Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σημαντικά ευρήματα στο Ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος στην Αμάρυνθο Ευβοίας

Σημα­ντι­κά ευρή­μα­τα απο­κα­λύ­φθη­καν φέτος στην περιο­χή Παλαιο­χώ­ρια της Αμα­ρύν­θου Ευβοί­ας, όπου το 2017 εντο­πί­στη­κε το ιερό της Αμα­ρυ­σί­ας Αρτέ­μι­δος, ένα από τα πιο σημα­ντι­κά ιερά της Εύβοιας. Μετα­ξύ αυτών ένα ομοί­ω­μα χάλ­κι­νης φαρέ­τρας, που απο­τε­λεί τμή­μα αγαλ­μα­τι­δί­ου της Αρτέ­μι­δος και μία νέα βάση γλυ­πτού που φέρει τα ονό­μα­τα της Αρτέ­μι­δος, του Απόλ­λω­να και της Λητούς, καθώς και ένα ακό­μα μεγά­λο θεμέλιο.

Όπως ενη­με­ρώ­νει με ανα­κοί­νω­σή του το υπουρ­γείο Πολι­τι­σμού και Αθλη­τι­σμού, τα παρα­πά­νω ευρή­μα­τα που εντο­πί­στη­καν στις φετι­νές ανα­σκα­φι­κές εργα­σί­ες (τέλη Ιου­νί­ου ως αρχές Αυγού­στου 2018) και οι οποί­ες διε­ξή­χθη­σαν υπό την διεύ­θυν­ση του καθη­γη­τή Karl Reber του Πανε­πι­στη­μί­ου της Λωζά­νης, Διευ­θυ­ντή της Ελβε­τι­κής Αρχαιο­λο­γι­κής Σχο­λής στην Ελλά­δα και της Αμα­λί­ας Καρα­πα­σχα­λί­δου, επί­τι­μης Εφό­ρου Αρχαιο­τή­των Ευβοί­ας, «ενι­σχύ­ουν την άπο­ψη ότι ο ναός βρί­σκε­ται σε αυτήν την περιο­χή και ανα­μέ­νε­ται να εντο­πι­στεί τα επό­με­να χρόνια».

Σύμ­φω­να με το ΥΠΠΟΑ, η φετι­νή έρευ­να «στρά­φη­κε προς τον κεντρι­κό χώρο του ιερού με στό­χο την απο­κά­λυ­ψη του αρχαί­ου ναού και του βωμού», ενώ «η διε­ρεύ­νη­ση άλλων τριών οικο­πέ­δων στους πρό­πο­δες του λόφου των Παλαιο­εκ­κλη­σιών επέ­τρε­ψαν την ταύ­τι­ση των νοτί­ων ορί­ων του τεμέ­νους, ενώ τα όρια προς δυτι­κά, όπου πιθα­νό­τα­τα βρι­σκό­ταν η κύρια είσο­δος της Ιεράς Οδού από την Ερέ­τρια, παρα­μέ­νουν ακό­μα άγνω­στα λόγω της ύπαρ­ξης σύγ­χρο­νων κατοι­κιών στην περιοχή».

euvoia2

Σημειώ­νε­ται ότι σε συνερ­γα­σία με την Εφο­ρεία Αρχαιο­τή­των Ευβοί­ας, η Ελβε­τι­κή Αρχαιο­λο­γι­κή Σχο­λή στην Ελλά­δα απο­κά­λυ­ψε το 2017 το ιερό της Αμα­ρυ­σί­ας Αρτέ­μι­δος στην περιο­χή Παλαιο­χώ­ρια ανα­το­λι­κά της σημε­ρι­νής Αμα­ρύν­θου. «Ενσφράγ­γι­στες κερα­μί­δες που φέρουν το όνο­μα “Αρτέ­μι­δος” και τρεις βάσεις ελλη­νι­στι­κών χρό­νων με ανα­θη­μα­τι­κές επι­γρα­φές προς την θεά Αρτέ­μι­δα, τον αδελ­φό της Απόλ­λω­να και τη μητέ­ρα τους Λητώ επέ­τρε­ψαν την ταύ­τι­ση των κτι­ρί­ων που ανα­σκά­φη­καν τα τελευ­ταία δέκα χρό­νια με τον ιερό χώρο, ο οποί­ος, κατά τις αρχαί­ες πηγές υπήρ­ξε ένα από τα πιο σημα­ντι­κά ιερά της Εύβοιας. Τα έως τώρα ανε­σκαμ­μέ­να κτί­ρια είναι δύο στο­ές οι οποί­ες ορί­ζουν το τέμε­νος από ανα­το­λι­κά και βόρεια, καθώς και μία ιερά πηγή», σημειώ­νει η ανα­κοί­νω­ση του ΥΠΠΟΑ.

Το 2018 οι Ελβε­τοί και Έλλη­νες αρχαιο­λό­γοι διε­ρεύ­νη­σαν επί­σης κατά­λοι­πα ακό­μα πιο πρώ­ι­μων οικο­δο­μι­κών φάσε­ων, που χρο­νο­λο­γού­νται από το 10ο έως τον 7ο αιώ­να π.Χ., όπως ένα επί­μη­κες κτί­ριο μήκους άνω των 20 μέτρων, το οποίο χρο­νο­λο­γεί­ται στους πρώ­ι­μους αρχαϊ­κούς χρό­νους κι εδρά­ζε­ται πάνω σε αψι­δω­τό κτί­ριο της γεω­με­τρι­κής επο­χής. «Το μνη­μειώ­δες αρχαϊ­κό κτί­ριο με παρα­στά­δες», συνε­χί­ζει η ανα­κοί­νω­ση, «δέσπο­ζε αδιαμ­φι­σβή­τη­τα στην περιο­χή της αρχαί­ας Αμα­ρύν­θου. Μόνο η συνέ­χι­ση της ανα­σκα­φής κατά το 2019 θα επι­τρέ­ψει να προσ­διο­ρι­στεί η χρή­ση του κτι­ρί­ου, δηλα­δή κατά πόσο αυτό σχε­τι­ζό­ταν με την λατρεία της Αρτέ­μι­δος. Τα πρω­ι­μό­τε­ρα αυτά κτί­σμα­τα θυμί­ζουν τα αντί­στοι­χα στο ιερό του Απόλ­λω­να Δαφ­νη­φό­ρου της Ερέ­τριας, ωστό­σο ο ναός των ύστε­ρων αρχαϊ­κών έως ελλη­νι­στι­κών χρό­νων στην Αμά­ρυν­θο φαί­νε­ται πως χτί­στη­κε σε άλλο σημείο, μάλ­λον προς δυτικά».

euvoia3

Σύμ­φω­να πάντα με το ΥΠΠΟΑ, «δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι η ίδρυ­ση του ιερού της θεάς Αρτέ­μι­δος στο άκρο της εύφο­ρης πεδιά­δας ανα­το­λι­κά της Ερέ­τριας συν­δέ­ε­ται με την ενί­σχυ­ση των συνό­ρων της πόλης — κρά­τους της Ερέ­τριας, ενώ αργό­τε­ρα, όταν ενσω­μα­τώ­θη­κε μεγά­λο τμή­μα της νότιας Εύβοιας μέχρι τα Στύ­ρα, όπως ανα­φέ­ρε­ται σε ενε­πί­γρα­φη στή­λη που βρέ­θη­κε το 2017, το ιερό ανα­δεί­χθη­κε σε κεντρι­κό σημείο της περιο­χής. Ο θρη­σκευ­τι­κός χαρα­κτή­ρας του χώρου, μετά από κατα­στρο­φή τον 1ο αι. π.Χ., πιθα­νόν ανα­νε­ώ­θη­κε το 2ο αι. μ.Χ. και συνε­χι­ζό­ταν έως περί­που τον 3ο αιώ­να μ.Χ., όπως ανα­φέ­ρει ο καθ. Denis Knoepfler, ιστο­ρι­κός και επι­γρα­φο­λό­γος του Πανε­πι­στη­μί­ου του Neuchâtel (Ελβε­τία) και του Collège de France και επι­στη­μο­νι­κός επι­κε­φα­λής της ανα­σκα­φι­κής ομάδας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο