Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΣΑΚΟ ΚΑΙ ΒΑΝΤΣΕΤΙ:  «Δεν πρέπει να αποθάνουν» — Εκτελέστηκαν στις 22/8/1927

“Οι αθώοι εργάται Σάκο και Βαντσέτι δεν πρέπει να αποθάνουν εις την ηλεκτρικήν καρέκλα”.

Με αυτόν τον πρώ­το τίτλο κυκλο­φο­ρού­σε το φύλ­λο του “Ριζο­σπά­στη” στις 10 Αυγού­στου 1927. Την προη­γού­με­νη μέρα οι εργα­τι­κές οργα­νώ­σεις της Αθή­νας είχαν κάνει διά­βη­μα στην πρε­σβεία των ΗΠΑ. Δώδε­κα μέρες μετά η “Δικαιο­σύ­νη” της χώρας των δημί­ων, όπως την είχε απο­κα­λέ­σει με τον υπέρ­τι­τλό του ο “Ρ”, εκτε­λού­σε, νύχτα, με ηλε­κτρι­κή καρέ­κλα τους Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Εβδο­μή­ντα χρό­νια πριν.

Αντλού­με από το βιβλίο των Ρίτσαρντ Ο’ Μπό­γιερ και Χέρ­μπερτ Μ. Μόρε με τίτλο “Η άγνω­στη ιστο­ρία του εργα­τι­κού κινή­μα­τος των ΗΠΑ” (έκδο­ση “Σύγ­χρο­νη Επο­χή”) σημα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για τότε.

“Πού θα πήγαι­να; Τι θα έκα­να; Βρι­σκό­μουν στη γη της επαγγελίας”.Αυτή η σκέ­ψη συνό­δευε τους μετα­νά­στες, που φτά­νο­ντας στην Αμε­ρι­κή στις αρχές του 20ού αιώ­να, έβρι­σκαν την κατα­να­γκα­στι­κή εργα­σία, τη σκλη­ρή μετα­χεί­ρι­ση, τους μισθούς πεί­νας, αφή­νο­ντας πίσω τα όνει­ρα για δικαιο­σύ­νη στη γη και στις συναλ­λα­γές τους. Με τον ιδρώ­τα τους και τη δια­φο­ρά του μισθού τους — μειω­μέ­νο κατά το ήμι­συ — από των ντό­πιων λευ­κών εργα­τών, οι εργο­δό­τες έβγα­ζαν δισε­κα­τομ­μύ­ρια. Και ήταν πάντα πρό­θυ­μοι να συνει­σφέ­ρουν στις οργα­νώ­σεις που έτρε­φαν την εξαι­ρε­τι­κά επι­κερ­δή επι­χεί­ρη­ση του διαί­ρει και βασί­λευε. Πολ­λοί ήταν οι συν­δι­κα­λι­στές, μαύ­ροι και ξένοι εργά­τες που δοκί­μα­ζαν στο σώμα τους ακό­μη, το μαστί­γιο του επαρ­χιώ­τι­κου φανα­τι­σμού, που έτρε­φε η εργο­δο­σία και η “Κου Κλουξ Κλαν” με δημό­σιες εκδη­λώ­σεις μίσους απέ­να­ντί τους, μεταμ­φιε­σμέ­νες σε πατριω­τι­σμό. Μέσα σ’ αυτό το κλί­μα έφτα­σαν στην Αμε­ρι­κή ο Σάκο και ο Βαντσέτι.

“Είχαν κόκκινες δραστηριότητες”

Ο Μπαρ­το­λο­μέο Βαν­τσέ­τι αγα­πού­σε τον Που­τσί­νι, ήξε­ρε Δάντη και πίστευε βαθιά ότι τα βιβλία θα τον βοη­θού­σαν να ερευ­νή­σει τα αίτια της δια­φο­ράς ανά­με­σα στα εκα­τομ­μύ­ρια των εργα­τών που ξεθε­ώ­νο­νται στη δου­λιά και στους λίγους που μάζευαν τσεκ. Ο Ιτα­λός μετα­νά­στης, έφτα­σε στη χώρα, ξένος ανά­με­σα σε ξένους, το 1908. Στη χώρα αυτή πάλε­ψε για μάθη­ση και ελευ­θε­ρία, έμα­θε πως η “ταξι­κή συνεί­δη­ση δεν είναι μια φρά­ση — επι­νό­η­ση των προ­πα­γαν­δι­στών, αλλά μια αλη­θι­νή, ζωτι­κή δύνα­μη και πως όποιοι νιώ­θουν τη σημα­σία της παύ­ουν να είναι υπο­ζύ­για και μετα­τρέ­πο­νται σε ανθρώ­πι­νες υπάρ­ξεις”. Στη χώρα αυτή γνώ­ρι­σε τον συμπα­τριώ­τη του Νικό­λα Σάκο,τον κοντό, μυώ­δη και όμορ­φο νέο, τσα­γκά­ρη, με ασυ­νή­θι­στη όρε­ξη για ζωή και πάλη για την κατάρ­γη­ση της δου­λεί­ας, της εκμε­τάλ­λευ­σης, του πολέ­μου. Στη χώρα αυτή, έμελ­λε και οι δύο, εβδο­μή­ντα χρό­νια πριν, σαν σήμε­ρα 22 Αυγού­στου, να οδη­γη­θούν στο θάνατο.

Εχθροί των θεσμών…

“Είχαν κόκ­κι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες και έπρε­πε να πεθά­νουν”,ήταν το σκε­πτι­κό της θανα­τι­κής από­φα­σης των Α. Λόρενς Λόου­ελ,προ­έ­δρου του πανε­πι­στη­μί­ου Χάρ­βαρντ, Σάμιου­ελ Στρά­τονπρο­έ­δρου του Τεχνο­λο­γι­κού Ινστι­τού­του της Μασα­χου­σέ­της και Ρόμπερτ Γκραντ,συντα­ξιού­χου δικα­στή, τον Αύγου­στο του 1927.

Εξι χρό­νια πριν, οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι, θα κατη­γο­ρού­νταν για ληστεία σε μια χρη­μα­τα­πο­στο­λή στο Σάουθ Μπρέι­ντρι της Μασα­χου­σέ­της, που είχε γίνει τον Απρί­λη του 1920 και κατά την οποία είχαν σκο­τω­θεί δύο φρου­ροί. Εκτός από το φόνο στο Σάουθ Μπρέι­ντρι, ο Βαν­τσέ­τι κατη­γο­ρή­θη­κε και για μια απο­τυ­χη­μέ­νη από­πει­ρα ληστεί­ας σε χρη­μα­τα­πο­στο­λή στο Μπρι­τζ­γουό­τερ της Μασα­χου­σέ­της, που είχε γίνει τον Δεκέμ­βρη του 1919. Ο οποιοσ­δή­πο­τε προ­σε­κτι­κός εξε­τα­στής των υπο­θέ­σε­ων αυτών μπο­ρού­σε να δει καθα­ρά ότι ήταν αθώ­οι. Αλλω­στε στην πρώ­τη δίκη του Βαν­τσέ­τι, ο δικα­στής απευ­θυ­νό­με­νους στους ενόρ­κους είχε πει: “Ισως αυτός ο άντρας να μην έπρα­ξε το έγκλη­μα για το οποίο κατη­γο­ρεί­ται. Είναι όμως ηθι­κά ένο­χος για­τί απο­τε­λεί εχθρό των υπαρ­χό­ντων θεσμών της χώρας”.

Στη μαύρη λίστα

Ο Βαν­τσέ­τι που γύρι­ζε στους δρό­μους και που­λού­σε ψάρια από τότε που μπή­κε στη μαύ­ρη λίστα για τη συμ­με­το­χή του στην απερ­γία μιας βιο­μη­χα­νί­ας σχοι­νιού, το 1916, έγι­νε στε­νός φίλος του Σάκο, όταν και οι δύο ενα­ντιώ­θη­καν στον πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Αρνού­με­νοι να σκο­τώ­σουν άλλους ανθρώ­πους σε μια τέτοια σύγκρου­ση έφυ­γαν μαζί με μια ομά­δα Ιτα­λών αναρ­χι­κών για το Μεξι­κό και έμει­ναν εκεί όσο διήρ­κε­σε ο πόλε­μος. Η φιλία τους συνε­χί­στη­κε κι αφό­του γύρι­σαν στη Μασα­χου­σέ­τη. Εκτός από τις απερ­γί­ες δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­καν και στην υπε­ρά­σπι­ση των αλλο­δα­πών, όταν οι συλ­λή­ψεις και οι απε­λά­σεις πήραν τη μορ­φή σταυ­ρο­φο­ρί­ας. Το να είσαι ξένος έγι­νε επι­κίν­δυ­νο, καθώς τα μανια­σμέ­να πλή­θη έβλε­παν στις επι­δρο­μές το μέσο για τη διά­σω­ση της Αμε­ρι­κής. Οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι συγκέ­ντρω­ναν χρή­μα­τα, τύπω­ναν προ­κη­ρύ­ξεις, οργά­νω­ναν συγκε­ντρώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Τα ονό­μα­τά τους βρί­σκο­νταν στις μυστι­κές κατα­στά­σεις του υπουρ­γεί­ου Δικαιο­σύ­νης. Συλ­λαμ­βά­νο­νται με προ­κη­ρύ­ξεις στα χέρια τους το Μάη του 1920, οπό­τε είχαν οργα­νώ­σει συγκέ­ντρω­ση για το θάνα­το ενός φίλου τους Ιτα­λού τυπο­γρά­φου. Αρχι­κά η κατη­γο­ρία ήταν “επι­κίν­δυ­νες ριζο­σπα­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες”. Μετά εφευ­ρέ­θη­καν η ληστεία και ο φόνος.

Τον Ιού­λη του 1921 ο δικα­στής Θάγιερ θα απο­φά­σι­ζε ότι είναι ένο­χοι για φόνο πρώ­του βαθ­μού, καλώ­ντας τους ενόρ­κους “να προ­σφέ­ρε­τε τις υπη­ρε­σί­ες σας με το ίδιο πνεύ­μα πατριω­τι­σμού που έδει­ξαν οι στρα­τιώ­τες μας πέρα από τον ωκε­α­νό”. Η ποι­νή που πρό­βλε­πε ο νόμος της Μασα­χου­σέ­της ήταν εκτέ­λε­ση στην ηλε­κτρι­κή καρέ­κλα. Την ίδια χρο­νιά θα ξεκι­νού­σε η μάχη για την ανα­τρο­πή της από­φα­σης, μια μάχη που διήρ­κε­σε έξι χρόνια.

“Δεν ήταν εκεί.. ”

Στο μετα­ξύ με ένορ­κες κατα­θέ­σεις τους ο επι­κε­φα­λής του υπουρ­γι­κού γρα­φεί­ου της Βοστώ­νης και του ειδι­κού εκπρο­σώ­που του υπουρ­γεί­ου, δήλω­ναν ότι οι ομο­σπον­δια­κές αρχές γνώ­ρι­ζαν πως οι κατη­γο­ρού­με­νοι ήταν αθώ­οι, αλλά ήταν απο­φα­σι­σμέ­νες να τους οδη­γή­σουν στο θάνα­το, λόγω των πολι­τι­κών τους πεποι­θή­σε­ων. Και σημεί­ω­ναν πως το έγκλη­μα του Σάουθ Μπρέι­ντρι ήταν δου­λιά επαγ­γελ­μα­τιών. Ενας νεα­ρός εγκλη­μα­τί­ας, ο Σελε­στί­νο Φ. Μαντέι­ρος,που είχε κατα­δι­κα­στεί σε θάνα­το για φόνο, ομο­λό­γη­σε: “Παρα­βρι­σκό­μουν στο έγκλη­μα. Οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι δεν ήταν εκεί”. Προ­τί­μη­σε έτσι να παραι­τη­θεί από τη δυνα­τό­τη­τα να του χαρι­στεί η ζωή, καθώς για την υπό­θε­σή του είχε κάνει έφε­ση, παρά να παρα­κο­λου­θή­σει αμέ­το­χος την αδι­κία. “Είδα τη γυναί­κα του Σάκο που ήρθε εδώ (σ. σ. στη φυλα­κή) με τα παι­διά και τα λυπή­θη­κα”, εξήγησε…

Στο μετα­ξύ απ’ όλο τον κόσμο, φίλοι της δικαιο­σύ­νης και διά­φο­ρες οργα­νώ­σεις πραγ­μα­το­ποιού­σαν δια­δη­λώ­σεις, συγκέ­ντρω­ναν χρή­μα­τα για την υπε­ρά­σπι­ση των δύο αντρών. Στην ίδια την Αμε­ρι­κή, όμως, το 1926, η πλειο­ψη­φία των Αμε­ρι­κα­νών εμφα­νι­ζό­ταν να αδια­φο­ρεί για την τύχη των Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Ολοι έπαιρ­ναν μετο­χές. Τα συν­δι­κά­τα επέν­δυαν τα κεφά­λαιά τους σε μετο­χές, ομό­λο­γα και ακί­νη­τα. Περιο­ρι­σμοί στις αγο­ρές δεν υπήρ­χαν. Ποιος μπο­ρού­σε να σκε­φτεί τους δύο Ιτα­λούς, όταν η “Ανα­κό­ντα”, η “Τζέ­νε­ραλ Ελέ­κτρικ”, η “Τζέ­νε­ραλ Μότορς” ανέ­βαι­ναν σχε­δόν ώρα με την ώρα; Ομως, όταν το Ανώ­τα­το Δικα­στή­ριο της Μασα­χου­σέ­της απέρ­ρι­ψε την έφε­ση των Σάκο και Βαν­τσέ­τι και ορί­στη­κε η μέρα εκτέ­λε­σης, ο κόσμος σιγά σιγά και σε παγκό­σμια κλί­μα­κα αφυ­πνι­ζό­ταν. Εκα­το­ντά­δες προ­σω­πι­κό­τη­τες έστελ­ναν εκκλή­σεις να μη χαθούν άδι­κα δυο ζωές. Ωσπου, ήρθε η μέρα της εκτέλεσης…

“Δεν μπορεί να γίνει… ”

.. δεν πρέ­πει να το αφή­σου­με να γίνει. Το δυνα­τό καρ­τε­ρι­κό πρό­σω­πο του Βαν­τσέ­τι πίσω από τα σίδε­ρα, η αγω­νία του Σάκο για αυτούς που μένουν και βασα­νί­ζο­νται, για τη χαρά της λευ­τε­ριάς, ήταν η σιω­πη­λή κραυ­γή που έφτα­νε στ’ αυτιά και την καρ­διά του απλού κόσμου. Μια κραυ­γή που απαι­τού­σε σαν απά­ντη­ση την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Που ξεσή­κω­σε άνδρες και γυναί­κες, σ’ όλη τη Γη, από τα σιω­πη­λά σπί­τια τους και τους οδή­γη­σε το βρά­δυ της 22ης Αυγού­στου, στο παρα­πέ­ντε της εκτέ­λε­σης, στους δρό­μους των μικρών ιτα­λι­κών πόλε­ων, του Παρι­σιού, της Νέας Υόρ­κης, του Βερο­λί­νου, του Λον­δί­νου, αλλά και σε επαρ­χια­κές πόλεις κατά μήκος του Ρήνου, στις Αλπεις, στα παρά­λια της Μεσο­γεί­ου, στους καταυ­λι­σμούς ανθρα­κω­ρύ­χων στα Βρα­χώ­δη Ορη και στις πάμπες της Αργε­ντι­νής. Που “προ­κά­λε­σε” απερ­γί­ες με εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες συμ­με­το­χές στη Νέα Υόρ­κη, την Πεν­σιλ­βα­νία, το Κολο­ρά­ντο, το Ιλι­νόις και το Νιου Τζέρ­σεϊ. Η Αστυ­νο­μία συνέ­λα­βε δια­δη­λω­τές στη Φιλα­δέλ­φεια και το Σικά­γο και συγκρού­στη­κε με 50.000 άτο­μα στη Γιού­νον Σκου­έ­αρ της Νέας Υόρκης.

Στη Βοστώ­νη έβρε­χε καθώς μέσα στη νύχτα, το πλή­θος με λυγ­μούς και με τη συνο­δεία αστυ­νο­μι­κών γκλομπ, έσυ­ρε τα βήμα­τά του γύρω από τη Βου­λή και σχη­μά­τι­σε πομπή προς την πολι­τεια­κή φυλα­κή, στην οποία είχαν τοπο­θε­τη­θεί πολυ­βό­λα και τη φρου­ρού­σε η εθνο­φρου­ρά. Αντρες και γυναί­κες με πανό στα χέρια περ­πα­τού­σαν συνέ­χεια κάτω από τους τοί­χους της φυλα­κής και επα­να­λάμ­βα­ναν στον εαυ­τό τους: “Δεν μπο­ρεί να γίνει, δεν μπο­ρεί να γίνει”.Ξαφ­νι­κά τα φώτα της φυλα­κής τρε­μό­παι­ξαν τρεις φορές. Η έννο­μη τάξη απαι­τού­σε και πήρε τις ζωές των Μαντέι­ρος, Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Ομως, “αυτή η τελευ­ταία αγω­νία ήταν ο θρί­αμ­βός μας. Τα λόγια μας, η ζωή μας, τα βάσα­νά μας, δεν είναι τίπο­τα! Η αφαί­ρε­ση της ζωής μας, της ζωής ενός καλού τεχνί­τη παπου­τσιών κι ενός φτω­χού υπαί­θριου πωλη­τή ψαριών, τα πάντα!”,έγρα­φε στη φυλα­κή, τέσ­σε­ρις μήνες πριν την εκτέ­λε­ση ο Βαντσέτι.

Τα φώτα της φυλα­κής ξανάρ­χι­σαν να λάμπουν. Το ίδιο και τα μάτια των ανθρώ­πων, από το κλά­μα στη σκέ­ψη πως η Γη είχε γίνει φτω­χό­τε­ρη, είχε κηλιδωθεί.

“Να θυμάσαι Ντάντε… ”

Στο κελί των μελ­λο­θά­να­των ο Σάκο θα έγρα­φε το τελευ­ταίο γράμ­μα στον γιο του Ντά­ντε: “Λοι­πόν, γιε μου μην κλά­ψεις, παρά να φανείς γεν­ναί­ος και να παρη­γο­ρή­σεις τη μητέ­ρα σου. Οταν θέλεις να απο­σπά­σεις τη μητέ­ρα σου από την απο­γο­ή­τευ­ση και τη συγκί­νη­ση, να κάνεις αυτό που συνή­θι­ζα εγώ να κάνω. Πήγαι­νέ την ένα μεγά­λο περί­πα­το στην ήσυ­χη εξο­χή, να μαζέ­ψει αγριο­λού­λου­δα εδώ κι εκεί, να ξεκου­ρα­στεί κάτω από τη σκιά των δέντρων, πλάι στην αρμο­νία του κελα­ρυ­στού ποτα­μού και μέσα στη γλυ­κιά ηρε­μία της μητέ­ρας φύσης και είμαι σίγου­ρος ότι θα το χαρεί πολύ, καθώς κι εσύ είμαι σίγου­ρος. Ομως να θυμά­σαι πάντα, Ντά­ντε, μην αφιε­ρώ­σεις τον εαυ­τό σου μόνο στο κυνή­γι της ευτυ­χί­ας… να βοη­θάς τους αδύ­να­τους που ζητούν βοή­θεια, να βοη­θάς τους κατα­τρεγ­μέ­νους και τα θύμα­τα, για­τί είναι οι καλύ­τε­ροί σου φίλοι. Είναι οι σύντρο­φοι που αγω­νί­ζο­νται και πέφτουν, όπως ο πατέ­ρας σου και ο Μπαρ­το­λο­μέο αγω­νί­στη­καν κι έπε­σαν… για να κατα­κτή­σουν τη χαρά της λευ­τε­ριάς για όλο τον κόσμο”.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο