Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάσχα και αναστημένοι θεοί: Μια αιρετική προσέγγιση

Γρά­φει ο Σωτή­ρης Ζιώ­μας //

Πριν από χιλιά­δες χρό­νια, όταν οι διά­φο­ροι λαοί ανά τον κόσμο έρχο­νταν σε επα­φή μετα­ξύ τους, δανεί­ζο­νταν ο ένας από τον άλλον μύθους και θρη­σκευ­τι­κές δοξα­σί­ες προ­κει­μέ­νου να δώσουν απα­ντή­σεις στα δεκά­δες προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­ζαν. Κύρια συστα­τι­κά όλων αυτών των μυθο­πλα­σιών ήταν ο πρω­το­γο­νι­σμός, η απου­σία της έρευ­νας και της επι­στή­μης και ο τρό­μος για τα φυσι­κά φαι­νό­με­να και τα μελλούμενα.

Όπως έγρα­φε ο Φρί­ντριχ Ένγκελς στο έργο του «Αντί-Ντύ­ρινγκ», «η θρη­σκεία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η φαντα­στι­κή αντα­νά­κλα­ση στο μυα­λό των ανθρώ­πων των εξω­τε­ρι­κών δυνά­με­ων που κυριαρ­χούν στην καθη­με­ρι­νή τους ζωή, μια αντα­νά­κλα­ση όπου οι γήι­νες δυνά­μεις παίρ­νουν τη μορ­φή υπερ­φυ­σι­κών δυνάμεων».

Κάθε νέα θρη­σκεία απο­τε­λού­σε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια παραλ­λα­γή των θρη­σκειών που προ­ϋ­πήρ­ξαν έως τότε. Η μια θρη­σκεία αντέ­γρα­φε, αφο­μοί­ω­νε και εργα­λειο­ποιού­σε την άλλη και όλες μαζί, ανά­λο­γα τη φαντα­σία των μυθο­γρά­φων της, προ­ω­θού­σαν τη μοι­ρο­λα­τρία, την κατα­πί­ε­ση, το σκο­τα­δι­σμό, το φόβο και την υπο­τα­γή στην εξου­σία. Δεν είναι τυχαίο άλλω­στε πως όλες οι θρη­σκεί­ες, ανε­ξαρ­τή­του επο­χής, δικαιο­λό­γη­σαν και νομι­μο­ποί­η­σαν την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, τη δου­λεία, τη φεου­δαρ­χία, τον καπιταλισμό.

Έτσι λοι­πόν και ο χρι­στια­νι­σμός, από­το­κος της οργιά­ζου­σας φαντα­σί­ας των μυθο­γρά­φων του, υιο­θέ­τη­σε σε μεγά­λο βαθ­μό τις δοξα­σί­ες των λεγό­με­νων «ειδω­λο­λα­τρι­κών» θρη­σκειών της Ανα­το­λής αντι­γρά­φο­ντας μαζί με το μύθο της παρ­θε­νο­γέ­νε­σης και το μύθο της νεκρανάστασης.

Ο ιερέ­ας ποτί­ζει τα φυτά του τάφου του νεκρού Όσι­ρι. Το σύμ­βο­λο του σταυ­ρού ήταν δια­δε­δο­μέ­νο στην αρχαία αιγυ­πτια­κή θρη­σκεία πολύ πριν το χριστιανισμό

Οι ευαγ­γε­λι­κές περι­γρα­φές οι οποί­ες βρί­θουν απρο­κά­λυ­πτων αντι­φά­σε­ων, ιστο­ρι­κών ανα­κρι­βειών και παρα­λο­γι­σμών μιλούν για το θάνα­το του Ιησού σαν να επρό­κει­το για μια καθα­ρά χρι­στια­νι­κή γιορ­τή που ήταν αυθύ­παρ­κτη. Ο χρι­στια­νι­σμός όμως, κάθε άλλο παρά και­νο­το­μεί. Οι αφη­γή­σεις των ευαγ­γε­λι­στών σχε­τι­κά με τα πάθη, το θάνα­το και την ανά­στα­ση του Ιησού δεν απο­τε­λούν χρι­στια­νι­κή ανα­κά­λυ­ψη αλλά επα­νά­λη­ψη πολυά­ριθ­μων θρύ­λων και μύθων για άλλους θεούς, που είχαν δια­δο­θεί πολύ πριν την εμφά­νι­ση του χρι­στια­νι­σμού, προ­σαρ­μο­σμέ­νων στα δεδο­μέ­να της νέας θρη­σκεί­ας. Οι ιερο­τε­λε­στί­ες του Πάσχα είναι οι ίδιες με εκεί­νες των πιστών των «ειδω­λο­λα­τρι­κών» θεών όπως του Μίθρα, του Άδω­νι, του Άττι, του Ταμ­μούζ, του Διό­νυ­σου, του Όσι­ρι και άλλων.

Η ιδέα του θεού που πεθαί­νει και ανα­σταί­νε­ται γεν­νή­θη­κε και συνα­ντά­ται στους γεωρ­γι­κούς και ποι­με­νι­κούς λαούς του αρχαί­ου κόσμου: Πέρ­σες, Σύρους, Βαβυ­λώ­νιους, Ινδούς, Αιγύ­πτιους, Εβραί­ους. Ακό­μη και στην αμε­ρι­κά­νι­κη ήπειρο.

Όπως εξη­γού­σε το 1923 ο Ρώσος ερευ­νη­τής και ιστο­ρι­κός Εμμα­νου­ήλ Για­ρο­σλάβ­σκι στο βιβλίο του «Πώς Γεν­νιού­νται, Ζουν και Πεθαί­νουν οι Θεοί και οι Θεές», όταν οι Ευρω­παί­οι ανα­κά­λυ­ψαν τη Νότια Αμε­ρι­κή δια­πί­στω­σαν κατά­πλη­κτοι ότι οι ιθα­γε­νείς, που μέχρι τότε δεν είχαν έλθει σ’ επα­φή με το χρι­στια­νι­κό κόσμο, καλ­λιερ­γού­σαν μια παρό­μοια πίστη σε κάποιον θεό που πεθαί­νει και ανα­σταί­νε­ται. Σύμ­φω­να με τους μεξι­κα­νι­κούς θρύ­λους, ήταν ο προ­κο­λομ­βια­νός θεός Κετζαλ­κο­άτλ, ο οποί­ος σταυ­ρώ­θη­κε επά­νω σ’ έναν ξύλι­νο σταυ­ρό, εξαι­τί­ας της αγνω­μο­σύ­νης των ανθρώ­πων που ήρθε να σώσει. Ο Κετζαλ­κο­άτλ σταυ­ρώ­θη­κε πάνω σε ένα βου­νό εν μέσω δύο εγκλη­μα­τιών, τάφη­κε για τρεις ημέ­ρες και ανα­στή­θη­κε εκ νεκρών, υπο­σχό­με­νος ότι θα επι­στρέ­ψει ως νέος ήλιος σε μία δεύ­τε­ρη παρου­σία του επί της γης που θα σώσει ορι­στι­κά το γένος των ανθρώπων.

Ο εσταυ­ρω­μέ­νος προ­κο­λομ­βια­νός θεός των Αζτέ­κων Κετζαλ­κο­άτλ (Quetzalcoatl)

Στο έργο του «Το Αρχαίο Μεξι­κό», ο Κίν­γκ­σμπο­ρουγκ ανα­φέ­ρει πως οι αρχαί­οι κάτοι­κοι της χερ­σο­νή­σου Γιου­κα­τάν λάτρευαν κι έναν άλλο «σωτή­ρα», τον Μπα­κάμπ. Γεν­νη­μέ­νος από την άμω­μο παρ­θέ­να Τσι­ρι­μπί­ρας και μέλος κάποιας «αγί­ας τριά­δας», ο Μπα­κάμπ σταυ­ρώ­θη­κε επί­σης πάνω σε ξύλι­νο σταυ­ρό στε­φα­νω­μέ­νος με ένα ακάν­θι­νο στε­φά­νι. Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση, έμει­νε πεθα­μέ­νος για τρεις ημέ­ρες, ανα­στή­θη­κε και ανα­λή­φθη­κε στον ουρανό.

Οι Εβραί­οι τηρού­σαν ακό­μη μια γιορ­τή όπου κύρια πρό­σω­πα ήταν ο Μαρ­δο­χαί­ος και η Εσθήρ. Στα πρό­σω­πα αυτά μπο­ρούν να δια­κρι­θούν εύκο­λα οι βαβυ­λώ­νιοι θεοί Μαρ­ντούκ και Ιστάρ. Ο Μαρ­ντούκ ήταν, σύμ­φω­να με τους βαβυ­λω­νια­κούς θρύ­λους, ο δημιουρ­γός και σωτή­ρας του κόσμου. Αυτός θερά­πευε αρρώ­στους, αυτός ανέ­σται­νε νεκρούς, αυτός ήταν ο βασι­λιάς των βασι­λιά­δων. Οι λατρευ­τές του πίστευαν ότι πεθαί­νει κάθε χει­μώ­να και ανα­σταί­νε­ται κάθε άνοι­ξη. Τιμού­σαν το θάνα­τό του με πολυ­ή­με­ρο πέν­θος και στη συνέ­χεια ακο­λου­θού­σε ένα χαρ­μό­συ­νο γλέ­ντι ελέω της ανά­στα­σής του. Όπως οι χρι­στια­νοί καμα­ρώ­νουν για τον τάφο του Ιησού θυσιά­ζο­ντας αρνιά, έτσι και οι Βαβυ­λώ­νιοι καμά­ρω­ναν για τον τάφο του Μαρ­ντούκ θυσιά­ζο­ντας μοσχάρια.

«Ο θάνα­τος του Άδω­νι»: Πίνα­κας του Giuseppe Mazzuoli στο Μου­σείο Ερμι­τάζ (1709)

Ανά­λο­γη δημο­τι­κό­τη­τα απο­λάμ­βα­νε κατά την αρχαιό­τη­τα και η λατρεία του θεού των Φοι­νί­κων Άδω­νι, ο οποί­ος σκο­τώ­θη­κε από έναν κακό θεό μετα­μορ­φω­μέ­νο σε αγρό­χοι­ρο και ανα­σται­νό­ταν κάθε χρό­νο. Μητέ­ρα του ήταν η Μύρ­ρα (Μύριαμ) που ταυ­τί­στη­κε με το δέντρο της σμύρ­νας. Η λατρεία του γνώ­ρι­σε μεγά­λη διά­δο­ση στη Φοι­νί­κη και τη Συρία, απ’ όπου πέρα­σε στην Ιου­δαία. Μάλι­στα, οι λατρευ­τές του αυτο­μα­στι­γώ­νο­νταν και οργά­νω­ναν πέν­θι­μα δεί­πνα ενώ ήταν εκεί­νοι που φέρε­ται να είχαν ανα­κα­λύ­ψει τον Επι­τά­φιο, φτιά­χνο­ντας ξύλι­να αγάλ­μα­τα μέσα σε ένα είδος φερέ­τρου, περι­στοι­χι­σμέ­νου με φυτά, και φωνά­ζο­ντας κατά τη γιορ­τή της ανά­στα­σής του, «Άδω­νις Ανέ­στη»! Συνε­πώς όσοι εδώ και αιώ­νες ανταλ­λάσ­σουν το χαι­ρε­τι­σμό «Χρι­στός Ανέ­στη», δεν κάνουν τίπο­τε άλλο από το να ανα­βιώ­νουν το τελε­τουρ­γι­κό της λατρεί­ας του Άδωνι.

Εξί­σου δια­δε­δο­μέ­νη με τη λατρεία του Άδω­νι ήταν και εκεί­νη του θεού της Φρυ­γί­ας Άττι και της μητέ­ρας του, της «μεγα­λό­πρε­πης μητέ­ρας των θεών» Κυβέ­λης. Την ημέ­ρα της εαρι­νής ιση­με­ρί­ας, οι πιστοί σαβά­νω­ναν ένα κομ­μέ­νο δέντρο, το στό­λι­ζαν με στε­φά­νια από βιο­λέ­τες και το ταύ­τι­ζαν με το θεό Άττι. Άλλη μια περί­πτω­ση που παρα­πέ­μπει στο δικό μας Επι­τά­φιο. Αυτό γινό­ταν διό­τι σύμ­φω­να με το θρύ­λο, ο Άττις σε κάποια στιγ­μή ιερής μανί­ας απέ­κο­ψε με ένα μυτε­ρό καλά­μι τα γεν­νη­τι­κά του όργα­να και πέθα­νε από αιμορ­ρα­γία. Μετά τον αυτο­ευ­νου­χι­σμό του όμως ανα­στή­θη­κε και έγι­νε πάλι δεκτός από τη θεά. Αξί­ζει επί­σης να σημειω­θεί πως οι πιστοί του Άττι κοι­νω­νού­σαν με το σώμα και το αίμα του νεκρού θεού, ενώ στη συνέ­χεια λάμ­βα­ναν μέρος σε τελε­τουρ­γι­κά συμπό­σια που θυμί­ζουν τον «Μυστι­κό Δεί­πνο». Όλα αυτά συνέ­βαι­ναν αιώ­νες πριν την εμφά­νι­ση του χριστιανισμού.

Οι ιστο­ρι­κοί της προ­χρι­στια­νι­κής επο­χής περιέ­γρα­ψαν με κάθε λεπτο­μέ­ρεια και τη λατρεία της Αιγύ­πτιας θεάς Ίσι­δος και του αδελ­φού-συζύ­γου της, Όσι­ρι (του μετέ­πει­τα αντί­στοι­χου θεού των Ρωμαί­ων Σέρα­πι), μια λατρεία πολύ δια­δε­δο­μέ­νη στις παρα­λια­κές χώρες της Μεσο­γεί­ου, εκεί ακρι­βώς όπου έμελ­λε να δια­δο­θεί αργό­τε­ρα ο χρι­στια­νι­σμός. Οι Ρωμαί­οι παρί­στα­ναν συχνά τον Σέρα­πι με τον Γιού­πι­τερ ή το Δία και την Ίσι­δα με την Ήρα, τη Δήμη­τρα ή την Αφρο­δί­τη. Η ανά­στα­ση του Όσι­ρι από τον θεό του ήλιου Ρα γιορ­τα­ζό­ταν αιώ­νες πριν το χρι­στια­νι­σμό και οι Αιγύ­πτιοι πίστευαν ότι είχε τη δύνα­μη να ανα­σταί­νει τους νεκρούς. Τόσο οι Αιγύ­πτιοι όσο και οι Ρωμαί­οι διέ­θε­ταν ψαλ­μω­δί­ες που ανέ­φε­ραν το θεό τους ως «θανά­τω θάνα­τω πατή­σας, και εν τοις μνή­μα­σι ζωήν χαρισάμενος»!

(Αρι­στε­ρά) Προ­το­μή του θεού των Αιγυ­πτί­ων Όσι­ρι (Δεξιά) Προ­το­μή του θεού των Ρωμαί­ων Σέραπι

Περί­που χίλια χρό­νια πριν το χρι­στια­νι­σμό, οι Πέρ­σες και άλλοι λαοί λάτρευαν το Μίθρα ως θεό των φυτών και της γονι­μό­τη­τας. Ο Μίθρας ήταν γιος θεού και γεν­νή­θη­κε σε μια σπη­λιά, όπως συνέ­βη και με τον Ιησού, σύμ­φω­να με ένα από τα ευαγ­γέ­λια. Τον απο­κα­λού­σαν «βρα­χο­γέν­νη­το» ενώ «πέτρα» απο­κα­λού­σαν τόσο το Χρι­στό όσο και τον από­στο­λο Παύ­λο. Ο Μίθρας, ο οποί­ος περι­γρα­φό­ταν ποι­κι­λoτρό­πως ως «η Οδός», «η Αλή­θεια», «το Φως», «η Ζωή», «ο Λόγος», ο «Υιός του Θεού» και «ο Καλός Ποι­μέ­νας», έμει­νε θαμ­μέ­νος μετά το θάνα­τό του για τρεις ημέ­ρες και έπει­τα ανα­στή­θη­κε. Εντύ­πω­ση προ­κα­λεί το γεγο­νός ότι η μέρα λατρεί­ας του Μίθρα ήταν η Κυρια­κή, με τους πιστούς του να κάνουν τελε­τουρ­γι­κά δεί­πνα, τρώ­γο­ντας αγια­σμέ­νο ψωμί και πίνο­ντας κρα­σί. Οι Μιθραϊ­στές απει­κό­νι­ζαν το θεό τους ως σωτή­ρα του κόσμου, που με τη μεσο­λά­βη­σή του θα γινό­ταν κάπο­τε η ανά­στα­ση των νεκρών.

Από την άλλη μεριά, στην αρχαία Ελλά­δα κάθε άνοι­ξη γιόρ­τα­ζαν την ανά­στα­ση του θεού Διο­νύ­σου ή Βάκ­χου, ο οποί­ος σύμ­φω­να με το μύθο, γεν­νή­θη­κε από το μηρό του πατέ­ρα του, Δία. Οι ιερείς τεμά­χι­ζαν έναν ταύ­ρο, σύμ­βο­λο του Διο­νύ­σου, και οι λατρευ­τές του έτρω­γαν τα κομ­μά­τια του, μετα­λαμ­βά­νο­ντας με το αίμα και το σώμα του θεού. Η λεγό­με­νη «θεία μετά­λη­ψη» με το σώμα και το αίμα του Χρι­στού απο­τε­λεί στην ουσία μιαν επα­νά­λη­ψη της ίδιας ιερο­τε­λε­στί­ας που γινό­ταν και με τους άλλους προ­χρι­στια­νι­κούς θεούς που ανα­φέρ­θη­καν παραπάνω.

Ο εσταυ­ρω­μέ­νος Διό­νυ­σος (Ορφέ­ας) Βάκχος

Στο δίτο­μο έργο του με τίτλο «Ανα­κά­λυ­ψις», έργο από το οποίο επη­ρέ­α­στη­κε αργό­τε­ρα και ο σπου­δαί­ος αθεϊ­στής συγ­γρα­φέ­ας Κέρ­σεϊ Γκρέι­βς, ο Άγγλος ιστο­ρι­κός και αρχαιο­δί­φης Γκό­ντ­φρεϊ Χίγκινς έκα­νε λόγο για 16 συνο­λι­κά προ­χρι­στια­νι­κούς εσταυ­ρω­μέ­νους σωτή­ρες-θεούς, ανά­με­σα στους οποί­ους συγκα­τα­λέ­γο­νταν ο Αιγύ­πτιος Θού­λης, ο Ινδός Κρίσ­να, ο θεός των Κελ­τών Δρυ­ΐ­δων Ήσους, ο Θιβε­τια­νός Ίντρα, ο Βού­δας, ο Προ­μη­θέ­ας, καθώς και ο ανώ­τα­τος θεός του σκαν­δι­να­βο­γερ­μα­νι­κού παν­θέ­ου Όντιν, που σταυ­ρώ­θη­κε πάνω στο Δέν­δρο της Ζωής, Yggdrasil.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά λοι­πόν, όλες οι επι­νοη­μέ­νες ευαγ­γε­λι­κές περι­γρα­φές περί των υπο­τι­θέ­με­νων παθών του Ιησού δεν είναι άλλο παρά παραλ­λα­γές των αρχαί­ων θρύ­λων για θεούς που σκό­τω­ναν την άνοι­ξη, για κατα­δι­κα­σμέ­νους που τους έντυ­ναν σαν βασι­λιά­δες κι έπει­τα τους θυσί­α­ζαν για να συγ­χω­ρε­θούν από τους θεούς τα σφάλ­μα­τα και οι αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων. Ένα ανα­μά­ση­μα δηλα­δή αρχαιό­τε­ρων αφη­γή­σε­ων και τελε­τουρ­γι­κών, δανει­σμέ­νων από άλλες θρησκείες.

Όσο για το ερώ­τη­μα «για ποιο λόγο τόση μυθο­πλα­σία», ίσως η απά­ντη­ση να βρί­σκε­ται σ’ αυτό που έγρα­φε τον 4ο αιώ­να ο Γρη­γό­ριος ο Ναζιαν­ζη­νός στον άγιο Ιερώ­νυ­μο: «Εχου­με ανά­γκη από όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρους μύθους για να μπο­ρού­με να εντυ­πω­σιά­ζου­με τον όχλο. Όσο λιγό­τε­ρο κατα­λα­βαί­νει ο όχλος τόσο περισ­σό­τε­ρο ενθου­σια­σμό εκδη­λώ­νει…».

Πηγές:

«Πώς Γεν­νιού­νται, Ζουν και Πεθαί­νουν οι Θεοί και οι Θεές», Εμμα­νου­ήλ Για­ρο­σλάβ­σκι (Εκδ. Βερέττα)
«Μυθο­πλα­στία: Όλες οι θρη­σκεί­ες της οικου­μέ­νης», Κυριά­κος Σιμό­που­λος (Εκδ. Στάχυ)
«Επι­στή­μη και Θρη­σκεία», Ακα­δη­μία Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ — Ινστι­τού­το Ιστο­ρί­ας (Εκδ. Σύγ­χρο­νη Εποχή)
«Religions of the World», Gerald L. Berry (1956)
«Anacalypsis: An Attempt to Draw Aside the Veil of the Saitic Isis or an Inquiry into the Origin of Languages, Nations and Religions»
, Godfrey Higgins (1836)
«The World’s Sixteen Crucified Saviors», Kersey Graves (1875)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο