Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΝΑΣ «ΚΟΚΚΙΝΟΣ» ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση του θρί­λερ, του αστυ­νο­μι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος για να περά­σουν πολιτικά/κοινωνικά μηνύ­μα­τα εκεί που η άμε­ση γρα­φή γι’ αυτά τα θέμα­τα θα έφερ­ναν το συγ­γρα­φέα σε δύσκο­λη θέση — ίσως θα ήταν ακό­μα και απει­λη­τι­κό για τη ζωή του- είναι πλέ­ον ευρύ­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νη στη Νότια Αμε­ρι­κή, ήπει­ρο κλο­νι­σμέ­νη από μια συχνά αιμα­το­βαμ­μέ­νη ιστο­ρία δικτα­το­ριών. Το του Περου­βια­νού συγ­γρα­φέα Σαντιά­γο Ρον­κα­λιό­λο (Λίμα, 1975) κυκλο­φό­ρη­σε το 2007 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της» σε μετά­φρα­ση της Μαρ­γα­ρί­τας Μπο­νά­τσου. Ακο­λού­θη­σαν και άλλα πέντε έργα που θα μπο­ρού­σα­με να τα χαρα­κτη­ρί­σου­με πολιτικά/κοινωνικά μυθι­στο­ρή­μα­τα με το συγ­γρα­φέα να προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει ίσες (;) απο­στά­σεις του­λά­χι­στον στην περί­πτω­ση του ως άνω βιβλί­ου. Εκεί δηλα­δή που το θέμα δεν επι­τρέ­πει ίσες απο­στά­σεις. Έτσι, η συντρό­φισ­σα του ιδρυ­τή της οργά­νω­σης «Φωτει­νό Μονο­πά­τι», Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν, (δεί­τε παρα­κά­τω) θεω­ρεί το βιβλίο «Κόκ­κι­νος Απρί­λης» πολύ ουδέ­τε­ρο και ότι για ένα τόσο σημα­ντι­κό θέμα πρέ­πει κανείς να τοπο­θε­τη­θεί, να πάρει θέση. Το Περού- πατρί­δα και του μαρ­ξι­στή συγ­γρα­φέα Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι (1894–1930) κι άλλων επι­φα­νών λογο­τε­χνών – έχει μια μαρ­τυ­ρι­κή ιστο­ρία ως πρώ­ην αποι­κία των Ισπα­νών. Η ανε­ξαρ­τη­σία του Περού από την Ισπα­νία κρί­θη­κε στη μάχη του Αγια­κού­τσο το Δεκέμ­βρη του 1824. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι τα γεγο­νό­τα στο βιβλίο Κόκ­κι­νος Απρί­λης να δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σ’ αυτή την πόλη. 

Τα συστα­τι­κά της ιστορίας

Η παρου­σία της οργά­νω­σης «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» κυνη­γά­ει σαν φάντα­σμα τους πρω­τα­γω­νι­στές. Το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» ιδρύ­ε­ται το 1969 σαν Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Περού από τον Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν έχο­ντας για ιστο­ρι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες-παρά­δειγ­μα τους Λένιν, Στά­λιν, Μάο τσε Τουγκ, τις τρεις «ρομ­φαί­ες». Η τέταρ­τη «ρομ­φαία» θα ήταν το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» του Γκου­σμάν, τίτλος κιό­λας ενός άλλου βιβλί­ου του Ρον­κα­λιό­λο το οποίο περι­λαμ­βά­νει την ιστο­ρία του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν και του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» (κυκλο­φό­ρη­σε στα ελλη­νι­κά το 2010, επί­σης από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της»). Στο βιβλίο Η τέταρ­τη ρομ­φαία ο Ρον­κα­λιό­λο θα πει ανά­με­σα σ’ άλλα: (Μετά από δολο­φο­νί­ες τραυ­μα­τι­σμέ­νων ανταρ­τών) «οι αστυ­νο­μι­κοί μετα­τρά­πη­καν (στη συνεί­δη­ση του κόσμου) από θύμα­τα σε γκάν­γκ­στερ. Τώρα, για την κοι­νή γνώ­μη, τα μέλη του Φωτει­νού Μονο­πα­τιού ήταν τολ­μη­ροί ήρω­ες. Και οι αστυ­νο­μι­κοί δει­λοί δολο­φό­νοι» και «Οι μέθο­δοι της αστυ­νο­μί­ας στρά­φη­καν ενά­ντια στο κρά­τος του Περού και συνέ­βα­λαν στο να νομι­μο­ποι­ή­σουν το Φωτει­νό Μονο­πά­τι στο λαό». Ωστό­σο, οι ίδιες μέθο­δοι ανά­κρι­σης, βασα­νι­στη­ρί­ων και εξα­φα­νί­σε­ων χαρα­κτη­ρί­ζουν και το επί­ση­μο κρά­τος που –το ίδιο τρο­μο­κρά­της — κυνη­γά­ει τους «τρο­μο­κρά­τες». Ενά­ντια στη συστη­μα­τι­κή βία και τρο­μο­κρα­τία του κρά­τους, μόνο τα όπλα του εξε­γερ­μέ­νου λαού μπο­ρού­σε να ήταν η απά­ντη­ση. Το Μάη του 1980 το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» ξεκι­νά­ει την πρώ­τη ένο­πλη επί­θε­ση. Μην ξεχνά­με το γενι­κό κλί­μα στη Νότια Αμε­ρι­κή μετά τη νίκη της επα­νά­στα­σης στη Νικα­ρά­γουα το 1979, όταν οι Σαντι­νί­στας έδιω­ξαν το δικτά­το­ρα Σομό­ζα και, βεβαί­ως, η Κού­βα 20 χρό­νια πριν, όταν διώ­χθη­κε ο δικτά­το­ρας Μπα­τί­στα. Ο Ρον­κα­λιό­λο θα πει σε μια συνέ­ντευ­ξη ότι «εδώ οι κυβερ­νή­σεις που διέ­τα­ξαν την πιο σκλη­ρή κατα­στο­λή ήταν δημο­κρα­τι­κές». Φυσι­κά το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» χαρα­κτη­ρί­στη­κε τρο­μο­κρα­τι­κή οργά­νω­ση από την Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση και το Στέιτ Ντι­πάρ­τμεντ. Μετά από δύο δεκα­ε­τί­ες το 1990 ο Φου­χι­μό­ρι γίνε­ται πρό­ε­δρος του Περού για να «στρώ­σει» το Περού για την «ελεύ­θε­ρη» καπι­τα­λι­στι­κή αγο­ρά. Δέκα χρό­νια στυ­γνή δικτα­το­ρία ακο­λού­θη­σαν για να σβη­στεί μέχρι το τελευ­ταίο ίχνος του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού». Τα θεμέ­λια του καθε­στώ­τος Φου­χι­μό­ρι ήταν, βεβαί­ως, ο αντι-κομ­μου­νι­σμός και ο «αγώ­νας ενά­ντια στην τρο­μο­κρα­τία» με περι­φρό­νη­ση των όποιων πολι­τι­κών θεσμών. Ο Γκου­σμάν συλ­λή­φθη­κε το 1992 και βρί­σκε­ται μέχρι σήμε­ρα σε φυλα­κή υψί­στης ασφά­λειας στο Περού, όπως κι άλλα μέλη του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού». Ωστό­σο, ο Φου­χι­μό­ρι έχει κατα­δι­κα­στεί και φυλα­κι­στεί επί­σης. Ήταν πρό­ε­δρος μέχρι το 2000, αυτό-εξο­ρί­στη­κε στη χώρα της κατα­γω­γής του, την Ιαπω­νία (ήταν γιος Για­πω­νέ­ζων μετα­να­στών), αλλά η Ιαπω­νία τον εξέ­δω­σε στο Περού, όπου δικά­στη­κε, κατα­δι­κά­στη­κε και φυλακίστηκε. 

Μομ­φή για ποιόν;

Βία και αντι-βία και η κλι­μά­κω­σή της τυράν­νη­σαν το Περού τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες που προη­γή­θη­καν το έτος, στο οποίο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται τα γεγο­νό­τα του βιβλί­ου Κόκ­κι­νος Απρί­λης, το 2000. Τη Μεγά­λη Εβδο­μά­δα εκεί­νης της χρο­νιάς έγι­ναν μυστή­ριοι φόνοι που έχουν σχέ­ση με μια ασθε­νι­κή ανα­βί­ω­ση της δρά­σης του Φωτει­νού Μονο­πα­τιού ή μάλ­λον εκφρά­ζουν τα ξεψυ­χί­σμα­τά του. «Πάντα ήθε­λα να γρά­ψω ένα θρί­λερ, δηλα­δή, ένα αιμα­το­βαμ­μέ­νο αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα με κατά συρ­ροή δολο­φό­νους και τερα­τώ­δη εγκλή­μα­τα», θα πει ο συγ­γρα­φέ­ας. «Και βρή­κα τα απα­ραί­τη­τα συστα­τι­κά στην ιστο­ρία της χώρας μου: μια εμπό­λε­μη ζώνη, μια γιορ­τή θανά­του όπως είναι η Μεγά­λη Εβδο­μά­δα, μια πόλη που κατοι­κεί­ται από φαντά­σμα­τα. Τι άλλο ήθε­λα; Τις δολο­φο­νί­ες ερευ­νά ο αντιει­σαγ­γε­λέ­ας πρω­το­δι­κών Φέλιξ Τσα­καλ­τά­να Σαλ­ντί­βαρ». Ο Τσα­καλ­τά­να είναι μια από τα παι­δι­κά του χρό­νια τραυ­μα­τι­σμέ­νη ψυχή που θέλει να λει­τουρ­γούν οι νόμοι. Αρχι­κά παρου­σιά­ζει μια αφέ­λεια που αγγί­ζει σε κάποιες στιγ­μές τα όρια της χαζο­μά­ρας. Εκεί που ο ανα­γνώ­στης έχει κατα­λά­βει τη δια­φθο­ρά και τη σήψη των εκπρο­σώ­πων των επί­ση­μων θεσμών της εξου­σί­ας, ο Τσα­καλ­τά­να ακό­μα τους αντι­με­τω­πί­ζει τονί­ζο­ντας τη σημα­σία να τηρού­νται οι κανό­νες του νόμου. Είναι προ­ε­κλο­γι­κή περί­ο­δος και ο Τσα­καλ­τά­να στέλ­νε­ται στο Αγια­κού­τσο σαν δικα­στι­κός εκπρό­σω­πος. Μέσα στο κλί­μα που βρί­σκει εκεί μοιά­ζει με τύχη να επι­ζή­σει κανείς. Η άλλη πλευ­ρά είναι ο λαός και δη ο ιθα­γε­νής πλη­θυ­σμός, τα απο­μει­νά­ρια 500 χρό­νων αποι­κιο­κρα­τί­ας, που στο βιβλίο εμφα­νί­ζο­νται σαν φοβι­σμέ­νες σκιές. Ο εισαγ­γε­λέ­ας Τσα­καλ­τά­νας δεν έχει παρα­βιά­σει ποτέ ως τότε κανέ­να κανο­νι­σμό της υπη­ρε­σί­ας του. Μπο­ρεί να ήταν αφε­λής στην αρχή, αλλά δεν είναι χαζός και βαθ­μιαία αρχί­ζει να κατα­λα­βαί­νει. Κάπου στο βιβλίο θα πει: «Φτά­νουν στιγ­μές που δεν ξεχω­ρί­ζω εμάς από τον εχθρό». Έκφρα­ση αμφι­λε­γό­με­νων «ίσων απο­στά­σε­ων», για­τί μπο­ρεί ο ανα­γνώ­στης να το ερμη­νεύ­σει ως μομ­φή για το κρά­τος, αλλά και ως μομ­φή για το αντάρ­τι­κο. Δεν είναι η μόνη ασά­φεια. Κατα­λή­γο­ντας σε μια κατά­στα­ση αλλο­φρο­σύ­νης πια­σμέ­νος πια στα δίκτυα της λει­τουρ­γί­ας του συστή­μα­τος ο Τσα­καλ­τά­να δεν το απο­φεύ­γει να πάρει το νόμο στα χέρια του και γίνε­ται –και αυτός – δολο­φό­νος σκο­τώ­νο­ντας αυτόν που θεω­ρεί κύριο υπεύ­θυ­νο. Δεν επρό­κει­το όμως για έναν και μόνο υπεύ­θυ­νο και η πρά­ξη του δεν αλλά­ζει την κατά­στα­ση. Τα πράγ­μα­τα ήταν πολύ πιο σύνθετα.

Από πού ξεκι­νά­ει η βία;

Δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο δημιουρ­γεί­ται με την πρώ­τη ματιά η εντύ­πω­ση ότι όλοι είναι το ίδιο κακοί, αν και η συζή­τη­ση που είχε ο εισαγ­γε­λέ­ας με φυλα­κι­σμέ­νο μέλος του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» δεί­χνει –μέσω των «απα­ντή­σε­ων» του τελευ­ταί­ου, απα­ντή­σεις που είναι καταγ­γε­λί­ες- μια αμυ­δρή ένδει­ξη της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας σε βάρος του λαού. Για παρά­δειγ­μα, ο «τρο­μο­κρά­της» τρό­φι­μος των φυλα­κών θα πει: «Φυσι­κά. Εάν κάποιος σκο­τώ­νει με βόμ­βες που έφτια­ξε στο σπί­τι του, λέγε­ται τρο­μο­κρα­τία και εάν σκο­τώ­νει με πολυ­βό­λα και πεί­να, λέγε­ται άμυ­να». Όπως και σε κάποιο άλλο σημείο, όπου υπάρ­χει ανα­φο­ρά στην επί­λε­κτη ομά­δα της περου­βια­νής αστυ­νο­μί­ας, Σίν­τσις, η οποία ανέ­λα­βε να αντι­με­τω­πί­σει το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» πριν την ανά­μει­ξη του στρα­τού. Ορι­σμέ­νες πηγές ανα­φέ­ρουν ότι εκπαι­δεύ­τη­καν το 1968 από τον Φέλιξ Ράμος Μεδί­να ο οποί­ος αιχ­μα­λώ­τι­σε και διέ­τα­ξε την εκτέ­λε­ση του Τσε Γκε­βά­ρα. Αυτή η ομά­δα ήταν γνω­στή για μαζι­κές παρα­βιά­σεις των ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των. Ενώ το βιβλίο ενδε­χο­μέ­νως μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει μια σύγ­χυ­ση στον ανα­γνώ­στη, ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης θα κατα­λά­βει τα έστω ασθε­νι­κά σημά­δια του δίκιου που απο­δί­δε­ται στους «από κάτω». Οι τρεις παρα­θέ­σεις που προη­γού­νται του πρώ­του κεφα­λαί­ου είναι του Εφραϊν Μορό­τε, ανθρω­πο­λό­γου και ακα­δη­μαϊ­κού, πρύ­τα­νη κάπο­τε του Εθνι­κού Πανε­πι­στη­μί­ου Σαν Κρι­στό­μπαλ της Ουα­μάν­γκα και από πολ­λούς θεω­ρού­με­νου ως ο πραγ­μα­τι­κός πνευ­μα­τι­κός ηγέ­της του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού». Του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν, ηγέ­τη του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» και του Χέλ­μουτ φον Μόλτ­κε από το φυλ­λά­διο του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» «Σχε­τι­κά με τον Πόλε­μο: γνω­μι­κά και αφο­ρι­σμοί». Ο Εφραϊν Μορό­τε λοι­πόν: «Κοι­τάξ­τε το όργιο της δια­φθο­ράς που μαστί­ζει τη χώρα, κοι­τάξ­τε αυτούς που πεθαί­νουν από την πεί­να και αυτούς που τρώ­νε κατά κόρον. Μιλή­στε με τους πεζούς, δεί­τε τους ιππείς…Έτσι εξη­γεί­ται αυτή η βία… […]». Και ο Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν: «Εμείς είμα­στε άνθρω­ποι πλή­ρεις πίστεως…Στη τέταρ­τη ολο­μέ­λεια υπο­σχε­θή­κα­με να έρθου­με αντι­μέ­τω­ποι με το λου­τρό αίματος…Τα παι­διά του λαού δεν είναι νεκρά, ζουν και καρ­διο­κτυ­πό­υν μέσα μας». Και ο Φον Μόλτ­κε: «Ο πόλε­μος είναι καθα­για­σμέ­νος, είναι ένας θεί­ος θεσμός και ένας από τους ιερούς νόμους του κόσμου. Προ­ά­γει όλα τα υψη­λά αισθή­μα­τα, την τιμή, την ανι­διο­τέ­λεια, την αρε­τή και την ανδρεία. […]» βεβαί­ως μιλώ­ντας για τον δίκαιο πόλε­μο των κατα­πιε­σμέ­νων ενά­ντια στους δυνά­στες τους. 

Τα βιβλία του Ρον­κα­λιό­λο σίγου­ρα βάζουν θέμα­τα, τα οποία στα σημε­ρι­νά δεδο­μέ­να μετά από δεκα­ε­τί­ες παγκό­σμιας «από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης» περι­βάλ­λο­νται από ένα ιδε­ο­λο­γι­κό γκρί­ζο τοπίο, απα­ραί­τη­το μάλ­λον για να μπο­ρούν να κυκλο­φο­ρούν. Για να μην μπουν στη φυλα­κή της απο­σιώ­πη­σης (μια συγκα­λυμ­μέ­νη λογο­κρι­σία και αυτο­λο­γο­κρι­σία). Χρειά­ζε­ται, όμως, τοπο­θέ­τη­ση, θέση, όπως ειπώ­θη­κε παρα­πά­νω από την (επί­σης φυλα­κι­σμέ­νη) συντρό­φισ­σα του Γκου­σμάν με αφορ­μή το Κόκ­κι­νος Απρί­λης, για­τί οι σημε­ρι­νές όλο και πιο κραυ­γα­λέα άνι­σες συν­θή­κες δεν σηκώ­νουν τη μη-θέση. Και δεν εννο­ού­με, βέβαια, τις πάμπολ­λες υπο­κρι­τι­κές ομο­λο­γί­ες συμπό­νιας με τους φτω­χούς και κατα­πιε­σμέ­νους και τις εξί­σου υπο­κρι­τι­κές φιλαν­θρω­πί­ες των εχό­ντων. Αρχί­ζουν οι κραυ­γα­λέ­ες ανι­σό­τη­τες να ασφυ­κτιούν στην γκρί­ζα γλώσ­σα των ίσων απο­στά­σε­ων και ζητούν μια αντί­στοι­χη με τη σοβα­ρό­τη­τα έκφρα­ση. Η επο­χή μας ζητά­ει μια νέα αρε­τή και τόλμη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο