Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο γυρολόγος σαλεπιτζής από το Μπαλουκλί

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Και ο μπα­τσα­νά­κης Καστα­νάς από το Γαλα­τά, τακί­μια­σαν πάνω σε μια καρέ­κλα κοι­νών συμ­φε­ρό­ντων. Φυσι­κά και δεν μιλώ για την χώρα μας. Εδώ, Θεός φυλά­ξει δεν συμ­βαί­νουν και δεν μπο­ρούν να συμ­βούν τέτοιες σμίξεις!

-Για μια άλλη χώρα μιλώ, που απ’ όπου κι αν κοι­τά­ξεις κι’ όπου κι’ αν στα­θείς, βλέ­πεις κάπου στο βάθος μια θάλασ­σα να κυματίζει.

-Ο γυρο­λό­γος σαλε­πι­τζής από το Μπα­λου­κλί, ένας κύριος περιο­πής με ρεντι­κό­τα, ημί­ψη­λο και την κον­κάρ­δα του μέγα αξιω­μα­τού­χου στο πέτο, σερ­βί­ρει – εκδού­λευ­ση προ­σφέ­ρει- μέσα σε αση­μέ­νια μαστρα­πα­δά­κια από το σαμο­βά­ρι , φρέ­σκο, καυ­τό και κατα­πραϋ­ντι­κό σαλέ­πι για όλες τις χρή­σεις , τις παθή­σεις και τα γόνατα.

Ύστε­ρα κρα­τώ­ντας ένα ραβδί με ένα μαγι­κό ταχυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κό τρό­πο , έβγα­λε μέσα από το ημί­ψη­λο του κάτα­σπρα περι­στέ­ρια φιλέ­τα με κοκο­ρί­σια μού­ρη και κόκ­κι­νο λυρί.
…………………
Είναι ν’ απο­ρεί κανείς τι μπο­ρεί να σκα­ρώ­σει ένας άνθρω­πος για μια καρέκλα.

-Αρκε­τή Κρή­τη με περι­τύ­λιγ­μα Σού­δας από παρα­δο­σια­κό κατε­στη­μέ­νο κι ότι άλλο μπο­ρεί να φαντα­στεί το απο­ρη­μέ­νο σου μυαλό.

- Λάρι­σα, Βόλος, Αλε­ξαν­δρού­πο­λις, Άρα­ξος. Ανδρα­βί­δα, Σέρ­ρες, Κιλ­κίς, Κάρπαθος!

Όλα μέσα από ένα ημί­ψη­λο και όλα σε τιμή ευκαιρίας.

-Περά­στε Κόσμε. Περά­στε Κόσμε. Το Καφε­νείο η Ελλάς… Πασί­γνω­στο τραγούδι.
………………..
Κι ο καστα­νάς από το Πέραν και τον Γαλα­τά , δεν γνω­ρί­ζει, δεν νοιά­ζε­ται και δεν κατα­λα­βαί­νει τίποτα.

Τα κάστα­να του , οι μπεμπλεμπούδες(στραγάλια) είναι ζεστά και νόστι­μα. Ξεπερ­νά­νε ακό­μα και το σαλα­γλί του ψευ­το­γεί­το­να από το διπλα­νό κου­τού­κι που τα χωρί­ζει όμως μια απέ­ρα­ντη γαλά­ζια θάλασσα.
………………..
Ας αφή­σου­με τα ψέμα­τα κι ας πού­με μια αλήθεια!

-Τώρα τα στό­φια πέσα­νε. Τώρα οι μύθοι ξέφτι­σαν. Μέσα από τις αστρα­φτε­ρές παρα­δό­σεις , τ’ αστρα­φτε­ρά χαμό­γε­λα της κολα­κεί­ας , στον πάντο­τε «δια­βο­λι­κό καλό», δια­κρί­νεις την έρπου­σα ασπόν­δυ­λη φιγού­ρα της επαι­τεί­ας και της υποταγής.

- Καρι­κα­τού­ρες παλιάς ακτι­νο­βο­λί­ας στο πολι­τι­κό στε­ρέ­ω­μα –σκιές πια- , θέλη­σαν να πάρου­νε φως, από πλα­στι­κά κοσμι­κά σαλό­νια, περι­τυ­λιγ­μέ­να αε σελο­φάν απα­τη­λής λάμ­ψης, απο­δε­χό­με­νοι σαρ­δό­νια χαμό­γε­λα υπο­κρι­σί­ας , και που βάφτι­σαν την απά­τη Μεταρ­ρυθ­μί­σεις και Ειρή­νη και Στα­θε­ρό­τη­τα την Νατοϊ­κή υποταγή.

Αυτοί που ονό­μα­σαν Δημο­κρα­τία την διά­λυ­ση , την πεί­να, την ανερ­γία, την πορ­νεία, τα ναρ­κω­τι­κά, το έγκλη­μα, την αδι­κία, την καταστροφή.

Ονό­μα­σαν αρε­τή την ατι­μία και Δικαιο­σύ­νη το ρουσφέτι.

- Κι εμείς‑ο Λαός- παλεύ­ου­με κι αγω­νι­ζό­μα­στε για μια ζωή, που όμως –και εν γνώ­σει μας- δεν έχου­με χρό­νο πολύ για να την ζήσουμε!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο