Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μίκης δεν είναι «Ενας ήρωας με παντούφλες» — Με αφορμή τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης είναι κομ­μά­τι του χτες και το αύριο αυτού του τόπου. Το έργο του είναι ζυμω­μέ­νο με τους αγώ­νες του λαού. Στα τρα­γού­δια του είναι χαραγ­μέ­να οι αγω­νί­ες, οι πόθοι και το όρα­μα του λαού για έναν άλλο κόσμο.

Κάθε τιμή του πρέ­πει του Μίκη, με κάθε ευκαι­ρία. Είναι τερά­στια η προ­σφο­ρά του στο λαό μας, στην πατρί­δα μας.

Αλλο πράγ­μα όμως ο Μίκης και η μου­σι­κή του και δια­φο­ρε­τι­κό η πρό­σφα­τη συναυ­λία. Δυστυ­χώς τόσο ο Μίκης όσο και η μου­σι­κή του «πλη­γώ­θη­καν» στο Καλ­λι­μάρ­μα­ρο.

Ο τρό­πος που θα τιμή­σεις κάποιον, η όλη οργά­νω­ση και το περιε­χό­με­νο πρέ­πει να δικαιώ­νουν το εγχεί­ρη­μα, αλλιώς ελλο­χεύ­ει ο κίν­δυ­νος να γίνει ο τιμώ­με­νος «Ενας ήρω­ας με παντού­φλες». Σαν τον ευπα­τρί­δη ήρωα στρα­τη­γό Δεκα­βά­λα, φτω­χό πλην τίμιο, που πέφτει θύμα απά­της και κοροϊ­δί­ας επι­τή­δειων που με πρό­σχη­μα την επι­θυ­μία της πατρί­δας να τον τιμή­σει ανε­γεί­ρο­ντας τον ανδριά­ντα του, κάποιοι πλουτίζουν.

Από τη συναυ­λία έλει­παν τα τρα­γού­δια του Μίκη ή του­λά­χι­στον δεν τα ανα­γνω­ρί­σα­με. Μου­σι­κός πει­ρα­μα­τι­σμός (χορω­δια­κή δια­σκευή) που δεν άγγι­ξε σε καμία στιγ­μή το πάθος, την έντα­ση της μου­σι­κής του Μίκη (Και βέβαια σε αυτό ευθύ­νη δεν έχουν τα 1.000 μέλη της χορω­δί­ας, οι λυρι­κοί καλ­λι­τέ­χνες – πολύ ωραί­ες φωνές- και ο Γερά­σι­μος Ανδρέ­α­τος – τις μονα­δι­κές φορές που κάπως ανα­γνω­ρί­σα­με το Μίκη, μα και σε αυτή την περί­πτω­ση άλλο­τε ο ρυθ­μός ήταν αργός και κάποιες άλλες φορές γρήγορος).

Και στο καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα έπα­θε ο Μίκης ό,τι ο στρα­τη­γός Δεκαβάλας:

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ (ΤΖΕΝΕΡΑΛΗΣ): Δηλα­δή εγώ νομί­ζω πως πρέ­πει να είναι ένα σύμπλεγμα.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΔΕΚΑΒΑΛΑΣ: Σύμπλεγμα;
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ: Ναι μια συμ­βο­λι­κή παρά­στα­σις. Εσείς πάνω στο άλο­γο σας, τα γκέ­μια του οποί­ου θα κρα­τά­ει η Νίκη, ενώ από πάνω σας, θα σας στε­φα­νώ­νει η Δόξα.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΔΕΚΑΒΑΛΑΣ: Αχ, αχ, αχ! Πολ­λοί μαζευό­μα­στε βρε παιδιά!
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ: Τι πολλοί;
ΛΑΜΠΡΟΣ ΔΕΚΑΒΑΛΑΣ: Ε, καλά λέω. Εγώ, η Νίκη, η Δόξα, το άλο­γο… Από μακριά θα φαι­νό­μα­στε σα σούστα.

Μόνο που στην περί­πτω­ση της συναυ­λί­ας στο Καλ­λι­μάρ­μα­ρο ήταν για εμάς μια άγευ­στη σού­πα που έπρε­πε να την πιού­με όλη για­τί δε θέλα­με να λεί­ψου­με από το χει­ρο­κρό­τη­μα στο τέλος.

Όμως όταν θέλεις ντε και καλά το Μίκη από λαϊ­κό να τον κάνεις εθνι­κό δεν έχεις παρά να δια­σκευά­σεις το έργο του, να το δώσεις με τέτοιο τρό­πο που να αμβλύ­νο­νται τα βασι­κά του χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Να χάσει το εγερ­τή­ριο μήνυ­μα, να γίνει μου­σι­κή ακίν­δυ­νη, «μπι­θι­κω­τσί».

(Πόσες φορές όταν κάποια στιγ­μή ανα­γνω­ρί­ζα­με τα τρα­γού­δια, δε νιώ­σα­με τυχε­ροί που αυτά τα τρα­γού­δια τα ακού­σα­με με τη φωνή του Μπι­θι­κώ­τση και της Φαραντούρη)

Στην παρά­στα­ση (έτσι τη χαρα­κτη­ρί­ζουν και όχι συναυ­λία) ακού­σα­με και κεί­με­να του ποι­η­τή Γιάν­νη Μπλά­να. Αλή­θεια ποιος τα επέ­λε­ξε; Το κρι­τή­ριο το ξέρου­με. Πρέ­πει ο Μίκης να γίνει εθνι­κός. Κεί­με­να ελι­τί­στι­κα που σε καμία περί­πτω­ση δεν μπο­ρού­σαν να περι­γρά­ψουν την πορεία ζωής του Μίκη πολύ δε περισ­σό­τε­ρο να αγγί­ξουν έστω και λίγο την ιστο­ρία των τρα­γου­διών, το περιε­χό­με­νό τους. Κεί­με­να για να δια­βά­ζο­νται σε φιλο­λο­γι­κά σαλόνια.

«Οι γεν­ναί­οι και οι τρα­γου­δι­στές ανή­κουν στην απε­ρα­ντο­σύ­νη. Η λύρα και το τόξο ανή­κουν στην αιω­νιό­τη­τα. Μαζί θα πορευ­τού­με στους αιώ­νες των Ελλή­νων. Μαζί θα τρα­γου­δά­με. Και ο θάνα­τος δεν θα έχει πια εξου­σία» (Είναι το μόνο που βρή­κα­με στο δια­δί­κτυο και η αλή­θεια είναι ότι αυτό δε μας ενό­χλη­σε τόσο)

Ήμα­σταν πολ­λοί, τα δύο τρί­τα του Στα­δί­ου, μα έλλει­ψε το χει­ρο­κρό­τη­μα από τη συναυ­λία. Σύντο­μο για να βγά­λου­με την υπο­χρέ­ω­ση. Σε καμιά στιγ­μή δε νιώ­σα­με την ανά­γκη να σηκώ­σου­με το χέρι και να σφί­ξου­με τη γροθιά.

Απο­θε­ώ­σα­με όμως το Μίκη στο τέλος. Του έπρε­πε το χει­ρο­κρό­τη­μά μας.

Μίκη δε σε αγα­πά­με. Είναι λίγο, πολύ λίγο. Σε έχου­με στο αίμα μας, στην ψυχή μας, στη σκέ­ψη μας. Με τα τρα­γού­δια σου θα πορευ­τού­με, και με αυτά θα μιλή­σου­με στα παι­διά μας για την ανά­γκη να παλέ­ψουν για έναν άλλο κόσμο.

ΥΓ: Η Ελλά­δα για το Μίκη προ­ϋ­πο­θέ­τει όποιος θέλει να παρα­κο­λου­θή­σει την εκδή­λω­ση να μπο­ρεί. Ανοι­χτή, είσο­δο ελεύ­θε­ρη. Χωρίς ανθρώ­πους εισό­δου να προ­σπα­θούν να ανα­χαι­τί­σουν την είσο­δο των «τζα­μπα­τζή­δων» όταν πλέ­ον η συναυ­λία είχε προ­χω­ρή­σει. Και ήταν πολ­λοί αυτοί που δεν είχαν το αντί­τι­μο των 15 ευρώ και όμως ήρθαν ελπί­ζο­ντας κάποια στιγ­μή να εισέλ­θουν στο Στάδιο.

(Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το thepressroom.gr)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο