Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Django των “Minor Swing”+42, “Daphne”, “Nuages” &… Marseillaise

Ο Django Reinhardt (Τζάν­γκο Ράιν­χαρντ) πρω­το­πό­ρος δεξιο­τέ­χνης της τζαζ κιθά­ρας και συν­θέ­της έφυ­γε στις 16 Μαΐ­ου 1953 σε ηλι­κία 43 χρό­νων στο Fontainebleau, αφή­νο­ντας πίσω εκεί­νο το ξεχω­ρι­στό στυλ τεχνι­κής που πλέ­ον είναι σχο­λή στη γαλ­λι­κή τσιγ­γά­νι­κη κουλτούρα.

Django Reinhardt και Stéphane Grappelli Echoes of France: Οι απόηχοι της Γαλλίας

Η γαλ­λι­κή τζαζ γνώ­ρι­σε σημα­ντι­κή άνθη­ση το 1934 με τη γέν­νη­ση του Κουι­ντέ­του του Hot-Club de France στο οποίο ανή­καν ο Django Reinhardt (κιθα­ρί­στας) και ο «Ιτα­λός» Stéphane Grappelli (βιο­λί). Αυτοί οι νεα­ροί μου­σι­κοί κατά­φε­ραν να τα βάλουν με τα «ιερά τέρα­τα» των ΗΠΑ και να κερ­δί­σουν την απο­δο­χή της ύπαρ­ξης «γαλ­λι­κής» τζαζ και μετά από αυτή τη μυθι­κή επο­χή ο Django σχε­δί­α­ζε να ανα­ζω­ο­γο­νή­σει αυτό το διά­ση­μο σχή­μα που είχε κατα­στρέ­ψει ο πόλε­μος. Η ιστο­ρία ξεκι­νά το 1946 στο Λον­δί­νο όταν ο Charles Delaunay, πρό­ε­δρος της Swing Records προ­τεί­νει την επα­νέ­νω­ση αλλά κανείς δεν τολ­μά να το κάνει πρά­ξη. Τότε ο «Ιτα­λός» παί­ζει στα μπα­ρά­κια το La Marseillaise και ο Django αυτο­σχε­διά­ζει με τον τρό­πο που μόνο αυτός ξέρει και έτσι χωρίς προ­κα­τα­λή­ψεις, ο εθνι­κός ύμνος ανα­δύ­θη­κε παθιασμένος.

Django Reinhardt ‑Stéphane Grappelli Echoes_of_France

Βλ. «Μασ­σα­λιώ­τι­δα» ‑La Marseillaise, arr. Django Reinhardt | Stéphane Grappelli (vln, arr) & το Hot-Club de France Quintette — Jack Llewellyn, Allan Hodgkiss (g), Coleridge Goode (b), Λον­δί­νο 31-Ιαν-1946, (υπάρ­χει στο Intégrale Django Reinhardt volume 12,1946–1947)
Τα απο­τέ­λε­σμα από­μα­κρα εκπλη­κτι­κό από την πρώ­τη νότα, μοιά­ζει σαν να μην είχαν στα­μα­τή­σει να παί­ζουν μαζί, οι πρώ­ην συνερ­γά­τες συνει­δη­το­ποιώ­ντας αυτήν τη θαυ­μα­τουρ­γή συνεύ­ρε­ση με το παρελθόν.
Το Echoes of France ξεκι­νά με μια εισα­γω­γή βιο­λιού σε ένα τονω­τι­κό πεντάλ που παί­ζε­ται στο κοντρα­μπά­σο, με τα χαμη­λά ακόρ­ντα σε αντί­θε­ση με το αρχι­κό πνεύ­μα του μαρς, πριν από ξαφ­νι­κές πενιές κιθά­ρας που συμπλη­ρώ­νο­νται από ένα σόλο με ρυθ­μούς που προ­α­ναγ­γέλ­λουν το σπά­σι­μο στο τέμπο και στον χρό­νο. Το θέμα του ύμνου (La Marseillaise) ανα­λαμ­βά­νε­ται για πρώ­τη φορά από το βιο­λί (σαν ελα­φρά μελω­δία με «ports-de-voix» με υπο­γρα­φή του Grappelli) σε ρυθ­μό «swinging march» (μέτρο τεσ­σά­ρων χρό­νων) ενώ στο βιο­λί αντα­πο­κρί­νο­νται οι βιρ­τουό­ζοι αυτο­σχε­δια­σμοί του Django Reinhardt που “γλι­στρούν” στα διά­κε­να της μελω­δί­ας (πρώ­τη στρο­φή και ρεφρέν). Στη συνέ­χεια, η κορυ­φαία κιθά­ρα παίρ­νει πάνω της το ρεφρέν με δια­κρι­τι­κές αλλα­γές στην αρμο­νία, και μετά στη δεύ­τε­ρη στρο­φή (ρεφρέν χωρίς το βιο­λί). Ο αυτο­σχε­δια­σμός τελειώ­νει με την επα­νά­λη­ψη του ρεφρέν σε ντου­έ­το, κάτι εφευ­ρε­τι­κό, σαν εφέ με πυρο­τε­χνή­μα­τα που καλύ­πτουν όλο και περισ­σό­τε­ρο το προ­φίλ του ύμνου… γίνο­νται «στά­νταρ».
Οι «lead guitar» και «rhythm guitar» απο­γειώ­νο­νται και μας πάνε στα σύννεφα.

Ετσι ελάλησε ο Τζάνγκο

ℹ️ ΤοΒΗ­ΜΑ 31-Ιαν-2010

Στις 23 Ιανουα­ρί­ου συμπλη­ρώ­θη­καν 100 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του κιθα­ρί­στα Τζάν­γκο Ράιν­χαρντ (1910 ‑1953). Τσιγ­γά­νος του Βελ­γί­ου, ο Τζάν­γκο υπήρ­ξε κορυ­φαία μορ­φή της τζαζ ως μέλος του Κουι­ντέ­του του Ηot Club της Γαλλίας.
Το 1949 ο Γ.Π. Σαβ­βί­δης, 20 χρό­νων τότε, τον συνά­ντη­σε στο Λον­δί­νο και του πήρε συνέ­ντευ­ξη, τα κυριό­τε­ρα μέρη της οποί­ας ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται εδώ με αφορ­μή την 100ετία του θρυ­λι­κού κιθα­ρί­στα. Η συνέ­ντευ­ξη αυτή πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο Δελ­τίο της Ρυθ­μι­κής Λέσχης της Ελλά­δος τον Φεβρουά­ριο του 1949.

– Είχα­τε ως σήμε­ρα την ευκαι­ρία να παί­ξε­τε με ποι­κί­λα συγκρο­τή­μα­τα: μεγά­λες γαλ­λι­κές ορχήστρες,το κουι­ντέ­το εγχόρ­δων, το κουι­ντέ­το με τον Ρόσταϊνγκ, τον Ντιουκ, σόλο. Ποιες είναι οι εντυ­πώ­σεις σας και ποιο συγκρό­τη­μα πιστεύ­ε­τε ότι σας ται­ριά­ζει καλύτερα;

«Η τουρ­νέ μου με την ορχή­στρα του Ντιουκ Ελινγ­κτον μου άνοι­ξε τα μάτια. Το ιδα­νι­κό μου είναι να παί­ζω με μια τέτοια ορχή­στρα. Με το κουι­ντέ­το εγχόρ­δων κάνα­με βέβαια θαυ­μά­σια δου­λειά, αλλά ποτέ μου δεν έπαι­ξα τόσο με την ψυχή μου όσο με τον Ντιουκ. Ένιω­θα αλη­θι­νά πως συμ­με­τεί­χα σε κάτι το μεγά­λο, το άρτιο».

– Τι προ­ο­πτι­κές έχε­τε για το μέλλον;

Django Reinhardt«Λογα­ριά­ζω να πάω πάλι του χρό­νου στην Αμε­ρι­κή. Αλλά λέω να μεί­νω εκεί και­ρό. Ισως φτιά­σω εκεί μια μεγά­λη, δική μου ορχή­στρα- ίσως πάλι παί­ξω με καμιά από τις μεγά­λες υπάρ­χου­σες ορχή­στρες. Λέγα­με κάπο­τε να κάνο­με δίσκους- ο Σλαμ Στιού­αρτ, ο Αρτ Τέι­τουμ κι εγώ.
Ακό­μα δεν ξέρω τίπο­τα το συγκε­κρι­μέ­νο, εκτός από το ότι παράλ­λη­λα με τη μου­σι­κή μου ως εκτε­λε­στού θα ασχο­λη­θώ και με τη σύνθεση».

– Ποια είναι η γνώ­μη σας για την ευρω­παϊ­κή τζαζ; Πιστεύ­ε­τε στη δυνα­τό­τη­τα ανα­πτύ­ξε­ως ευρω­παϊ­κής τζαζ που να είναι ορι­στι­κά ανε­ξάρ­τη­τη από την αμερικανική;

«Η Ευρώ­πη έχει καλούς μου­σι­κούς της τζαζ. Στη Γαλ­λία, την Αγγλία, τη Σου­η­δία κ.α. υπάρ­χουν εξαι­ρε­τι­κοί σολίστ. Αλλά δεν βλέ­πω τις προ­σω­πι­κό­τη­τες που θα δημιουρ­γή­σουν μια “ευρω­παϊ­κή τζαζ”. Θα εξα­κο­λου­θή­σω­με γι΄ αυτό να εξαρ­τώ­με­θα από την Αμε­ρι­κή. Μήπως κι εκεί κατά βάθος οι λευ­κοί μου­σι­κοί- όσο και να μη μας αρέ­σει να το παρα­δε­χό­μα­στε- δεν εξαρ­τώ­νται από τους μαύ­ρους; Η τζαζ των λευ­κών έχει κάτι το τυπο­ποι­η­μέ­νο· ποτέ ο λευ­κός δεν θα έχει την άνε­ση και το πηγαίο του νέγρου jazzman».

– Ποιο, νομί­ζε­τε, είναι το μέλ­λον της τζαζ ως μέσου καλ­λι­τε­χνι­κής εκφράσεως;

«Η τζαζ έχει πάψει πλέ­ον να ΄ναι μόνο μου­σι­κή χορού· αν κι αυτό δεν είναι λίγο: στο κάτω-κάτω η επο­χή του Μότσαρτ δεν ήταν η επο­χή του τοτι­νού “σουίνγκ;”. Η τζαζ έχει ήδη επη­ρε­ά­σει και διευ­ρύ­νει την μορ­φή και την τεχνι­κή της κλα­σι­κής μου­σι­κής. Πιστεύω ότι κάπο­τε η τζαζ θα είναι η μόνη μου­σι­κή. Είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι μολο­νό­τι ακο­λου­θώ­ντας δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους ο Μπάρ­τοκ, ο Χόνε­γκερ, ο Ελινγ­κτον κι ο Γκι­λέ­σπι φτά­νουν στην ίδια κορυ­φή. Θα ΄μαστε όμως ανό­η­τοι αν πιστέ­ψο­με ότι είναι ποτέ δυνα­τόν να θαφτούν τα μνη­μεία της κλα­σι­κής μου­σι­κής. Οι συν­θέ­σεις του Μπαχ, του Φρανκ, του Ντε­μπι­σί, του Ραβέλ, του Μπάρ­τοκ, του Σοστα­κό­βιτς (που ΄ναι οι αγα­πη­μέ­νοι μου) κ.ά. θα εξα­κο­λου­θούν ν΄ αξί­ζουν και να εκτε­λού­νται. Μόνο που οι τότε μου­σι­κοί θα έχουν καρ­πω­θεί την τερά­στια ανα­νε­ω­τι­κή προ­σφο­ρά της τζαζ».

– Εκτός από την τζαζ, έχε­τε άλλες ασχολίες;

«Οπως βλέ­πε­τε ζωγρα­φί­ζω. Τελευ­ταία μου κόλ­λη­σε η μανία. Τόσοι ζωγρα­φί­ζουν και τους παίρ­νουν στα σοβα­ρά- για­τί να μη πάρουν κι εμέ­να. Κι ύστε­ρα είναι ωραίο να ΄χεις χρώ­μα­τα και να τα κάνεις ό,τι θες! Εκτός από την τζαζ υπάρ­χει κι άλλη ομορ­φιά στη ζωή – και την απολαμβάνω.
Αλλ΄ ας μιλή­σο­με σοβα­ρά. Το μερά­κι μου είναι η σύν­θε­ση. Εχω ήδη συν­θέ­σει ένα συμ­φω­νι­κό ποί­η­μα “La Μanoir de mes r ves”, για ορχή­στρα, αρμό­νιο και χορω­δία, που χρη­σί­μευε για υπό­κρου­ση στο φιλμ “Το χωριό της οργής”. Επί­σης κι ένα bol ro για ορχή­στρα και φλά­ου­το που πρω­το­ε­κτε­λέ­στη­κε το ΄36. Ακό­μα, έγρα­ψα τους «Αυτο­σχε­δια­σμούς» μου (αριθ. 1, 2, 3), που είχα κάνει με την κιθά­ρα μου σε διά­φο­ρες φωνο­λη­ψί­ες. Και τώρα ετοι­μά­ζω μια λει­τουρ­γία για τους τσιγ­γά­νους- για­τί, ξέρε­τε, δεν έχο­με δική μας λει­τουρ­γία. Νομί­ζω πως το πάθος μου για τη σύν­θε­ση είναι δυνα­τώ­τε­ρο από την αγά­πη μου για την κιθά­ρα. Δυστυ­χώς δεν έχω τη θεω­ρη­τι­κή μόρ­φω­ση που θα ΄θελα.
Τελειώ­νο­ντας θα ΄θελα να δια­βι­βά­σε­τε όλη μου τη συμπά­θεια στους έλλη­νες φίλους μου και ιδιαί­τε­ρα στις κοπέ­λες. Ελπί­ζω ν΄ αξιω­θώ κάπο­τε να ΄ρθω στη χώρα σας και να τα πού­με από κοντά».
Ετσι περί­που είπε και ελά­λη­σε ο Τζάν­γκο Ράιν­χαρντ. Κι εγώ αμαρ­τί­αν ουκ έχω.

Τζάνγκο Ράινχαρντ

Γιος τσιγ­γά­νων από το ανα­το­λι­κό Βέλ­γιο, πέρα­σε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των παι­δι­κών του χρό­νων σε καταυ­λι­σμούς των Ρομά κοντά στο Παρί­σι, παί­ζο­ντας μπάν­τζο, κιθά­ρα και βιο­λί ‑στα 13 του, έβγα­ζε ήδη το ψωμί του πολ­λά υπο­σχό­με­νος στη μουσική
Στα 18 του ένα σοβα­ρό ατύ­χη­μα ανέ­δει­ξε τη μου­σι­κή του ιδιο­φυ­ΐα: όταν πυρ­κα­γιά στο τρο­χό­σπι­το που έμε­νε με την πρώ­τη του γυναί­κα, του προ­ξέ­νη­σε εγκαύ­μα­τα αφή­νο­ντας μερι­κώς παρά­λυ­τα δάχτυ­λα του αρι­στε­ρού χεριού, επα­νήλ­θε δρι­μύ­τε­ρος σολά­ρο­ντας με δύο μόνο δάχτυ­λα και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα «άχρη­στα» ως βοη­θη­τι­κά στις συγ­χορ­δί­ες, δημιουρ­γώ­ντας ένα προ­σω­πι­κό στυλ που άφη­σε εποχή.

Οι πρώ­τες τους ηχο­γρα­φή­σεις με τον Stéphane Grappelli (Dinah, Tiger Rag, Oh Lady be Good, I Saw Stars) στη μικρή δισκο­γρα­φι­κή εται­ρεία Ultraphone, προ­κά­λε­σαν αίσθη­ση και προ­χώ­ρη­σαν σε δεκά­δες άλλες με επι­τυ­χία τόσο στην Ευρώ­πη όσο και στην Αμε­ρι­κή. Έπαι­ξαν δίπλα στα μεγα­λύ­τε­ρα ονό­μα­τα της επο­χής, όπως ο Coleman Hawkins, ο Benny Carter και ο Rex Stewart. Το κου­ϊ­ντέ­το θεω­ρεί­ται το σημα­ντι­κό­τε­ρο σχή­μα jazz που βασί­στη­κε μόνο σε έγχορδα.

Ο Ράιν­χαρντ συνερ­γά­στη­κε με την ορχή­στρα του Duke Ellington, Dizzy Gillespie και Charlie Parker επη­ρε­ά­ζο­ντας πολ­λούς μεγά­λους βιρ­τουό­ζους… Jimi Hendrix, Carlos Santana, Mark Knopfler, Peter Frampton, Jeff Beck, B. B. King, Jerry Garcia, Stevie Ray Vaughan, Wes Montgomery, George Benson, Robert Fripp και πολ­λούς άλλος.

Πηγή

Reinhardt Grappelli

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο