Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα, 6 Νοεμβρίου 1989 πέθανε η συγγραφέας της «Λωξάντρας»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα, 6 Νοεμ­βρί­ου 1989 πέθα­νε η συγ­γρα­φέ­ας της «Λωξά­ντρας». Η Μαρία Ιορ­δα­νί­δου γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη το 1897, κόρη του μηχα­νι­κού του εμπο­ρι­κού ναυ­τι­κού της Αγγλί­ας Νικο­λά­ου Κριε­ζή και της Ευφρο­σύ­νης Μάγκου.

iordanidou Η Μαρία Ιορ­δα­νί­δου ήταν μια χει­ρα­φε­τη­μέ­νη, πρω­το­πό­ρα γυναί­κα που έζη­σε μια εξαι­ρε­τι­κά ασυ­νή­θι­στη και πλού­σια, όχι από υλι­κή άπο­ψη, ζωή. Ξεκι­νά από το Πολί­τι­κο σπί­τι στο Περάν όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε, διέ­πλα­σε τη ζωή ης λέει η ίδια. Το διε­θνές Κολέ­γιο ου Βοσπό­ρου όπου μορ­φώ­θη­κε (Από το 1901 ως το 1909 έζη­σε με τους γονείς της στην Αθή­να, μετά το χωρι­σμό τους όμως η Μαρία επέ­στρε­ψε στη γενέ­τει­ρα και γρά­φτη­κε στο κολέγιο).

Από το 1914 ως το 1919, το πλού­σιο ρώσι­κο σπί­τι όπου έζη­σε πριν την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση παρα­δί­δο­ντας μαθή­μα­τα γαλ­λι­κών και αγγλι­κών και το Γυμνά­σιο όπου έμα­θε τα Ρώσι­κα. Η Επα­νά­στα­ση που την έζη­σε δου­λεύ­ο­ντας στην Υπη­ρε­σία Δια­νο­μής Τροφίμων.

Το 1919 επέ­στρε­ψε στην Πόλη και εργά­στη­κε σε αμε­ρι­κα­νι­κή εμπο­ρι­κή εται­ρεία. Το 1920 πήρε μετά­θε­ση για την Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου, όπου ήρθε σε επα­φή με τους κύκλους δια­νο­ου­μέ­νων, έγι­νε μέλος του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος Αιγύ­πτου και το 1923 παντρεύ­τη­κε τον κομ­μου­νι­στή εκπαι­δευ­τι­κό Ιορ­δά­νη Ιορδανίδη.

Κυνη­γη­μέ­νοι για τις ιδέ­ες τους από την Αλε­ξάν­δρεια, έρχο­νται στην Αθή­να. Συνα­να­στρο­φή με τους κομ­μου­νι­στές δια­νο­ού­με­νους, Κορ­δά­το, Βάρ­να­λη, Γλη­νό κ.ά,. Η σοβιε­τι­κή πρε­σβεία όπου δού­λε­ψε σαν υπάλ­λη­λος μέχρι το 1939, ο πόλε­μος, η Κατο­χή (διώ­χτη­κε και κλεί­στη­κε σε διά­φο­ρα στρα­τό­πε­δα), ο Δεκέμ­βρης, ο εμφύ­λιος και ο αγώ­νας της επιβίωσης.

Όλα αυτά με έναν ιδιαί­τε­ρο τρό­πο έκφρα­σης, χιου­μο­ρι­στι­κό και δρα­μα­τι­κό απο­τυ­πώ­νο­νται στο έργο της. Ζωντα­νεύ­ει μέσα από βιω­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες (χωρίς να μιλά­ει σε πρώ­το πρό­σω­πο) τις μνή­μες του Ελλη­νι­σμού της Πόλης, της Τσα­ρι­κής και επα­να­στα­τη­μέ­νης Ρωσί­ας, της Αλε­ξάν­δρειας και της νεό­τε­ρης Ελλά­δας. Ο λαϊ­κός λόγος της κατέ­κτη­σε του νεο­έλ­λη­νες που αγά­πη­σαν τα βιβλία της τα οποία φανε­ρώ­νουν το βλέμ­μα με τον οποίο αντί­κρι­ζε τον κόσμο, μιλούν για τις σκέ­ψεις, τις ιδέ­ες, τις στά­σεις της.

iordanidou2

H Mαρία Iορ­δα­νί­δου έγρα­ψε τη «Λωξά­ντρα» το 1963, όταν ήταν ήδη εξή­ντα έξι χρό­νων, όταν είχε απαλ­λα­γεί από το καθη­με­ρι­νό τρέ­ξι­μο της επι­βί­ω­σης, επει­δή — έλε­γε — δεν ήθε­λε αυτά τα λίγα πράγ­μα­τα που ήξε­ρε να τα πάρει μαζί της. Είναι η ιστο­ρία της για­γιάς της. Ωστό­σο δεν είναι απλώς βιο­γρα­φία, ούτε απλώς μυθι­στό­ρη­μα. Στο συναρ­πα­στι­κό αυτό κεί­με­νο οι πραγ­μα­τι­κοί και οι φαντα­στι­κοί χαρα­κτή­ρες συγ­χω­νεύ­ο­νται για να ανα­πλά­σουν την εικό­να της Πόλης πριν από τον Πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλεμο

Όπως είπε η Μαρία Ιορ­δα­νί­δου δεν είναι μια πιστή βιο­γρα­φία. Προ­σπά­θη­σε να απο­δώ­σει πιστά τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα και το πνεύ­μα της επο­χής. Τα απέ­δω­σε έτσι όπως τα έζη­σε μέσα σε ένα μικρο­α­στι­κό περιβάλλον.

Η θρυ­λι­κή ιστο­ρία της κοκό­νας Λωξά­ντρας , μιας λαϊ­κής γυναί­κας, εξαι­ρε­τι­κά δυνα­μι­κής, που ηγεί­ται πρό­σχα­ρα, στορ­γι­κά και ακού­ρα­στα μιας πολυ­με­λούς μεσο­α­στι­κής ελλη­νι­κής οικο­γέ­νειας της Πόλης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώ­να. Ενώ γύρω της στρο­βι­λί­ζο­νται πολυά­ριθ­μα συγ­γε­νι­κά της πρό­σω­πα, φίλοι, γεί­το­νες, η Πανα­γία η Μπα­λου­κλιώ­τισ­σα, παρα­παί­δια, λαϊ­κοί Τούρ­κοι, χανού­μισ­σες, ο πασάς της γει­το­νιάς και εκτυ­λίσ­σο­νται σημα­ντι­κά ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, η Λωξά­ντρα φανε­ρώ­νε­ται δυνα­μι­κή και ακα­τά­βλη­τη, έτοι­μη να αντι­με­τω­πί­σει όλες τις αντι­ξο­ό­τη­τες της ζωής με τη σοφία του ενστί­κτου αλλά και την ωρι­μό­τη­τα της εμπει­ρί­ας γενε­ών και με έμβλη­μά της τη φρά­ση: «το γαρ πολύ τις θλί­ψε­ως φέρει παρα­φρο­σύ­νην». Ενας ύμνος προς τη ζωή.

Οι δύο πρώ­τες εκδό­σεις έγι­να με δικά της έξο­δα, η ίδια δια­κί­νη­σε το βιβλίο. Και οι δύο εκδό­σεις εξα­ντλή­θη­κε πολύ γρή­γο­ρα. Όπως είπε η ίδια δεν είχε χρή­μα­τα για άλλη έκδο­ση.  Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση και ενώ το βιβλίο είχε ήδη αγα­πη­θεί  την έκδο­ση ανέ­λα­βε η «Εστία» και έκτο­τε έγι­νε μπεστ σέλερ και δε λεί­πει στιγ­μή από τις προ­θή­κες των βιβλιοπωλείων.

Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1965 ακο­λού­θη­σε το «Δια­κο­πές στον Καύ­κα­σο», όπου αφη­γεί­ται με απλά και λιτά μέσα την ιστο­ρία ενός κορι­τσιού της Πόλης που σε μια εκδρο­μή του στον Καύ­κα­σο, πέφτει πάνω στα μεγά­λα γεγο­νό­τα της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης «και από ταξι­δά­κι ανα­ψυ­χής κατα­ντά ολό­κλη­ρη Οδύσ­σεια που βάστα­ξε πέντε χρό­νια». Αδρό ζωγρά­φι­σμα τύπων της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής μικρο­α­στι­κής  επαρ­χιώ­τι­κης ζωής, με τα κου­τσο­μπο­λιά, τις κακί­ες και τις γρα­φι­κές της μικρό­τη­τες. Αντί­κρι­σμα με τα μάτια ενός ανυ­πο­ψί­α­στου κορι­τσιού του κοσμοϊ­στο­ρι­κού γεγο­νό­τος με τις πρώ­τες μετα­βο­λές που επήλ­θαν στην καθη­με­ρι­νή ζωή.

Και αυτό το έργο της η Μαρία Ιορ­δα­νί­δου το εξέ­δω­σε με δικά της μέσα.

Στα 1978 εκδό­θη­κε από την «Εστία» το «Σαν τα τρε­λά που­λιά». Η ζωή στην Αλε­ξάν­δρεια, οι αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κοί κύκλοι, ο από­η­χος της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, η ίδρυ­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Αιγύ­πτου, η Αθή­να της δεκα­ε­τί­ας του 1920 με τους πρό­σφυ­γες μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Καταστροφή.

«Στου κύκλου τα γυρί­σμα­τα» από την «Εστία» στα 1979. Η δεκα­ε­τία του 1920 μέχρι και τον Δεκέμ­βρη του 1944 για τον οποίο έλε­γε: «Τον Δεκέμ­βρη εγώ τον λέω πόλε­μο με τη Μεγά­λη Βρετανία».

iordanidou3

Στα 1981 «Η αυλή μας» (Εστία). «Πίσω από τον αθώο και ανυ­πο­ψί­α­στο τίτλο “H αυλή μας” η Mαρία Iορ­δα­νί­δου, με την κοφτε­ρή παρα­τη­ρη­τι­κή της ματιά και το πυκνό της γρά­ψι­μο, ζωντα­νεύ­ει το σήμε­ρα: την επο­χή της τσι­με­ντέ­νιας πολυ­κα­τοι­κί­ας, της μόλυν­σης του περι­βάλ­λο­ντος, της αυτο­κα­τα­στρο­φής. Mεσ’ από τον μικρό χώρο μιας “αυλής”, κατορ­θώ­νει να μας παρου­σιά­σει τον σύγ­χρο­νο άνθρω­πο και τα προ­βλή­μα­τα της καθη­με­ρι­νής ζωής, όπως τα βλέ­πει και τα αφη­γεί­ται η ίδια ‑μια γριά γυναί­κα του περα­σμέ­νου αιώ­να- με νοσταλ­γι­κές εικό­νες από το παρελ­θόν, με χιού­μορ, απλό­τη­τα και ανά­λα­φρη διά­θε­ση» (από το οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο