου περι­χα­ρα­κώ­νει το βλέμ­μα. Κι αν τίπο­τα δε μπο­ρείς να αντι­κρί­σεις χωρίς απο­δο­κι­μα­σία βαθιά, πως γίνε­ται να κατα­δε­χτείς να φωτο­γρα­φί­σεις το οτιδήποτε;

***

«Μη στέ­κε­στε ηθι­κά απέ­να­ντι σ’ εκεί­νο που φωτο­γρα­φί­ζε­τε. Ούτε να το οικειο­ποιεί­στε, δεν ποζά­ρει για σας. Δεν τρα­βά­τε αυτό που βλέ­πε­τε άλλω­στε, ο φακός έχει μάτι δικό του, ένα άπλη­στο και ιδιό­τρο­πο μάτι».

Πολύ με μπέρ­δε­ψε η διδα­χή τού­τη στη σχο­λή, μα είμαι γενι­κό­τε­ρα προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος το τελευ­ταίο διά­στη­μα. Για και­ρό ανα­ρω­τιό­μουν, τι ήταν αυτό που με οδή­γη­σε να ασχο­λη­θώ με τη φωτο­γρα­φία εξαρ­χής, μέχρι που κατέ­λη­ξα πως δεν το γνω­ρί­ζω και ίσως γι’ αυτό να σέρ­νω μαζί μου τη μηχα­νή σαν άρχα­λο φέρε­τρο. Τι ακρι­βώς το σαγη­νευ­τι­κό ενυ­πάρ­χει στην παρόρ­μη­ση να φωτο­γρα­φί­ζεις ό,τι σου μαγνη­τί­σει το βλέμ­μα, μήτε κι αυτό το ΄χω απα­ντή­σει ακό­μα. Ίσως να φοβά­μαι, πως το μάτι μου βλε­φα­ρί­ζει συχνά κι εύκο­λα περι­σπά­ται και πως οι εικό­νες που συλ­λαμ­βά­νει ανα­πό­φευ­κτα χάνο­νται καθώς ξεθω­ριά­ζει η μνή­μη. Μπο­ρεί λοι­πόν, τού­το να είναι η φωτο­γρα­φία μονά­χα, ένας εξω­τε­ρι­κός απο­θη­κευ­τι­κός χώρος ανα­μνή­σε­ων που πλη­ροί το κρι­τή­ριο της αντι­κει­με­νι­κής εγκυρότητας.

Ένας αόμ­μα­τος πλά­νη­τας μες της ζωής τον δαι­δα­λώ­δη λαβύ­ριν­θο, μοιά­ζει ο άνθρω­πος και ίσως να είναι άστο­χο την τέχνη να θαρ­ρού­με ως της Αριά­δνης το μίτο. Όσο κατα­δυό­μα­στε όλο και πιό­τε­ρο σε βάθη τρι­σκό­τει­να, ωθού­με­νοι από χει­ρα­φε­σί­ας ανά­γκη, τόσο λιγό­τε­ρα βλέ­που­με, και απο­μέ­νουν οι εικό­νες ένα παρα­πλα­νη­τι­κό του αγνώ­στου προ­κά­λυμ­μα. Ίσως καμία αξία να μην έχει η εικό­να λοι­πόν, μα για κάποιο λόγο εγώ πασχί­ζω να απο­δεί­ξω το αντί­θε­το. Ποιο είναι το αίτιο της τρα­νής και φυτε­μέ­νης βαθιά τού­της μου ανά­γκης, δεν ξέρω. Ξέρω όμως, πως όσο περ­νά ο και­ρός αδυ­να­τώ να βλέ­πω τα πράγ­μα­τα όπως παλιό­τε­ρα. Τότε που για μένα, μία εικό­να δεν περιο­ρι­ζό­ταν απλώς στα όσα έδει­χνε, μα μπο­ρού­σα να φαντα­στώ κι όσα δει­λά υπαι­νισ­σό­ταν. Σήμε­ρα, ακό­μη και στις ζωντα­νές φωτο­γρα­φί­ες, αυτές που μας επι­τρέ­πουν να πάμε πέρα απ΄ το κάδρο, ο κάθε υπαι­νιγ­μός κατα­λή­γει αλγει­νά ζοφε­ρός. Αυτό που περι­βάλ­λει τα όσα βλέ­που­με τώρα, αυτό που ελλο­χεύ­ει πίσω και πέρα απ΄ την προ­σι­τή τους εικό­να, είναι μακράν πιο ανη­συ­χη­τι­κό από αυτό που απει­κο­νί­ζε­ται· και το φωτο­γρα­φι­κό κάδρο πασχί­ζει πια να το απο­κρύ­ψει κι όχι να το υπαι­νι­χθεί όπως συνήθιζε.

Ίσως απλώς να νιώ­θω πιο έντο­να τις ελλεί­ψεις του μέσου με το οποίο επέ­λε­ξα να ξορ­κί­ζω το κακό και να απο­κα­θαί­ρω τον κόσμο. Τα όρια και τους περιο­ρι­σμούς του οργά­νου που τοπο­θέ­τη­σα, ωσάν προ­στα­τευ­τι­κό παρα­πέ­τα­σμα, ανά­με­σα στον κόσμο και μένα. Μπο­ρεί, όμως, να υπερ­βάλ­λω και να παρα­πο­νιέ­μαι αναί­τια. Η μού­σα ίσως και να με επι­σκε­φτεί στο χωριό μου αβί­α­στα, κι όλα αυτά που τώρα συλ­λο­γιέ­μαι να μοιά­ζουν τότε ασή­μα­ντα. Η έμπνευ­ση μπο­ρεί να με περι­μέ­νει κρυμ­μέ­νη στο πατρι­κό μου το κτή­μα και στις λεμο­νιές, που φυλ­λω­μέ­νες θα έχουν πάρει πια να καρ­πί­ζουν. Ίσως να με καρ­τε­ρεί το χάρα­μα, που θα βγαί­νω με το δρό­σο και θα ακρο­πα­τώ στους έρη­μους δρό­μους, σαν σκιά που ξεπρο­βο­δί­ζει τη νύχτα. Ίσως να τη συνα­ντή­σω στο πρώ­το φως, αυτό που περι­χέ­ει την πλά­ση στορ­γι­κά, μέχρι να υψω­θεί ο ήλιος ρωμα­λέ­ος για να πυρ­πο­λή­σει τα πάντα. Ίσως να με συνα­ντή­σει καθώς θα κινού­μαι, με διά­θε­ση αργό­σχο­λη, πλάι σε δέντρα που φυλ­λορ­ρο­ούν· σέρ­νο­ντας τα βήμα­τα μου μέσα απ΄ τα νυστα­λέα αγριό­χορ­τα, που νωπά απ’ την πάχνη θα μου γλεί­φουν τα πόδια. Δεν μπο­ρεί, παρά να βρε­θεί κάτι την ώρα εκεί­νη, που θα το ζηλέ­ψει το μάτι μου ώστε παθια­σμέ­να να στρέ­ψω το φακό μου επά­νω του.

***

«Η φωτο­γρα­φία δεν εχει να κάνει μ’ αυτό που φωτο­γρα­φί­ζε­ται, μα με εκεί­νο που ορα­μα­τί­ζε­ται το μάτι. Δεν τρα­βά­με κάτι το υπαρ­κτό, πασχί­ζου­με να απο­τυ­πώ­σου­με εκεί­νο που φανταζόμαστε».

Άλλος καθη­γη­τής, δια­φο­ρε­τι­κές διδα­χές, μα μπερ­δε­μέ­νες εξί­σου. Ποιος τελι­κά είναι εκεί­νος που βλέ­πει, ο φακός ή το μάτι; Βλέ­πουν όντως αυτό που στέ­κει εμπρός τους ή ό,τι ορα­μα­τί­ζε­ται ο νους μας; Η κάμε­ρα στρέ­φε­ται, ο φακός εστιά­ζει, ακού­γε­ται Κλικ και συλ­λαμ­βά­νε­ται αίφ­νης των πραγ­μά­των η όψη. Απο­τυ­πώ­νε­ται στο φιλμ η αλή­θεια και δεν μπο­ρείς παρά να νιώ­σεις όπως αρμό­ζει όταν την αντι­κρί­σεις· αν μπο­ρείς ακό­μη να νιώ­θεις και δεν παρα­μέ­νεις αμέ­το­χος σαν ψυχρή μηχα­νή. Αυτό πίστευα εγώ μέχρι τώρα, ότι η κάμε­ρα είναι ένας άτεγ­κτος θηρευ­τής της αλή­θειας και πως είναι μεί­ζον ζήτη­μα ηθι­κό το πού το φακό σου θα στρέ­ψεις. Μα είναι τόσο εύκο­λο να παρα­ποι­ή­σεις σήμε­ρα την εικό­να, που τίπο­τα δεν μοιά­ζει γνή­σιο πιά κι ακού­γε­ται αστείο, πως κάπο­τε λογα­ριά­ζα­με ότι η φωτο­γρα­φία προ­ο­ρι­ζό­ταν για αδιά­ψευ­στος μάρ­τυ­ρας της αλήθειας.

Είναι όμως μπο­ρε­τό, να μην μας απα­σχο­λεί αυτό που φωτο­γρα­φί­ζου­με; Γίνε­ται να μην απα­θα­να­τί­ζου­με αυτό που όντως υπάρ­χει, αλλά κάποιο της φαντα­σί­ας μας πλα­νε­ρό απο­κύ­η­μα; Όταν περι­δια­βαί­νω στον κόσμο, κρα­τώ δεν κρα­τώ μηχα­νή, τα όσα βλέ­πω τα λογα­ριά­ζω πράγ­μα­τι όπως νομί­ζω εγώ. Κι αν κάτι μου μιλή­σει, σηκώ­νω την μηχα­νή μου, υπο­κλί­νο­μαι εμπρός του, κι απο­κρί­νο­μαι πως θα φυλά­ξω την μορ­φή του πια­σμέ­νη σε δίχτυ από φως. Αυτό που είδα και ζήλε­ψα, το χρω­μά­τι­σα με την δική μου διά­θε­ση, το άκου­σα να μου μιλά­ει στην δική μου την γλώσ­σα, μα δεν μπο­ρώ να πιστέ­ψω πως παρα­ποί­η­σα την εικό­να του ολό­τε­λα. Να κατα­σκευά­ζω εκεί­νο που φωτο­γρα­φί­ζω δεν μπο­ρώ να το πρά­ξω, δεν ξέρω τον τρό­πο. Μα ούτε να γίνω του φακού μου ο άβου­λος υπη­ρέ­της μπο­ρώ και να αντι­κρί­ζω, μέσα απ’ το πρί­σμα του, απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­να το κόσμο.

Δεν νομί­ζω πως σκέ­φτο­μαι με τον τρό­πο που σκέ­φτο­μαι, επει­δή δεί­χνω περισ­σό­τε­ρη εμπι­στο­σύ­νη στο βλέμ­μα μου απ’ ότι στην ψυχρή μηχα­νή μου. Δεν έχει καθό­λου να κάνει με αυτό, για­τί απλού­στα­τα ο νους είναι εκεί­νος που βλέ­πει κι όχι ο φακός ή το μάτι. Κι αν κοι­τώ το ίδιο σημείο με κάποιον άλλον και βλέ­πω κάτι δια­φο­ρε­τι­κό από κεί­νον, δεν σημαί­νει τού­το πως αντι­κρί­ζου­με ξέχω­ρα πρά­μα­τα, μα μονά­χα πως τα ερμη­νεύ­ου­με δια­φο­ρε­τι­κά· κι ο φακός μπο­ρεί να το απο­δεί­ξει αυτό. Ίσως, μάλι­στα, η φωτο­γρα­φία τού­το να έχει σκο­πό, να μας απο­κα­λύ­πτει την, πάντο­τε παρού­σα και για όλους κοι­νή, ουσία του θεό­με­νου πράγματος.

Το μυα­λό άκρι­τα ποτέ του δεν συλ­λαμ­βά­νει εικό­νες, μα τα πράγ­μα­τα δεν εξαρ­τώ­νται από την διά­θε­ση του νου ή την γωνία της λήψης· είναι ως έχουν, αλλά πρέ­πει να μπο­ρείς να τα δεις καθα­ρά. Για αυτό ακο­νί­ζου­με τις εικό­νες σαν λόγ­χες και τις γυα­λί­ζου­με, ώστε να αστρά­ψουν στο μάτι και να σπα­θί­σουν το νου, δια­περ­νώ­ντας το παχύ σάβα­νό του. Για­τί μόνο τότε θα μπο­ρέ­σει ο νους να δει πιο βαθιά, ανα­ζη­τώ­ντας το επέ­κει­να του ορώ­με­νου πράγ­μα­τος. Μονό τότε, θα μπο­ρέ­σεις μέσα σε έναν κόσμο που φλέ­γε­ται, να μην στρέ­φεις το βλέμ­μα σου άσκοπα.

***

Πολύ φοβά­μαι, πως ακό­μη κι αυτή η εκδρο­μή στο χωριό, στην οποία τόσα επεν­δύω, δε θα απο­δει­χτεί παρά μία μεγα­λό­πνοη απο­τυ­χία. Φεύ­γεις απ΄ την πόλη για να γλι­τώ­σεις από τους ανθρώ­πους και μόλις χωθείς στην άχρα­ντη αγκα­λιά της φύσης γυρεύ­εις τον άνθρω­πο, τόσο απελ­πι­σμέ­να όσο τον ανα­ζη­τάς και στις πυκνο­κα­τοι­κη­μέ­νες βου­ε­ρές πολι­τεί­ες. Περ­νάς τους κορ­μούς των δέντρων για σώμα­τα, τα κλα­διά τους για χέρια αναρ­ριγ­μέ­να και επί­μο­να ψάχνεις το μορ­φα­σμό και το βλέμ­μα τους. Προ­βάλ­λεις το ανθρώ­πι­νο στίγ­μα παντού και στα πάντα ανα­πλά­θεις τον άνθρω­πο, λες και εκεί­νο που μας έλκει στη φύση είναι μονα­χά αυτό που υπο­δη­λώ­νει με μας ομοιό­τη­τα, αυτό που υπαι­νίσ­σε­ται την ύπαρ­ξη προ­σω­πι­κό­τη­τας· λαν­θά­νου­σας βαθιά μέσα στα στοι­χεία της φύσης.
Ίσως, λοι­πόν, να μην μπο­ρού­με να δού­με τίπο­τα πέρα απ’ τον άνθρω­πο ή να τον συνα­ντά­με παντού επει­δή τον ξεχά­σα­με και μας στοι­χειώ­νει ο στό­νος του. Που όμως, να πρω­το­στρέ­ψεις την κάμε­ρα σήμε­ρα και τι να δεί­ξεις σε εκεί­νον που έχει εξοι­κειω­θεί με τα πάντα; Η εικό­να δεσπό­ζει παντού και εκτί­θε­ται τόσο ασύ­δο­τα, που απώ­λε­σε πια τη δυνα­μι­κή της ολό­τε­λα. Έτσι σκέ­φτο­μαι συχνά, μα ευθύς συνει­δη­το­ποιώ πως λαθεύω. Που­θε­νά δεν υστε­ρεί η εικό­να, το μυα­λό είναι εκεί­νο που αδυ­να­τεί να τη δει.

Μοιά­ζει λες και γυρί­σα­με το φωτο­γρα­φι­κό φακό ανά­πο­δα, κι από κάτο­πτρο γίνη­κε έσο­πτρο, ώστε το κόσμο να απο­φεύ­γου­με φωλιά­ζο­ντας μέσα μας. Πως μπο­ρείς όμως, να μην σφα­λί­σεις τα ματιά, όταν αντι­κρί­ζεις διαρ­κώς εικό­νες επιει­κώς ακα­λαί­σθη­τες. Κατα­τρεγ­μέ­να παι­διά που παίρ­νουν το δρό­μο της προ­σφυ­γιάς για να ξεβρα­στούν νεκρά στις μεσο­γεια­κές παρα­λί­ες, ανθρώ­πους στοι­βαγ­μέ­νους σε ετοι­μόρ­ρο­πες βάρ­κες σαν λαθραίο εμπό­ρευ­μα, ανη­λί­κους σκλά­βους να εργά­ζο­νται ολη­με­ρίς σε ανθρα­κω­ρυ­χία και φυτεί­ες. Χώρες ολό­κλη­ρες να κατα­στρέ­φο­νται, κι άλλες να ορθώ­νου­νε τεί­χη για να προ­στα­τευ­τούν απ’ την ανθρώ­πι­νη λαί­λα­πα. Κι εμείς οι τυχε­ροί, που δεν μας ζύγω­σε ακό­μη η φρί­κη, να πορευό­μα­στε ασφυ­κτιώ­ντας, θαρ­ρείς βρι­σκό­μα­στε κλει­σμέ­νοι κλίβανο.

Έτσι έχουν τα πρά­μα­τα, κι αν δεν αντέ­χεις κατέ­φυ­γε σε ότι υπό­σχε­ται να σε απαλ­λά­ξει από το μαρ­τύ­ριο του να λογα­ριά­ζε­σαι για άνθρω­πος. Επέ­τρε­ψε να παρεμ­βάλ­λε­ται ανά­με­σα στο βλέμ­μα σου και τον κόσμο, ο παρα­μορ­φω­τι­κός φακός της αρε­σκεί­ας σου. Αυτός που δια­στρε­βλώ­νει όσα θωρείς και απο­μα­κρύ­νει απο σένα τα πάντα, ώστε να τα ατε­νί­ζεις μακρό­θεν και εκ του ασφα­λούς. Τρά­βη­ξε φωτο­γρα­φί­ες ενθύ­μια, απα­θα­να­τί­ζο­ντας επι­λε­κτι­κά τη ζωή για να κατα­χω­ρη­θεί σε πολύ­τι­μα άλμπουμ, γιο­μά­τα ανα­μνη­στι­κά και όχι παλ­λό­με­νες θύμη­σες. Μέχρι, τάχα, κάτι να σου μιλή­σει, να σε αφυ­πνί­σει και να ανοί­ξεις μαζί του διά­λο­γο. Μέχρι κάτι να σε συγκλο­νί­σει και να θυμη­θείς για­τί κου­βα­λάς φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή. Μα, σου έχει συμ­βεί πάμπολ­λες φορές, επελ­θού­σης της ώρας εκεί­νης να απο­δει­κνύ­ε­ται πως έχεις πια πάψει να ακούς και να βλέπεις.

Τού­το το κόσμο δεν τον ξαλα­φρώ­νει τίπο­τα πια, μήτε να τον ταρα­κου­νή­σει κάτι μπο­ρεί μέσα στο νήδυ­μο ύπνο του. Τα πάντα πασχί­ζει βολι­κά να ξεχά­σει και η εικό­να, ανη­λε­ής ωλη­τή­ρας, περ­νά από πάνω του και κατορ­θώ­νει μονά­χα να του καλύ­ψει τα μάτια. Μα δεν μου φταί­ει η φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή, για­τί ήταν ο νους μου εκεί­νος που θόλω­σε ώστε να μην μπο­ρεί να εστιά­σει ο φακός μου. Ήταν ο νους πρώ­τος που σάστι­σε, ώστε να απο­νευ­ρω­θεί και το μάτι, για να απο­μεί­νου­με εν τέλει δίχως δρά­μι ανθρω­πιά, ενώ το ηθι­κό γρά­δο συνε­χί­ζει να πέφτει. Για αυτό πασχί­ζω να απο­φεύ­γω τον κόσμο κι εγώ και τρέ­χω να κρυ­φτώ στο χωριό μου. Να ανέ­βω στην κορ­φή του Δικόρ­φου και ν’ αγνα­ντέ­ψω τον Αστα­κι­νό κόλ­πο και τις νήσους των Εχι­νά­δων, αυτές που προ­έ­κυ­ψαν από το σμί­ξι­μο του Αχε­λώ­ου με τη θάλασ­σα. Να χαθώ στη φύση, να μην βλέ­πω τον άνθρωπο.

Ίσως για αυτό να απο­ζη­τάω κι εγώ το χωριό μου, για να κρυ­φτώ όπως το έμβρυο στην μήτρα της μάνας του· στο μέρος αυτό της αφά­του γαλή­νης κι ασφά­λειας. Κι ας μικρύ­νει κι άλλο ο κόσμος μου, ας φτά­σει να χωρά­ει στο φωτο­γρα­φι­κό μου το κάδρο· θυμί­ζο­ντας πιό­τε­ρο φωτει­νό απο­λί­θω­μα, παρά ζωντα­νή παρου­σία. Σαν τις εικό­νες που φτά­νουν στα μάτια μου απ’ τα πέρα­τα της γης, για να μου προ­σφέ­ρουν ένα ξεφτι­σμέ­νο του κόσμου απεί­κα­σμα, να μου δώσουν μια γεύ­ση άδρο­ση και εικο­νι­κή από μέρη που ποτέ δεν περ­πά­τη­σα. Ίσως για αυτό να απο­θυ­μώ το βου­νό μου, για να παρα­δο­θώ στον καθά­ριο αγέ­ρα του, που αναρ­ρι­πί­ζει ασί­γα­στα των δέντρων τις φυλ­λω­σιές και παρα­κλη­τι­κά με καλεί να απο­δρά­σω μαζί του. Να σκορ­πί­σω θελη­μα­τι­κά στην ανα­σαι­μιά του και να χαθώ, όπως σκορ­πά­ει και χάνε­ται ο ανα­στε­ναγ­μός που βγαί­νει απ’ το στέρ­νο μου ασή­κω­τος. Να κινη­θώ σαν τολύ­πη καπνού, όπως ορί­ζει και προ­στά­ζει ο άνε­μος, αυτός ο αγέ­ρα­στος συνο­δοι­πό­ρος και υπο­βο­λέ­ας ακάματος.

Ύστε­ρα, ξαλα­φρω­μέ­νος λιγά­κι, να σηκώ­σω τη φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή και να αγνα­ντεύ­σω το κόσμο μέσα απ’ το βαθύ καλει­δο­σκο­πι­κό μου πηγά­δι. Εγκι­βω­τι­σμέ­νος στην κάμε­ρα, να πλα­νώ­μαι πως βρί­σκο­μαι απ’ έξω, ότι τάχα έχω τον κόσμο αιχ­μα­λω­τί­σει στο κάδρο μου και θύρα­θεν τον κρυ­φο­κοι­τά­ζω. Κι έπει­τα.… Κλίκ! Η φωτο­γρα­φία τρα­βή­χτη­κε και πλέ­ον της πρέ­πει επε­ξερ­γα­σία. Αυξο­μεί­ω­ση στις αντι­θέ­σεις του φωτός, παι­χνί­δι­σμα με τις σκιές, τονι­σμός των χρω­μά­των κι όλα αυτά ξανά και ξανά μέχρι το επι­θυ­μη­τό απο­τέ­λε­σμα. Για­τί ο φακός παρα­μορ­φώ­νει τα πάντα, τού­το δα δεν το αρνεί­ται κανείς, μα μια εικό­να παραλ­λαγ­μέ­νη κατάλ­λη­λα μπο­ρεί να μαρ­τυ­ρά την αλή­θεια πιστότερα.

Μπο­ρεί να συμπιέ­σω κι άλλο τον κόσμο, μέχρι να χωρέ­σει στο κάδρο μου και ύστε­ρα να τον εντα­φιά­σω στο φίλμ. Ίσως να μην αντέ­χω κάτι πέρα απ’ αυτό, και εξαι­τί­ας αυτού να έχω τόση ανά­γκη την φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή μου. Ακό­μη κι αν το ήθε­λα όμως, δεν θα μπο­ρού­σα ποτέ να στα­θώ απη­νής και αμέ­το­χος απέ­να­ντι σε εκεί­να που βλέ­πω. Να μένω ανέκ­φρα­στος σαν φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή, που δάκρυ ποτέ της δεν στά­ζει, κι ας παίρ­νει την δυστυ­χία κατα­πό­δι για να της αδρά­ξει ένα ισχνό αποτύπωμα.

Θα ενε­δρεύω λοι­πόν, μέχρι απρό­σμε­να μια αλλα­γή του φωτός, ένα του ανέ­μου φύση­μα ή μια φιγού­ρα ανθρώ­πι­νη να με προι­κί­σει με τη γλυ­κιά της συγκί­νη­σης μέθη· και τότε, θα σκο­πεύ­σω απο­φα­σι­στι­κά, θα κλεί­σω τα μάτια και … Κλικ!

(Εμπνευ­σμέ­νο απο την Φωτο­γρα­φι­κή έκθε­ση της ομά­δας των “Φωτο­προ­λε­τα­ριων” στο “Μελί­να”, με τίτλο “Στρέ­φο­ντας άσκο­πα το βλέμμα”)

Κων­στα­ντί­νος Λίχνος 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο