Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς ο «μικρούλης και πεισματάρης» Κωνσταντίνος έγινε Μέγας και άγιος

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Κων­στα­ντί­νος (< λατ. Constantinus < επίθ. constans) είναι ο στα­θε­ρός, επί­μο­νος, πει­σμα­τά­ρης, ταυ­τό­χρο­να δε και διαρ­κής — όχι εφή­με­ρος. Το χαρα­κτη­ρι­σμό «Κον­στάνς» τον έδι­ναν στους αυτο­κρά­το­ρες, κατά τους χρό­νους που ο αυτο­κρα­το­ρι­κός θρό­νος της Ρώμης ήταν εξαι­ρε­τι­κά αστα­θής, αφού οι πραι­το­ρια­νοί έφτα­ναν μέχρι του σημεί­ου να που­λούν το θρό­νο σε δημο­πρα­σία, όπως ακρι­βώς συνέ­βη με τον Δίδιο Ιουλιανό.

Πρώ­τος ο Ευτρό­πιος έδω­σε στο παι­δί του, μελ­λο­ντι­κό αυτο­κρά­το­ρα, το όνο­μα Κων­στά­ντιους (επίρ­ρη­μα ανά­λο­γο με το «διαρ­κώς — συνε­χώς»). Εμει­νε γνω­στός ως Κων­στά­ντιος Χλω­ρός χάρη στους βυζα­ντι­νούς ιστο­ρι­κούς που εξελ­λή­νι­σαν το όνο­μα και έδω­σαν και το προ­σω­νύ­μιο «Χλω­ρός», δηλα­δή «Ο Χλω­μός», λόγω του χλο­μού του προ­σώ­που. Ο Κων­στά­ντιος Χλω­ρός, το παι­δί του (από την παλ­λα­κί­δα Ελέ­νη) το ονό­μα­σε Κων­στα­ντί­νον (δηλα­δή μικρού­λη, πει­σμα­τά­ρη). Αργό­τε­ρα, ο «μικρού­λης» Κων­στα­ντί­νος ανα­δεί­χθη­κε Μέγας και συνέ­χι­σε την πατρι­κή παρά­δο­ση, δίνο­ντας στα παι­διά του τα ονό­μα­τα: «Κων­στα­ντί­νος — Κων­στά­ντιος και Κών­στανς, που εκφρά­ζουν όλα μαζί τη διάρ­κεια, τη στα­θε­ρό­τη­τα και την πίστη. Εκτο­τε αυτό το όνο­μα έφε­ραν 13 αυτο­κρά­το­ρες του Βυζαντίου.

Στο ενερ­γη­τι­κό των στρα­τιω­τι­κών του ανδρα­γα­θιών ο Κων­στα­ντί­νος έχει νικη­φό­ρους πολέ­μους και λεη­λα­σί­ες. Για την κατά­κτη­ση της μονο­κρα­το­ρί­ας προ­κα­λεί πολύ­νε­κρους εμφύ­λιους πολέ­μους και εξο­ντώ­νει τους νόμι­μους κλη­ρο­νό­μους του στέμ­μα­τος. Ο φόβος της κοι­νω­νι­κής ανα­τα­ρα­χής εξαι­τί­ας της παι­δο­κτο­νί­ας και της συζυ­γο­κτο­νί­ας τον ανά­γκα­σε να κατα­φύ­γει στα θρη­σκευ­τι­κά ιερα­τεία για άφε­ση αμαρ­τιών. Ο νεο­πλα­τω­νι­κός φιλό­σο­φος Σώπα­τρος, στον οποίο ο Κων­στα­ντί­νος κατέ­φυ­γε ζητώ­ντας συμ­βου­λές, του απά­ντη­σε: κανέ­νας καθαρ­μός δεν είναι αρκε­τός για τέτοια ανο­μή­μα­τα. Το ίδιο του απά­ντη­σαν και οι ειδω­λο­λά­τρες ιερείς: Δεν υπάρ­χει τρό­πος καθαρ­μού για τέτοια δυσ­σε­βή­μα­τα. Εξορ­γι­σμέ­νος ο Κων­στα­ντί­νος διέ­τα­ξε την εκτέ­λε­ση του Σώπα­τρου με την κατη­γο­ρία ότι με τις μαγι­κές του παρεμ­βά­σεις στα­μά­τη­σε τους νοτιά­δες και εμπό­δι­σε τα αιγυ­πτια­κά σιτο­κά­ρα­βα να φτά­σουν στην πρω­τεύ­ου­σα. Οι χρι­στια­νοί ιερείς προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν να δώσουν άφε­ση αμαρ­τιών αν βαπτι­στεί: «… και βαπτί­σμα­τι υπέ­σχο­ντο πάσης αυτόν αμαρ­τί­ας καθαίρειν».

Τμήματα ενός γιγαντιαίου αγάλματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον λόφο Καπιτωλίου στη Ρώμη

Τμή­μα­τα ενός γιγα­ντιαί­ου αγάλ­μα­τος του Μεγά­λου Κων­στα­ντί­νου στον λόφο Καπι­τω­λί­ου στη Ρώμη

Η μεταστροφή του…

Η χρι­στια­νι­κή παρά­δο­ση παρου­σιά­ζει τον Κων­στα­ντί­νο ως κρυ­πτο­χρι­στια­νό και λέει ότι παρα­μο­νή της μάχης έξω από τη Ρώμη έγι­νε η μετα­στρο­φή του, με αφορ­μή ένα (υπο­τι­θέ­με­νο) θεό­πεμ­πτο όρα­μα (δια­δε­δο­μέ­νο τέχνα­σμα για τη διά­δο­ση των θρη­σκειών): Παρα­μο­νή μάχης είδε ένα σταυ­ρό σχη­μα­τι­ζό­με­νο από τα γράμ­μα­τα Χ και Ρ που πλαι­σιω­νό­ταν από την επι­γρα­φή «(Εν) τού­τω νίκα». Η απά­ντη­ση των ιστο­ρι­κών είναι ότι η μετα­στρο­φή του είναι ψέμα. Για πολι­τι­κούς λόγους έδει­χνε συμπά­θεια στους χριστιανούς.

Οι χρι­στια­νοί είναι μειο­ψη­φία μέσα στην αυτο­κρα­το­ρία. Ειδι­κά στην ύπαι­θρο ήταν πάρα πολύ λίγοι και μόνο στις πόλεις η νέα θρη­σκεία είχε οπα­δούς. Είχαν όμως γερή οργά­νω­ση και πίστευαν στην ιδε­ο­λο­γία τους με φανα­τι­σμό που τους έκα­νε να μη λογα­ριά­ζουν τα βασα­νι­στή­ρια, τα άγρια θηρία, τη φωτιά, την κρε­μά­λα και τον απο­κε­φα­λι­σμό. Το θάρ­ρος, ο φανα­τι­σμός και η πίστη τους προ­κά­λε­σαν το θαυ­μα­σμό ακό­μα και των αντι­πά­λων τους. Οσοι ήταν δει­λοί και λιπο­ψύ­χη­σαν βγή­καν από την οργά­νω­ση. Είναι λίγοι, οργα­νω­μέ­νοι, ξέρουν τι θέλουν και πιστεύ­ουν στις ιδέ­ες τους. Ο ένας από αυτούς άξι­ζε για εκα­τό άλλους ανορ­γά­νω­τους. Ο Κων­στα­ντί­νος κατά­λα­βε ότι είχαν δυνα­τό­τη­τα που δεν μπο­ρού­σε να μη τη λογαριάσει.

Οσα σχε­τι­κά ανα­φέ­ρο­νται από την Εκκλη­σία για το όρα­μα του Κων­στα­ντί­νου και τη δια­τα­γή στους στρα­τιώ­τες του να χαρά­ξουν στις ασπί­δες τους το Χ(χριστό) Ι(ησούς) δεν στέ­κουν. Ο Κων­στα­ντί­νος μέχρι το τέλος της ζωής του λάτρευε τον Ηλιο. Ούτε ήταν δυνα­τό να χαρά­ξει στις ασπί­δες των λεγε­ώ­νων του το μονό­γραμ­μα του Χρι­στού, για­τί δεν ήταν όλοι οι στρα­τιώ­τες του χρι­στια­νοί. Αν έδι­νε τέτοια εντο­λή οι μη χρι­στια­νοί θα στα­σί­α­ζαν. Επει­τα, θα έπρε­πε πρώ­τα ο ίδιος να δώσει το παρά­δειγ­μα και να δηλώ­σει πως είναι χρι­στια­νός και πως ο Ηλιος και οι άλλοι θεοί δεν είναι αληθινοί.

Δεν είδε κανέ­να όρα­μα ούτε ήταν ανό­η­τος ώστε την παρα­μο­νή της μάχης που κρι­νό­ταν η τύχη του να δια­κιν­δύ­νευε τη διά­λυ­ση του στρα­τού του (το μονό­γραμ­μα αυτό ήταν αρχι­κά δια­δε­δο­μέ­νο και στους χρι­στια­νούς και στους παγα­νι­στές). Μιλώ­ντας γενι­κά και αόρι­στα για το θεό αντλού­σε πολι­τι­κά οφέ­λη από τους οπα­δούς και των δύο θρη­σκειών. Είναι ο πρώ­τος αυτο­κρά­το­ρας που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται το χρι­στια­νι­σμό και τη διά­δο­σή του προ­κει­μέ­νου να κερ­δί­σει τις κατώ­τε­ρες τάξεις που του πρό­σφε­ραν και τους στρατιώτες.

Τους πρώ­τους αιώ­νες οι χρι­στια­νοί είχαν ταχτεί κατά των πολέ­μων και της στρά­τευ­σης και απέ­κρουαν τις αυτο­κρα­το­ρι­κές αξιώ­σεις για στρά­τευ­ση. Ο ρωμαϊ­κός στρα­τός ήταν μισθο­φο­ρι­κός και απαρ­τι­ζό­ταν από φτω­χούς και τους κοι­νω­νι­κά από­κλη­ρους. Κατα­τάσ­σο­νταν στις λεγε­ώ­νες για να εξα­σφα­λί­σουν πόρους ζωής και όχι για­τί ήθε­λαν να γίνουν στρα­τιώ­τες. Μετά το 235 (περί­ο­δος εμφυ­λί­ων, στρα­τιω­τι­κής αναρ­χί­ας και σιτο­δεί­ας) οι φτω­χοί χρι­στια­νοί κατα­τάσ­σο­νται μαζι­κά στο στρα­τό. Οι αρχιε­ρείς των χρι­στια­νών που πριν απα­γό­ρευαν την κατά­τα­ξη, τώρα προ­πα­γαν­δί­ζουν την ιδέα οι χρι­στια­νοί να γίνουν στρα­τιώ­τες. Ηθε­λαν να πάρουν τα κλει­διά της αυτο­κρα­το­ρί­ας και για να το πετύ­χουν αυτό έπρε­πε να κατα­τα­γούν στο στρατό.

Οταν ο Κων­στα­ντί­νος έγι­νε κυρί­αρ­χος της Δύσης έβα­λε στό­χο την επι­κρά­τη­ση στην Ανα­το­λή όπου οι χρι­στια­νοί ήταν και πολ­λοί και μαχη­τι­κοί. Επρε­πε να τους πάρει μαζί του. Δε βγή­κε ποτέ να δια­κη­ρύ­ξει ότι είναι χρι­στια­νός. Πρώ­τον, για­τί δεν ήταν και, δεύ­τε­ρον, θα προ­κα­λού­σε στά­σεις και επα­να­στά­σεις, για­τί και πολ­λοί από τις λεγε­ώ­νες του ήταν Εθνι­κοί και η πλειο­ψη­φία της αρι­στο­κρα­τί­ας και της πλου­το­κρα­τί­ας λάτρευαν άλλους θεούς.

Το βάπτισμα του Κωνσταντίνου, του Ραφαήλ

Το βάπτι­σμα του Κων­στα­ντί­νου, του Ραφαήλ

Ο μονοκράτορας

Επί μονο­κρα­το­ρί­ας του το εκκλη­σια­στι­κό ιερα­τείο, εξα­γο­ρα­σμέ­νο από τη γεν­ναιο­δω­ρία του, νομι­μο­ποιεί τη βία και γίνε­ται σύμ­μα­χος και εταί­ρος στη νομή της εξου­σί­ας. Εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται την επιρ­ροή των χρι­στια­νών στις μάζες. Με τη βοή­θεια και τη φιλαν­θρω­πία, που ασκού­σαν οι χρι­στια­νοί, μπο­ρού­σαν να επη­ρε­ά­σουν το λαό. Η διδα­σκα­λία για τη μετα­θα­νά­τια ζωή, την ανά­στα­ση και την εγκα­θί­δρυ­ση της βασι­λεί­ας των χρι­στια­νών ήταν ελκυ­στι­κή και τρα­βού­σε μάζες στην Εκκλη­σία. Επι­πλέ­ον, ζητού­σε από τους πιστούς πλή­ρη υπο­τα­γή και ανα­γνώ­ρι­ση του δόγ­μα­τος. Στους «αντι­προ­σώ­πους» του θεού πλέ­ον κυριαρ­χεί ο χρυ­σός και το ιερα­τείο συνα­γω­νί­ζε­ται σε μεγα­λο­πρέ­πεια και χλι­δή το παλά­τι. Ο Κων­στα­ντί­νος είναι αυτός που απο­φα­σί­ζει πλέ­ον για κάθε δρα­στη­ριό­τη­τα των χρι­στια­νών, ενώ ταυ­τό­χρο­να κατα­φεύ­γει στα μαντεία, μετα­φέ­ρει και οικο­δο­μεί στη νέα πρω­τεύ­ου­σα ναούς και μνη­μεία της αρχαί­ας λατρεί­ας και παρα­μέ­νει αρχιε­ρέ­ας της. Ετσι και οι δύο θρη­σκεί­ες γίνο­νται τα στη­ρίγ­μα­τα της απο­λυ­ταρ­χι­κής εξου­σί­ας του. Οταν πέθα­νε ο Κων­στα­ντί­νος , οι Εθνι­κοί του έστη­σαν ανδριά­ντα με τη μορ­φή του Απόλ­λω­να — Ηλιου, η ρωμαϊ­κή Σύγκλη­τος τον θεο­ποί­η­σε και η χρι­στια­νι­κή Εκκλη­σία τον ανα­κή­ρυ­ξε άγιο και ισα­πό­στο­λο για­τί στα­μά­τη­σε τους διωγ­μούς και προ­στά­τευ­σε το χριστιανισμό.

Το χτίσιμο της Πόλης

Το 324 ήταν μονο­κρά­το­ρας. Το 326 είδε ένα όνει­ρο και κάποια φωνή του έλε­γε να χτί­σει μια πόλη και να την αφιε­ρώ­σει στη Θεο­τό­κο. Μη γνω­ρί­ζο­ντας πού να χτί­σει αυτή την πόλη κατέ­φυ­γε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ομως τα υλι­κά που είχε συγκε­ντρώ­σει για να χτί­σει εκεί την πόλη του …ονεί­ρου του, τα άρπα­ξαν αετοί και τα πήγαν στο Βυζά­ντιο. Κατά­λα­βε τότε ότι επρό­κει­το για θαύ­μα και μήνυ­μα και άρχι­σε να χτί­ζει τη νέα πόλη στο Βυζά­ντιο. Η πόλη αυτή ονο­μά­στη­κε Νέα Ρώμη ή Κων­στα­ντι­νού­πο­λη (εγκαι­νιά­στη­κε ως νέα πρω­τεύ­ου­σα της αυτο­κρα­το­ρί­ας στις 11 Μάη του 330). Η πόλη και τα κτί­ρια μιμού­νται σε μεγά­λο βαθ­μό την παλιά πρω­τεύ­ου­σα Ρώμη. Για να χτι­στεί χρειά­στη­καν είκο­σι χρό­νια. Από τότε οι δύο αετοί έγι­ναν το λάβα­ρο όσων ονει­ρεύ­ο­νταν την Ελλά­δα των δύο ηπεί­ρων και των πέντε θαλασ­σών. Οι μεγά­λες δαπά­νες εξα­γο­ράς και επί­δει­ξης μεγα­λεί­ου και οικο­δό­μη­σης της νέας πρω­τεύ­ου­σας καλύ­πτο­νται με τη φορο­λό­γη­ση του λαού. Ο «Χρυ­σάρ­γυ­ρος», ο εξο­ντω­τι­κός φόρος σε χρυ­σό και ασή­μι, φέρ­νει σε από­γνω­ση τα φτω­χά λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Η αδυ­να­μία κατα­βο­λής αντι­με­τω­πι­ζό­ταν με βασα­νι­στή­ρια και φυσι­κή εξό­ντω­ση. Οι γονείς ανα­γκά­ζο­νται να πωλούν τα παι­διά τους και να εκπορ­νεύ­ουν τις κόρες τους. Οι αγρό­τες πλή­ρω­ναν φόρο για τα βόδια τους, τα μου­λά­ρια, τους σκύ­λους… επι­βλή­θη­κε φόρος οικο­δο­μής, ο αερι­κός και ο καπνι­κός, κεφα­λι­κός φόρος. Ακό­μη και τα αφο­δεύ­μα­τα και τα ούρα φορολογήθηκαν.

 

Ποιος ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος;

_________________________________________________________________________________________________________

Ηρακλής Κακαβάνης —  Δημοσιογράφος — Συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1991 έως το 2013 εργάστηκε στον Ριζοσπάστη. Από το 2013 αρθρογραφεί σε διαδικτυακά Μέσα. Από το 2010 συνεργάτης του περιοδικού «Θέματα Παιδείας».
Facebook
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο