Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πρεμιέρες ταινιών με μια γνωστή μεγάλη περσόνα

Μία αρκε­τά καλή εβδο­μά­δα υπό­σχο­νται οι περισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες που κάνουν πρε­μιέ­ρα από­ψε, αν και οι εται­ρεί­ες δια­νο­μής συνε­χί­ζουν να επι­μέ­νουν στην υπερ­προ­σφο­ρά τίτλων. Ξεχω­ρί­ζουν τα φιλμ «Για Πάντα Νέοι» της Βαλέ­ρια Μπρού­νι Τεντέ­σκι, με την Νάντια Τερερ­σκί­ε­βιτς, «Τοτέμ» της Μεξι­κά­νας Λίλα Αβι­λές, «Τα Μαθή­μα­τα της Μπλά­γκα» του Στέ­φαν Κομα­ντά­ρεφ και «Back to Black», μία βρε­τα­νι­κή βιο­γρα­φία για την Έιμι Γουάιν­χα­ουζ. Επί­σης, προ­βάλ­λο­νται το τερά­στιου ενδια­φέ­ρο­ντος ντο­κι­μα­ντέρ «Οι Ελευ­σί­νιοι» του Φίλιπ­που Κοτσά­φτη, η δια­φο­ρε­τι­κή όσο και δια­σκε­δα­στι­κή ται­νία τρό­μου «Στε­νές Επα­φές με τον Διά­βο­λο», η συνέ­χεια του γνω­στού φραν­τσάιζ «Ghostbusters: Η Αυτο­κρα­το­ρία του Πάγου» και το animation της εβδο­μά­δας «Ο Χορός των Φαντασμάτων».

Για Πάντα Νέοι

(“Les Amandiers”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Βαλέ­ρια Μπρού­νι Τεντέ­σκι, με τους Νάντια Τερε­σκί­ε­βιτς, Λουί Γκα­ρέλ, Σοφιάν Μπε­να­σέρ, Λένα Γκα­ρέλ, Σου­ζάν Λιντόν κα.

Η ζωή μιας ομά­δας νεα­ρών παι­διών, που έχουν όνει­ρο να γίνουν ηθο­ποιοί. Στη Γαλ­λία του ’80 και μέσα από τη δρα­μα­τι­κή σχο­λή Les Amandiers, που ίδρυ­σε ο Πατρίς Σερό, μία σπου­δαία προ­σω­πι­κό­τη­τα του θεά­τρου και του σινε­μά. Μια σχο­λή, στην οποία σπού­δα­σε η Βαλέ­ρια Μπρού­νι Τεντέ­σκι, για να γίνει μία αξιό­λο­γη και ιδιαί­τε­ρης ευαι­σθη­σί­ας ηθο­ποιός, μέχρι να εισβά­λει στον χώρο του σενα­ρί­ου και της σκη­νο­θε­σί­ας, όπου δια­κρί­νε­ται για την έμπνευ­σή της, αλλά και την έλλει­ψη αυτοσυγκράτησης.

Η Τεντέ­σκι θα περιο­ρί­σει την υπερ­βο­λή που τη δια­κρί­νει σε αυτή την αυτο­βιο­γρα­φι­κή της ται­νία, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τολ­μη­ρά και με ειλι­κρί­νεια, τις αγω­νί­ες των νέων ανθρώ­πων, που θα πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψουν τη νορ­μάλ ζωή, για να μπουν στην περι­πέ­τεια του θεά­τρου, αν και ορι­σμέ­νες φορές φαί­νε­ται να αγνο­εί επι­δει­κτι­κά την πραγ­μα­τι­κή ζωή εκεί έξω.

Με βασι­κό σκη­νι­κό τη δρα­μα­τι­κή σχο­λή του Σερό, το στό­ρι περι­γρά­φει τη ζωή της Στέλ­λας, η οποία θα εντα­χθεί σε αυτή. Μια πανέ­μορ­φη κοπέ­λα, σαν ανα­γεν­νη­σια­κός πίνα­κας, παθια­σμέ­νη, φιλό­δο­ξη και θαρ­ρα­λέα, που κρύ­βει όμως τη μεγα­λο­α­στι­κή κατα­γω­γή της. Εκεί θα συνα­ντή­σει τους νέους συμ­φοι­τη­τές της, που αντι­με­τω­πί­ζουν τα δικά τους προ­βλή­μα­τα και τις προ­κλή­σεις της τέχνης τους. Μαζί τους και ο Ετιέν, ο «Μάρ­λον Μπρά­ντο» της τάξης, μόνι­μα βλο­συ­ρός, που ξοδεύ­ει το ταλέ­ντο του στην ηρω­ί­νη. Η Στέλ­λα θα τον ερω­τευ­θεί, αλλά θα πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σει και το «θηρίο» Πατρίς Σερό, τον αυστη­ρό, δύστρο­πο, αλλά και ορα­μα­τι­στή δάσκα­λο, που έχει αδυ­να­μία στην κοκα­ΐ­νη και στα νεα­ρά αγό­ρια της σχολής.

Εξαι­ρε­τι­κή ανα­σύ­στα­ση της επο­χής, της τρέ­λας και του πνεύ­μα­τος ελευ­θε­ρί­ας που τη διέ­πει, είτε στη ζωή είτε στην τέχνη και φυσι­κά στον έρω­τα, που απει­λεί­ται από κάτι και­νούρ­γιο και ιδιαι­τέ­ρως απει­λη­τι­κό, το AIDS.

Δρα­μα­τι­κά μετρη­μέ­νη, η ται­νία έχει τις απο­λαυ­στι­κές και ξεκαρ­δι­στι­κές στιγ­μές της και φυσι­κά βγά­ζει συγκί­νη­ση, για την οικειό­τη­τά της και τη ζεστα­σιά της, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας ακό­μη και σε αυτούς που έχουν ξεχά­σει, τι θα πει νεό­τη­τα, άγνοια φόβου, την πεποί­θη­ση ότι μπο­ρείς να κατα­φέ­ρεις τα πάντα, να ζήσεις στα άκρα, τα όνει­ρα, το πάθος και τον έρωτα…

Ταυ­τό­χρο­να, η Τεντέ­σκι στή­νει μία ενδια­φέ­ρου­σα πινα­κο­θή­κη χαρα­κτή­ρων, που κινεί με ενέρ­γεια, γεμά­τη αισιο­δο­ξία και νεα­νι­κό ρυθ­μό, ζου­μά­ρο­ντας στα δρο­σε­ρά πρό­σω­πα του πολυ­πρό­σω­που καστ, του οποί­ου ηγεί­ται η Νάντια Τερε­σκί­ε­βιτς, που η γεμά­τη ζωντά­νια ερμη­νεία και η ομορ­φά­δα της, την καθι­στούν πλέ­ον ως μία από τις πιο καυ­τές ηθο­ποιούς της νεό­τε­ρης γενιάς.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1980 στο Παρί­σι, ένας θία­σος νεα­ρών ηθο­ποιών έχει μόλις κερ­δί­σει μια θέση στο Les Amandiers, μια επι­φα­νή θεα­τρι­κή σχο­λή όπου βρί­σκε­ται επι­κε­φα­λής ο Πατρίς Σερό. Ξεκι­νούν τη νέα τους ζωή και τα πρώ­τα βήμα­τα της καριέ­ρας τους. Στην πορεία θα απο­κτή­σουν γνώ­σεις, θα ανα­λά­βουν δρά­ση, θα αγα­πή­σουν, θα νιώ­σουν φόβο, και θα ζήσουν στα άκρα ‑μόνο που θα βιώ­σουν επί­σης και την πρώ­τη τους τρα­γι­κή εμπειρία.

Toτέμ

(“Totem”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, μεξι­κά­νι­κης και γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Λίλα Αβι­λές, με τους Ναΐ­μα Σεντί­ες, Μον­σε­ράτ Μαρα­νιόν, Μαρι­σόλ Γκα­σέ, Ματέο Γκαρ­σία κα.

Ανε­πι­τή­δευ­τη συγκί­νη­ση, σε ένα βαρύ δρά­μα, που ξεφεύ­γει, όμως, από τα καθιε­ρω­μέ­να, με την σκη­νο­θέ­τι­δα Λίλα Αβι­λές να στή­νει ένα αισθη­τι­κό πανη­γύ­ρι, όπου κυριαρ­χεί η ζωντά­νια, η ενέρ­γεια, το σαγη­νευ­τι­κό χάος της ζωής. Μέσα από την εξε­ρευ­νη­τι­κή ματιά της μικρής και αξια­γά­πη­της ηρω­ί­δας, μιας σωστής ζου­ζού­νας, που χώνε­ται σχε­δόν παντού, προ­σπα­θώ­ντας να κατα­λά­βει για­τί ο πολυα­γα­πη­μέ­νος της πατέ­ρας, μόλις τριά­ντα χρό­νων, πεθαί­νει, η κάμε­ρα της Αβι­λές φτιά­χνει ένα περί­τε­χνο, λαϊ­κής αισθη­τι­κής και απλό­τη­τας, μωσαϊ­κό χαρακτήρων.

Η ται­νία κέρ­δι­σε το Βρα­βείο Οικου­με­νι­κής Επι­τρο­πής στο τελευ­ταίο φεστι­βάλ του Βερο­λί­νου και έκα­νε μια θαυ­μα­στή πορεία σε πάνω από 20 φεστι­βάλ σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρί­ως κέρ­δι­σε την καρ­διά του κοι­νού, με το ειλι­κρι­νές συναί­σθη­μα που μετα­δί­δει, τα οικου­με­νι­κά μηνύ­μα­τα που μετα­φέ­ρει, αν και ίσως σε ορι­σμέ­να μεγά­λα τμή­μα­τα του υπε­ρα­να­πτυγ­μέ­νου κόσμου μοιά­ζουν παράταιρα.

Ένας τρια­ντά­χρο­νος, μετρά τις τελευ­ταί­ες μέρες της ζωής του, πλη­γω­μέ­νος ανε­πα­νόρ­θω­τα από έναν επι­θε­τι­κό και επώ­δυ­νο καρ­κί­νο στα κόκα­λα. Η μεγά­λη οικο­γέ­νειά του, αλλά και οι φίλοι του έχουν απο­φα­σί­σει, επί ευκαι­ρί­ας των γενε­θλί­ων του, να τον απο­χαι­ρε­τί­σουν με μια μεγά­λη γιορ­τή στο σπί­τι των γονιών του. Το σπί­τι, ανοί­γει για τις προ­ε­τοι­μα­σί­ες και πρώ­τη κατα­φτά­νει η μικρή του κόρη.

Μέσα από τα μάτια της, θα παρα­κο­λου­θή­σου­με τις προ­ε­τοι­μα­σί­ες, αλλά και τις μικρές καθη­με­ρι­νές ιστο­ρί­ες της οικο­γέ­νειας. Τις αδελ­φές του 30χρονου, που τσα­κώ­νο­νται, τον πατέ­ρα του που εκνευ­ρί­ζε­ται από την ακα­τα­στα­σία που επι­κρα­τεί, τη νοσο­κό­μα που φαί­νε­ται να σηκώ­νει τα χέρια από τον γενι­κό­τε­ρο χαμό που επι­κρα­τεί στο σπί­τι, ενώ σιγά σιγά κατα­φτά­νουν συγ­γε­νείς και φίλοι, συμ­φοι­τη­τές του ασθε­νούς από τη σχο­λή Καλών Τεχνών, όλοι έτοι­μοι να μοι­ρα­στούν τις ανα­μνή­σεις τους από τον μελλοθάνατο.

Με μία θαυ­μα­στή δεξιο­τε­χνία, η κάμε­ρα — ματιά της μικρής κόρης — εισβά­λει στο σπί­τι και μπαί­νει παντού, παρα­κο­λου­θώ­ντας με ιδιαι­τέ­ρως κοντι­νά πλά­να όλα τα πρό­σω­πα του δρά­μα­τος. Χωρίς καμία πέν­θι­μη διά­θε­ση, η κάμε­ρα μπαί­νει σαν ένα μαμού­νι, που δεν αφή­νει τίπο­τα ανε­νό­χλη­το σε ένα χαώ­δες σπι­τι­κό, όπου, η κου­ζί­να, τα σαλο­νά­κια, η αυλή, η τουα­λέ­τα, σφύ­ζει από ζωή, οι φωνα­σκί­ες και τα γέλια μπερ­δεύ­ο­νται με τους ψιθύ­ρους, εν αντι­θέ­σει με το επερ­χό­με­νο θανα­τι­κό, για έναν αξια­γά­πη­το άνθρω­πο. Εικό­νες νοσταλ­γι­κές, που έχουν μια θέρ­μη και θυμί­ζουν πολ­λά από την ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των δεκα­ε­τιών ’70 και ’80, όταν η εξω­στρέ­φεια συνέ­πλεε με τη συμπό­νια, τα σπί­τια ήταν ανοι­χτά, όπως και οι καρδιές.

Το εκτε­τα­μέ­νο τρά­βε­λινγκ της Αβι­λές, ειδι­κά μέσα στο σπί­τι, δημιουρ­γεί ένα αισθη­τι­κό παν­δαι­μό­νιο, με δεδο­μέ­νη και την ανα­κα­τω­σού­ρα που επι­κρα­τεί σε όλα τα δωμά­τια. Σε όλα; Όχι, για­τί υπάρ­χει και το υπνο­δω­μά­τιο του 30χρονου, στο οποίο επι­κρα­τεί νεκρι­κή σιω­πή. Για­τί εντέ­λει, η ζωή δεν μπο­ρεί να μπει σε κανό­νες, δεν ελέγ­χε­ται, ακό­μη και μέσω της απώ­λειας, που θα έπρε­πε να μας συν­θλί­ψει, θα μας δώσει ακό­μη μία ανά­σα να αντέ­ξου­με. Για­τί το μονα­δι­κό κατα­φύ­γιο στη ζωή είναι η αλη­θι­νή αγά­πη, όπως της μικρής κόρης που εύχε­ται «ο πατέ­ρας μου να μην πεθά­νει ποτέ» και αφού απε­λευ­θε­ρώ­σει τα δάκρια, θα μας λυτρώ­σει, κατα­λα­βαί­νο­ντας ότι του­λά­χι­στον αυτή βρή­κε το δικό της τοτέμ, την ψυχή του πατέ­ρα της.

Οι ηθο­ποιοί, αν και έχου­με μια συγκε­χυ­μέ­νη εικό­να των προ­σώ­πων τους, μετα­δί­δουν την αντί­φα­ση ενός πέν­θους και μιας γιορ­τής, λει­τουρ­γούν υπο­δειγ­μα­τι­κά, βγά­ζο­ντας όλον τον ρεα­λι­σμό ενός πολύ­βουου σπι­τιού. Υπάρ­χει όμως και η 7χρονη Νάι­μα Σαντί­ες, που κλέ­βει την παρά­στα­ση, με το αθώο και απο­ρη­μέ­νο βλέμ­μα της, την εκφρα­στι­κό­τη­τά της και φυσι­κά την πεποί­θη­σή της ότι θα συνε­χί­σει τη ζωή της έχο­ντας πάντα δίπλα της τον αγα­πη­μέ­νο πατέ­ρα της.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η επτά­χρο­νη Σολ περ­νά τη μέρα στο σπί­τι του παπ­πού της, βοη­θώ­ντας στις προ­ε­τοι­μα­σί­ες ενός πάρ­τι-έκπλη­ξη που διορ­γα­νώ­νε­ται για τον ετοι­μο­θά­να­το πατέ­ρα της.

Τα Μαθή­μα­τα της Μπλάγκα

(“Blaga’s Lessons”) Κοι­νω­νι­κό δρά­μα, βουλ­γά­ρι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Στέ­φαν Κομα­ντά­ρεφ, με τους Έλι Σκόρ­τσε­φα, Άσεν Μπλα­ντέ­τσκι, Γκε­ρα­σίμ Γκε­ορ­γκί­εφ κα.

Ο Στέ­φαν Κομα­ντά­ρεφ, κλεί­νο­ντας την τρι­λο­γία του για την ηθι­κή κατά­πτω­ση στην Βουλ­γα­ρία, η οποία ακο­λου­θεί πιστά, ίσως και πιο φανα­τι­κά από πολ­λές χώρες, κανό­νες και αρχές, που στέλ­νουν πλή­θος ανθρώ­πων στο περι­θώ­ριο, θα παρα­δώ­σει ένα συντα­ρα­κτι­κό κοι­νω­νι­κό δρά­μα, που θα το συν­δυά­σει έξο­χα με την εγκλη­μα­τι­κή φύση του ανθρώπου.

Βλέ­πο­ντας τη χώρα του, έπει­τα από την κατάρ­ρευ­ση του αυστη­ρού κομ­μου­νι­στι­κού καθε­στώ­τος, να ακο­λου­θεί με πρω­το­φα­νή ενθου­σια­σμό τον πιο ακραίο καπι­τα­λι­σμό — η Βουλ­γα­ρία έχα­σε την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σει τον λεγό­με­νο «ευρω­παϊ­κό καπι­τα­λι­σμό», με κοι­νω­νι­κή πρό­νοια και αν μη τι άλλο μιας συνε­χούς δια­πραγ­μά­τευ­σης με το μεγά­λο κεφά­λαιο — , ο Κομα­ντά­ρεφ θα ανα­δεί­ξει τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτών των πολι­τι­κών και τις επι­πτώ­σεις που έχουν επι­φέ­ρει στους οικο­νο­μι­κά ασθε­νέ­στε­ρους και φυσι­κά στους πιο ευά­λω­τους, τους ηλι­κιω­μέ­νους, που πλέ­ον θεω­ρού­νται σχε­δόν ένα βάρος που πρέ­πει να εξαλειφθεί.

Η εβδο­μη­ντά­χρο­νη Μπλά­γκα, συντα­ξιού­χος καθη­γή­τρια, έχει βυθι­στεί στο πέν­θος λόγω της πρό­σφα­της απώ­λειας του συζύ­γου της. Το ενδια­φέ­ρον της έχει πλέ­ον επι­κε­ντρω­θεί στο να προ­σφέ­ρει ένα περί­τε­χνο μνή­μα στον εκλι­πό­ντα και έχει αρχί­σει τα παζά­ρια, για να τον απο­κτή­σει. Όμως, όλα θα πάνε στρα­βά, όταν θα πέσει θύμα μίας τηλε­φω­νι­κής απά­της, χάνο­ντας όλες τις απο­τα­μιεύ­σεις της. Η αγο­ρά του τάφου, όπως τις λέει ο υπεύ­θυ­νος, ακο­λου­θεί τους νόμους της αγο­ράς και πλέ­ον φαί­νε­ται απί­θα­νο να τον απο­κτή­σει. Η Μπλά­γκα, θα ταπει­νω­θεί περαι­τέ­ρω όταν η αστυ­νο­μία της ζητά να πει την ιστο­ρία της σε ένα εκπαι­δευ­τι­κό σεμι­νά­ριο, σχε­τι­κά με τις τεχνι­κές που ακο­λου­θούν οι απα­τε­ώ­νες. Και όχι μόνο, καθώς την επο­μέ­νη θα δει το πρό­σω­πό της σε μία εφη­με­ρί­δα με ακό­μη έναν πιο υπο­τι­μη­τι­κό τίτλο γι’ αυτήν. Έτσι, μέσα στην απελ­πι­σία της και αφού της αρνή­θη­καν ένα μικρό δάνειο, έχο­ντας ενη­με­ρω­θεί από την αστυ­νο­μία για τη δρά­ση των απα­τε­ώ­νων, θα πάρει την από­φα­ση να περά­σει απέ­να­ντι και να αρχί­σει να συμ­με­τέ­χει σε παρα­νο­μί­ες, όπως αυτή που έπε­σε θύμα η ίδια.

Ο Κομα­ντά­ρεφ, περισ­σό­τε­ρο από μία ρεα­λι­στι­κή απο­τύ­πω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στην Βουλ­γα­ρία και ειδι­κά για την απα­ξί­ω­ση της ζωής των ηλι­κιω­μέ­νων — δεδο­μέ­νης και της σχε­τι­κής υπερ­βο­λής που ακο­λου­θεί την ιστο­ρία — θα σκια­γρα­φή­σει ζηλευ­τά έναν κινη­μα­το­γρα­φι­κό χαρα­κτή­ρα, μιας ασυμ­βί­βα­στης γυναί­κας, που δεν το βάζει κάτω. Αλλά πάνω απ’ όλα θα απο­τυ­πώ­σει δεξιο­τε­χνι­κά το κακό που φωλιά­ζει σε κάθε άνθρω­πο, αλλά και πώς αυτό απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ευκο­λό­τε­ρα από το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι, τις κυρί­αρ­χες λογι­κές και τις πολι­τι­κές επι­λο­γές, όπως το έχου­με δει στο έργο του σπου­δαί­ου ανα­τό­μου της ανθρώ­πι­νης φύσης Μίχα­ελ Χάνεκε.

Ταυ­τό­χρο­να, όμως, ο σκη­νο­θέ­της δια­τη­ρεί το σασπένς στα ύψη, όχι μόνο με τις μηχα­νορ­ρα­φί­ες ή την εγκλη­μα­τι­κή δρά­ση της Μπλά­γκα, αλλά και με το ερώ­τη­μα αν το κίνη­τρό της είναι η εκδί­κη­ση ή αν έχει γίνει πλέ­ον μέρος του εγκλήματος.

Η παλαί­μα­χη ηθο­ποιός Έλι Σκόρ­τσε­φα, που επι­στρέ­φει στη μεγά­λη οθό­νη έπει­τα από 30 χρό­νια, δεί­χνει μία γνή­σια ζωντά­νια, ως φορέ­ας της γνώ­σης και της ευαι­σθη­σί­ας, που στη σημε­ρι­νή επο­χή δεν εκτι­μά­ται, δημιουρ­γώ­ντας μία αλη­σμό­νη­τη περ­σό­να, κρα­τώ­ντας στις πλά­τες τις όλη την ται­νία, που κέρ­δι­σε το Μέγα Βρα­βείο στο φεστι­βάλ της Ρώμης, αλλά και τα βρα­βεία καλύ­τε­ρης ται­νί­ας και φυσι­κά ερμη­νεί­ας στο Κάρ­λο­βι Βάρι.

 ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η εβδο­μη­ντά­χρο­νη Μπλά­γκα, συντα­ξιού­χος καθη­γή­τρια, έχει βυθι­στεί στο πέν­θος λόγω της πρό­σφα­της απώ­λειας του συζύ­γου της. Όλη της η ύπαρ­ξη έχει πλέ­ον επι­κε­ντρω­θεί στο να προ­σφέ­ρει στον νεκρό ένα περί­τε­χνο μνή­μα, ώσπου μια τηλε­φω­νι­κή απά­τη θα της κλέ­ψει τις απο­τα­μιεύ­σεις. Απε­γνω­σμέ­νη, προ­κει­μέ­νου να πετύ­χει τον στό­χο της, θα περά­σει στην απέ­να­ντι όχθη: μεθο­δι­κά, γίνε­ται και η ίδια απατεώνας.

Back to Black

(“Back to Black”) Βιο­γρα­φι­κό μου­σι­κό δρά­μα, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Σαμ Τέι­λορ — Τζόν­σον, με τους Μαρί­σα Αμπέ­λα, Τζακ Ο’Κό­νελ, Λέσλι Μάν­βιλ, Έντι Μάρ­σαν, Τζού­λιετ Κόουαν κα.

Ο καται­γι­σμός βιο­γρα­φιών των τελευ­ταί­ων χρό­νων συνε­χί­ζε­ται αν και πολύ λίγες φορές δικαιώ­νουν τις προσ­δο­κί­ες. Η κινη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­γρα­φία της αδι­κο­χα­μέ­νης τρα­γου­δί­στριας, που έφτα­σε στην κορυ­φή από την πρώ­τη νεό­τη­τά της, ανα­με­νό­ταν εδώ και χρό­νια, αλλά οι όποιες προ­σπά­θειες τελι­κά ναυα­γού­σαν, παρά το αδιαμ­φι­σβή­τη­το ενδια­φέ­ρον για την Έιμι Γουάινχαουζ.

Τελι­κά, ο κλή­ρος έπε­σε στην Βρε­τα­νί­δα σκη­νο­θέ­τι­δα Σαμ Τέι­λορ — Τζόν­σον, του «Όλοι θέλουν λίγη αγά­πη» (βιο­γρα­φία για τον Τζον Λένον), έχο­ντας την εγγύ­η­ση του έμπει­ρου σενα­ριο­γρά­φου Ματ Γκρίν­χαλγκ, που υπο­γρά­φει το στόρι.

Η ιστο­ρία για την Γουάιν­χα­ουζ ξεκι­νά από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 2000, όταν ακό­μη η μετέ­πει­τα διά­ση­μη τρα­γου­δί­στρια, ήταν ένα ανή­συ­χο κορί­τσι που εμφα­νι­ζό­ταν ως μου­σι­κός και ερμη­νεύ­τρια της τζαζ στο βόρειο Λον­δί­νο. Η ανα­γνώ­ρι­ση για το κορί­τσι με τα εκφρα­στι­κά μάτια και το μεγά­λο στό­μα, θα έρθει άμε­σα και μέσα σε λίγα χρό­νια θα βρε­θεί στην κορυ­φή της μου­σι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, βρα­βευ­μέ­νη με Grammy για τρα­γού­δια όπως το «Rehab» και το «Back to Blac», απ’ όπου και ο τίτλος της ται­νί­ας. Μία νέα κοπέ­λα από ταπει­νή οικο­γέ­νεια, θα απο­κτή­σει απί­στευ­τη φήμη, ενώ η βιο­μη­χα­νία της μου­σι­κής καταρ­τί­ζει σχέ­δια για το μέλ­λον της, αδια­φο­ρώ­ντας για τον χαρα­κτή­ρα της, τα δικά της «θέλω» για τη μου­σι­κή, τους δαί­μο­νες που κουβαλά.

Το καλο­γραμ­μέ­νο σενά­ριο, που, ωστό­σο, απο­φεύ­γει τις κακο­το­πιές και τα βαθύ­τε­ρα αίτια μίας προ­δια­γε­γραμ­μέ­νης κατα­στρο­φής, συνα­ντά την καλ­λι­γρα­φι­κή σκη­νο­θε­σία της Σαμ Τέι­λορ — Τζόν­σον, η οποία μπο­ρεί να είναι μία ακό­μη θαυ­μά­στρια της Γουάιν­χα­ουζ, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί, για να παρα­δώ­σει μία πιο διεισ­δυ­τι­κή βιο­γρα­φία απ’ ότι η Wikipedia. Η συμ­βι­βα­στι­κή προ­σέγ­γι­ση της βασα­νι­σμέ­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας της τρα­γου­δί­στριας, με τον εθι­σμό της στο αλκο­όλ να έχει φτά­σει στο απρο­χώ­ρη­το, αλλά και οι σκο­τει­νές σχέ­σεις της με τις γιγα­ντιαί­ες εται­ρεί­ες, μένουν στο περι­θώ­ριο. Άλλω­στε, αυτές οι εται­ρεί­ες, μαζί με τους κλη­ρο­νό­μους, συναί­νε­σαν για την παρα­γω­γή της ται­νί­ας. Οι πρώ­τες παρα­χω­ρώ­ντας πολ­λές απ’ τις επι­τυ­χί­ες της Γουάιν­χα­ουζ, οι δεύ­τε­ροι εξα­σφα­λί­ζο­ντας ότι θα «προ­στα­τεύ­σουν» τη μνή­μη της.

Πάντως, πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι έχει γίνει καλή δου­λειά στην απει­κό­νι­ση των εμφα­νί­σε­ων και των ερμη­νειών, που έγι­ναν πει­στι­κά από την χαρι­σμα­τι­κή και ανερ­χό­με­νη πρω­τα­γω­νί­στρια Μαρί­σα Αμπέ­λα, ενώ οι Νικ Κέιβ και Γουό­ρεν Έλις επι­με­λού­νται τη μου­σι­κή επέν­δυ­ση της ταινίας.

Εν κατα­κλεί­δι, μία ακό­μη καλο­γυ­ρι­σμέ­νη, συμ­βα­τι­κή βιο­γρα­φία, που θα ικα­νο­ποι­ή­σει τους θαυ­μα­στές της Αγγλί­δας τρα­γου­δί­στριας, με τη ξεχω­ρι­στή «μαύ­ρη» φωνή, που δεν κατά­φε­ρε ποτέ να ωρι­μά­σει, αφού ο πρό­ω­ρος θάνα­τός της, από υπερ­βο­λι­κή δόση αλκο­όλ, θα κόψει από­το­μα το νήμα της καλ­λι­τε­χνι­κής της πορείας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το χρο­νι­κό της μου­σι­κής και προ­σω­πι­κής ζωής της Έιμι Γουάιν­χα­ουζ, το ταξί­δι από την εφη­βεία στην ενη­λι­κί­ω­ση και η δημιουρ­γία ενός από τα πιο επι­τυ­χη­μέ­να και θρυ­λι­κά μου­σι­κά άλμπουμ της επο­χής μας.

Ghostbusters: Η Αυτο­κρα­το­ρία του Πάγου

(“Ghostbusters: Frozen Empire”) Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Γκιλ Κέναν, με τους Πολ Ραντ, Κάρι Κουν, Μακέ­να Γκρέις, Φιν, Φιν Γούλφ­χαρντ, Έρνι Χάν­τσον, Νταν Ακρόιντ, Μπιλ Μάρεϊ κα.

Πράγ­μα­τι, η ται­νία έχει άμε­ση σχέ­ση με τον πάγο. Καθώς, για μια ακό­μη φορά, η ξανα­ζε­στα­μέ­νη σού­πα του δημο­φι­λούς φραν­τσάιζ, φαί­νε­ται ότι δεν έχει ξεπα­γώ­σει αρκε­τά, δια­τη­ρώ­ντας αρκε­τά κρύα σημεία, τόσο στο ανοι­κο­νό­μη­το σενά­ριο, όσο και στην αφη­γη­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, που θέλει να συν­δυά­σει την περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας με τη νοσταλ­γία μιας πετυ­χη­μέ­νης ψυχα­γω­γι­κής — αλλά τότε με ένα πνεύ­μα αναρ­χι­κής χαλα­ρό­τη­τας — ται­νί­ας του ’80, βάζο­ντας μία υπερ­βο­λι­κή δόση αυτο­α­να­φο­ρι­κό­τη­τας, που πλέ­ον κουράζει.

Ο Κέναν, παίρ­νο­ντας τη σκυ­τά­λη από τον Τζέι­σον Ράι­τμαν, γιο του αξέ­χα­στου Άιβαν Ράι­τμαν, που γύρι­σε την πρω­τό­τυ­πη ται­νία του 1984, θα προ­σπα­θή­σει να κάνει μία ται­νία φόρο τιμής στον δημιουρ­γό της, χάνο­ντας όμως την ευκαι­ρία να την ανα­νε­ώ­σει έστω και στοι­χειω­δώς, ενώ έχει εγκα­τα­λεί­ψει τη χαβα­λε­τζί­δι­κη ατμό­σφαι­ρά της, παίρ­νο­ντας ιδιαι­τέ­ρως στα σοβα­ρά τα συναι­σθη­μα­τι­κά δια­κυ­βεύ­μα­τα και τον ρόλο του συνε­χι­στή ενός δημο­φι­λούς φραντσάιζ.

Η οικο­γέ­νεια Σπέν­γκλερ επι­στρέ­φει εκεί που ξεκί­νη­σαν όλα ‑στον χαρα­κτη­ρι­στι­κό πυρο­σβε­στι­κό σταθ­μό της Νέας Υόρ­κης — για να συνερ­γα­στεί με τους αυθε­ντι­κούς Ghostbusters, που έχουν δημιουρ­γή­σει ένα άκρως απόρ­ρη­το εργα­στή­ριο ώστε να «απο­γειώ­σουν» την επι­χεί­ρη­ση κυνη­γιού φαντα­σμά­των. Όταν όμως βρί­σκουν ένα αρχαίο αντι­κεί­με­νο που απε­λευ­θε­ρώ­νει δια­βο­λι­κή δύνα­μη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνερ­γά­ζο­νται για να προ­στα­τέ­ψουν την πόλη τους και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύ­τε­ρη Επο­χή Παγετώνων.

Ο αρχι­κά νωθρός ρυθ­μός της ται­νί­ας επι­τα­χύ­νει άτσα­λα, ενώ η προ­σπά­θεια να τιμη­θεί η πρω­τό­τυ­πη ται­νία και συγ­χρό­νως να δέσει με τη σημε­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεί­χνει όχι και τόσο πετυ­χη­μέ­νη. Μπο­ρεί, επί­σης, η σύγ­χρο­νη τεχνο­λο­γία, τα ειδι­κά εφέ να έχουν βελ­τιω­θεί εντυ­πω­σια­κά, αλλά αυτό δεν αρκεί όταν το σενά­ριο λαχα­νιά­ζει από νωρίς.

Από τους ενα­πο­μεί­να­ντες αστέ­ρες του 1984, ο Μπιλ Μάρεϊ, αρκεί­ται σε ορι­σμέ­να μπλα­ζέ αστεία, ως Βέκ­μαν, ο Νταν Ακρόιντ χάνε­ται σε μία αδιευ­κρί­νι­στη επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία, ως Σταντζ, ο Έρνι Χάν­τσον, παρα­μέ­νει η φωνή της λογι­κής και ο πιο ζωντα­νός χαρα­κτή­ρας, η Άνι Ποτς, επι­στρέ­φει ως η σαρ­κα­στι­κή Τζα­νίν, ενώ φυσι­κά η έλλει­ψη του Ρικ Μορά­νις είναι εμφα­νής. Από τους και­νούρ­γιους, μόνο η Κάρι Κουν δια­σώ­ζε­ται, καθώς τα υπό­λοι­πα μέλη του καστ δεί­χνουν και αυτοί μπερ­δε­μέ­νοι με τα «φαντά­σμα­τα» του παρελθόντος.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ένα αρχαίο αντι­κεί­με­νο απε­λευ­θε­ρώ­νει μια δια­βο­λι­κή δύνα­μη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνερ­γά­ζο­νται για να προ­στα­τέ­ψουν την πόλη της Νέας Υόρ­κης και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύ­τε­ρη Επο­χή του Πάγου.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Οι Ελευ­σί­νιοι

Ελλη­νι­κό ντο­κι­μα­ντέρ, ως συνέ­χεια του εξαι­ρε­τι­κού «Αγέ­λα­στος Πέτρα» που είχε γυρί­σει ο Φίλιπ­πος Κου­τσα­φτής πριν 23 χρό­νια και είχε δώσει άλλη διά­στα­ση στο είδος. Ο Έλλη­νας σκη­νο­θέ­της, επι­στρέ­φει στον ιστο­ρι­κό τόπο, με τον ίδιο να είναι πλέ­ον ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του και τους «Ελευ­σί­νιους» να είναι οι πρωταγωνιστές.

Ξεκι­νώ­ντας με πλά­να από το μακρι­νό 1988, θα δια­τρέ­ξει την ιστο­ρία της πόλης, μέσα από τα μάτια και τις διη­γή­σεις των κατοί­κων της, ως μια σύγ­χρο­νη τρα­γω­δία, για έναν τόπο που συνε­χί­ζει να ανα­με­τρά­ται με τον μύθο του.

Έχο­ντας το χάρι­σμα της αφή­γη­σης, αλλά και την εγκαρ­διό­τη­τα για τους ανθρώ­πους, ο Κοτσα­φτής θα συγ­χρο­νί­σει το βλέμ­μα του με αυτό των Ελευ­σί­νιων, θα ξανα­συ­να­ντή­σει παλιούς γνώ­ρι­μους και φίλους, θα βρε­θεί με τους νεό­τε­ρους και θα αφου­γκρα­στεί τις ιστο­ρί­ες και τις ανη­συ­χί­ες τους, με αφορ­μή και την ανά­δει­ξη της Ελευ­σί­νας σε πολι­τι­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα της Ευρώπης.

Στε­νές Επα­φές με τον Διάβολο

(“Late Night with the Devil”) Κάτι, επι­τέ­λους, δια­φο­ρε­τι­κό, ξεχω­ρι­στό και αρκού­ντως ενδια­φέ­ρον, για την τερά­στια γκά­μα των ται­νιών τρό­μου, από την Αυστρα­λία και τους αδελ­φούς Κόλιν και Κάμε­ρον Κερνς. Έξυ­πνη, κυνι­κή και ορι­σμέ­νες φορές δια­βο­λι­κά αστεία, η ται­νία των αδελ­φών Κερνς προ­σφέ­ρει έναν συν­δυα­σμό τρό­μου και σάτι­ρας για την τηλε­ό­ρα­ση και τους ανθρώ­πους που θέλουν πάση θυσία την επι­τυ­χία, ακό­μη και αν πρέ­πει να που­λή­σουν την ψυχή τους στο διάβολο.

Στις 31 Οκτω­βρί­ου του 1977 ο τηλε­ο­πτι­κός παρου­σια­στής Τζακ Ντελ­ρόι με το μετα­μο­σύ­νυ­χτιό του talk show «Night Owls» προ­σπα­θεί να ανε­βά­σει τα ποσο­στά της εκπο­μπής του, που έχουν πέσει κατα­κό­ρυ­φα. Απελ­πι­σμέ­νος και απο­φα­σι­σμέ­νος να ανα­τρέ­ψει την άσχη­μη πορεία του, ο Τζακ σχε­διά­ζει μια ξεχω­ρι­στή εκπο­μπή για το Halloween, χωρίς να γνω­ρί­ζει ότι πρό­κει­ται να εξα­πο­λύ­σει το κακό σε πολ­λά σαλό­νια της χώρας.

Οι αδελ­φοί Κερς, που έχουν υπο­γρά­ψει και το σενά­ριο, αφη­γού­νται μία ιστο­ρία που εκτυ­λίσ­σε­ται σχε­δόν σε πραγ­μα­τι­κό χρό­νο, εξα­πο­λύ­ο­ντας μία δια­σκε­δα­στι­κή, εθι­στι­κή και άκρως τρο­μα­χτι­κή υπό­θε­ση, που θα ικα­νο­ποι­ή­σει ακό­μη και τους αμύ­η­τους στο horror. Πρω­τα­γω­νι­στούν οι Ντέι­βιντ Ντα­στμάλ­κιαν, Λόρα Γκόρ­ντον, Φέι­σαλ Μπά­τσι, κα.

Ο Χορός των Φαντασμάτων

(“The Canterville Ghost”) Παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, βασι­σμέ­νη στην ιστο­ρία «Το Φάντα­σμα του Κάντερ­βιλ» του Όσκαρ Γουάιλντ. Ένα καλο­δε­χού­με­νο animation, για την αλη­θι­νή φιλία, με μυστή­ριο και γέλιο, σε σκη­νο­θε­σία Κιμ Μπέρ­ντον και Ρόμπερτ Τσά­ντλερ, που προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελληνικά.

Στις αρχές του 20ου αιώ­να, μια αμε­ρι­κα­νι­κή οικο­γέ­νεια μετα­κο­μί­ζει στο νέο αρχο­ντι­κό της, στην επαρ­χία της Αγγλί­ας. Μόνο που δεν υπο­λό­γι­ζαν στον… μόνι­μο κάτοι­κο του σπι­τιού, το φάντα­σμα του σερ Σάι­μον. Ο σερ Σάι­μον σου­λα­τσά­ρει εκεί γύρω για πάνω από 300 χρό­νια, όμως, τα βρί­σκει σκού­ρα, όταν απο­φα­σί­ζει να τρο­μά­ξει τους νέους ένοικους…

(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο