Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στο φως για πρώτη φορά η αρχαία Τενέα

Οικι­στι­κά κατά­λοι­πα της αρχαί­ας Τενέ­ας εντο­πί­στη­καν πρώ­τη φορά στο Χιλιο­μό­δι Κοριν­θί­ας, στο πλαί­σιο του ερευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος Αρχαί­ας Τενέ­ας, με φορέα τη Γενι­κή Διεύ­θυν­ση Αρχαιο­τή­των και Πολι­τι­στι­κής Κλη­ρο­νο­μιάς, υπό την διεύ­θυν­ση της δρος Έλε­νας Κόρ­κα, επί­τι­μης γενι­κής διευ­θύ­ντριας. Όπως ανα­φέ­ρει ανα­κοί­νω­ση του υπουρ­γεί­ου Πολι­τι­σμού και Αθλη­τι­σμού για τη συστη­μα­τι­κή αρχαιο­λο­γι­κή έρευ­να, που φέτος διε­ξή­χθη το χρο­νι­κό διά­στη­μα από 1 Σεπτεμ­βρί­ου έως 10 Οκτω­βρί­ου 2018, «οι εργα­σί­ες επι­κε­ντρώ­θη­καν σε δύο κυρί­ως χώρους: στην περιο­χή όπου εκτεί­νε­ται οργα­νω­μέ­νο νεκρο­τα­φείο ελλη­νι­στι­κών και ρωμαϊ­κών χρό­νων με συνο­δά κτί­ρια και εγκα­τα­στά­σεις και σε έναν δεύ­τε­ρο χώρο, όπου για πρώ­τη φορά εντο­πί­στη­καν και ανα­σκά­φη­καν οικι­στι­κά κατά­λοι­πα της αρχαί­ας Τενέας».

«Τα τελευ­ταία απο­τε­λούν πλέ­ον απο­δεί­ξεις για τον εντο­πι­σμό της αρχαί­ας πόλης, η ύπαρ­ξη της οποί­ας κατα­μαρ­τυ­ρεί­ται μόνον μέσα από ιστο­ρι­κές πηγές και επι­γραμ­μα­τι­κές μαρ­τυ­ρί­ες παλαιό­τε­ρων και σύγ­χρο­νων μελε­τη­τών. Ταυ­τό­χρο­να, διε­ξή­χθη ευρεί­ας κλί­μα­κας επι­φα­νεια­κή και γεω­φυ­σι­κή έρευ­να», σημειώ­νε­ται στην ανα­κοί­νω­ση του ΥΠΠΟΑ.

Πιο συγκε­κρι­μέ­να, στο χώρο του νεκρο­τα­φεί­ου, όπου «πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν τομές περι­με­τρι­κά του δίχω­ρου υπέρ­γειου ρωμαϊ­κού ταφι­κού μνη­μεί­ου και της υπο­κεί­με­νης αυτού δεξα­με­νής ελλη­νι­στι­κών χρό­νων, που ανα­σκά­φη­καν το 2016 και 2017», φέτος εντο­πί­στη­καν επτά νέοι τάφοι. Τέσ­σε­ρις από αυτούς χρο­νο­λο­γού­νται στους ρωμαϊ­κούς χρό­νους και βρί­σκο­νται βόρεια του ταφι­κού μνη­μεί­ου, εντός των ρωμαϊ­κών ταφι­κών περιβόλων.

«Σε χαμη­λό­τε­ρο επί­πε­δο διε­ρευ­νή­θη­καν τρεις τάφοι ελλη­νι­στι­κών χρό­νων, εκ των οποί­ων ο ένας επα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε κατά τους ρωμαϊ­κούς χρό­νους. Από τα οστε­ο­λο­γι­κά κατά­λοι­πα των εννέα ταφών οι δύο σκε­λε­τοί ανή­καν σε ενή­λι­κους άνδρες, οι πέντε σε ενή­λι­κες γυναί­κες και οι δύο σε παι­διά. Μάλι­στα, σε έναν από τους τάφους εντο­πί­σθη­κε γυναι­κεία μαζί με παι­δι­κή ταφή», συμπλη­ρώ­νει η ανα­κοί­νω­ση του ΥΠΠΟΑ.

Οι ταφές ήταν όλες πλού­σια κτε­ρι­σμέ­νες με αγγεία, χρυ­σά, χάλ­κι­να και οστέι­να κοσμή­μα­τα, στλεγ­γί­δες, νομί­σμα­τα κ.ά. «Μετα­ξύ των ευρη­μά­των ξεχω­ρί­ζει δαχτυ­λί­δι που φέρει σφρα­γι­δό­λι­θο με απει­κό­νι­ση Σαρά­πι­δος καθή­με­νου σε θρό­νο και πλη­σί­ον του τον Κέρ­βε­ρο στην παρα­δο­σια­κή ανα­πα­ρά­στα­σή του με τις τρεις κεφα­λές, ένας λύχνος κοριν­θια­κού εργα­στη­ρί­ου με παρά­στα­ση της Υγεί­ας, χρυ­σή δανά­κη (σ.σ.: αρχαίο περ­σι­κό νόμι­σμα), θησαυ­ρός τριών νομι­σμά­των που ανή­κουν στις πρώ­τες κοπές της Κορίν­θου ως ρωμαϊ­κή αποι­κία και χρο­νο­λο­γού­νται περί το 44–40 π.Χ., καθώς και αρχαϊ­κά νομί­σμα­τα του ίδιου νομι­σμα­το­κο­πεί­ου, όπως ένας οβο­λός Κορίν­θου του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα αση­μέ­νιο ημί­δραχ­μο του α’ μισού του 5ου αι. π.Χ.», τονί­ζει η ανακοίνωση.

Αυτό που δια­πι­στώ­νε­ται, σύμ­φω­να πάντα με το ΥΠΠΟΑ, είναι ότι, περι­με­τρι­κά της δεξα­με­νής και του μετέ­πει­τα ρωμαϊ­κού ταφι­κού μνη­μεί­ου, εκτεί­νε­ται οργα­νω­μέ­νο νεκρο­τα­φείο ελλη­νι­στι­κών και ρωμαϊ­κών χρό­νων, που στο σύνο­λό του απα­ριθ­μεί, από τα μέχρις σήμε­ρα ανα­σκα­φι­κά στοι­χεία, 35 τάφους, πολ­λοί εκ των οποί­ων περι­λαμ­βά­νουν περισ­σό­τε­ρες από μια ταφές. «Ο πλού­τος και η ποι­κι­λία των κτε­ρι­σμά­των πιστο­ποιεί τη δια­χρο­νι­κή ευμά­ρεια της πόλης και των κατοί­κων της», επι­ση­μαί­νε­ται στην ανα­κοί­νω­ση. Επί­σης, συμπλη­ρώ­νε­ται ότι «νότια του πηγα­διού που εντο­πί­στη­κε το 2016, απο­κα­λύ­φθη­κε τμή­μα κτι­ρί­ου ρωμαϊ­κής επο­χής, η χρή­ση του οποί­ου συν­δέ­ε­ται πιθα­νό­τα­τα με το πηγά­δι. Η διε­ρεύ­νη­ση του κτι­ρί­ου που εντο­πί­στη­κε προς το τέλος της έρευ­νας, θα συνε­χι­στεί και την επό­με­νη ανα­σκα­φι­κή περίοδο».

Αρχαία Τενέα

Βορειό­τε­ρα του νεκρο­τα­φεί­ου, στον δεύ­τε­ρο χώρο έρευ­νας, εντο­πί­στη­κε τμή­μα κτι­ρια­κών εγκα­τα­στά­σε­ων. «Συγκε­κρι­μέ­να», συνε­χί­ζει η ανα­κοί­νω­ση, «σε έκτα­ση 672 τ.μ. ανα­σκά­φη­κε τμή­μα του οικι­στι­κού ιστού της πόλης, που διέ­θε­τε οργα­νω­μέ­νους χώρους με στέ­γα­ση και θυραία ανοίγ­μα­τα. Στο εσω­τε­ρι­κό των χώρων αυτών δια­τη­ρού­νταν σε καλή κατά­στα­ση πήλι­να δάπε­δα, καθώς και τμή­μα­τα από μαρ­μά­ρι­να και λίθι­να δάπε­δα, ενώ κάποιοι από τους τοί­χους ήταν ιδιαί­τε­ρα επι­με­λη­μέ­νοι και έφε­ραν επί­στρω­ση κονιάματος».

Στο εσω­τε­ρι­κό των παρα­πά­νω χώρων εντο­πί­στη­καν επι­στή­λια, κιο­νί­σκοι και άλλα αρχι­τε­κτο­νι­κά, καθώς και ένας πυθαμ­φο­ρέ­ας, ο οποί­ος βρέ­θη­κε in situ, δηλα­δή στο σημείο όπου είχε τοπο­θε­τη­θεί κατά την τελευ­ταία χρή­ση του. Στον ίδιο χώρο, στη θεμε­λί­ω­ση ενός τοί­χου, εντο­πί­σθη­κε εγχυ­τρι­σμός (ταφή μέσα σε αγγείο) με δύο ταφές εμβρύ­ων. Επι­πλέ­ον, σε έναν από τους χώρους, η διε­ρεύ­νη­ση του οποί­ου δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε, απο­κα­λύ­φθη­κε τμή­μα πήλι­νου αγω­γού μήκους 3,5 μ., ενώ συγκε­ντρώ­θη­κε μεγά­λος αριθ­μός ψηφίδων.

Εικ.:Ευρήματα από ταφές ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. 1α: Ταφή ελληνιστικών χρόνων. 1β: Λύχνος ρωμαϊκών χρόνων με παράσταση Υγείας. 1γ: Χρυσά ενώτια ρωμαϊκών χρόνων. 1δ: Χρυσή δανάκη Σικυώνας. 1ε: Μικκύλα αγγεία ελληνιστικών χρόνων.

Εικ.:Ευρήματα από ταφές ελλη­νι­στι­κών και ρωμαϊ­κών χρό­νων.
1α: Ταφή ελλη­νι­στι­κών χρό­νων. 1β: Λύχνος ρωμαϊ­κών χρό­νων με παρά­στα­ση Υγεί­ας. 1γ: Χρυ­σά ενώ­τια ρωμαϊ­κών χρό­νων. 1δ: Χρυ­σή δανά­κη Σικυώ­νας. 1ε: Μικ­κύ­λα αγγεία ελλη­νι­στι­κών χρόνων.

«Μόνον από την περιο­χή των παρα­πά­νω τομών προ­έ­κυ­ψαν περισ­σό­τε­ρα από δια­κό­σια νομί­σμα­τα, τα οποία χρο­νο­λο­γού­νται από τους πρώ­ι­μους ελλη­νι­στι­κούς μέχρι και τους ύστε­ρους ρωμαϊ­κούς χρό­νους. Αρκε­τά από τα νομί­σμα­τα αυτά ανή­κουν στην επο­χή του Σεπτι­μί­ου Σεβή­ρου (193–211 μ. Χ.), ενώ εντο­πί­ζο­νται και σπά­νιες τοπι­κές κοπές δια­φό­ρων πελο­πον­νη­σια­κών πόλε­ων. Τα νομι­σμα­τι­κά ευρή­μα­τα δεί­χνουν ότι ο οικι­σμός πιθα­νό­τα­τα γνώ­ρι­σε ιδιαί­τε­ρη οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη στη διάρ­κεια της δυνα­στεί­ας των Σεβή­ρων», τονί­ζει η ανα­κοί­νω­ση. Επί­σης, σύμ­φω­να με το ΥΠΠΟΑ, παρα­τη­ρή­θη­κε μεγά­λη συγκέ­ντρω­ση κερα­μι­κής χρη­στι­κών κυρί­ως αγγεί­ων, ενώ ξεχω­ρι­στή θέση ανά­με­σα στα ευρή­μα­τα κατέ­χουν ένα θραύ­σμα επι­γρα­φής ρωμαϊ­κής επο­χής και ένα οστέι­νο ζάρι.

Οι παρα­πά­νω κτι­ρια­κές εγκα­τα­στά­σεις, που φανε­ρώ­νουν συνε­χείς παρεμ­βά­σεις και ανα­δια­μορ­φώ­σεις εξαι­τί­ας της μακράς περιό­δου χρή­σης τους, χρο­νο­λο­γού­νται από τους πρώ­ι­μους ελλη­νι­στι­κούς έως και τους ύστε­ρους ρωμαϊ­κούς χρό­νους και δια­φαί­νε­ται ότι επε­κτεί­νο­νται προς όλες τις κατευ­θύν­σεις. Η έρευ­να θα συνε­χι­στεί στους χώρους αυτούς στην επό­με­νη περίοδο.

«Το σύνο­λο των φετι­νών ανα­σκα­φι­κών στοι­χεί­ων μάς οδη­γεί στην υπό­θε­ση ότι ο οικι­σμός ενδε­χο­μέ­νως υπέ­στη τις συνέ­πειες της επι­δρο­μής του Αλά­ρι­χου στην Πελο­πόν­νη­σο το 396–397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκα­τα­λεί­φθη­κε στα χρό­νια των αβα­ρο­ο­σλα­βι­κών επι­δρο­μών, στα τέλη του 6ου αιώ­να μ.Χ.», προ­σθέ­τει η ανα­κοί­νω­ση του ΥΠΠΟΑ.

Το πρό­γραμ­μα υπο­στη­ρί­ζε­ται από διε­πι­στη­μο­νι­κή ομά­δα ερευ­νη­τών, ενώ συμ­με­τεί­χαν σε αυτό φοι­τη­τές από πανε­πι­στη­μια­κές σχο­λές του εσω­τε­ρι­κού και του εξω­τε­ρι­κού, οι οποί­οι εργά­στη­καν και μαθή­τευ­σαν στο πλαί­σιο των ανα­σκα­φι­κών εργα­σιών. Ταυ­τό­χρο­να, διε­ξή­χθη­σαν εκπαι­δευ­τι­κά προ­γράμ­μα­τα σε μαθη­τές δημο­τι­κού και γυμνα­σί­ου της περιοχής.

Το ΥΠΠΟΑ υπο­γραμ­μί­ζει την ουσια­στι­κή αρω­γή της Περι­φέ­ρειας Πελο­πον­νή­σου, της επι­χεί­ρη­σης Χ. Τσα­ού­ση, του Ιδρύ­μα­τος Π. και Α. Κανελ­λο­πού­λου, της Protergia και της Λάβα Α. Ε., καθώς και τη σημα­σία που έχει η «ευαι­σθη­το­ποί­η­ση της τοπι­κής κοι­νω­νί­ας με τις προ­σπά­θειες του Σωμα­τεί­ου “Φίλοι Αρχαί­ας Τενέ­ας”». Τέλος, εκφρά­ζο­νται οι «ευχα­ρι­στί­ες στις οικο­γέ­νειες Μανού­σου Μανου­σά­κη και Θωμά Αθα­να­σά­κου για τη φιλο­ξε­νία τους και Δια­μα­ντή Ηλία και Χρή­στου Χασι­κί­δη για τη δυνα­τό­τη­τα διε­ρεύ­νη­σης των αγρών που μας δια­θέ­τουν. Σε όλους όσοι υπο­στη­ρί­ζουν το έργο μας εκφρά­ζου­με τις θερ­μές μας ευχα­ρι­στί­ες», κατα­λή­γει η ανα­κοί­νω­ση του ΥΠΠΟΑ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο