Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Που ήταν- που είναι οι Ποιητές;;; Εγώ ήμουν και θα είμαι, Πάντα Εδώ!»

Γρά­φει η Ηλέ­κτρα Στρα­τω­νί­ου //

Παρά το γεγο­νός ότι από “θέση” είμαι ενά­ντια σ΄ αυτές τις υποκριτικές,
ντρο­πια­στι­κές παγκό­σμιες ημέ­ρες, που έχουν θεσπι­στεί για λόγους
απε­νο­χο­ποί­η­σης και κάλυ­ψης των εγκλη­μά­των Όλων των φονιάδων
απα­ντα­χού της γης, όλων αυτών που ευθύ­νο­νται για τους πολέ­μους, την φτώχεια,
τον ξερι­ζω­μό, την προ­σφυ­γιά εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, θέλω να ακουστεί
η φωνή μου για να μην ανα­ρω­τιού­νται κάποτε:
— Που ήταν- που είναι οι Ποιητές;;;
Εγώ ήμουν και θα είμαι, Πάντα Εδώ!

Η.Σ.— 20/6/2023 —-

ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ

Στη πρώ­τη ανά­σα σου μυρω­διά από αίμα,
μπα­ρού­τι, ξινι­σμέ­νο  γάλα, μου­χλια­σμέ­νο ψωμί.
Το πρώ­το σου άκου­σμα πολυ­βό­λου ριπή,
κραυ­γή αγω­νί­ας, σίδε­ρα και πέτρες,
ανά­με­σα στα παγω­μέ­να μπού­τια της μάνας σου!
Στο φλάς των ματιών σου ένας μαύ­ρος καπνός,
και πελά­γου αλμύρα,-καρχαρία σκιά -
και  λυγ­μός δελ­φι­νιού που ζητά­ει πατρίδα!
— Προ­σφυ­γά­κι μωρό!
Σα χρυ­σή σερ­πα­ντί­να ο ομφά­λιος λώρος σου,
μια κλω­στή ματω­μέ­νη μπερ­δε­μέ­νη στα φύκια
ένα κλά­μα αστα­μά­τη­το φωνά­ζει:  — Βοήθειαα !!…
Οι στε­ριές δεν σε θέλουν, τ’ άγρια βρά­χια ραγίζουν…
Κοραλ­λέ­νια στε­φά­νια — το κορ­μά­κι το άψυχο -
νεκρο­λού­λου­δα του βυθού σου στολίζουν!

……………………………………….

«Κι αχχχ …νάνι νάνι  νάνι  του ….
οι αγγέ­λοι  να΄ναι  πλάϊ του» ….
‑Καλόν  ύπνο μωρό μου !!!

ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ξέρω πως είναι να ζητάς πατρίδα.
Βάζεις σε «μπό­γο» κόκα­λα των προγόνων,
την ιστο­ρία της γενιάς σου, τ΄ αλφαβητάρι,
τρα­γού­δια και παρα­μύ­θια του τόπου σου
μια αγκα­λιά με χάδια των γονιών σου!

Ύστε­ρα, ξεχνάς επί­τη­δες στο συρτάρι
της ντου­λά­πας την ταυ­τό­τη­τα σου με
τ’ όνο­μα, αλλά­ζεις το Χασάν σε Γιάννη
και μετά γονα­τί­ζεις και κλαίς!…
Κλαίς το περι­βό­λι με τις πορτοκαλιές
που δεν θα φυτέ­ψεις, το πηγάδι
που δεν θα σκά­ψεις στην αυλή σου,
την κού­νια που ‘φτια­ξες στης μυγδαλιάς
τον κλώ­νο να παί­ζουν τα καλοκαίρια
γελώ­ντας χαρού­με­να τα παι­διά σου!
Φυλα­κί­ζεις όλα τα όνει­ρα στο μικρό
δωμά­τιο,  κλει­δώ­νεις και φεύγεις.

-Χασάν που έγι­νες Γιάν­νης μη κλαίς!…
Άκου­σε με, ξέρω καλά πως είναι
να ψάχνεις άλλη πατρί­δα κι αυτή
μόλις πατάς τα σύνο­ρά της να φωνάζει:
Άαλτ, ψηλά τα χέρια άαλτ…
Ακί­νη­τος, άαλτ!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο