Είναι γνωστό ότι ο ποιητής του κινηματογράφου Αντρέι (Αρσένιεβιτς) Ταρκόφσκι (Тарковский, Андрей Арсеньевич, 4‑Απρ-1932 <|> 29-Δεκ-1986) είναι γιος ποιητή.
Οι εικόνες του καταλυτικές γεμάτες φαντάσματα της μνήμης, σκιές συναισθημάτων που εναλλάσσουν το ξαφνικό με την προοπτική.
Στη «Νοσταλγία» που ο σκηνοθέτης άρχισε να γυρίζει στην Ιταλία το 1982 σε σενάριο Τονίνο Γκουέρα (συνεργάτη των Αντονιόνι, Φελίνι, Έλιο Πέτρι, αδελφών Ταβιάνι, Φραντσέσκο Ρόσι, Βιτόριο ντε Σίκα κά) επιστρέφει η ταρκοφσκική ποίηση που μετουσιώνει σε εικόνες τις μνήμες και τα όνειρα.
Εικόνες που εδώ μοιάζουν τραβηγμένες έξω από τον κόσμο τους, μοιάζουν μεγεθυμένες από τη συγκίνηση και ταυτόχρονα άπιαστες.
Ίσως πρόκειται για το πιο μυστηριακό και «απρόσιτο» φιλμ του Ταρκόφσκι που όμως έγινε μεγάλη επιτυχία στις Κάννες το 1983, μοιράστηκε μάλιστα το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας με τον Ρομπέρ Μπρεσόν και την ταινία του «Το Χρήμα» (1983).
Ο τίτλος «νοσταλγία» αναφέρεται μάλλον στην επιθυμία, στην έλλειψη — σε ευρεία έννοια — του πατρικού π.χ. σπιτιού ή του γενέθλιου τόπου, των παιδικών χρόνων, αυτών που κάποιος αγάπησε κι έχασε…
Στην ταινία η αίσθηση αυτής της επιθυμίας είναι τόσο βαλτωμένη σε αδιέξοδα, που κανείς μπορεί να μιλά για άρρωστη κατάσταση, για μελαγχολία…
Νοσταλγία αισθάνεται και ο Ρώσος συγγραφέας Andrei που φθάνει στην υποβλητική επαρχία της Σιένας στην Τοσκάνη στα ίχνη ενός Ρώσου μουσικού που σπούδαζε στην Μπολόνια στα τέλη του 1800 και πέρασε κάποιες μέρες του σ’ αυτά τα μέρη.
Ο Ρώσος μουσικός επέστρεψε στη Ρωσία — σπρωγμένος και στιγματισμένος από τη νοσταλγία — για να αυτοκτονήσει, δυστυχής και αλκοολικός.
Κι ο συγγραφέας που αισθάνεται εκλεκτική συγγένεια με το μουσικό, νοσταλγεί τη σύζυγο που άφησε πίσω στην πατρίδα κι ας συνοδεύεται από μια Ιταλίδα μεταφράστρια μποτιτσελικού κάλλους.
Περισσότερο από νοσταλγία θα μπορούσε να είναι ανία αυτό που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. «Ανία για τα πάντα», λέει ο ίδιος, ενώ διανύει μια περίοδο απάθειας που ούτε οι ομορφιές της αρχαίας Ετρουρίας, ούτε η αγαλματένια αλλά άχρωμη και άοσμη κόρη Εουτζένια μπορούν να γιατρέψουν.
Ο Αντρέι έχει μεγαλύτερη σχέση με το σκύλο του, που τον ακολουθεί πιστά σε κάθε βήμα.
Το τρίο συμπληρώνεται με τον Ντομένικο, έναν τρελό που είχε κλείσει την οικογένειά του για 7 χρόνια στο σπίτι περιμένοντας το τέλος του κόσμου και τώρα εκστομίζει μηνύματα για τη λύτρωση της ανθρωπότητας.
Θεμελιώδη ερωτήματα που θέλουν να προσδώσουν στην ταινία ένα φιλοσοφικό αποτύπωμα, που αναδύονται εδώ κι εκεί επί 2 μακρές ώρες, παραμένουν αναπάντητα κι η ταινία γίνεται συνεχώς όλο και πιο «παρατηρητική» (η βροχή που πέφτει πάνω στα αντικείμενα).
Η «Νοσταλγία» είναι έντονη και ο Ταρκόφσκι ξέρει να αναμειγνύει με σοφή μαεστρία, ποίηση, λογοτεχνία, υπαρξισμό και φωτογραφία. Υποβλητικότατα τα φλας μπακ από τον γενέθλιο τόπο σε χρώμα σέπια.
Η επίμονη αισθητική έρευνα όμως, η πρόζα και οι σιωπές που ξεμυτούν μερικές φορές υπερβολικές και τραβηγμένες από τα μαλλιά, κάνουν την ταινία, σε σημεία, βαριά.
Ο Ταρκόφσκι — με τον αυτάρεσκο ναρκισσισμό του μαέστρου — είναι σίγουρα προικισμένος με βαθιά παρατηρητικότητα για την ομορφιά, αλλά η συγκεκριμένη ταινία δεν μοιάζει να δίνει πολλά στους άλλους…
Με τους: Ερλαντ Γιόσεφσον, Ολεγκ Γιανκόφσκι, Ντομιτσιάνα Τζιορντάνο, κ.ά.
ℹ️ Παίζεται στο Cine «Όασις» Παγκράτι από Πέμπτη 30-Ιούλη
Μια ταινία για τη ρωσική νοσταλγία, γι’ αυτή την ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους και επηρεάζει κάθε Ρώσο –τότε σοβιετικό πολίτη, που βρίσκεται μακριά από την πατρική του γη.
Για την έλλειψη δυνατότητας να ζεις στην ξενητειά, για την απουσία ελευθερίας. Η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ξενιτεμένος σκηνοθέτης κατά τα γυρίσματα της Νοσταλγίας αντικατοπτρίζεται έμμεσα στην ψυχή του πρωταγωνιστή της ταινίας.
O Andrei, — που συμπτωματικά (;) το όνομά του είναι ίδιο με εκείνο του σκηνοθέτη — αισθάνεται έντονα τη νοσταλγία για την οικογένεια και την πατρίδα του. Το σώμα του βρίσκεται στην Ιταλία, αλλά το μυαλό του χιλιόμετρα μακριά, στη Ρωσία και την οικογένειά του.
Η νοσταλγία τον οδηγεί σε μια άρνηση κάθε προσπάθειας να γνωρίσει τη νέα χώρα και να προσεγγίσει την κουλτούρα της. Τα όμορφα τοπία της, τα πολιτιστικά μνημεία της, του φαίνονται βαρετά. Ο ήρωας της Νοσταλγίας υποφέρει από έλλειψη δυνατότητας να είναι φίλος, να είναι φιλικός με όλο τον κόσμο.
Ωστόσο βρίσκει ένα φίλο που υποφέρει το ίδιο με αυτόν, είναι ο τρελός ο Ντομένικο. Νοιώθει πως μοιράζεται μαζί του υπαρξιακές ανησυχίες που ο υπόλοιπος «πολιτισμένος» κόσμος μοιάζει να αγνοεί.
Η πιο εμπορική, στην Ελλάδα, ταινία του Ταρκόφσκι
Η πρώτη που γυρίστηκε εκτός Σοβιετικής Ένωσης
Ο Ταρκόφσκι αποτυπώνει τη φλόγα της νοσταλγίας για την πατρίδα
Ο Ντομένικο συμβολίζει τη διαρκή αναζήτηση του νοήματος της ζωής, ένα νόημα για τις έννοιες της ελευθερίας και της παραφροσύνης…
«Η νοσταλγία είναι η ψυχολογική κατάσταση που δημιουργεί ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα»
…αυτή η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, η νοσταλγία «του πριν», η νοσταλγία της μήτρας, η νοσταλγία της αρχέγονης μυθικής ρίζας της φιλοσοφικής σκέψης… η νοσταλγία του Θεού που τον ενταφίασε οριστικά ο Νίτσε, η νοσταλγία του κομμένου αφαλού που συνεχίζει να στάζει αίμα, όλες αυτές οι νοσταλγίες που συνιστούν τη Νοσταλγία
|> Β. Ραφαηλίδης
«… η ταινία αποπνέει μια μυστικιστική ομορφιά… αντικατοπτρίζει την ένταση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου…»
|> Chris Dashiell – CineScene
Τι σημαίνει Νοσταλγία για τον Ταρκόφσκι;
Ο ίδιος έλεγε ότι η Νοσταλγία είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Για να το πούμε αλλιώς, μπορεί κανείς να νιώθει Νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του.
Παρά την ύπαρξη ενός ευτυχισμένου σπιτιού, μιας ευτυχισμένης οικογένειας, ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από Νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί να απλωθεί όπως θα το ήθελε.
Η Νοσταλγία είναι αυτή η αδυναμία μπροστά στον κόσμο, αυτός ο πόνος να μην μπορείς να μεταδώσεις την πνευματικότητά σου στους άλλους ανθρώπους. Είναι το κακό που χτυπά τον ήρωα της Νοσταλγίας: πονάει γιατί δεν μπορεί να έχει φίλους, γιατί δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Αυτό το πρόσωπο λέει: «πρέπει να γκρεμίσουμε τα σύνορα», για να μπορέσει όλος ο κόσμος να ζήσει ελεύθερα την πνευματικότητά του, χωρίς συγκρούσεις.
Πονά γενικότερα, για τον απροσάρμοστο στη σύγχρονη ζωή χαρακτήρα του. Δεν μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος μπροστά στη μιζέρια του κόσμου. Παίρνει πάνω του αυτή τη συλλογική μιζέρια και θέλει να ζήσει απελευθερωμένος σε σχέση με τον κόσμο. Το πρόβλημά του έχει έντονη σχέση με τη συμπάθεια, δεν μπορεί να ενσαρκώσει απόλυτα αυτό το ολίσθημα με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν φτάνει σε αυτό απόλυτα.
Στο Φεστιβάλ Καννών του 1983 η ταινία απέσπασε:
- Bραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας (Andrei Tarkovski)
- Bραβείο FIPRESCI (Andrei Tarkovski)
- Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής (Andrei Tarkovski)
- Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα
ℹ️ Φωτογραφίες της ταινίας
ℹ️ Διανομή NEW STAR
☎️ Γραφείο Τύπου 2108640054 — 2108220008 – 2108640017
E‑mail: [email protected]
Γεννημένος το 1932 στο χωριό Ζαβράγιε (Zavraje), ήταν γιος του σημαντικού ποιητή Αρσένυ Ταρκόφσκι (Arseniy Tarkovsky).
Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά, ενώ για ένα διάστημα συμμετείχε σε γεωλογική αποστολή στην ανατολική Σιβηρία. Από το 1956 φοίτησε για περίπου τέσσερα χρόνια στην κινηματογραφική σχολή VGIK (Ινστιτούτο κινηματογράφου της Σοβιετικής Ένωσης), υπό τις οδηγίες του Μιχαήλ Ρομ («ο αληθινός φασισμός» κά)
Στις τελικές εξετάσεις παρουσίασε την πτυχιακή του εργασία, που αποτελεί την πρώτη του ουσιαστικά κινηματογραφική δουλειά, με τίτλο Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας, διάρκειας 46 λεπτών (1960).
Η διεθνής αναγνώριση του Ταρκόφσκι ήρθε με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962), η οποία κέρδισε τρεις “Χρυσούς Λέοντες” στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, μεταξύ των οποίων το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας.
Επόμενη κινηματογραφική ταινία του η επική παραγωγή Αντρέι Ρουμπλιόφ (1969) που προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, αποκομίζοντας το βραβείο FIPRESCI.
Ο Ταρκόφσκι σκηνοθέτησε τις περισσότερες ταινίες του στη Ρωσία.
Το 1983 πραγματοποίησε για πρώτη φορά γυρίσματα εκτός της Ρωσίας, στην Τοσκάνη, για τις ανάγκες της ταινίας Νοσταλγία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιταλία και αργότερα στη Γαλλία.
Η τελευταία του ταινία Η Θυσία, γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 κερδίζοντας τέσσερα βραβεία στις Κάννες. Πέθανε την ίδια χρονιά στην Γαλλία από καρκίνο.
Κινηματογραφικό έργο
Ο ίδιος δεν θεωρούσε τα έργα του συμβολικά, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «…είμαι εχθρός των συμβόλων. Είναι μια πολύ στενή έννοια από την άποψη ότι ένα σύμβολο υπάρχει με σκοπό την αποκρυπτογράφησή του. Από την άλλη πλευρά, μια καλλιτεχνική εικόνα δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, είναι ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Η βροχή στο Σολάρις δεν είναι σύμβολο, είναι απλά μια βροχή που στην συγκεκριμένη στιγμή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τον ήρωα. Δεν συμβολίζει τίποτε, απλά εκφράζει. Είναι μια καλλιτεχνική αλληλουχία εικόνων. Το σύμβολο κατ’ εμέ, είναι κάτι πολύ περίπλοκο»
- Θυσία (Offret, 1986)
- Νοσταλγία (Nostalghia, 1983)
- Tempo di viaggio (1983) — τηλεπαραγωγή
- Στάλκερ (Stalker, 1979)
- Ο Καθρέφτης (Zerkalo, 1975)
- Σολάρις (Solyaris, 1972)
- Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublyov, 1969)
- Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 1962)
- Ο οδοστρωτήρας και το βιολί (Katok i skripka, 1960)