Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πόσες γλώσσες υπάρχουν στον κόσμο;

Το αντι­κεί­με­νο έρευ­νας της γλωσ­σο­λο­γί­ας είναι η ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα, ιδιαί­τε­ρα η έκτα­ση και τα όρια της δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας στις γλώσ­σες του κόσμου. Θα μπο­ρού­σε κανείς να υπο­θέ­σει, επο­μέ­νως, ότι οι γλωσ­σο­λό­γοι θα είχαν μια σαφή και εύλο­γα ακρι­βή αντί­λη­ψη για το πόσες γλώσ­σες υπάρ­χουν. Απο­δει­κνύ­ε­ται, ωστό­σο, ότι τέτοιος συγκε­κρι­μέ­νος αριθ­μός — ή του­λά­χι­στον, κανέ­νας τέτοιος αριθ­μός που να έχει κάποιο καθε­στώς ως επι­στη­μο­νι­κό εύρη­μα της σύγ­χρο­νης γλωσ­σο­λο­γί­ας δεν υφίσταται.

Ο λόγος αυτής της έλλει­ψης δεν είναι (απλώς) ότι μέρη του κόσμου, όπως η ορει­νή Νέα Γουι­νέα ή τα δάση του Αμα­ζο­νί­ου δεν έχουν διε­ρευ­νη­θεί με αρκε­τή λεπτο­μέ­ρεια για να εξα­κρι­βω­θεί η ποι­κι­λία των ανθρώ­πων που ζουν εκεί. Μάλ­λον, το πρό­βλη­μα είναι ότι η ίδια η έννοια της απα­ρίθ­μη­σης γλωσ­σών είναι πολύ πιο περί­πλο­κη από ό,τι φαί­νε­ται. Υπάρ­χει μια σει­ρά από συνε­κτι­κές (αλλά αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κές) απα­ντή­σεις που οι γλωσ­σο­λό­γοι θα μπο­ρού­σαν να δώσουν σε αυτή την φαι­νο­με­νι­κά απλή ερώτηση.

Πολλοί περισσότερες από όσες νομίζατε!

Όταν οι άνθρω­ποι ρωτού­νται πόσες γλώσ­σες πιστεύ­ουν ότι υπάρ­χουν στον κόσμο, οι απα­ντή­σεις ποι­κίλ­λουν αρκε­τά. Μια τυχαία δειγ­μα­το­λη­ψία Νεο­ϋ­ορ­κέ­ζων, για παρά­δειγ­μα, οδή­γη­σε σε απα­ντή­σεις όπως «μάλ­λον αρκε­τές εκα­το­ντά­δες». Ωστό­σο, όπως και να επι­λέ­ξου­με να τα μετρή­σου­με, αυτό το νού­με­ρο δεν είναι κοντά στο πραγματικό.

Όταν εξε­τά­ζου­με τα έργα ανα­φο­ράς, βρί­σκου­με εκτι­μή­σεις που έχουν κλι­μα­κω­θεί με την πάρο­δο του χρόνου.
Η έκδο­ση του 1911 (11η) της Britannica, για παρά­δειγ­μα, υπο­νο­εί έναν αριθ­μό κάπου γύρω στα 1.000, που αυξά­νε­ται στα­θε­ρά κατά τη διάρ­κεια του εικο­στού αιώ­να. Αυτό δεν οφεί­λε­ται στην αύξη­ση του αριθ­μού των γλωσ­σών, αλλά στην αυξη­μέ­νη κατα­νό­η­σή μας για το πόσες γλώσ­σες ομι­λού­νται πραγ­μα­τι­κά σε περιο­χές που προη­γου­μέ­νως δεν είχαν περι­γρα­φεί καθόλου.

Πολύ πρω­το­πο­ρια­κό έργο στην τεκ­μη­ρί­ω­ση των γλωσ­σών του κόσμου έχει γίνει από ιερα­πο­στο­λι­κούς οργα­νι­σμούς (όπως το Summer Institute of Linguistics, γνω­στό τώρα ως SIL International) “Το 25% των ανθρώ­πων στον κόσμο μένουν εκτός λόγω γλωσ­σι­κών φραγμών”_ “ 2 δισε­κα­τομ­μύ­ρια δεν μπο­ρούν να δια­βά­σουν στη γλώσ­σα τους. ”.

Ο πιο εκτε­νής κατά­λο­γος των γλωσ­σών του κόσμου, που γενι­κά θεω­ρεί­ται εξί­σου έγκυ­ρος με όλους, είναι αυτός της Ethnologue (εκδ. SIL International), του οποί­ου η λεπτο­με­ρής ταξι­νο­μη­μέ­νη λίστα από το 2009 περιε­λάμ­βα­νε 6.909 δια­φο­ρε­τι­κές γλώσσες.

Γνω­ρί­ζα­τε ότι (οι περισ­σό­τε­ρες)
γλώσ­σες ανή­κουν σε μια οικογένεια;

Μια οικο­γέ­νεια είναι μια ομά­δα γλωσ­σών που μπο­ρεί να απο­δει­χθεί ότι σχε­τί­ζο­νται γενε­τι­κά μετα­ξύ τους. Οι πιο γνω­στές γλώσ­σες είναι αυτές της ινδο­ευ­ρω­παϊ­κής οικο­γέ­νειας, στην οποία ανή­κουν τα αγγλι­κά. Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη πόσο ευρέ­ως είναι κατα­νε­μη­μέ­νες γεω­γρα­φι­κά οι ινδο­ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες και την επιρ­ροή τους στις παγκό­σμιες υπο­θέ­σεις, θα μπο­ρού­σε κανείς να υπο­θέ­σει ότι ένα μεγά­λο % των γλωσ­σών του κόσμου ανή­κουν σε αυτήν την οικο­γέ­νεια. Αυτό, ωστό­σο, δεν ισχύ­ει: υπάρ­χουν περί­που 200 ινδο­ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες, αλλά ακό­μη και αν αγνο­ή­σου­με τις πολ­λές περι­πτώ­σεις στις οποί­ες η γενε­τι­κή συσχέ­τι­ση μιας γλώσ­σας δεν μπο­ρεί να προσ­διο­ρι­στεί με σαφή­νεια, υπάρ­χουν αναμ­φί­βο­λα περισ­σό­τε­ρες οικο­γέ­νειες (περί­που 250) από ό,τι στην ινδοευρωπαϊκή.

Οι γλώσ­σες δεν είναι καθό­λου ομοιό­μορ­φα κατα­νε­μη­μέ­νες στον κόσμο. Όπως ορι­σμέ­να μέρη είναι πιο δια­φο­ρε­τι­κά από άλλα όσον αφο­ρά τα είδη φυτών και ζώων, το ίδιο ισχύ­ει και για την κατα­νο­μή των γλωσσών.
Από τις 6.909 του Ethnologue, για παρά­δειγ­μα, μόνο 230 ομι­λού­νται στην Ευρώ­πη, ενώ 2.197 στην Ασία.

Μια περιο­χή με ιδιαί­τε­ρα υψη­λή γλωσ­σι­κή ποι­κι­λο­μορ­φία είναι η Παπούα-Νέα Γουι­νέα, όπου υπο­λο­γί­ζε­ται ότι υπάρ­χουν 832 γλώσ­σες που ομι­λού­νται από περί­που 3,9 εκα­τομ­μύ­ρια. Αυτό κάνει τον μέσο αριθ­μό ομι­λη­τών γύρω στους 4.500, πιθα­νώς τον χαμη­λό­τε­ρο από οποια­δή­πο­τε άλλη περιο­χή του κόσμου. Αυτές οι γλώσ­σες ανή­κουν σε 40 έως 50 δια­φο­ρε­τι­κές οικο­γέ­νειες. Φυσι­κά, ο αριθ­μός των οικο­γε­νειών μπο­ρεί να αλλά­ξει, αλλά αυτά τα στοι­χεία δεν είναι 100% άστοχα.

Δεν βρί­σκου­με γλωσ­σι­κή πολυ­μορ­φία μόνο σε “αλλό­κο­τους” τόπους. Αιώ­νες γαλ­λι­κής αποι­κιο­κρα­τί­ας προ­σπά­θη­σαν να κάνουν αυτή τη χώρα γλωσ­σι­κά ομοιό­μορ­φη, αλλά (ακό­μα και αγνο­ώ­ντας τη Breton _βρετονική, μια κελ­τι­κή γλώσ­σα, την Allemannisch, τη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα που ομι­λεί­ται στην Αλσα­τία και τη βασκι­κή), το Ethnologue δεί­χνει του­λά­χι­στον δέκα δια­φο­ρε­τι­κές ρομα­νι­κές γλώσ­σες που ομι­λού­νται στη Γαλ­λία, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Picard, Gascon, Provençal και πολ­λών άλλων εκτός από τα “γαλ­λι­κά”.

Η πολυ­γλωσ­σία στη Βόρεια Αμε­ρι­κή συνή­θως συζη­τεί­ται (εκτός από το καθε­στώς των Γαλ­λι­κών στον Κανα­δά) όσον αφο­ρά τα αγγλι­κά ένα­ντι των ισπα­νι­κών ή τις γλώσ­σες των πλη­θυ­σμών μετα­να­στών όπως τα Καντο­νέ­ζι­κα ή τα Χμερ, αλλά πρέ­πει να θυμό­μα­στε ότι η Αμε­ρι­κή ήταν μια περιο­χή με πολ­λές γλώσ­σες πολύ πριν φτά­σουν οι σύγ­χρο­νοι Ευρω­παί­οι ή Ασιά­τες. Σε περιό­δους πριν από την επα­φή αυτή, πάνω από 300 γλώσ­σες μιλιό­νταν στη Βόρεια Αμε­ρι­κή. Από αυτές, περί­που οι μισές έχουν “πεθά­νει” εντε­λώς. Το μόνο που γνω­ρί­ζου­με γι’ αυτές είναι πως προ­έρ­χε­ται από πρώ­ι­μες λίστες λέξε­ων ή περιο­ρι­σμέ­νες γραμ­μα­τι­κές και εγγρα­φές κει­μέ­νων. Πάντως περί­που 165 από τις αυτό­χθο­νες γλώσ­σες της Βόρειας Αμε­ρι­κής ομι­λού­νται του­λά­χι­στον σε κάποιο βαθ­μό σήμερα.

Μόλις ξεπε­ρά­σου­με τις κύριες γλώσ­σες της οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής κυριαρ­χί­ας, όπως τα αγγλι­κά, τα κινέ­ζι­κα, τα ισπα­νι­κά, κα. καθώς και μερι­κές ακό­μη που μιλιού­νται από εκα­τομ­μύ­ρια, όπου κι αν κοι­τά­ξου­με στον κόσμο βρί­σκου­με έναν τερά­στιο αριθ­μό άλλων, που ανή­κουν σε πολ­λές γενε­τι­κά δια­κρι­τές οικο­γέ­νειες. Όποιος κι αν είναι όμως ο βαθ­μός αυτής της ποι­κι­λο­μορ­φί­ας (και θα συζη­τή­σου­με παρα­κά­τω το πρό­βλη­μα του τρό­που ποσο­τι­κο­ποί­η­σής της +%), ένα πράγ­μα είναι αρκε­τά βέβαιο ότι ένα εκπλη­κτι­κό ποσο­στό των γλωσ­σών του κόσμου στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εξα­φα­νί­ζε­ται —ακό­μα και όσο μιλάμε.

Λιγότερες από τον προηγούμενο μήνα

Όποια και αν είναι η γλωσ­σι­κή ποι­κι­λο­μορ­φία του κόσμου επί του παρό­ντος, αυτή μειώ­νε­ται στα­θε­ρά, καθώς οι τοπι­κές μορ­φές ομι­λί­ας ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο μετα­τρέ­πο­νται σε “ημι­θα­νείς”, μπρο­στά στην επέ­λα­ση γλωσ­σών του κυρί­αρ­χου παγκό­σμιου πολι­τι­σμού. Όταν μια γλώσ­σα παύ­ει να μαθαί­νε­ται από μικρά παι­διά, οι μέρες της είναι ξεκά­θα­ρα μετρη­μέ­νες και μπο­ρού­με να προ­βλέ­ψου­με με βεβαιό­τη­τα ότι δεν θα επι­βιώ­σει μετά τον θάνα­το των σημε­ρι­νών φυσι­κών ομιλητών.

Η κατά­στα­ση στη Βόρεια Αμε­ρι­κή είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή. Από περί­που 165 αυτό­χθο­νες γλώσ­σες, μόνο οκτώ ομι­λού­νται από έως και 10.000 ανθρώ­πους. Περί­που 75 μόνο από μια χού­φτα ηλι­κιω­μέ­νων και μπο­ρεί να υπο­τε­θεί ότι βρί­σκο­νται στο δρό­μο προς την εξα­φά­νι­ση. Ενώ μπο­ρεί να πιστεύ­ου­με ότι αυτό είναι ένα ασυ­νή­θι­στο γεγο­νός για τη Βόρεια Αμε­ρι­κή, λόγω της συντρι­πτι­κής πίε­σης της ευρω­παϊ­κής εγκα­τά­στα­σης τα τελευ­ταία 500 χρό­νια, είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κοντά στον κανόνα.

Σχε­δόν ένα τέταρ­το των γλωσ­σών του κόσμου έχουν λιγό­τε­ρους από χίλιους ομι­λη­τές και οι γλωσ­σο­λό­γοι συμ­φω­νούν γενι­κά στην εκτί­μη­ση ότι η εξα­φά­νι­ση εντός του επό­με­νου αιώ­να του­λά­χι­στον 3.000 από τις 6.909 γλώσ­σες που ανα­φέ­ρο­νται από το Ethnologue _σχεδόν οι μισές, είναι δεδο­μέ­νη υπό τις παρού­σες συν­θή­κες. Η απει­λή της εξα­φά­νι­σης επη­ρε­ά­ζει επο­μέ­νως ένα πολύ μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό των γλωσ­σών του κόσμου από τα βιο­λο­γι­κά του είδη.

Τι συμβαίνει όταν μια γλώσσα “πεθαίνει”;

Κάποιοι θα έλε­γαν ότι ο θάνα­τος μιας γλώσ­σας είναι πολύ λιγό­τε­ρο ανη­συ­χη­τι­κός από εκεί­νον ενός είδους. Τελι­κά, δεν υπάρ­χουν περι­πτώ­σεις γλωσ­σών που πέθα­ναν και ξανα­γεν­νή­θη­καν, όπως τα εβραϊ­κά; Και σε κάθε περί­πτω­ση, όταν μια ομά­δα εγκα­τα­λεί­πει τη μητρι­κή της γλώσ­σα, είναι γενι­κά για μια άλλη που είναι πιο συμ­φέ­ρου­σα από οικο­νο­μι­κή άπο­ψη γι ‘αυτήν; για­τί να αμφι­σβη­τή­σου­με τη “σοφία” αυτής της επιλογής;
Αλλά η περί­πτω­ση της εβραϊ­κής είναι αρκε­τά παρα­πλα­νη­τι­κή, αφού η γλώσ­σα ποτέ δεν εγκα­τα­λεί­φθη­κε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ακό­μη και όταν δεν ήταν πλέ­ον η κύρια γλώσ­σα του λαού. Στο διά­στη­μα αυτό παρέ­μει­νε αντι­κεί­με­νο έντο­νης μελέ­της και ανά­λυ­σης από μελε­τη­τές. Και υπάρ­χουν ελά­χι­στες, αν και καθό­λου, συγκρί­σι­μες περι­πτώ­σεις που υπο­στη­ρί­ζουν την ιδέα ότι ο γλωσ­σι­κός θάνα­τος είναι αναστρέψιμος.

Το οικο­νο­μι­κό επι­χεί­ρη­μα δεν παρέ­χει πραγ­μα­τι­κά λόγο για τους ομι­λη­τές μιας «μικρής» και ίσως άγρα­φης γλώσ­σας να εγκα­τα­λεί­ψουν αυτή τη γλώσ­σα απλώς και μόνο επει­δή πρέ­πει επί­σης να μάθουν μια ευρέ­ως χρη­σι­μο­ποιού­με­νη γλώσ­σα όπως τα αγγλι­κά ή τα κινέ­ζι­κα “μαν­δα­ρί­νι­κα”. Όπου δεν υπάρ­χει καμία κυρί­αρ­χη τοπι­κή γλώσ­σα και ομά­δες με δια­φο­ρε­τι­κές γλωσ­σι­κές κλη­ρο­νο­μιές έρχο­νται σε τακτι­κή επα­φή μετα­ξύ τους, η πολυ­γλωσ­σία είναι μια απο­λύ­τως φυσι­κή κατάσταση.

Όταν μια γλώσ­σα πεθαί­νει, ένας κόσμος πεθαί­νει μαζί της, με την έννοια ότι η σύν­δε­ση μιας κοι­νό­τη­τας με το παρελ­θόν της, οι παρα­δό­σεις της και η βάση της συγκε­κρι­μέ­νης γνώ­σης συνή­θως χάνο­νται καθώς εγκα­τα­λεί­πε­ται το όχη­μα που συν­δέ­ει τους ανθρώ­πους με αυτή τη γνώ­ση. Ωστό­σο, αυτό δεν είναι απα­ραί­τη­το βήμα για να γίνουν συμ­με­τέ­χο­ντες σε μια ευρύ­τε­ρη οικο­νο­μι­κή ή πολι­τι­κή τάξη πραγμάτων.

Για περισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τα ζητή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με τον κίν­δυ­νο της γλώσ­σας, ανα­τρέξ­τε στις Συνή­θεις Ερω­τή­σεις “Τι είναι μια γλώσ­σα που απει­λεί­ται με εξα­φά­νι­ση;

Μετρήστε τις σημαίες!

Σε αυτό το σημείο, έχου­με υπο­θέ­σει ότι ξέρου­με πώς να μετρά­με τις γλώσ­σες του κόσμου. Μπο­ρεί να φαί­νε­ται ότι οποια­δή­πο­τε ενα­πο­μεί­να­σα ανα­κρί­βεια είναι παρό­μοια με ό,τι θα μπο­ρού­σα­με να βρού­με σε οποια­δή­πο­τε άλλη απο­γρα­φή: ίσως μερι­κές από τις γλώσ­σες δεν ήταν στο σπί­τι όταν καλού­σε ο μετρη­τής Ethnologue, ή ίσως μερι­κές από αυτές έχουν παρό­μοια ονό­μα­τα που καθι­στούν δύσκο­λο να γνω­ρί­ζου­με πότε έχου­με να κάνου­με με μια γλώσ­σα και πότε με πολ­λές. Aλλά αυτά είναι προ­βλή­μα­τα που θα μπο­ρού­σαν να λυθούν κατ’ αρχήν, και η ασά­φεια των αριθ­μών μας θα πρέ­πει επο­μέ­νως να είναι αρκε­τά μικρή. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυτό που κάνει τις γλώσ­σες δια­φο­ρε­τι­κές μετα­ξύ τους απο­δει­κνύ­ε­ται ότι είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο κοινωνικο_πολιτικό ζήτη­μα παρά γλωσ­σι­κό, και οι περισ­σό­τε­ροι από τους αριθ­μούς που ανα­φέ­ρο­νται είναι θέμα­τα γνώ­μης _άποψης και όχι επιστήμης.

Ο Max Weinreich συνή­θι­ζε να λέει ότι “γλώσ­σα είναι μια διά­λε­κτος με στρα­τό και ναυ­τι­κό”. Μιλού­σε για το καθε­στώς των Γίντις, που από και­ρό θεω­ρού­νταν “διά­λε­κτος” επει­δή δεν ταυ­τι­ζό­ταν με καμία πολι­τι­κά σημα­ντι­κή οντό­τη­τα. Η διά­κρι­ση εξα­κο­λου­θεί να είναι συχνά υπο­νο­ού­με­νη στη συζή­τη­ση για τις ευρω­παϊ­κές “γλώσ­σες” ένα­ντι των αφρι­κα­νι­κών “δια­λέ­κτων”. Αυτό που μετρά­ει ως γλώσ­σα και όχι ως “απλή” διά­λε­κτος τυπι­κά περι­λαμ­βά­νει ζητή­μα­τα κρα­τι­σμού, οικο­νο­μί­ας, λογο­τε­χνι­κών παρα­δό­σε­ων και συστη­μά­των γρα­φής, και κυρί­ως παγί­δες εξου­σί­ας, εξου­σί­ας και πολι­τι­σμού — με τις καθα­ρά γλωσ­σι­κές εκτι­μή­σεις να παί­ζουν λιγό­τε­ρο σημα­ντι­κό ρόλο.

Για παρά­δειγ­μα, οι κινε­ζι­κές “διά­λε­κτοι” όπως η Καντο­νέ­ζι­κη, η Χάκα, της Σαγκά­ης κ.λπ. είναι εξί­σου δια­φο­ρε­τι­κές μετα­ξύ τους (και από την κυρί­αρ­χη μαν­δα­ρι­νι­κή γλώσ­σα) με τις ρομα­νι­κές όπως τα γαλ­λι­κά, ισπα­νι­κά, ιτα­λι­κά και ρου­μα­νι­κά. Δεν είναι αμοι­βαία κατα­νοη­τές, αλλά το καθε­στώς τους πηγά­ζει από τη σύν­δε­σή τους με ένα ενιαίο έθνος και ένα κοι­νό σύστη­μα γρα­φής, καθώς και από τη ρητή κυβερ­νη­τι­κή πολιτική.

Αντί­θε­τα, τα Χίντι και τα Ουρ­ντού είναι ουσια­στι­κά το ίδιο σύστη­μα (ανα­φέ­ρο­νταν σε παλαιό­τε­ρες επο­χές ως “Χιντου­στά­νι”), αλλά συν­δέ­ο­νται με δια­φο­ρε­τι­κές χώρες (Ινδία και Πακι­στάν), δια­φο­ρε­τι­κά συστή­μα­τα γρα­φής και δια­φο­ρε­τι­κούς θρη­σκευ­τι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς. Αν και οι ποι­κι­λί­ες που χρη­σι­μο­ποιού­νται στην Ινδία και το Πακι­στάν από καλά μορ­φω­μέ­νους ομι­λη­τές είναι κάπως πιο ευδιά­κρι­τες από τις τοπι­κές δημό­σιες γλώσ­σες, οι δια­φο­ρές εξα­κο­λου­θούν να είναι ελά­χι­στες — πολύ λιγό­τε­ρο σημα­ντι­κές από εκεί­νες που δια­χω­ρί­ζουν για παρά­δειγ­μα, τα Μαν­δα­ρι­νι­κά (ομά­δα Σινι­τι­κών δια­λέ­κτων που ομι­λού­νται εγγε­νώς στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της βόρειας και νοτιο­δυ­τι­κής Κίνας) από το τα καντο­νέ­ζι­κα (του κινε­ζι­κού _σινιτικού κλά­δου των σινο-θηβε­τια­νών γλωσ­σών που προ­έρ­χε­ται από την πόλη Guangzhou ‑ιστο­ρι­κά γνω­στή ως Canton _Καντώνα και το δέλ­τα του ποτα­μού Pearl.

Ακραίο παρά­δειγ­μα του φαι­νο­μέ­νου, η γλώσ­σα που ήταν παλαιό­τε­ρα γνω­στή ως Σερ­βο-Κρο­α­τι­κή, που ομι­λού­νταν σε μεγά­λο μέρος της επι­κρά­τειας της πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βί­ας και γενι­κά θεω­ρού­νταν μια ενιαία γλώσ­σα με δια­φο­ρε­τι­κές τοπι­κές δια­λέ­κτους και συστή­μα­τα γρα­φής. Εντός αυτής της επι­κρά­τειας, οι Σέρ­βοι (οι οποί­οι είναι σε μεγά­λο βαθ­μό Ορθό­δο­ξοι) χρη­σι­μο­ποιούν κυριλ­λι­κό αλφά­βη­το, ενώ οι Κρο­ά­τες (σε μεγά­λο βαθ­μό Ρωμαιο­κα­θο­λι­κοί) χρη­σι­μο­ποιούν το λατι­νι­κό. Μέσα σε μια περί­ο­δο μόλις λίγων ετών μετά τη διά­λυ­ση της Γιου­γκο­σλα­βί­ας ως πολι­τι­κής οντό­τη­τας, είχαν εμφα­νι­στεί του­λά­χι­στον τρεις νέες γλώσ­σες (σερ­βι­κά, κρο­α­τι­κά και βοσ­νια­κά), αν και τα πραγ­μα­τι­κά γλωσ­σι­κά δεδο­μέ­να δεν είχαν αλλάξει.

Τι είναι η λεγό­με­νη mutual intelligibility αμοι­βαία κατα­νό­η­ση και μπο­ρεί να μας βοη­θή­σει να ανα­γνω­ρί­σου­με δια­φο­ρε­τι­κές γλώσσες;

Αυτή η κοι­νή κατα­νοη­τό­τη­τα είναι σχέ­ση μετα­ξύ γλωσ­σών ή δια­λέ­κτων στην οποία ομι­λη­τές δια­φο­ρε­τι­κών αλλά συγ­γε­νών ποι­κι­λιών μπο­ρούν εύκο­λα να κατα­λά­βουν ο ένας τον άλλο χωρίς προη­γού­με­νη εξοι­κεί­ω­ση ή ιδιαί­τε­ρη προ­σπά­θεια. Μερι­κές φορές χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως σημα­ντι­κό κρι­τή­ριο για τη διά­κρι­ση των γλωσ­σών από τις δια­λέ­κτους, αν και συχνά χρη­σι­μο­ποιού­νται και κοι­νω­νιο­γλωσ­σι­κοί παρά­γο­ντες. Μια κοι­νή άπο­ψη για το πότε έχου­με να κάνου­με με δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες, σε αντί­θε­ση με δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές της ίδιας γλώσ­σας, είναι ακρι­βώς αυτό το κρι­τή­ριο: εάν οι ομι­λη­τές Α μπο­ρούν να κατα­νο­ή­σουν τους ομι­λη­τές Β χωρίς δυσκο­λία, Α και Β πρέ­πει να είναι την ίδια γλώσ­σα. Αλλά αυτή η έννοια απο­τυγ­χά­νει στην πρά­ξη να χωρί­σει τον κόσμο σε σαφώς δια­κρι­τές γλωσ­σι­κές μονάδες.

Σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις, οι ομι­λη­τές Α μπο­ρούν να κατα­νο­ή­σουν τους Β, αλλά όχι το αντί­στρο­φο, ή του­λά­χι­στον οι ομι­λη­τές Β θα επι­μεί­νουν ότι δεν μπο­ρούν. Οι Βούλ­γα­ροι, για παρά­δειγ­μα, θεω­ρούν τη μακε­δο­νι­κή διά­λε­κτο της βουλ­γα­ρι­κής, αλλά οι Μακε­δό­νες επι­μέ­νουν ότι είναι μια ξεχω­ρι­στή γλώσ­σα. Όταν ο πρό­ε­δρος της πΓΔΜ Γκλι­γκό­ροφ επι­σκέ­φθη­κε τον Πρό­ε­δρο της Βουλ­γα­ρί­ας Ζέλεφ το 1995, έφε­ρε διερ­μη­νέα, αν και ο Ζέλεφ ισχυ­ρί­στη­κε ότι μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει όλα όσα είπε ο Γκλιγκόροφ.

Κάπως λιγό­τε­ρο (πχ.), το Kalabari και το Nembe είναι δύο γλωσ­σι­κές ποι­κι­λί­ες που ομι­λού­νται στη Νιγη­ρία. Οι Nembe ισχυ­ρί­ζο­νται ότι μπο­ρούν να κατα­νο­ή­σουν τους Kalabari χωρίς δυσκο­λία, αλλά οι μάλ­λον πιο ευη­με­ρού­ντες Kalabari θεω­ρούν τους Nembe ως φτω­χά ξαδέρ­φια της χώρας των οποί­ων η ομι­λία είναι ακατάληπτη.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο το κρι­τή­ριο της αμοι­βαί­ας κατα­νοη­τό­τη­τας απο­τυγ­χά­νει να μας πει πόσες ξεχω­ρι­στές γλώσ­σες υπάρ­χουν στον κόσμο είναι η ύπαρ­ξη δια­λε­κτι­κής συνέ­χειας. Για παρά­δειγ­μα, ας υπο­θέ­σου­με ότι θα ξεκι­νού­σα­τε από το Βερο­λί­νο και θα περ­πα­τού­σα­τε μέχρι το Άμστερ­νταμ, δια­νύ­ο­ντας περί­που δέκα μίλια κάθε μέρα. Μπο­ρεί­τε να είστε σίγου­ροι ότι τα άτο­μα που παρεί­χαν το πρω­ι­νό σας κάθε πρωί θα μπο­ρού­σαν να κατα­λά­βουν (και να γίνουν κατα­νοη­τοί από) τα άτο­μα που τους σέρ­βι­ραν το δεί­πνο εκεί­νο το βρά­δυ. Ωστό­σο, οι γερ­μα­νό­φω­νοι στην αρχή του ταξι­διού σας και οι ολλαν­δό­φω­νοι στο τέλος του θα είχαν πολύ μεγα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα και σίγου­ρα θα θεω­ρούν ότι μιλούν δύο πολύ δια­φο­ρε­τι­κές (αν σχε­τι­ζό­με­νες) γλώσσες.

Σε ορι­σμέ­να μέρη του κόσμου, όπως η Δυτι­κή Έρη­μος στην Αυστρα­λία, μια τέτοια συνέ­χεια μπο­ρεί να εκτεί­νε­ται πάνω από χίλια μίλια, με τους ομι­λη­τές σε κάθε τοπι­κή περιο­χή να μπο­ρούν να κατα­λα­βαί­νουν ο ένας τον άλλον, ενώ τα άκρα του συνε­χούς δεν είναι σαφώς αμοι­βαία κατα­νοη­τά στο όλα. Πόσες γλώσ­σες αντι­προ­σω­πεύ­ο­νται σε μια τέτοια περίπτωση;

Σχε­τί­ζε­ται με αυτό το γεγο­νός ότι ανα­φε­ρό­μα­στε στη γλώσ­σα, ας πού­με, του Chaucer (1.400 _σσ. Άγγλος συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής, φιλό­σο­φος και διπλω­μά­της, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός για το έργο του οι Ιστο­ρί­ες του Κάντερ­μπε­ρυ), του Shakespeare (1.600), του Thomas Jefferson (1.800) κλπ. ως “αγγλι­κά”, αλλά σίγου­ρα αυτά δεν είναι όλα αμοι­βαία κατα­νοη­τά. Ο Σαίξ­πηρ μπο­ρεί να μπο­ρού­σε, με κάποια δυσκο­λία, να συνο­μι­λή­σει με τον Chaucer ή με τον Τζέ­φερ­σον, αλλά ο Τζέ­φερ­σον θα χρεια­ζό­ταν διερ­μη­νέα για τον Τσό­σερ. Οι γλώσ­σες αλλά­ζουν στα­δια­κά με την πάρο­δο του χρό­νου, δια­τη­ρώ­ντας την κατα­λη­πτό­τη­τα μόνο στις γει­το­νι­κές γενιές.

Η έννοια της δια­φο­ρο­ποί­η­σης μετα­ξύ των γλωσ­σών, λοι­πόν, είναι πολύ πιο δύσκο­λο να επι­λυ­θεί από ό,τι φαί­νε­ται εκ πρώ­της όψε­ως. Οι πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές εκτι­μή­σεις υπε­ρι­σχύ­ουν της καθα­ρά γλωσ­σι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, και το κρι­τή­ριο της αμοι­βαί­ας κατα­νοη­τό­τη­τας είναι τελι­κά ανεπαρκές.

Πηγή  ___Συνε­χί­ζε­ται

Ποια γλώσ­σα είναι η πιο αρχαία;

Σύμ­φω­να με πρό­σφα­τη ανάρ­τη­ση του scientificamerican στη γη υπάρ­χουν πάνω από 7.100 γλώσ­σες, με  το 40% από αυτές κιν­δυ­νεύ­ουν με εξα­φά­νι­ση (δλδ ότι οι πλη­θυ­σμοί που τις μιλά­νε μειώ­νο­νται) _κάποιες  τις χρη­σι­μο­ποιούν λιγό­τε­ρα από χίλια άτο­μα, ενώ, παρα­πά­νω από τους μισούς κατοί­κους του πλα­νή­τη μιλά­νε μόλις τις 23 ευρύ­τα­τα δια­δε­δο­μέ­νες γλώσσες.

Οι ομιλούμενες και μη γλώσσες είναι μία ιστορία ανθρώπινης επικοινωνίας. Για το λόγο αυτό στο ερώτημα για το ποια γλώσσα είναι η αρχαιότερη δεν είναι εύκολο να δοθεί μία ολοκληρωμένη απάντηση. 

Για παρά­δειγ­μα, οι γλωσ­σο­λό­γοι στην προ­σπά­θειά τους να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν τις πήλι­νες πλα­κέ­τες ή για να μελε­τή­σουν την εξέ­λι­ξη των ζωντα­νών γλωσ­σών, ανα­γκα­στι­κά, ξεπερ­νούν τα στε­νά πλαί­σια της γλωσ­σο­λο­γί­ας. Το συναρ­πα­στι­κό είναι ότι κατά την διάρ­κεια της απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης της άγνω­στης γλώσ­σας απο­κα­λύ­πτο­νται μυστι­κά των αρχαί­ων πολι­τι­σμών και ξεκι­νούν νέες έντο­νες συζη­τή­σεις μετα­ξύ των επιστημόνων.

Σύμ­φω­να με τους επι­στή­μο­νες, η μελέ­τη των αρχαί­ων ή σύγ­χρο­νων γλωσ­σών παί­ζει καθο­ρι­στι­κό ρόλο στην κατα­νό­η­ση του παρελ­θό­ντος: βοη­θά­ει να κατα­γρά­ψου­με τους δρό­μους της μετα­νά­στευ­σης των λαών και τις ιστο­ρι­κές επα­φές δια­φο­ρε­τι­κών πολιτισμών.

Μία γλώσ­σα έχει πολ­λές εκφρά­σεις: η ομι­λία, η γρα­φή, η γλώσ­σα των χει­ρο­νο­μιών, η κάθε γλώσ­σα έχει τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της. Οι επι­στή­μο­νες χρη­σι­μο­ποιούν δια­φο­ρε­τι­κούς μεθό­δους για να προσ­διο­ρί­σουν την ηλι­κία μιας γλώσ­σας και την κατα­γω­γή της. Λόγου χάρη, όταν έχει εντο­πι­στεί η χρο­νι­κή περί­ο­δος κατά την οποία οι δύο διά­λε­κτοι της ίδιας γλώσ­σας αρχί­ζουν να αυτο­νο­μού­νται και να απο­μα­κρύ­νο­νται η μία από την άλλη, τότε μιλά­με για την στιγ­μή της γέν­νη­ση μιας και­νούρ­γιας γλώσ­σας. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα είναι τα Αγγλι­κά και τα Γερ­μα­νι­κά που προ­έρ­χο­νται από τα Πρωτογερμανικά.

Δεν μπο­ρού­με να πού­με με ακρί­βεια ποια γλώσ­σα τελι­κά είναι η πιο αρχαία. Μερί­δα επι­στη­μό­νων θεώ­ρει ότι όλες οι γλώσ­σες προ­έρ­χο­νται από μία αρχι­κή παναν­θρώ­πι­νη “πρω­τό­γλωσ­σα”. Αν είναι έτσι, τότε όλες οι γλώσ­σες, κατά κάποιον τρό­πο, έχουν μία πηγή. Η σκέ­ψη αυτή μένει σαν υπό­θε­ση και είναι πολύ δύσκο­λο να τεκμηριωθεί.

Από τα πιο αρχαία δείγ­μα­τα γρα­φής, σύμ­φω­να με τους επι­στή­μο­νες, είναι η λεγό­με­νη σφη­νοει­δής γρα­φή στους πολι­τι­σμούς των Σου­με­ρί­ων και Ακκά­δων (το λιγό­τε­ρο πριν 4.600 χρό­νια) και ιερο­γλυ­φι­κά των Αιγυ­πτί­ων (περί­που την ίδια περί­ο­δο, ενώ η Κρη­τι­κή ιερο­γλυ­φι­κή και η γραμ­μι­κή Α εμφα­νί­ζο­νται από τα μέσα της 3ης χιλιε­τί­ας π.Χ.).

Μερί­δα επι­στη­μό­νων της παγκό­σμιας κοι­νό­τη­τας των γλωσ­σο­λό­γων προ­τεί­νει να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως η πιο αρχαία εκεί­νη η γλώσ­σα πού πρώ­τη από­κτη­σε γρα­φή.

Στα μέσα της 3ης χιλιε­τί­ας π.Χ. φαί­νε­ται πως τοπο­θε­τού­νται οι κρη­τι­κές συλ­λα­βι­κές γρα­φές, οι ανα­φε­ρό­με­νες έως τώρα ως Μινω­ι­κές γρα­φές, δηλα­δή 500 χρό­νια πριν από την καθιε­ρω­μέ­νη άπο­ψη, η οποία τις τοπο­θε­τού­σε στο 1900 πΧ. Έτσι λοι­πόν, οι γρα­φές αυτές χρο­νο­λο­γού­νται παράλ­λη­λα με τη γρα­φή στην κοι­λά­δα του Ινδού ποτα­μού περί το 2400 πΧ, ενώ τα Αιγυ­πτια­κά Ιερο­γλυ­φι­κά τοπο­θε­τού­νται περί­που στο 3000 πΧ.

Γλώσσα λόγος γραφή – Το τρίπτυχο της ανθρώπινης δόξας

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο