Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο αλωνάρης Ιούλης, Αηλιάτης, Εκατομβαιών και Φουσκομηνάς

Ο Ιού­λης,  7ος μήνας για εμάς με 31 ημέ­ρες, κατά το αττι­κό ημε­ρο­λό­γιο των αρχαί­ων ήταν ο πρώ­τος μήνας της χρο­νιάς ‑30 ημε­ρών, λεγό­ταν «Εκα­τομ­βαιών»  και αντι­στοι­χού­σε στο διά­στη­μα 23 Ιού­νη – 23 Ιού­λη, κατά το εκκλη­σια­στι­κό είναι ο 11ος (Σεπτέμ­βρης), κατά το παλαιό ρωμαϊ­κό ο 5ος (Quintilis) κλπ. Το όνο­μά του συν­δέ­ε­ται με το ότι ο Αύγου­στος Καί­σα­ρας για να τιμή­σει τον Ιού­λιο Καί­σα­ρα τον ονό­μα­σε έτσι

Δια­δέ­χε­ται τον «κερα­σά­ρη», «ορνια­στή» και κυρί­ως «θερι­στή» Ιού­νιο και είναι ο «αλω­νά­ρης» (ή αλω­νι­στής) για­τί στον μήνα αυτόν γίνε­ται το αλώ­νι­σμα των δημητριακών.
Αλλά επει­δή αλώ­νι­σμα χωρίς λίχνι­σμα, δε νοεί­ται μπαί­νει στο χορό και ο προ­φή­της Ηλί­ας που δια­φε­ντεύ­ει τους ανέ­μους, έτσι ο Ιού­λιος λέγε­ται και Αηλιά­της ή Αηλιάς, προς τιμή της φλο­γε­ρής μορ­φής της βίβλου, εφό­ρου βρο­χής, βρο­ντής, κεραυ­νών –με τα χιλιά­δες ξωκλή­σια, κτι­σμέ­να στις ελλη­νι­κές αμό­λυ­ντες βου­νο­κορ­φές, εκεί που ο τόπος ήταν πάντα ιερός..
Ακό­μα «Γυα­λι­στής» ή «Γυα­λι­νός» (Νάξο & Χίο), επει­δή σε ορι­σμέ­νες περιο­χές τους «γυα­λί­ζουν», δηλ. ωρι­μά­ζουν τα στα­φύ­λια, «Δευ­τε­ρό­λης» (2ος μήνας του καλο­και­ριού), Φου­σκο­μη­νάς ή Χασκό­μη­νας (Ρόδος).

Παλαιό­τε­ρα, που δεν υπήρ­χαν οι «κομπί­νες» (μια ακό­μη ελλη­νι­κού­ρα από το αγγλι­κό combine [harvester], ή απλά «combine» = θερι­ζο­α­λω­νι­στι­κές μηχα­νές) το αλώ­νι απο­τε­λού­σε σημείο ανα­φο­ράς και συνεύ­ρε­σης και γιορ­τής: σε μέρη «αψη­λά» να το φυσούν οι περισ­σό­τε­ροι άνε­μοι, ήταν ένας κύκλος ~15μ, τις περισ­σό­τε­ρες φορές χωμά­τι­νο (που το κατά­βρε­χαν συχνά και το πασπά­λι­ζαν με ψιλο­κομ­μέ­νο άχυ­ρο, που κολ­λού­σε στη λάσπη και γινό­ταν σώμα) με το «στρέν­τζε­ρο»… «στή­χε­ρο» ή «στρο­γε­ρό» (10άδες ονο­μα­σί­ες ανά­λο­γα με την περιο­χή), στη μέση –ένα ξύλι­νο γερό κατα­κό­ρυ­φο παλού­κι γύρω από το οποίο ‑ζεμέ­να το ένα δίπλα στο άλλο έτρε­χαν τα ζώα (βόι­δα, άλο­γα, γαϊ­δού­ρια ή μου­λά­ρια) που αλώ­νι­ζαν το στάχυ.
Πιο σπά­νια ήταν στρω­μέ­νο με πέτρα ή πλά­κες, για να είναι «καθα­ρό», αλλά αυτό δεν ήταν ό,τι καλύ­τε­ρο, για­τί το πάτη­μα από τις οπλές των ζώων έσπα­γε πολ­λούς σπό­ρους και έτσι χανό­ταν μέρος της σοδειάς.αλωνάρης Ιούλης Ιούλης αλωνάρης Ιούλης αλωνάρης Εκτός από το στά­ρι αλω­νί­ζο­νται η βρώ­μη, το κρι­θά­ρι, το καλα­μπό­κι ακό­μη και τα φασό­λια, ‑το κάθε ένα από αυτά με το δικό του τρό­πο: η βρώ­μη πχ., «δρο­σι­σμέ­νη», ώστε να ξεχω­ρί­σει ο σπό­ρος από τη σάλ­μη (καλα­μιά) χωρίς να την δια­λύ­σει, αξιο­ποιώ­ντας την τελευ­ταία για ελα­φρά και υγιει­νά στρώ­μα­τα και μαξι­λά­ρια, εκτός από τρο­φή ζώων, σκέ­πα­σμα κηπευ­τι­κών κά.

Βοη­θη­τι­κά χρη­σι­μο­ποιού­σαν και τη λεγό­με­νη «δοκά­να» (είδος σβάρ­νας), μια πλατ­φόρ­μα από δύο σανί­δες πλα­τιές και μακριές με ελα­φρά κύρ­τω­ση στην επά­νω πλευ­ρά τους και κάτω κοι­λώ­μα­τα (σκα­λι­σμέ­να στο ξύλο) μέσα στα οποία σφη­νώ­νο­νταν πέτρες που θρυμ­μά­τι­ζαν τα στά­χυα.Ιούλης αλωνάρης σβάρναΚατό­πιν με ένα φτυά­ρι-δικριά­νι (δικρά­νι ή δεκρυά­νι) ξεκι­νού­σε το λίχνι­σμα, η δια­δι­κα­σία δηλ. που ξεχώ­ρι­ζε τον καρ­πό από το άχυ­ρο με την βοή­θεια του ανέμου.
Όσο διαρ­κού­σε ο αλω­νι­σμός, δεν μπο­ρού­σε να αλω­νί­ζει ολο­έ­να ο ίδιος, αλλά έπρε­πε να εναλ­λάσ­σε­ται με το παι­δί και τη γυναί­κα του (προ­σο­χή όμως για­τί γυναί­κα με ρόκα γνέ­θο­ντας «είναι ξωτι­κιά και διώ­χνει τον άνε­μο και δεν μπο­ρούν να ανε­μί­σουν (λιχνί­σουν)») ενώ αυτός θα ξεκου­ρά­ζε­ται στ’ αμπλή­κι, ένα δέντρο που υπάρ­χει φυτε­μέ­νο κοντά στο αλώ­νι γι’ αυτό το σκοπό.
Οι ξένοι που τύχαι­νε να περά­σουν, έπρε­πε να ευχη­θούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλω­νι­στής απα­ντού­σε: «Να ‘σαι καλά, Φχαριστούμε».
Μόλις μάζευαν το λειώ­μα ή μάλα­μα (καθα­ρό σιτά­ρι) σ’ ένα σωρό, νίβο­νταν όλοι, και ράντι­ζαν και το σωρό.
Την τελευ­ταία ημέ­ρα και αφού απο­λού­σαν τα βόδια, πρό­σε­χαν που θα ξυθεί, το μεγα­λύ­τε­ρο στα χρό­νια βόδι. Εάν ξυνό­ταν στο κεφά­λι, ο χει­μώ­νας θα ήταν «πρώ­ι­μος», στη μέση «βαρυ­χει­μω­νιά στο μέσο του χει­μώ­να» και αν στην ουρά, ο χει­μώ­νας θα ήταν «όψι­μος».
Με το νέο αλεύ­ρι έφτια­χναν πρώ­τα μια λει­τουρ­γιά, για να την ευλο­γή­σει ο παπάς. Κι απ’ το πρώ­το ζυμά­ρι, παρα­σκεύ­α­ζαν ένα ιδιαί­τε­ρο κομ­μά­τι, το «κλι­κούδ’», και το άφη­ναν στη βρύ­ση του χωριού. Εκεί­νη που πρώ­τη θα πήγαι­νε να πάρει νερό και έβρι­σκε το και­νού­ριο ψωμί, έπρε­πε να το μοι­ρά­σει στις γυναί­κες που θα τύχαι­νε να πάνε κι αυτές για νερό.
Εκτός από το να αλω­νί­ζουν, γίνο­νταν κατά περιο­χή και άλλες αγρο­τι­κές δου­λειές, σκά­λι­ζαν καπνά, καλα­μπό­κι & πατά­τες, στα καπνο­χώ­ρια «ραμά­τια­ζαν» (περ­νού­σαν σε κλω­στή του καπνού τα φύλ­λα για να ξερα­θούν), φυσι­κά ράντι­ζαν και θειά­φι­ζαν τα αμπέ­λια, τρυ­γού­σαν τις μελισ­σο­κυ­ψέ­λες απ’ το θυμά­ρι.Ιούλης αλωνάρης Ιούλης αλωνάρης Ο Ιού­λιος έχει τα περισ­σό­τε­ρα από τα πανη­γύ­ρια των χωριών. Πέρα από τις καθε­αυ­τό δικές του γιορ­τές-πανη­γύ­ρια (των Αγ. Αναρ­γύ­ρων, της Αγ. Κυρια­κής, του Προ­φή­τη Ηλία, της Αγ. Παρα­σκευ­ής & του Αγ. Παντε­λε­ή­μο­να), έχει και πολ­λές γιορ­τές-πανη­γύ­ρια του χει­μώ­να, που έχουν μετα­φερ­θεί προ­κει­μέ­νου να επι­τρέ­ψει η καλο­και­ρία τη διε­ξα­γω­γή τους & βέβαια τη μεγα­λύ­τε­ρη προ­σέ­λευ­ση κόσμου.
Σε πολ­λά, ιδιαί­τε­ρα του Βορειο­ελ­λα­δι­κού χώρου, συνη­θί­ζο­νται τα λεγό­με­να κουρ­μπά­νια, τα οποία απο­τε­λούν μορ­φή δημο­τε­λούς θυσια­στι­κής εκδή­λω­σης και συνε­χί­ζουν την παρά­δο­ση πανάρ­χαιων, αρχέ­γο­νων λατρευ­τι­κών δοξα­σιών και συνη­θειών (ΣΣ |> «κουρ­μπά­νι» λέγε­ται το ζώο που θυσιά­ζε­ται, καθώς και η τελε­τουρ­γία στο σύνο­λό της).
Σύμ­φω­να με το εθι­μι­κό τελε­τουρ­γι­κό, προ­σφέ­ρε­ται στην εκκλη­σία ως τάμα ή αγο­ρά­ζε­ται από την οικεία εκκλη­σια­στι­κή επι­τρο­πή κάποιο ζώο, του οποί­ου το κρέ­ας, αφού μαγει­ρευ­τεί και ευλο­γη­θεί από τον ιερέα, μοι­ρά­ζε­ται στο εκκλησίασμα.

Από Πανη­γύ­ρια, ξεχω­ρί­ζου­με «του ταύ­ρου» (Αγ. Παρα­σκευή Λέσβου), προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους.
Πρό­κει­ται για μια γιορ­τή – ταυ­ρο­θυ­σία, που διαρ­κεί 3 ημέ­ρες. Καθο­ρι­στι­κό ρόλο έπαι­ζε η άφι­ξη κάθε χρό­νο των ξενι­τε­μέ­νων Αγιο­πα­ρα­σκευιω­τών, κυρί­ως από την Αυστρα­λία, αφού συνή­θως ένας απ’ αυτούς έκα­νε την καθό­λου ευκα­τα­φρό­νη­τη χορη­γία για την αγο­ρά του ταύ­ρου, εκτε­λώ­ντας έτσι κάποιο τάμα του.
Το πρωί της Παρα­σκευ­ής οδη­γούν τον ταύ­ρο, που πρέ­πει να είναι εκλε­κτός (3ετής, ανευ­νού­χι­στος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπρο­στά στο σπί­τι του χορηγού.
Εκεί υπό τους ήχους μου­σι­κής τον στο­λί­ζουν, του κρε­μούν στο λαι­μό άνθη & στε­φά­νι και βάφουν τα κέρα­τά του με χρυ­σό­σκο­νη –απα­ραί­τη­τη επι­γρα­φή στο μέτω­πό του, που δεί­χνει το όνο­μα του δωρητή.
Στη συνέ­χεια με μου­σι­κή, με λάβα­ρα, με σημαία & με την εικό­να του αγί­ου μπρο­στά, αρχί­ζει η περι­φο­ρά του ταύ­ρου σε όλο το χωριό. Το από­γευ­μα της ίδιας μέρας το ζώο μετα­φέ­ρε­ται στην τοπο­θε­σία «Ταύ­ρος», ορει­νή & δυσπρό­σι­τη, 15 χλμ μακριά, όπου βρί­σκε­ται και το ξωκλή­σι του αγίου.
Από τα χαρά­μα­τα το Σάβ­βα­το αρχί­ζει η ομα­δι­κή μετά­βα­ση των πανη­γυ­ρι­στών στον «Ταύ­ρο», απ’ όλο το νησί. Το σού­ρου­πο φέρ­νουν τον ταύ­ρο, πάλι με μου­σι­κή, μπρο­στά στο εκκλη­σά­κι και ο ιερέ­ας τον ευλο­γεί με ειδι­κή ευχή. Τον οδη­γούν έπει­τα στον τόπο της θυσίας.
Εκεί, κατά την πίστη που επι­κρα­τεί, το ζώο γονα­τί­ζει με τη θέλη­σή του για να θυσια­στεί. Παράλ­λη­λα σφά­ζο­νται κι άλλα μικρό­τε­ρα ζώα, «με την ευλο­γία του παπά» πάντα, τάμα­τα κι αυτά των πιστών.
Την ευλο­γία του δέχο­νται κι οι έφιπ­ποι πανη­γυ­ρι­στές, θεω­ρεί­ται μάλι­στα ότι το πανη­γύ­ρι απο­βλέ­πει ιδιαί­τε­ρα στην προ­στα­σία των φοράδων.
Από το κρέ­ας του ταύ­ρου και με ειδι­κά κατερ­γα­σμέ­νο σιτά­ρι παρα­σκευά­ζε­ται σπε­σια­λι­τέ, το λεγό­με­νο «κεσκέ­τσι»… «Κεσκέ­κι» (ή Κισκέκ ή Κεσκέ­τσι), που το πρωί της Κυρια­κής δια­νέ­με­ται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύνα­μη που είχε ο ταύρος».
Η όλη θυσία-γιορ­τή τελειώ­νει το από­γευ­μα της Κυρια­κής με ιππι­κούς αγώ­νες. Ακο­λου­θεί γλέ­ντι όλων των πανη­γυ­ρι­στών στην πλα­τεία του χωριού.Ιούλης αλωνάρης

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

  • «Ο Αηλιάς κόβει στα­φύ­λια και η Αγία Μαρί­να σύκα».
  • «Αλω­νά­ρη με τα αλώ­νια και με τα χρυ­σά πεπόνια».
  • «Τζί­τζι­ρας ελά­λη­σε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
  • «Τον Ιού­λη κι οι γριές κάνου­νε ξετσιπωσιές».
  • «Από τ’ Αι-Λιος ο και­ρός γυρί­ζει αλλιώς».
  • «Γαμπρός αλω­να­ριά­τι­κος, κακό χει­μώ­να βγάνει».
  • «Έτσι το ‘χει το λινά­ρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
  • «Η καλή αμυ­γδα­λιά ανθί­ζει το Γενά­ρη και βαστά­ει τ’ αμύ­γδα­λα όλο τον Αλωνάρη».
  • «Κάλ­λιο λόγια στο χωρά­φι , παρά ντρά­βα­λα (φασα­ρί­ες) στ’ αλώνι».
  • «Κάτσε κότα το Γενά­ρη και παπί τον Αλωνάρη».
  • «Κότα πίτα το Γενά­ρη, κόκο­ρα τον Αλωνάρη».
  • «Κότα, χήνα το Γενά­ρη και παπί τον Αλωνάρη».
  • «Μικρό-μικρό τ’ αλώ­νι μου, και να ‘ναι μονα­χι­κό μου».
  • «Ο άη-Λιας κόβει στα­φύ­λια και η αγία Μαρί­να σύκα».
  • «Ο Θερι­στής θερί­ζει, ο Αλω­νά­ρης αλω­νί­ζει κι ο Αύγου­στος ξεχωριζει».
  • «Όρνι­θα το Γενά­ρη, κέφα­λος τον Αλωνάρη».
  • «Που μου­χτά­ει τον Χει­μώ­να‚ χαί­ρε­ται τον Αλωνάρη».
  • «Πρω­τό­λη (Ιού­νιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτω­χο­λο­γιάς ελπίδα».
  • «Στο κακο­ρί­ζι­κο χωριό τον Αλω­νά­ρη βρέχει».
  • «Τ’ Αλω­να­ριού τα κάμα­τα (δυνα­τή ζέστη), τ’ Αυγού­στου τα λιο­βό­ρια» (ζεστός δυνα­τός ανα­το­λι­κός άνεμος).
  • «Της αγιά Μαρί­νας ρώγα και του άη ‑Λιός στα­φύ­λι». (δηλα­δή το στα­φύ­λι ωρι­μά­ζει αργό­τε­ρα από τη σταφίδα)
  • «Της Αγιάς Μαρί­νας ρού­γα του Αϊ Λια στα­φύ­λι και του Αγιού Παντε­λε­ή­μο­να γιο­μά­το το κοφίνι».
  • «Το τρα­γού­δι του Θερι­στή, η χαρά του Αλωνιστή».
  • «Τον Αλω­νά­ρη δού­λευε καλό χει­μώ­να να χεις».
  • «Τον Αλω­νά­ρη έβρε­χε στον ποτι­σμέ­νο τόπο».
  • «Χιό­νι­σε μέσ΄στο Γενά­ρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».

Ιούλης αλωνάρης

👥  Ο Ιού­λης στην ποίηση

«…Ήτα­νε μήνας Αλω­νά­ρης, ντά­λα μεσημέρι,
που ξεφα­ντώ­να­νε στα κλώ­νια ασί­γα­στα τζιτζίκια,
στη θάλασ­σα των αμπε­λιών μελώ­ναν τα σταφύλια
και βίγλι­ζε στη δεμο­σιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιό­τε­ρο λαμπά­δια­ζεν ο τάφος…»
Η «άγνω­στη» ατι­μία Κώστας Βάρ­να­λης


…Τον ΙΟΥΛΙΟ κάπο­τε μισανοίξανε
Τα μεγά­λα μάτια της μες στα σπλά­χνα μου
Την παρ­θέ­να ζωή μια στιγ­μή να φωτίσουν…
Αμαρ­τία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Ρόδο μου ρόδο αμάραντο…”
 Άξιον εστί
ii.«Ψελλιστί παίρ­νε­ται ο υπνά­κος μέσα σ’ ένα στε­ντό­ρειο μεσημέρι,
γεμά­το τζι­τζί­κια που μαί­νο­νται. Ιού­λιος. Α, νάρ­θει η ώρα που θα
δαγκώ­νεις το περ­γα­μό­ντο και που ύστε­ρα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέ­δες, και σιγά­ρο ατε­λεύ­τη­το σαν την Ελλάδα.»
Εκ του πλησίον
iii.  [Γυμνός, Ιού­λιο μήνα] Οδυσ­σέ­ας  Ελύτης
|                                               («Ο Μικρός Ναυτίλος»)
Γυμνός, Iού­λιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ’ ένα στε­νό κρε­βά­τι, ανά­με­σα σε δυο σεντό­νια χοντρά, ντρί­λι­να, με το μάγου­λο πάνω στο μπρά­τσο μου που το γλεί­φω και γεύ­ο­μαι την αρμύ­ρα του.
Kοι­τά­ζω τον ασβέ­στη αντι­κρύ στον τοί­χο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβά­νι με τα δοκά­ρια. Πιο χαμη­λά την κασέ­λα όπου έχω απο­θέ­σει όλα μου τα υπάρ­χο­ντα: δυο παντε­λό­νια, τέσ­σε­ρα που­κά­μι­σα, κάτι ασπρό­ρου­χα. Δίπλα, η καρέ­κλα με την πελώ­ρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύ­ρα πλα­κά­κια, τα δυο μου σάντα­λα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεν­νή­θη­κα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίπο­τε να παρα­δο­ξο­λο­γώ. Aπό το ελά­χι­στο φτά­νεις πιο σύντο­μα οπου­δή­πο­τε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκο­λο. Kι από το κορί­τσι που αγα­πάς επί­σης φτά­νεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγί­ξεις οπό­ταν η φύση σού υπα­κού­ει. Kι από τη φύση — αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαι­ρέ­σεις την αγκί­δα της.


Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλι­νο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγα­ζί όλως διό­λου άδειο.
Μια λάμπα πετρε­λαί­ου μόλις το φώτιζε.
Κοι­μού­ντα­νε, στην πόρ­τα, ο αγρυ­πνι­σμέ­νος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλε­πε κανείς. Μα κιόλας
είχα­μεν εξα­φθεί τόσο πολύ,
που γίνα­με ακα­τάλ­λη­λοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύ­μα­τα μισο­α­νοί­χθη­καν — πολ­λά δεν ήσαν
για­τί επύ­ρω­νε θεί­ος Ιού­λιος μήνας.
Σάρ­κας από­λαυ­σις ανάμεσα
στα μισο­α­νοιγ­μέ­να ενδύματα·
γρή­γο­ρο σάρ­κας γύμνω­μα — που το ίνδαλ­μά του
είκο­σι έξι χρό­νους διά­βη­κε· και τώρα ήλθε
να μεί­νει μες στην ποί­η­σιν αυτή.
Κ. Π. Καβά­φηςΝα μεί­νει

Φοβά­μαι τους ἀνθρώ­πους που ἑφτά χρό­νια έκα­ναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ωραία πρω­ία μεσού­ντος κάποιου Ιουλίου
βγή­καν στις πλα­τεί­ες με σημαιά­κια κραυ­γά­ζο­ντας «δώστε τη χού­ντα στο λαό».
Μανώ­λης ΑναγνωστάκηςΙούλης αλωνάρης

Αση­μέ­νια κου­δου­νά­κια αντη­χούν | στο λαι­μό των βοδιών.
Πού πας, ομορ­φού­λα μου, | Χιο­νού­λα και ήλιε;
Πάω στις μαρ­γα­ρί­τες | του πρά­σι­νου λιβαδιού.
Δε φοβά­σαι | που αλαρ­γεύ­εις μόνη;
Ούτε ο ερω­διός ούτε ο ίσκιος | φοβί­ζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβά­σαι, ομορ­φού­λα μου, | χιο­νά­τη κόρη.
Έχει φύγει η καρ­διά μου, | για πάντα.
Ποια είσαι, λευ­κή κόρη, | κι από πού έρχεσαι;
Γυρί­ζω από τους έρω­τες | κι από τις κρήνες.
Αση­μέ­νια κου­δου­νά­κια αντη­χούν | στο λαι­μό των βοδιών.
Τι έχεις στα χεί­λη σου | που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου | που ζει και πεθαίνει.
Τι έχεις στο στή­θος σου | λεπτό κι ωραίο;
Το σπα­θί του καλού μου | που ζει και πεθαίνει.
Τι λεν τα μαύ­ρα μάτια σου, | σοβα­ρό και βαθύ;
Τη σκλη­ρή απελ­πι­σιά μου | που πάντα πληγώνει.
Για­τί φοράς μαύ­ρο | του θανά­του μανδύα;
Αλί­μο­νο, είμαι θλιμ­μέ­νη | κι άκλη­ρη χήρα,
του κόντε της Δάφ­νης | της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέ­ναν δεν αγα­πάς, | τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορ­φου κόντε μου | της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοι­πόν τον έρω­τα να βρεις | άπι­στη χήρα;
Σου εύχο­μαι να τον βρεις.
Τα άστρα του ουρα­νού | είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον ερα­στή μου | που ζει και πεθαίνει.
Ανα­παύ­ε­ται μες στο νερό, | χιο­νά­τη κόρη
σκε­πα­σμέ­νος με νοσταλ­γί­ες | κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππό­τη περι­πλα­νώ­με­νε | στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγ­γα­ρό­φω­τη | σου χαρί­ζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονει­ρο­παρ­μέ­νη! | Κόρη δίχως γλύκα,
με στό­μα­τα παι­διών | λέει τις ιστο­ρί­ες της.
Την καρ­διά μου σου δίνω. | Μια καρ­διά ήρεμη
πλη­γω­μέ­νη από το βλέμ­μα | των γυναικών.
Γεν­ναίε ιππό­τη, | ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε | της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποι­να μου, | κοι­μι­σμέ­νο ρόδο,
}εσύ πας στον έρω­τα | κι εγώ πάω στο θάνατο.
Αση­μέ­νια κου­δου­νά­κια αντη­χούν | στο λαι­μό των βοδιών.
Η καρ­διά μου αιμορ­ρα­γεί, | κόκ­κι­νη κρήνη”.
Federico Garcia Lorca — Μπα­λά­ντα μιας μέρας του Ιουλίου
(Ποι­η­τι­κά άπα­ντα, εκδ. Εκάτη)
Ποι­η­τι­κή από­δο­ση: Λευ­τέ­ρης Παπαδόπουλος.
Μου­σι­κή: Χρή­στος Λεοντής.

Ο  ηλιο­φό­ρος Ιού­λιος λίγος,
ο εύγευ­στος Αύγου­στος ελάχιστος
καὶ πότε κιό­λα ο σιγα­λός Σεπτέμβριος.
Προς το  κενό καλπάζοντας
να  κρα­τη­θείς, από πού
να  φύγεις,
κλειδί—κλαδί δεν έχει ο  χρό­νος λεί­ος, απότομος
κάθε στιγ­μή του γκρε­μός — πως να  σώσεις
την αστρα­πή τη  ζωή σου
—μ’ ένα ποί­η­μα, μ’ ένα παιδί,
μ’ ένα άγαλ­μα στο μουσείο;
Μία, δύο και  τρεις φορές κι εκατοντάδες
κι αν έρθει ο Ιούλιος
κι ο  Αύγου­στος αν έρθει πάλι
στο θάνα­τό σου θα  σ’ εγκαταλείψουν
που λίγο-λίγο, καθη­με­ρι­νός σ’ έχει κερ­δί­σει, όσα
φιλιά  κι όσα φτερά
μέσα τους κι αν επρό­φτα­σες να  θησαυρίσεις.
Λένα Παπ­πά — Ιούλιος-Αύγουστος

«Κυρά κυρά θαλασ­σι­νή και στεριανή
με τα λου­λου­δια­σμέ­να μάγουλα
σφίγ­γο­ντας μες στον μπού­στο σου
την κάψα του αλωνάρη
πότε κρα­τώ­ντας στην ποδιά σου
ένα καρά­βι μικροκάραβο
πότε σαν πανα­γιά αιγιοπελαγίτισσα
ντυ­μέ­νη μ’ένα δίχτυ
να κου­βα­λάς στο σούρ­πω­μα στην­κε­φα­λή σου
το πανέ­ρι με τα ψάρια
Μηλί βαϊ βαϊ μηλί, μηλί­τσα της ανηφοριάς
πως σου τρια­ντια­φυλ­λί­σα­νε τα μήλα της αγάπης
Σπα­νε τα ρόδια στη ροδιά και πεφτουν γέλια στο ποτάμι
με κου­κου­να­ρια κυνη­γιου­νται οι κορα­σιες στο περι­γιά­λι κι αχ, ο δρα­γά­της δε βαστά τέτοιο που­λί στον κόρ­φο του
κι αχ, δε βαστά­νε οι βιο­λι­τζή­δες τ’αμπελιόυ μες στα βιο­λιά τους
Μηλί, βαϊ βαϊ μηλί, μηλί­τσα της ανηφοριάς
πως σου τρια­ντα­φυλ­λί­σα­νε τα μήλα της αγάπης»
Γιάν­νης Ρίτσος
i.Κυρά των αμπε­λιών (από­σπα­σμα)
ii [Υπέ­ρο­χες νύχτες του Ιου­λί­ου] Α, υπέ­ρο­χες νύχτες του Ιου­λί­ου με τα μαντο­λί­να των τζιτζικιών
και των γρύ­λων – έλεγε, –
το φωτα­γω­γη­μέ­νο βαπο­ρά­κι της κωλο­φω­τιάς αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νο στο
παλιό τζά­κι της καλύβας,
η καλύ­βα στα καλά­μια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
οι φλέ­βες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγά­λοι κύκλοι δρο­σιάς στην πυρω­μέ­νη έκτα­ση της
θερι­νής νύχτας,
τ’ αλώ­νια με τα άλο­γα μετέωρα,
οι θερι­στά­δες κοι­μι­σμέ­νοι στις θημωνιές,
τα κορί­τσια ξύπνια,
η αψά­δα του αμπε­λιού γλεί­φο­ντας τη γλώσ­σα της,
το σκυ­λί του κυνη­γού κοι­τά­ζο­ντας το φεγγάρι.
Ο μικρός ακού­ρευ­τος βοσκός
ένιω­σε μονο­μιάς την ευγέ­νεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλ­λιού, τη δρο­σιά του νερού,
το χέρι που έλει­πε απ’ τη μέση του,
τη μεγά­λη απου­σία εκεί­νου που δεν ήξε­ρε πώς περίμενε,
έφτια­ξε με θυμά­ρι μια στρω­μνή για δύο
και ξάπλω­σε μόνος,
σε λίγο σηκώ­θη­κε κ’ έκλα­ψε στο λαι­μό του κρια­ριού του,
(μαζί κλά­ψα­με, για άλλο ο καθένας),
κλαί­γα­νε και τα πρό­βα­τα στην αση­μέ­νια νύχτα –
Άγνω­στη γνώση
γνώ­ση του σώματος,
άγνω­στο σώμα.
Είχε λια­κά­δα τότε ‑Ιού­λιος μήνας-
δίπλω­ναν το ψωμί στην πετσέτα,
το πλοιά­ριο έφευγε,
έκαι­γαν οι εφη­με­ρί­δες σ’ ένα ψάθι­νο καπέλο
κατα­με­σής στο νερό.

Ιού­λιος πορ­θη­τής — Μου­σι­κή Παντε­λής Θαλασσινός
Στί­χοι: Ηλί­ας Κατσούλης

Φορά­ει νύχτα στα μαλ­λιά, του φεγ­γα­ριού την άλω
να γίνει η αγά­πη διά­φα­νη, γυναί­κα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλ­νει στερ­νό σινιάλο
και περι­μέ­νει τρέ­μο­ντας Ιού­λιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλο­γα ο ήλιος ταξιδεύει
σε παϊ­τό­νι ολό­χρυ­σο στους δρό­μους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καί­γε­ται τον άνε­μο αγναντεύει
και χάνε­ται στα σύν­νε­φα τσι­γά­ρου πρωινού
Ένα τσα­μπά­κι μέλισ­σες και λιά­τι­κο σταφύλι
είναι του μήνα Καί­σα­ρα το βιος το αληθινό
κι ο ποι­η­τής που έψα­χνε θαλασ­σι­νό τριφύλλι
έγι­νε άσπρο ανέ­σπε­ρο και φως εωθινό

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο