Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συναυλία ΚΚΕ για τον Στ. Ξαρχάκο: Ήταν πολύ μικρό το ΣΕΦ για μια τόσο μεγάλη εκδήλωση

Ασφυ­κτι­κά γεμά­το το ΣΕΦ, απο­δεί­χτη­κε πολύ μικρό για να χωρέ­σει μια τέτοιας απή­χη­σης εκδή­λω­ση. Η προ­σέ­λευ­ση του κόσμου εντυ­πω­σια­κή, η θύρες γέμι­ζαν η μία μετά την άλλη, πλημ­μύ­ρι­σε ο αγω­νι­στι­κός χώρος, και από τα μεγά­φω­να να ακού­γε­ται «Καθό­μα­στε όπου βρού­με» και δεν υπήρ­χε θέση, δεν υπήρ­χε χώρος να κάτσει, να στα­θεί κάποιος. Τα σκα­λο­πά­τια στα δια­ζώ­μα­τα και αυτά γεμάτα.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι ότι ενώ οι διορ­γα­νω­τές είχαν προ­βλέ­ψει να είναι κλει­στές οι θύρες πίσω από τη σκη­νή, όμως ήταν τόσο ο κόσμος που φύγαν τα κόκ­κι­να καλύμ­μα­τα και μέσα σε λίγα λεπτά γεμί­σαν και εκεί οι κερκίδες.

Όπως γρά­φει ο 902: «Ήταν χιλιά­δες αυτοί που που πήγαν στο ΣΕΦ να πουν το δικό τους «ευχα­ρι­στώ» σε έναν από τους κορυ­φαί­ους της ελλη­νι­κής μου­σι­κής. Να σμί­ξουν τις φωνές τους με τους σπου­δαί­ους ερμη­νευ­τές σε τρα­γού­δια αγα­πη­μέ­να, σε τρα­γού­δια που έχουν μεγα­λώ­σει γενιές και γενιές, που έχουν σημα­δέ­ψει μεγά­λες στιγ­μές. Τρα­γού­δια που κρα­τά­νε ανοι­χτό το παρά­θυ­ρο στο όνει­ρο, τρα­γού­δια που μας ανε­βά­ζουν λίγο ψηλότερα..

Το Στά­διο πλημ­μύ­ρι­σε από μου­σι­κή.… Το ΣΕΦ παλ­λό­ταν σε μια ιστο­ρι­κή συναυ­λία που μετά από χρό­νια θα λέμε «ήμουν και εγώ εκεί».

Και το χει­ρο­κρό­τη­μα ανά­με­σα στα τρα­γού­δια όλο και δυνά­μω­νε… Από το «Μάνα μου Ελλάς» και το «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» και τη «Χοντρο­μπα­λού», σε τρα­γού­δια — ύμνους για τους αγώ­νες του λαού μας. «Νυν και αεί» από τον ομώ­νυ­μο δίσκο σε στί­χους του Νίκου Γκά­τσου, «Σαβ­βα­τό­βρα­δο στην Και­σα­ρια­νή» με τους λογο­κρι­μέ­νους στί­χους: «Τις βρα­διές συν­θή­μα­τα γρά­φα­με στους τοί­χους, πέφτα­με φωνά­ζο­ντας κάτω οι Γερ­μα­νοί». Αλλά και το «Προ­σκύ­νη­μα», το τρα­γού­δι που προ­στέ­θη­κε στις παρα­στά­σεις του «Μεγά­λου μας Τσίρ­κου» μετά τη Μετα­πο­λί­τευ­ση για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Και τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα μπλέ­κο­νταν με τις μελω­δί­ες και τα τρα­γού­δια. Και ο ένας μετά τον άλλο από τους σπου­δαί­ους ερμη­νευ­τές, την Δήμη­τρα Γαλά­νη, τον Μανώ­λη Μητσιά, την Νατάσ­σα Μπο­φί­λιου, τον Γιώρ­γο Ντα­λά­ρα, τον Μίλ­το Πασχα­λί­δη και την Ηρώ Σαΐα έπαιρ­ναν τη θέση τους και ερμή­νευαν μονα­δι­κά δεί­χνο­ντας την εκτί­μη­ση και τον σεβα­σμό τους στον μαέ­στρο απο­λαμ­βά­νο­ντας και οι ίδιοι αυτήν τη βρα­διά. Και ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος αει­κί­νη­τος πάνω στη σκη­νή να διευθύνει.

Σει­ρά πήραν αγα­πη­μέ­να τρα­γού­δια από την αρχή κιό­λας της δημιουρ­γι­κής του δια­δρο­μής, όπως «Τα τρέ­να που φύγαν», «Άσπρη μέρα και για μας», «Όνει­ρο δεμέ­νο»… Αλλά και τρα­γού­δια σημα­δε­μέ­να από τη φωνή του Νίκου Ξυλού­ρη, όπως το «Έβα­λε ο Θεός σημά­δι», «Πώς να σωπά­σω», «Γεια σου χαρά σου Βενε­τιά» και βέβαια τρα­γού­δια από το εμβλη­μα­τι­κό «Ρεμπέ­τι­κο». «Στου Θωμά το μαγα­ζί», «Το δίχτυ».

Έπαι­ξαν οι μου­σι­κοί: Νεο­κλής Νεο­φυ­τί­δης (πιά­νο), Βασί­λης Δρο­γκά­ρης (ακορ­ντε­όν), Ηρα­κλής Ζάκ­κας (μπου­ζού­κι, μαντο­λί­νο), Δημή­τρης Ρέπ­πας (μπου­ζού­κι, μαντο­λί­νο), Παντε­λής Ντζιά­λας (ηλε­κτρι­κή και ακου­στι­κή κιθά­ρα), Αλέ­ξαν­δρος Καψο­κα­βά­δης (κλα­σι­κή κιθά­ρα, νυκτά έγχορ­δα), Γιώρ­γος Παπ­πάς (λαού­το, νυκτά έγχορ­δα), Βαγ­γέ­λης Πασχα­λί­δης (σαντού­ρι), Γιάν­νης Δίσκος (πνευ­στά), Στέ­φα­νος Χατζηα­να­γνώ­στου (φλά­ου­το), Δημή­τρης Καζά­νης (βιο­λί), Χάρης Κελ­λά­ρης (ηλε­κτρι­κό μπά­σο), Τάκης Βασι­λεί­ου (ντραμς, κρουστά).

Την ηχο­λη­ψία έκα­ναν οι Γιώρ­γος Κορ­ρές, Γιώρ­γος Κολε­βέ­ντης, Αντώ­νης Ζαχό­που­λος, ενώ τον φωτι­σμό η Μαρία Αθανασοπούλου.

Ξεχω­ρι­στές στιγ­μές της συναυ­λί­ας ήταν ο τρό­πος με τον οποίο απο­δό­θη­κε το «Ήτα­νε μια φορά» με τους σπου­δαί­ους μου­σι­κούς να ανα­λαμ­βά­νουν και χρέη ερμη­νευ­τών και το «Καί­γο­μαι — καί­γο­μαι», στο οποίο όλο το Στά­διο συνό­δευε το τρα­γού­δι με ανοι­χτούς τους φακούς των κινη­τών του… Αλλά και το «Εμείς που μεί­να­με» που ερμή­νευ­σαν όλοι μαζί.

Εμείς που μείναμε

στο χώμα το σκληρό

για τους νεκρούς θ’ ανά­ψου­με λιβάνι

κι όταν χαθεί μακριά το καραβάνι

του χάρου του μεγά­λου πεχλιβάνη,

στη μνή­μη τους θα στή­σου­με χορό.

Εμείς που μείναμε

θα τρώ­με το πρωί

μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,

ένα τσα­μπί στα­φύ­λι από τ’ αμπέλι

και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,

μπρο­στά θα προ­χω­ρά­με στη ζωή.

Εμείς που μείναμε

θα βγού­με μια βραδιά

στην ερη­μιά

να σπεί­ρου­με χορτάρι

και πριν για πάντα

η νύχτα να μας πάρει

θα κάνου­με τη γη προσκυνητάρι

και κού­νια για τ’ αγέν­νη­τα παιδιά.

Με το τέλος της συναυ­λί­ας ο Δ. Κου­τσού­μπας ανέ­βη­κε στη σκη­νή και πρό­σφε­ρε στον Στ. Ξαρ­χά­κο έναν πίνα­κα του κομ­μου­νι­στή εικα­στι­κού Γιώρ­γη Βαρ­λά­μου από τα περί­φη­μα «Αγριο­λού­λου­δά» του, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας για μια ακό­μα φορά ένα θερ­μό και μεγά­λο ευχα­ρι­στώ στον μεγά­λο δημιουρ­γό που προ­σέ­φε­ρε και συνε­χί­ζει να προ­σφέ­ρει στον τόπο.

«Κι άλλο, κι άλλο» ήταν η επι­τα­γή του κόσμου που γέμι­σε από άκρη σε άκρη το ΣΕΦ και πράγ­μα­τι οι καλ­λι­τέ­χνες δεν τους χάλα­σαν χατί­ρι… Και όλοι μαζί γίνα­με μια φωνή τρα­γου­δώ­ντας τη «Φτω­χο­λο­γιά», την «Άπο­νη ζωή» και την «Υπο­μο­νή»…

Ανά­με­σα σε αυτούς με τους οποί­ους συνα­ντή­θη­κε ο Δημή­τρης Κου­τσού­μπας ήταν ο σκη­νο­θέ­της Κώστας Φέρ­ρης, ο παλαί­μα­χος ποδο­σφαι­ρι­στής Μίμης Δομά­ζος και ο κινη­μα­το­γρα­φι­στής Νίκος Καβουκίδης».

 

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο