Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συνέντευξη με την συγγραφέα Τζούλια Γκανάσου

Τη συνέ­ντευ­ξη πήρε η Τασ­σώ Γαΐ­λα //

27 του Ιού­λη. Πρωί. Το πλοίο δένει στο λιμά­νι της Τήνου… Οι επι­βά­τες αρχί­ζουν την απο­βί­βα­ση… Ένας νέος άνδρας κατε­βαί­νει σχε­δόν τελευ­ταί­ος, προ­σε­κτι­κά  και με οδη­γό το λευ­κό του μπα­στού­νι. Στους ώμους ένα μικρό σακίδιο…

-Από πού θα γονα­τί­σω να πάω στην εκκλη­σιά γονυ­πε­τής; Τώρα, εδώ;

Μια κυρία τον οδη­γεί στην αρχή του στρω­μέ­νου δια­δρό­μου… Κλεί­νει το μπα­στού­νι, πέφτει στα γόνα­τα και αρχί­ζει την επί­πο­νη πορεία… Ήλιος καφτός. Πόνοι στη πλά­τη απ’ το σακί­διο, πόνοι στα χέρια και τα γόνα­τα από την επα­φή με το καυ­τό δάπε­δο, από την στά­ση του σώμα­τος… Οδη­γός του όχι πλέ­ον το μπα­στού­νι, αλλά οι φωνές των γύρω του…

-Εφτα­σα, τα κατάφερα…

Ο τυφλός συνάν­θρω­πος μας στις 27 του Ιού­λη έκλει­σε ή άνοι­ξε μια σελί­δα της ζωής του πραγ­μα­το­ποιώ­ντας την επι­θυ­μία του, βίω­μα-εμπει­ρία ζωής…

-Ήρθα μόνος και γονυ­πε­τής να σ’ ευχα­ρι­στή­σω για ό,τι έκα­νες για μένα…

Πραγ­μα­τι­κό γεγονός…

«Γονυ­πε­τείς»: Συγ­γρα­φέ­ας, Τζού­λια Γκανάσου/ εκδό­σεις Γκοβόστη/ 2017. Μια γυναί­κα φτά­νει σε ένα νησί για να εκπλη­ρώ­σει γονη­πε­τής ένα τάμα… Μυθο­πλα­σία… Γρα­φή πρω­τό­τυ­πη, ευδιά­κρι­το προ­σω­πι­κό ύφος, ρυθ­μός γρή­γο­ρος, νου­βέ­λα δου­λε­μέ­νη δομι­κά καλά, αφή­γη­ση σε πρώ­το πρό­σω­πο, θέμα της συγ­γρα­φέα η δύνα­μη της Πίστης…

- κ. Γκα­νά­σου, μια πρώ­τη  απο­ρία μου.. Για­τί δεν κατα­νο­μά­ζε­τε το νησί, τόπο δρά­σης της ιστο­ρί­ας σας και το όνο­μα της ηρω­ί­δας σας;

-           Η παρα­πο­μπή στο νησί της Τήνου είναι ξεκά­θα­ρη κ. Γαΐ­λα, μιας και αυτό το φαι­νό­με­νο, της ανά­βα­σης στα τέσ­σε­ρα ως τον ιερό ναό της Πανα­γί­ας, είναι παγκό­σμια ανα­γνω­ρι­σμέ­νο ως μονα­δι­κό. Ωστό­σο το βιβλίο συνι­στά μια αλλη­γο­ρία για την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, για τον αγώ­να του ανθρώ­που από τη μια όχθη στην επό­με­νη, για τις στιγ­μές που ανή­μπο­ρος, γονα­τί­ζει, στο­χά­ζε­ται, εκλι­πα­ρεί… Η επι­λο­γή του ατο­πι­κού, αχρο­νι­κού και άνευ ονο­μά­των στη­σί­μα­τος του έργου υπη­ρε­τεί με ακραίο αλλά απο­τε­λε­σμα­τι­κό τρό­πο το πέρα­σμα από το συγκε­κρι­μέ­νο στο ευρύ­τε­ρο, από το προ­σω­πι­κό βίω­μα στο καθο­λι­κό συναί­σθη­μα, από την ανα­σφά­λεια στη δύνα­μη της πίστης, μιας πίστης που μπο­ρεί να μετα­κι­νή­σει βουνά. 

Σε αυτό το πλαί­σιο, «Γονυ­πε­τείς» είναι οι άνθρω­ποι που εξα­ντλούν όλες τις επι­λο­γές. «Γονυ­πε­τείς» είναι οι θνη­τοί που υπε­ρα­σπί­ζο­νται με πάθος μια πίστη. «Γονυ­πε­τείς» είναι όσοι ορα­μα­τί­ζο­νται πως το ανέ­φι­κτο μπο­ρεί να γίνει εφι­κτό. «Γονυ­πε­τείς» είναι αυτοί που συνε­χί­ζουν να παλεύ­ουν παρά τις δυσκο­λί­ες, πέρα από τις αντι­ξο­ό­τη­τες, ενά­ντια στις δυνά­μεις της φθο­ράς, της μονα­ξιάς και της ανέ­χειας. «Γονυ­πε­τείς» είμα­στε εμείς όταν πορευό­μα­στε εκ νέου προς την αρχή μας.

- Ένα τάμα, παρά­κλη­ση για να σωθεί ο άρρω­στος σύζυ­γος της η αιτία που η ηρω­ί­δα σας κάνει γονυ­πε­τής τη δύσκο­λη ανά­βα­ση μέχρι την εκκλη­σία. Αφή­γη­ση σε πρώ­το πρό­σω­πο με την ηρω­ί­δα να ξεδι­πλώ­νει τις ανα­μνή­σεις της που δεν έχουν χρο­νι­κό προσ­διο­ρι­σμό… Σου­ρε­α­λι­σμός και ρεα­λι­σμός και τελι­κά για­τί και για ποιον κάνει η ηρω­ί­δα την πορεία στα γόνα­τα κ. Γκανάσου;

-Οι αιτί­ες που έβγα­λαν την ηρω­ί­δα μου στα τέσ­σε­ρα, αναι­ρού­νται από την αρχή μέχρι το τέλος, μέχρι την ύστα­τη στιγ­μή. Ψεύ­δε­ται, κρύ­βει μυστι­κά, διστά­ζει, ορί­ζε­ται από το πώς την βλέ­πουν οι «άλλοι» — στην συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση οι ανα­γνώ­στες, οι υπό­λοι­ποι γονυ­πε­τείς και Εκεί­νη φυσι­κά, η φωτο­δό­χος λαμπά­δα, η υπέρ­τα­τη μάνα. Η αλή­θεια ξεδι­πλώ­νε­ται αργά, μέσα από μυστι­κούς εσω­τε­ρι­κούς τόπους και σκιε­ρά περά­σμα­τα όπως συμ­βαί­νει στη ζωή. Η γυναί­κα βγή­κε στον πηγαι­μό στα τέσ­σε­ρα για τον σύζυ­γο, για το γιό, για τον εαυ­τό της ή αλλιώς για την αγά­πη, για το πεί­ρα­μα, για τις τύψεις, για την εξι­λέ­ω­ση, για το δικαί­ω­μα στη ζωή. «Φτά­νει ποτέ;» ρωτά­ει… Αλή­θεια, φτά­νει ποτέ;

- Πλη­σιά­ζει η ώρα κ. Γκα­νά­σου που στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα μας ανα­ντι­κα­τά­στα­τα στοι­χεία θα είναι νέες τεχνο­λο­γί­ες όπως τα προηγ­μέ­να ρομπότ στα εργο­στά­σια, η αυξη­μέ­νη εικο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η τεχνη­τή νοη­μο­σύ­νη… Θεω­ρεί­τε ότι η Πίστη είναι το όπλο αντί­στα­σης του ανθρώ­που στη σαλα­μο­ποί­η­ση που θέλει να επι­βά­λει το σύστη­μα, στο να μη τον συντρί­ψει ο επι­βαλ­λό­με­νος από το σύστη­μα μαζι­κός πολιτισμός;

-Πιστεύω ακρά­δα­ντα στη δύνα­μη της πίστης ως «αντί­δο­το» σε όλα. Όχι, απα­ραί­τη­τα της πίστης στο θείο αλλά της πίστης σε οτι­δή­πο­τε μπο­ρεί να κινη­το­ποι­ή­σει την έμπνευ­ση, την επι­μο­νή, την ομορ­φιά, τη διεκ­δί­κη­ση, την αισιο­δο­ξία, την πίστη που ενερ­γο­ποιεί παρα­γκω­νι­σμέ­να κέντρα του ανθρώ­πι­νου εγκε­φά­λου και κάνει… θαύματα!

«Πολυα­γα­πη­μέ­νε Πάνα και όλοι εσείς οι Θεοί

            που κατοι­κεί­τε εδώ τριγύρω,

        βοη­θή­στε να γίνω όμορ­φος εσωτερικά.

             Να φαί­νο­μαι αυτό που είμαι.

Να βλέ­πω τη σοφία ως τον μόνο πλούτο,

                    και ο πλού­τος μου

             να μην είναι μεγαλύτερος

           απ’ όσο μπο­ρώ να αντέ­ξω.» Σωκρά­της.

- Εσείς κ. Γκα­νά­σου τι θα ζητού­σα­τε σε μια προσευχή;

-Ζητάω υγεία και καλή τύχη. Μόνο. Πάντα.

- Με μυθιστόρημα,-<Τα μαύ­ρα πλή­κτρα> κάνα­τε την εμφά­νι­ση σας στα γράμ­μα­τα το 2006. Συγ­γρα­φι­κή πορεία 11 χρό­νων με τρεις ακό­μα τίτλους:<Ομφάλιος λώρος>(μυθιστόρημα) 2011, και 2 νου­βέ­λες το < Ως το τέλος> 2013 και το <Γονυ­πε­τείς> 2017.Όλα: εκδό­σεις Γκο­βό­στη. Αρθρο­γρα­φεί­τε, γρά­φε­τε κρι­τι­κές απο­τι­μή­σεις. Ταυ­τό­χρο­να είστε μητέ­ρα και εργα­ζό­με­νη. Από τους τρεις ρόλους ποιόν θα θυσιά­ζα­τε προς χάρη των άλλων δυο;

-Από αυτούς τους τρεις ρόλους  κ. Γαΐλα,δεν θα θυσί­α­ζα κανέ­ναν. Τους θεω­ρώ εξί­σου σημα­ντι­κούς και ζωο­γό­νους. Θυσί­α­σα όμως ήδη το να γίνω μητέ­ρα δεύ­τε­ρη φορά για­τί τότε θα έπρε­πε πράγ­μα­τι να θυσια­στεί ένας από τους δύο άλλους ρόλους και επει­δή θεω­ρώ την παρου­σία της γυναί­κας στον εργα­σια­κό βίο καθο­ρι­στι­κή τόσο για την προ­σω­πι­κή ανε­ξαρ­τη­σία όσο και για την δια­μόρ­φω­ση ενός καλύ­τε­ρου κόσμου, θα θυσια­ζό­ταν ανα­πό­φευ­κτα η συγ­γρα­φή — το οξυ­γό­νο, το κυρί­αρ­χο πάθος που με φέρ­νει πιο κοντά στην έκφρα­ση, στην ουσία, στην εξε­ρεύ­νη­ση, στον πει­ρα­μα­τι­σμό, στον «εαυ­τό», πράγ­μα καί­ριο για μένα. Και επει­δή δεν ζού­με δύο φορές…

- Είδα στις κρι­τι­κο­γρα­φί­ες σας κρι­τι­κή για το βιβλίο του Βλα­ντί­μιρ Ναμπό­κοφ < Γέλιο στο σκο­τά­δι >.Φέτος κλεί­νουν και 40 χρό­νια από το θάνα­το του. Ένα σχό­λιο σας για τον σημα­ντι­κό αυτό συγγραφέα;

-Ο Ναμπό­κοφ γρά­φει από τον άνθρω­πο για τον άνθρω­πο και πέρα από τον άνθρω­πο και αυτό το θεω­ρώ υπέρ­τα­το κατόρθωμα.

- Για σας κ. Γκα­νά­σου τι θεω­ρεί­τε ανα­γνώ­ρι­ση ενός συγ­γρα­φέα; Τις πωλή­σεις των βιβλί­ων του που μπο­ρεί να είναι και απόρ­ροια δια­φή­μι­σης, τα βρα­βεία σε δια­γω­νι­σμούς, τι;

-Ανα­γνώ­ρι­ση απο­τε­λούν σίγου­ρα οι κρι­τι­κές που λαμ­βά­νει ένας συγ­γρα­φέ­ας, οι υπο­ψη­φιό­τη­τες για βρα­βεία καθώς και οι συμ­με­το­χές σε φεστι­βάλ λογο­τε­χνί­ας στη χώρα κατα­γω­γής και το εξω­τε­ρι­κό. Ωστό­σο μέγι­στη χαρά για μένα ως συγ­γρα­φέα και πηγή δύνα­μης απο­τε­λούν τα σχό­λια που λαμ­βά­νου­με από ανα­γνώ­στες που δεν μας γνω­ρί­ζουν προ­σω­πι­κά αλλά αγά­πη­σαν το έργο μας. Δεν υπάρ­χει πιο πολυ­διά­στα­το και θετι­κό συναίσθημα!

- Γρά­φε­τε πολύ, διαβάζετε;

-Δια­βά­ζω περισ­σό­τε­ρο από όσο γρά­φω. Αγα­πώ κ. Γαΐ­λα, και τις δύο δια­δι­κα­σί­ες εξί­σου, απλώς το διά­βα­σμα με θρέ­φει και με κανα­κεύ­ει ενώ η συγ­γρα­φή με απο­γυ­μνώ­νει, με λυτρώ­νει, συχνά με εξαντλεί.

- Το αγα­πη­μέ­νο σας βιβλίο;

-Δεν έχω μόνο ένα αγα­πη­μέ­νο βιβλίο… πώς θα μπο­ρού­σα άλλω­στε! Ωστό­σο «Το Χρυ­σό Σημειω­μα­τά­ριο» της Ντό­ρις Λέσ­σινγκ με έχει σημα­δέ­ψει βαθιά.

- Έχε­τε ένα 6χρονο αγο­ρά­κι, σαν μητέ­ρα και κάθε μητέ­ρα με ποιο τρό­πο θα κάνει το παι­δί της να αγα­πή­σει το διάβασμα;

-Αυτό που μοιά­ζει δύσκο­λο στην επο­χή μας, είναι να δια­τη­ρή­σει το παι­δί το διά­βα­σμα στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά του όχι ως κάτι που επι­βάλ­λε­ται αλλά ως μια από τις «ταξι­διά­ρι­κες» δια­δι­κα­σί­ες. Εγώ προ­σω­πι­κά δίνω πολ­λά ερε­θί­σμα­τα στον γιό μου και όταν δω ότι κάτι τον ελκύ­ει είτε στο επί­πε­δο ενός ήρωα είτε στο επί­πε­δο μιας θεμα­τι­κής, στή­νω συχνά «κυνή­γι θησαυ­ρού» όπου το έπα­θλο είναι το επό­με­νο βιβλίο που πιστεύω ότι θα του αρέσει.

- Το πρώ­το βιβλίο που αγο­ρά­σα­τε για το γιο σας;

- «Ο γύρος του κόσμου σε ογδό­ντα ημέ­ρες» του Ιού­λιου Βερν.

- Παθο­γέ­νεια, κατα­να­λω­τι­σμός, ατο­μι­κι­σμός τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Και απ’ την άλλη… κάθε πολυ­κα­τοι­κία κι ένας συγ­γρα­φέ­ας ή ποι­η­τής… Την λογο­τε­χνι­κή υπερ­πα­ρα­γω­γή των τελευ­ταί­ων χρό­νων πού την αποδίδετε;

-Η λογο­τε­χνία είναι σαν το γάλα. Πρέ­πει να υπάρ­χει παντού.

- Το επό­με­νο βιβλίο σας τι θέμα θα έχει;

-Την περί­ο­δο της ζωής μας, τα χρό­νια για τα οποία δεν έχου­με συνει­δη­τή, εγκε­φα­λι­κή πρό­σβα­ση, την περί­ο­δο πριν από τη μνήμη.

  • Ομο­λο­γώ, από τα βιβλία σας μόνο τις δύο νου­βέ­λες έχω δια­βά­σει και επε­δί­ω­ξα τη συνέ­ντευ­ξη μας για­τί-δεν είναι υπερ­βο­λή- θεω­ρώ τη νου­βέ­λα σας Γονυ­πε­τείς από τα καλύ­τε­ρα και ελπι­δο­φό­ρα βιβλία που διά­βα­σα το τελευ­ταίο διά­στη­μα. Να κλεί­σου­με με ένα σχό­λιο σας στα λόγια του Βάρ­να­λη που ακολουθούν;

«Αλί­μο­νο στον αυτό­δου­λο πολί­τη, που φτα­σμέ­νος στα έσχα­τα της απελ­πι­σί­ας παρα­δί­νε­ται, για να σωθεί, στο έλε­ος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών».

-Αλί­μο­νο στον αυτό­δου­λο πολί­τη που απώ­λε­σε την πίστη ως μοχλό προ­σέγ­γι­σης της αύρας των θαυ­μά­των… για το ξημέ­ρω­μα μετά από το σκο­τά­δι, για την ελπί­δα μετά από την απώ­λεια, για τα ανέ­φι­κτα που είναι εν δυνά­μει εφικτά.

***

ganatsiou2Η Τζού­λια Γκα­νά­σου γεν­νή­θη­κε στην Αθήνα.

Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κή στο Οικο­νο­μι­κό Παν/μιο Αθη­νών και στο Παν/μιο του Λον­δί­νου, Λογο­τε­χνία (ως υπό­τρο­φος) στο Παν/μιο της Σορ­βόν­νης και στο Παν/μιο του Εδιμ­βούρ­γου και Ευρω­παϊ­κό Πολι­τι­σμό στο Ε.Α.Π.

Βιο­πο­ρί­ζε­ται από την πλη­ρο­φο­ρι­κή. Διη­γή­μα­τα και άρθρα της για τη λογο­τε­χνία δημο­σιεύ­ο­νται στον έντυ­πο και ηλε­κτρο­νι­κό Τύπο.

Έχει εκδώ­σει τα βιβλία:

«Σε μαύ­ρα πλή­κτρα» (Μυθι­στό­ρη­μα, Εκδ. Γκο­βό­στη 2006 – απο­σπά­σμα­τα συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στη συλ­λο­γι­κή έκδο­ση του Παν/μίου του Εδιμ­βούρ­γου «Παγκο­σμιου­πό­λεις»).

«Ομφά­λιος λώρος» (Μυθι­στό­ρη­μα, Εκδ. Γκο­βό­στη 2011 — συμ­με­το­χή στα: 4ο Διε­θνές Φεστι­βάλ στο Dasein, 1ο Φεστι­βάλ Νέων Λογο­τε­χνών της Αθή­νας, 9ο  Φεστι­βάλ Νέων Καλ­λι­τε­χνών της Γλασκώβης).

«Ως το τέλος» (Νου­βέ­λα, Εκδ. Γκο­βό­στη 2013 — υπο­ψή­φιο για το «Βρα­βείο Νέου Λογο­τέ­χνη 2013» του λογο­τε­χνι­κού περιο­δι­κού «Κλε­ψύ­δρα» και για το «Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λογο­τε­χνί­ας 2014»).

«Γονυ­πε­τείς» (Νου­βέ­λα, Εκδ. Γκο­βό­στη 2017 — διά­κρι­ση στον δια­γω­νι­σμό «Μικρή Φόρ­μα με Μεσο­γεια­κό Θέμα 2017», Πανε­πι­στή­μιο του Έξιτερ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο