Επιμέλεια Κωνσταντίνος Δέδες //
Η λέξη «μουσική», στα αρχαία χρόνια, κυρίως στης παραδοσιακές κοινωνίες, ταυτιζόταν με τον χορό, την κίνηση και την ποίηση. Με λίγα λόγια, η μουσική και η ποίηση, εδώ και πάρα πολλά χρόνια βρισκόντουσαν στο ίδιο μονοπάτι και ακολουθούσαν κοινή πορεία. Σήμερα, μπορεί ο ρυθμός, οι κλίμακες της μουσικής να μη βασίζονται εξ ολοκλήρου στο ύφος της ποίησης και να μην καθορίζουν τη μουσική που θα πλαισιώσει τους στίχους όπως γινόταν στα αρχαία χρόνια, αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν εξακολουθούν να πορεύονται μαζί, χέρι-χέρι, παρά την εξέλιξη της μουσικής στο πέρασμα των χρόνων. Μέσα από μια σειρά μελοποιμένων ποιημάτων των Τάσου Λειβαδίτη, Κώστα Βάρναλη, , Μπ. Μπρεχτ και άλλων ποιητών, θα ακούσουμε τη σχέση που είχε και έχει αναπτυχθεί μεταξύ μουσικής και ποίησης.
Το πέρασμά σου-Κώστας Βάρναλης/Χειμερινοί Κολυμβητές
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ
που μας κρατάς και σε κρατούμε
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισε ήλιο ανθόν, οπώρα
κελαηδισμόν παθητικό
ολ’ η καρδιά μας, ολ’η χώρα.
Αχ! Τόσο λίγο να βαστάξει
Τουτ’η γιορτή κ’ η Πασκαλιά!
Εφυγες κ’ έχουμε ρημάξει
Ξανά και πάλ’ η Πασκαλιά
Γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
Δρόμοι παλιοί‑Μ. Αναγνωστάκης/Θεοδωράκης, Ζορμπαλά
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή.
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ.
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
‑Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός θε να την πιεί σ’ ένα ποτήρι.Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
— Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
— Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…
Ο πιο στερνός μ΄έναν αυλό με νανουρίζει.Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
— Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
— Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ‘ρθούνε, να βρουν συντροφιά.Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ‘ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μουΈχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνάΦέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιότροπα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιάΤο πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαιΑπ’ αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’αυτόν που τρώει,
τ’ αδειάζειΞέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ’ την πίκρα να μου σβήσειΕγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ’απαρατάν!Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ’τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιέςκαι το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρουΤη χαρά δε τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω από τον γκρεμό