Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συναυλία ΚΚΕ για τους 200 εκτελεσμένους κομμουνιστές της Πρωτομαγιάς του ’44: «Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ένα ανώτερο ιδανικό δεν πεθαίνει ποτέ…».

«Όταν ο άνθρω­πος δίνει τη ζωή του για ένα ανώ­τε­ρο ιδα­νι­κό δεν πεθαί­νει ποτέ…».

Με αυτά τα λόγια που έγρα­ψε στο τελευ­ταίο του σημεί­ω­μα ένας από τους εκτε­λε­σθέ­ντες της 1ης Μάη του ’44 στην Και­σα­ρια­νή είχε «στο­λι­στεί» το γήπε­δο της Νήαρ Ηστ στην καρ­διά της πόλης και υπο­δέ­χθη­κε το πλή­θος κόσμου που έδω­σε το «παρών» στη μεγά­λη εκδή­λω­ση — συναυ­λία που διορ­γά­νω­σε η ΚΟ Αττι­κής του ΚΚΕ το βρά­δυ του Σαβ­βά­του για τους 200 εκτε­λε­σμέ­νους κομ­μου­νι­στές της Πρω­το­μα­γιάς του ’44.

Στην εκδή­λω­ση παρευ­ρέ­θη­κε πολυ­με­λής αντι­προ­σω­πεία της ΚΕ του ΚΚΕ, ενώ άνθρω­ποι όλων των ηλι­κιών γέμι­σαν ασφυ­κτι­κά το γήπεδο.

Ομι­λη­τής στην εκδή­λω­ση ήταν ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημή­τρης Κου­τσού­μπας τον οποίο υπο­δέ­χτη­κε στο χώρο ο γραμ­μα­τέ­ας της ΚΟ Αττι­κής του ΚΚΕ και μέλος του ΠΓ, Θοδω­ρής Χιώ­νης και ο δήμαρ­χος της πόλης Ηλί­ας Σταμέλος.

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την ομι­λία του ο Δ. Κου­τσού­μπας τόνισε:

«Οι 200 κομ­μου­νι­στές στά­θη­καν μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα στον Τοί­χο της Και­σα­ρια­νής με ένα τρα­γού­δι στο στό­μα και η θυσία τους έγι­νε τρα­γού­δι, όχι ένα, αλλά πολλά…Έγινε ποί­η­μα, όχι ένα, αλλά πολλά…

Και η θυσία τους έγι­νε κάτι ακό­μα πιο σπου­δαίο. Χάρα­ξε σαν κοφτε­ρό γυα­λί τη χού­φτα της συλ­λο­γι­κής λαϊ­κής συνεί­δη­σης. Κανέ­νας τίμιος άνθρω­πος του λαού δεν ξέχα­σε ποτέ την Και­σα­ρια­νή. Πάντα στη συνεί­δη­σή του, μετά από εκεί­νο τον Μάη, ταυ­τί­ζει την Πρω­το­μα­γιά — μέρα που η εργα­τι­κή τάξη όλου του κόσμου φορά­ει το κόκ­κι­νο που­κά­μι­σο του Σικά­γου — με τους 200 της Καισαριανής.

Το αίμα που ανα­πή­δη­σε ζεστό από εκεί­νο το χάραγ­μα της Πρω­το­μα­γιάς του ’44, το αίμα της εργα­τι­κής τάξης, των λαϊ­κών αγώ­νων πριν και μετά, χαρά­ζει μια κόκ­κι­νη γραμ­μή σε όλες τις πλευ­ρές της ζωής της κοι­νω­νί­ας. Υπεν­θυ­μί­ζει την ασυμ­φι­λί­ω­τη ταξι­κή αντί­θε­ση, φωτί­ζει με το άλι­κο χρώ­μα του, τα πάντα και βέβαια και το λαϊ­κό τραγούδι».

«Οι 200 της Και­σα­ρια­νής, η εργα­τι­κή τάξη, ακό­μα και όταν πέφτει στον αγώ­να, “φεύ­γει” με ένα αμά­ρα­ντο λου­λού­δι στο πέτο και μ’ ένα αδιό­ρα­το νικη­τή­ριο χαμό­γε­λο στα χεί­λη, όχι της υπε­ρο­ψί­ας, αλλά ούτε και της υπο­τα­γής στη μοί­ρα. Αυτό ακρι­βώς είναι που “πέρα­σε” και στο λαϊ­κό τρα­γού­δι και είναι αυτή η κόκ­κι­νη γραμ­μή που επι­μέ­νει να θυμί­ζει, πως για τους λαϊ­κούς ανθρώ­πους, το τρα­γού­δι είναι ιερο­τε­λε­στία, δεν είναι μια φτη­νή διασκέδαση…

Επι­μέ­νει να θυμί­ζει πως το τρα­γού­δι είναι μύη­ση στους πιο μύχιους πόθους του λαού μας…Είναι μύη­ση σε ό,τι πιο ακρι­βό έχει. Επι­μέ­νει να θυμί­ζει πως για τους λαϊ­κούς ανθρώ­πους, ο έρω­τας, το όνει­ρο, η ελπί­δα, η δου­λειά, οι καθη­με­ρι­νές μικρές νίκες, ο αγώ­νας αλλά ακό­μα και οι πίκρες και οι απο­γοη­τεύ­σεις ευωδιάζουν.

Αυτή είναι η κόκ­κι­νη γραμ­μή, το κόκ­κι­νο νήμα που δια­περ­νά τις ζωές μας και είναι η ίδια κόκ­κι­νη γραμ­μή που δια­περ­νά και το λαϊ­κό μας τραγούδι…

Από τις επι­κές δημιουρ­γί­ες, τα ταξί­δια στις ανοι­χτές θάλασ­σες, ως τα δωρι­κά ανά­γλυ­φα μιας τέχνης σεμνής και ταπει­νής, που μέσα από μυστι­κούς δρό­μους πάντα βρί­σκο­νται εκεί που ανθί­ζει η λαϊ­κή ψυχή» πρόσθεσε.

«Οι δύο κυρί­ες του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού, η αξε­πέ­ρα­στη Μαρία Φαρα­ντού­ρη και για πρώ­τη φορά μαζί της η δωρι­κή Φωτει­νή Βελε­σιώ­του θα μας δεί­ξουν αυτά τα μυστι­κά περά­σμα­τα, αυτούς τους δρό­μους όπου συνα­ντιού­νται τα τρα­γού­δια μας, νυχτε­ρι­νοί δια­βά­τες στους δρό­μους της Και­σα­ρια­νής, που μεγα­λώ­νει τους ίσκιους τους το φεγ­γά­ρι…» είπε ο Δ. Κου­τσού­μπας ευχα­ρι­στώ­ντας θερ­μά την Μ. Φαρα­ντού­ρη και την Φ. Βελε­σιώ­του όπως και όλους τους συντε­λε­στές της συναυλίας.

Ανε­βαί­νο­ντας στη σκη­νή η μονα­δι­κή Μ. Φαρα­ντού­ρη ανέ­φε­ρε ότι «σήμε­ρα θα ακου­στούν τρα­γού­δια που μας προ­τρέ­πουν να θυμό­μα­στε και όχι να ξεχνά­με, όπως έλε­γε και ο Μίκης».

Όπως δήλω­σε, τη σημε­ρι­νή συναυ­λία την «αφιε­ρώ­νουν στην Εργα­τι­κή Πρω­το­μα­γιά, στη μαρ­τυ­ρι­κή θυσία των 200 της Και­σα­ρια­νής, αλλά και στο ΚΚΕ και ιδιαί­τε­ρα στον ΓΓ της ΚΕ του Κόμ­μα­τος, Δ. Κου­τσού­μπα, που υπε­ρα­σπί­ζε­ται σθε­να­ρά τον πολι­τι­σμό μας, που είναι ένα όπλο για τον αγώ­να, την αξιο­πρέ­πεια, την ελευ­θε­ρία, τη δικαιοσύνη».

Με συγκί­νη­ση περιέ­γρα­ψε η Φ. Βελε­σιώ­του αυτή την συνερ­γα­σία της με την Μ. Φαρα­ντού­ρη, ανα­κοι­νώ­νο­ντας τους μου­σι­κούς της συναυλίας.

Η συναυ­λία ξεκί­νη­σε με δυο τρα­γού­δια γραμ­μέ­να για μια άλλη Πρω­το­μα­γιά, αυτήν του Μάη του 1936 και του ηρω­ι­κού αγώ­να των καπνερ­γα­τών της Θεσ­σα­λο­νί­κης του ’36: Με τον Επι­τά­φιο του Γιάν­νη Ρίτσου και του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, ενώ το το τρα­γού­δι «Βασί­λε­ψες αστέ­ρι μου» η Φ. Βελε­σιώ­του το αφιέ­ρω­σε σε όλες τις μάνες που έχουν χάσει παι­διά, «σήμε­ρα είναι εδώ μια, είναι εδώ η Μάγδα Φύσσα…».

Όταν ακού­στη­κε το «Γελα­στό Παι­δί», του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και του Ιρλαν­δού Μπρέ­ναντ Μπή­αν, που απέ­δω­σε ο Βασί­λης Ρωτάς, η Μαρία Φαρα­ντού­ρη είπε «θέλω να το αφιε­ρώ­σω στη μάνα του παλι­κα­ριού μας, στη μάνα του Παύ­λου Φύσ­σα» και όλο το γήπε­δο «έγι­νε ένα» τρα­γου­δώ­ντας «Ανά­θε­μα την ώρα κατά­ρα τη στιγ­μή σκό­τω­σαν οι φασί­στες το γελα­στό παιδί…».

Σε στιγ­μές μεγά­λης συγκί­νη­σης και έξαρ­σης, οι στί­χοι έδω­σαν τη θέση τους στο σύν­θη­μα «Ο Παύ­λος, ζει τσα­κί­στε τους ναζί», τη μητέ­ρα του Παύ­λου Φύσ­σα να δίνει το χέρι της στη Μ. Φαρα­ντού­ρη και να πέφτει συγκι­νη­μέ­νη στην αγκα­λιά του Δ. Κου­τσού­μπα. Με όλο το κοι­νό να χει­ρο­κρο­τά όρθιο.

Μετά το τέλος της συναυ­λί­ας ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημή­τρης Κου­τσού­μπας, συνε­χά­ρη θερ­μά τη Μαρία Φαρα­ντού­ρη και τη Φωτει­νή Βελεσιώτου.

 

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο