Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συναυλία στη μνήμη του Μίκη στις φυλακές Ωρωπού — Θ. Χιώνης: Στους μεγάλους αγώνες που έχουμε μπροστά μας, θα μας πεισμώνουν αταλάντευτα τα τραγούδια του

«Μπο­ρεί να πέρα­σε κιό­λας ένας χρό­νος από τον τελευ­ταίο απο­χαι­ρε­τι­σμό, όμως, παρά τη φυσι­κή πια απου­σία, τα τρα­γού­δια του, οι μελω­δί­ες του, οι μου­σι­κές του ήταν, είναι και θα είναι πιστοί μας σύντρο­φοι. Σε όλες τις στιγ­μές. Στις αγω­νί­ες, στις χαρές, όταν τα πράγ­μα­τα στρι­μώ­χνουν, όταν χαμο­γε­λά­με. Μα πάνω απ’ όλα, όταν σφίγ­γου­με το χέρι και νιώ­θου­με ότι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο», τόνι­σε ο Θοδω­ρής Χιώ­νης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποί­ος έκα­νε την κεντρι­κή ομι­λία στη συγκλο­νι­στι­κή συναυ­λία — αφιέ­ρω­μα που διορ­γά­νω­σε η Κομ­μα­τι­κή Οργά­νω­ση Αττι­κής για να τιμή­σει τον μεγά­λο μου­σι­κο­συν­θέ­τη Μίκη Θεο­δω­ρά­κη ακρι­βώς έναν χρό­νο από τον θάνα­τό του.

Για αυτή τη συγκι­νη­τι­κή εκδή­λω­ση επι­λέ­χθη­κε ο χώρος των πρώ­ην φυλα­κών Ωρω­πού, όπου ο Μίκης κλεί­στη­κε κατά τη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας από τον Οκτώ­βρη του 1969 έως τον Απρί­λη του 1970.

Στην εκδή­λω­ση αφιέ­ρω­μα στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη παρα­βρέ­θη­κε και ο γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας της ΚΕ του ΚΚΕ Δημή­τρης Κουτσούμπας.

Δ. Κου­τσού­μπας: Ο Μίκης κατόρ­θω­σε να χωρέ­σει στο έργο του τη μεγά­λη επο­ποι­ία της λαϊ­κής πάλης του 20ού αιώνα

Ολόκληρη την ομιλία του Θ. Χιώνη:

«Πριν έναν χρό­νο απο­χαι­ρε­τή­σα­με, όπως του έπρε­πε, όπως το ήθε­λε κι όπως άλλω­στε το ζήτη­σε, τον Μίκη Θεοδωράκη.

Απο­χαι­ρε­τή­σα­με τη μου­σι­κή μεγα­λο­φυ­ΐα που άλλα­ξε και καθό­ρι­σε τα μου­σι­κά πράγ­μα­τα στην Ελλά­δα. Αυτόν που χωρίς την παρου­σία του θα ήμα­σταν αλλιώς.

Αυτόν που έφε­ρε την ποί­η­ση στο τρα­πέ­ζι του λαού.

Αυτόν που με τη μου­σι­κή του εκτό­πι­ζε την ηττο­πά­θεια και έφερ­νε τον ήλιο στις καρ­διές των ανθρώπων.

Απο­χαι­ρε­τού­σα­με αυτόν που οι αγώ­νες και η μου­σι­κή ήταν τόσο δεμέ­να μέσα του.

Αυτόν που είχε δηλώ­σει πως αν υπήρ­χε επι­τύμ­βιο σημεί­ω­μα που θα επι­θυ­μού­σε να χαρα­χτεί πάνω στον τάφο του αυτό θα ήταν “Πολέ­μη­σε τον Δεκέμβρη”.

Σήμε­ρα, έναν χρό­νο μετά, συνα­ντιό­μα­στε ξανά για να τον τιμή­σου­με εδώ στις ιστο­ρι­κές φυλα­κές του Ωρω­πού. Εδώ που ο Μίκης φυλα­κί­στη­κε από τη χού­ντα τον Οκτώ­βρη του 1969 και χρειά­στη­κε να ξεση­κω­θεί θύελ­λα δια­μαρ­τυ­ριών μετά την επι­δεί­νω­ση της υγεί­ας του για να απο­φυ­λα­κι­στεί τον Απρί­λη του 1970. Ο Σοστα­κό­βιτς, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Λόρενς Ολι­βιέ, ο Υβ Μοντάν ήταν μερι­κοί από τους οποί­ους δημιούρ­γη­σαν επι­τρο­πές για την απε­λευ­θέ­ρω­σή του.

Σε τού­τον τον τόπο γρά­φτη­καν ορι­σμέ­να από τα αγα­πη­μέ­να τρα­γού­δια που έχου­με τρα­γου­δή­σει ανε­μί­ζο­ντας τις σημαί­ες μας χιλιά­δες φορές. Το θρυ­λι­κό “Διό­τι δεν συνε­μορ­φώ­θην” για το οποίο ο ίδιος ο Μίκης αναφέρει:

“Σαν εκπρό­σω­πος των κρα­του­μέ­νων είχα πάει στον διοι­κη­τή και του είχα δώσει τις αιτή­σεις όλων των κρα­του­μέ­νων για τον Ερυ­θρό Σταυ­ρό. Η γραμ­μή της διοί­κη­σης ήταν ότι ο καθέ­νας έπρε­πε να πάει μόνος του να κάνει την αίτη­ση, μήπως εκεί ο διοι­κη­τής μιλώ­ντας του να τον κατα­φέ­ρει να κάνει δήλω­ση. Εμείς θέλα­με να ‘μαστε όλοι μαζί. Κι έτσι ο ανθυ­πα­σπι­στής μπή­κε μέσα και μου ‘φερε όλο τον πάκο τις αιτή­σεις και πάνω έγρα­φε «Επι­στρέ­φο­νται, διό­τι δεν συνε­μορ­φώ­θην προς τας υποδείξεις».

Είμα­στε έτοι­μοι να βγού­με έξω, αλλά τα μεγά­φω­να είπαν ότι σήμε­ρα απα­γο­ρεύ­ε­ται η έξο­δος. Είχα λοι­πόν μπρο­στά μου τους στί­χους αυτούς, τον πρώ­το στί­χο γραμ­μέ­νο από τον διοι­κη­τή, έγρα­ψα το τρα­γου­δά­κι, “διό­τι δε συνε­μορ­φώ­θην προς τας υπο­δεί­ξεις, μήνας μπαί­νει, μήνας βγαί­νει μες το σύρ­μα περ­πα­τώ”. Και το μεση­μέ­ρι, το βρά­δυ κατε­βαί­νου­με στο εστια­τό­ριο, τους τρα­γού­δη­σα το και­νού­ριο τρα­γού­δι και μάλι­στα εμή­νυ­σα στον διοι­κη­τή ότι έχει και πνευ­μα­τι­κά δικαιώ­μα­τα, για­τί ο πρώ­τος στί­χος είναι δικός του”.

Εδώ στις φυλα­κές του Ωρω­πού ο Μανώ­λης Χιώ­της λίγο πριν φύγει από τη ζωή απο­χαι­ρέ­τη­σε τον Μίκη, παίρ­νο­ντας το ρίσκο να προ­σεγ­γί­σει στο μόλο για να παί­ξει το «Σε πότι­σα Ροδό­στα­μο». Οι φυλα­κές πλημ­μύ­ρι­σαν με την αγα­πη­μέ­νη μελω­δία που έφε­ρε ο άνε­μος, ενώ οι κρα­τού­με­νοι γέμι­σαν το συρ­μα­τό­πλεγ­μα τρα­γου­δώ­ντας “Της παγω­νιάς Αετόπουλο”.

Από εδώ ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης έντυ­σε με την υπέ­ρο­χη μου­σι­κή του τον δικό του στί­χο, που εξέ­φρα­ζε τη δική του ζωή: “Μες στα σύρ­μα­τα κλει­σμέ­νοι, μα η καρ­διά μας πάντα ορθή”. Για να συμπλη­ρώ­σει με τη δια­χρο­νι­κή επί­κλη­ση. “Λαέ βασα­νι­σμέ­νε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό”.

Τα τραγούδια και οι μελωδίες του ήταν και θα είναι πιστοί μας σύντροφοι

Γι’ αυτό και εμείς δια­λέ­ξα­με σήμε­ρα να τον τιμή­σου­με ακού­γο­ντας και τρα­γου­δώ­ντας τα τρα­γού­δια του εδώ.

Για­τί μπο­ρεί να πέρα­σε κιό­λας ένας χρό­νος από τον τελευ­ταίο απο­χαι­ρε­τι­σμό, όμως, παρά τη φυσι­κή πια απου­σία, τα τρα­γού­δια του, οι μελω­δί­ες του, οι μου­σι­κές του ήταν, είναι και θα είναι πιστοί μας σύντρο­φοι. Σε όλες τις στιγ­μές. Στις αγω­νί­ες, στις χαρές, όταν τα πράγ­μα­τα στρι­μώ­χνουν, όταν χαμο­γε­λά­με. Μα πάνω απ’ όλα, όταν σφίγ­γου­με το χέρι και νιώ­θου­με ότι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο.

Νιώ­θου­με ότι όταν μελο­ποιού­σε τον στί­χο που έλε­γε “κοντά σας όλη μου η ζωή”, στί­χο που δώσα­με ως τίτλο στη σημε­ρι­νή μας εκδή­λω­ση, ίσως να μη σκε­φτό­ταν ότι η δική μας ζωή συνε­χί­ζει να κυλά­ει μαζί με το απέ­ρα­ντο έργο του. Ζυμω­μέ­νη με τα τρα­γού­δια του που πλου­τί­ζουν τις σκέ­ψεις, τα συναι­σθή­μα­τα, τα όνει­ρα γενιών και γενιών.

Ιδιαί­τε­ρα όσοι από εμάς δεν ζήσα­με από κοντά τις επο­ποι­ί­ες του λαού μας, τις μεγά­λες στιγ­μές της πάλης, η μου­σι­κή του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, η μεγά­λη ποί­η­ση που έβα­λε στο στό­μα του λαού μας, απο­τε­λεί στο πλάι της ιστο­ριο­γρα­φί­ας και των ντο­κου­μέ­ντων μια ακό­μα αφορ­μή για να βυθι­στού­με στα ιστο­ρι­κά γεγονότα.

Για­τί η αλή­θεια είναι πως αν κάποιος θέλει πραγ­μα­τι­κά να συλ­λά­βει, να κατα­νο­ή­σει σε βάθος ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, στιγ­μές και κατα­στά­σεις μαζί με την επι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση, την επι­τό­πια αυτο­ψία και άλλα μέσα, πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να μπο­ρεί να προ­σεγ­γί­σει και την τέχνη της αντί­στοι­χης περιό­δου. Μόνο έτσι θα μπο­ρέ­σει καλύ­τε­ρα να κατα­νο­ή­σει την αντι­φα­τι­κή κίνη­ση των γεγο­νό­των, μόνο έτσι θα νιώ­σει βαθιά τα κίνη­τρα και τα αισθή­μα­τα των πρω­τα­γω­νι­στών της Ιστορίας.

Τέχνη — κάλεσμα για λαϊκή ανάταση

Και δεν υπάρ­χει στο μου­σι­κό στε­ρέ­ω­μα της Ελλά­δας άλλος που να συνέ­δε­σε τόσο πολύ την τέχνη του με την αγω­νι­στι­κή πορεία του λαού μας. Γι’ αυτό και δεν υπάρ­χει μου­σι­κό έργο που να αντα­να­κλά καλύ­τε­ρα τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της πάλης του ελλη­νι­κού λαού. Τις ηρω­ι­κές στιγ­μές, το μεγα­λείο, τη δια­δι­κα­σία αφύ­πνι­σης, αλλά και τις προ­σω­ρι­νές ανά­παυ­λες ή και απο­γοη­τεύ­σεις, που όμως ανα­δει­κνύ­ο­νται πάντα ως τέτοιες, δηλα­δή προ­σω­ρι­νές. Ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα τέτοιας δου­λειάς απο­τε­λεί ο σχε­τι­κά άγνω­στος δίσκος “Στην Ανα­το­λή”, γραμ­μέ­νος στο Παρί­σι τον Δεκέμ­βρη του 1973.

Γρά­φει ο ίδιος ο συν­θέ­της: “Έτσι έγρα­ψα το τρα­γού­δι «Στην Ανα­το­λή» εμπνευ­σμέ­νο από τις γει­το­νιές όπου έζη­σα και ανή­κα κι εγώ. Τις λέγα­με τότε, τον και­ρό της Κατο­χής, Ανα­το­λι­κές Συνοι­κί­ες. Εκεί ανή­κα κι εγώ και εκεί δώσα­με τις μάχες ενά­ντια στον και­νούρ­γιο κατα­χτη­τή, τους Άγγλους ιμπε­ρια­λι­στές στα Δεκεμ­βρια­νά και εκεί πάλι θ’ αρχί­σου­με σιγά σιγά την οργά­νω­ση του Λαού και είμαι βέβαιος πως τίπο­τε δεν πήγε χαμέ­νο. Είχα­με μόνο ορι­σμέ­νες τακτι­κές ήττες, αλλά τον πόλε­μο τελι­κά θα τον κερ­δί­σου­με εμείς. (…) Ίσως λοι­πόν το μυστι­κό που έρχε­ται από την Ανα­το­λή, από τις Ανα­το­λι­κές Συνοι­κί­ες, που έρχε­ται από τον Ήλιο, που έρχε­ται από τη ζωή να ‘ναι αυτό. Γεια χαρά και καλή αντά­μω­ση στους δρό­μους και τις συνοι­κί­ες της Αθή­νας». Ενώ στον ίδιο δίσκο υπάρ­χει και το τρα­γού­δι “Μες στην ταβέρ­να” που λέει:

“Ήσουν ωραί­ος σαν περ­νού­σες μες στις γειτονιές,
μες στην καρ­διά σου κου­βα­λού­σες όλες τις καρδιές”
“Θυμά­σαι τότε που πετού­σες με πλα­τιά φτερά
Τώρα ο καθέ­νας την καρ­διά σου την κλωτσοπατά”

“Αυτό το τρα­γού­δι έγι­νε σε ανά­μνη­ση εκεί­νων των και­ρών που γυρ­νά­γα­με στις γει­το­νιές μ’ ένα γαρί­φα­λο κόκ­κι­νο στ’ αυτί και με κάτι άλλο… στην κωλό­τσε­πη”. Έγρα­φε περι­γρά­φο­ντας με τρό­πο ποι­η­τι­κό την τρο­πή που πήραν τα πράγ­μα­τα με την ήττα τον Δεκέμ­βρη και μετά του ΔΣΕ. Μα δεν έμει­νε σε μία στεί­ρα απο­γοη­τευ­τι­κή νοσταλ­γία, αλλά κατέ­λη­γε σε ένα κάλε­σμα για να σηκώ­σει πάλι ο λαός το τρα­νό του ανάστημα.

“Βγά­λε πάλι την ψυχή σου στο σερ­γιά­νι μες στις γειτονιές
Να γιο­μί­σει η ζωή σου γλυ­κές φωνές και με πασχαλιές”.

Έτσι λοι­πόν μπο­ρού­με να πού­με πως η τέχνη του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη ‑όπως και όλων των μεγά­λων που μπό­ρε­σαν να εκφρά­σουν την επο­χή τους- δεν είναι απλά πηγή αισθη­τι­κής από­λαυ­σης, αλλά μέσω της αισθη­τι­κής από­λαυ­σης μπο­ρεί να γίνε­ται και εφαλ­τή­ριο για την ανά­πτυ­ξη κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης, για τη δια­μόρ­φω­ση μίας συνει­δη­τής πρω­το­πό­ρας στά­σης. Ένα κάλε­σμα για λαϊ­κή ανάταση.

Να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο οι θησαυροί της μουσικής του

Όταν πέρυ­σι απο­χαι­ρε­τού­σα­με τον Μίκη, δεσμευ­τή­κα­με ότι θα κάνου­με ό,τι περ­νά­ει από το χέρι μας για “να ανοι­χτούν διά­πλα­τα στον κόσμο όλοι οι θησαυ­ροί της μου­σι­κής του”. Ιδιαί­τε­ρα στη νεο­λαία. Πάντα βέβαια είχα­με έγνοια γι’ αυτό κι έχου­με δρό­μο μπρο­στά μας. Ποτέ δεν αφή­σα­με τα πράγ­μα­τα στην τύχη τους. Όμως τη χρο­νιά που πέρα­σε, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, τα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ γέμι­σαν με τις νότες της μου­σι­κής του, τα αφιε­ρώ­μα­τα στον “Ριζο­σπά­στη” και στον “Οδη­γη­τή” μπή­καν σε δεκά­δες χώρους δου­λειάς, σχο­λεία και σχο­λές, οι κομ­μου­νι­στές δάσκα­λοι μίλη­σαν σε χιλιά­δες μαθη­τές για τη ζωή και το έργο του. Το “κόκ­κι­νο Αερό­στα­το” με ειδι­κό ένθε­το άγγι­ξε εκα­το­ντά­δες παι­δι­κές καρ­διές. Δεν υπήρ­ξε απερ­γία, συγκέ­ντρω­ση, δια­δή­λω­ση που να μη βαδί­σα­με στο ρυθ­μό της «Λαμπρής», δεν υπήρ­ξε εκδή­λω­ση που να μην ανέ­μι­σε η κόκ­κι­νη σημαία με χιλιά­δες στό­μα­τα να σιγο­τρα­γου­δά­νε “με τόσα φλά­μπου­ρα, λάμπει ο ουρανός”.

Κι αυτό συνε­χί­ζου­με και κάνου­με, για­τί πιστεύ­ου­με πως φέρ­νο­ντας τη νέα γενιά σε επα­φή με το έργο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, τη φέρ­νου­με σε επα­φή με ένα μεγά­λο λαϊ­κό επίτευγμα.

Η τέχνη του είναι πραγ­μα­τι­κά ένα δημιούρ­γη­μα της επο­χής του, η συμ­με­το­χή του στην ίδια την πάλη είναι το καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο τόσο στα μεγά­λα συμ­φω­νι­κά του έργα, όσο και στα πιο λαϊ­κά, στους κύκλους τρα­γου­διών που καθιε­ρώ­νει. Λέγο­ντας αυτό καθό­λου δεν υπο­τι­μά­με το τερά­στιο μου­σι­κό του ταλέ­ντο, προ­ϋ­πό­θε­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής του δημιουρ­γί­ας, αλλά και ανε­πτυγ­μέ­νο στις δοσμέ­νες συν­θή­κες. Άλλω­στε, όπως και ο ίδιος έχει πει: “Φαί­νε­ται πως το ταλέ­ντο μου, σαν μια παρά­ξε­νη μπα­τα­ρία, εκεί μέσα γεμί­ζει. Μέσα στη ζεστα­σιά της χει­ρα­ψί­ας, μέσα στο αετί­σιο βλέμ­μα του συνα­γω­νι­στή, μέσα στις ιαχές των συλ­λα­λη­τη­ρί­ων και στη βοή της μάχης… όμως το ταλέ­ντο δεν έρχε­ται μόνο του. Για να φυτρώ­σει, του πρέ­πει στρώ­μα παχύ ευαι­σθη­σί­ας. Αυτό σημαί­νει πως ο αλη­θι­νός καλ­λι­τέ­χνης δεν μπο­ρεί να μεί­νει αδιά­φο­ρος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπει­νώ­νο­νται, πει­νούν, τσα­κί­ζο­νται… Τότε η ευαι­σθη­σία αυτή γίνε­ται ευθύ­νη και φέρ­νει τον καλ­λι­τέ­χνη μέσα στον λαό”.

Μπο­ρού­με να πού­με πως είμα­στε τυχε­ροί. Για­τί είναι πραγ­μα­τι­κά ευτυ­χής η στιγ­μή που συνα­ντιού­νται το μου­σι­κό ταλέ­ντο, τα μεγά­λα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα και η πρω­το­πό­ρα αγω­νι­στι­κή στά­ση του καλ­λι­τέ­χνη. Σε τέτοιες στιγ­μές η Τέχνη μεγα­λουρ­γεί. Και η Τέχνη που γρά­φτη­κε στις παρ­τι­τού­ρες και τα τετρά­δια του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, η Τέχνη που κατα­γρα­φό­ταν στο μυα­λό του ακό­μα και στις πιο δύσκο­λες συν­θή­κες όπως π.χ. στη Μακρό­νη­σο όταν έγρα­ψε την πρώ­τη του συμ­φω­νία, είναι πραγ­μα­τι­κά μεγαλειώδης.

Έχου­με γι’ αυτό και ένα επι­πλέ­ον καθή­κον. Να δια­μορ­φώ­σου­με ένα ευρύ­τε­ρο μορ­φω­τι­κό πολι­τι­στι­κό ρεύ­μα μέσα στο οποίο και οι νέοι καλ­λι­τέ­χνες να έρχο­νται σε επα­φή με το σύνο­λο του έργου του, να το μελε­τούν, να διδά­σκο­νται: Όπως περι­γρά­φει και ο μύθος του Ανταί­ου, έπαιρ­νε δύνα­μη όταν πάτα­γε στη γη, ζώντας και τρα­γου­δώ­ντας τους αγώ­νες του λαού. Και την ίδια στιγ­μή μελε­τού­σε βαθιά τη μεγά­λη Τέχνη. Ο ίδιος έλε­γε ότι είχε μία δίψα ανε­λέ­η­τη για να μάθει τη γλώσ­σα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπε­τό­βεν, του Μπερ­λιόζ, του Βάγκνερ.

Σήμε­ρα νέοι καλ­λι­τέ­χνες κάνουν προ­σπά­θειες. Είμα­στε βέβαιοι πως όσο το κίνη­μα θα ανα­συ­γκρο­τεί­ται και θα φου­ντώ­νει, τόσο θα γρά­φο­νται τρα­γού­δια, θα δημιουρ­γού­νται έργα Τέχνης που θα απα­ντά­νε στα μεγά­λα ερω­τή­μα­τα της επο­χής, δίνο­ντας ώθη­ση προς τα εμπρός, αλλά και το αντί­θε­το. Το πόσο ψηλά θα φτά­σουν δεν το ξέρου­με, θα είναι κι αυτό μια μάχη, τίπο­τα δεν μένει στά­σι­μο, ακό­μα κι αν στα μεγά­λα ύψη φτά­νουν λίγοι.

Σε κάθε περί­πτω­ση η στρά­τευ­ση των καλ­λι­τε­χνών στο πλάι του λαού θα προσ­δί­δει στο εργα­τι­κό και ευρύ­τε­ρα στο λαϊ­κό κίνη­μα δυνα­μι­κή και πολυ­μορ­φία. Θα συμ­βά­λει στην ίδια την ανά­πτυ­ξη του κινή­μα­τος. Για­τί η επα­φή των εργα­ζο­μέ­νων με την Τέχνη και τον Πολι­τι­σμό μπο­ρεί να τους εξο­πλί­σει με μεγά­λα ηθι­κά και πνευ­μα­τι­κά εφό­δια χρή­σι­μα για την αντο­χή, τον ενθου­σια­σμό, την εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα στις μεθό­δους της πάλης.

Κατα­λα­βαί­νου­με βέβαια ότι το θέμα είναι πολύ πιο σύν­θε­το, ότι η γνω­ρι­μία με τη μεγά­λη Τέχνη απαι­τεί και άλλα. Αυτό που μπο­ρεί να δώσει φτε­ρά είναι η μέθο­δος ανά­λυ­σης, κατα­νό­η­σης και παρέμ­βα­σης στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η μαρ­ξι­στι­κή κοσμο­θε­ω­ρία, η επα­φή και η αφο­μοί­ω­ση της θεω­ρί­ας του επι­στη­μο­νι­κού κομμουνισμού.

Ο άνθρωπος μεγεθύνεται όταν παλεύει να χαρίσει ευτυχία στους περισσότερους

Στο τελευ­ταίο σημεί­ω­μα που άφη­σε στον ΓΓ της ΚΕ σύντρο­φο Δημή­τρη Κου­τσού­μπα, ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης έγρα­ψε ότι φτά­νο­ντας στο τέλος της ζωής του οι λεπτο­μέ­ρειες σβή­νουν και μένουν “τα μεγά­λα μεγέ­θη”. Είναι γνω­στό ότι υπήρ­ξαν περι­πτώ­σεις που οι δρό­μοι δεν ταυ­τί­στη­καν, που υπήρ­ξαν δια­φω­νί­ες. Το ίδιο γνω­στό όμως είναι ότι αυτές δεν στά­θη­καν ικα­νές για να μη δει ότι τις μεγά­λες του στιγ­μές τις έζη­σε μαζί με το ΚΚΕ, σε συμπό­ρευ­ση μαζί του.

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης δεν είχε μία συνη­θι­σμέ­νη ζωή. Τιμή­θη­κε, αγα­πή­θη­κε, η φήμη του έφτα­σε στα πέρα­τα της Γης. Τον τρα­γού­δη­σαν οι μεγα­λύ­τε­ροι τρα­γου­δι­στές, όπως η Edith Piaf, τα μεγα­λύ­τε­ρα συγκρο­τή­μα­τα και σε μεγά­λη ποι­κι­λία όπως οι “Beatles” έπαι­ξαν τη μου­σι­κή του φημι­σμέ­νες ορχή­στρες, γνω­ρί­στη­κε με ιερά τέρα­τα της Τέχνης παγκό­σμια, ταξί­δε­ψε σε όλο τον πλανήτη.

Κι όμως οι πιο σημα­ντι­κές στιγ­μές για αυτόν, το μεγά­λο μέγε­θος της ζωής του ήταν όταν βρέ­θη­κε με το ΚΚΕ. Αυτό κρά­τη­σε ως από­σταγ­μα της ζωής και του έργου του.

Ο Μαρξ μόλις 17 χρό­νων έγρα­ψε: “Όποιος δημιουρ­γεί μόνο για τον εαυ­τό του μπο­ρεί βέβαια να γίνει διά­ση­μος, πολυ­μα­θής, μεγά­λος σοφός, εξαι­ρε­τι­κός ποι­η­τής, ποτέ όμως ολο­κλη­ρω­μέ­νος άνθρω­πος, πραγ­μα­τι­κά μεγά­λος. Η ιστο­ρία θεω­ρεί πραγ­μα­τι­κά μεγά­λους ιδιαί­τε­ρα εκεί­νους τους ανθρώ­πους που εξευ­γέ­νι­σαν τον εαυ­τό τους δου­λεύ­ο­ντας για το σύνο­λο. Η πεί­ρα επαι­νεί σαν τον πιο ευτυ­χι­σμέ­νο εκεί­νον που χάρι­σε ευτυ­χία στους περισσότερους”.

Παίρνοντας υπόψη όλα αυτά, δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε ότι η ευτυχία δεν είναι απλά να είσαι πετυχημένος στη δουλειά σου ‑ακόμα και αν είσαι εξαιρετικά πετυχημένος- ευτυχία δεν είναι να ξεχειλίζεις από ταλέντο και προσόντα, να είσαι καλός οικογενειάρχης, να έχεις ταξιδέψει και αναγνωριστεί.

Η ζωή του ανθρώ­που ολο­κλη­ρώ­νε­ται και η ευτυ­χία του μεγε­θύ­νε­ται όταν παλεύ­ει για να χαρί­σει ευτυ­χία στους περισ­σό­τε­ρους, όσες και όποιες θυσί­ες κι αν απαι­τεί αυτό. Μόνο έτσι δικαιώ­νε­ται και γίνε­ται ευτυ­χι­σμέ­νη η ζωή. Όταν ο σκο­πός, το νόη­μά της δεν αφο­ρά μία στε­νή προ­σω­πι­κή φιλο­δο­ξία, ξεφεύ­γει από τα όρια του σπι­τιού, των φίλων, του κύκλου και αγκα­λιά­ζει όλη την κοι­νω­νία, όταν αντι­στοι­χεί­ται με την απαί­τη­ση και τη δυνα­τό­τη­τα του και­ρού να καταρ­γη­θεί η εκμε­τάλ­λευ­ση, να ζήσουν όλοι οι άνθρω­ποι ευτυχισμένοι.

Γι’ αυτό και τα πιο ευτυ­χι­σμέ­να χρό­νια του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη ήταν αυτά που έζη­σε στο πλάι του ΚΚΕ, όπως δήλω­σε και ο ίδιος στην εκδή­λω­ση που διορ­γά­νω­σε η ΚΕ για να τιμή­σει τα 90 χρό­νια της ζωής του το 2015, την περί­ο­δο που ο ίδιος δήλω­νε παρών και στον δίκαιο αγώ­να του λαού μας για την κατάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και όλων των αντερ­γα­τι­κών εφαρ­μο­στι­κών νόμων τους.

Έλε­γε τότε:

“Τα πιο δυνα­τά και όμορ­φα χρό­νια μου τα έζη­σα στις γραμ­μές του ΚΚΕ”, “Εθνι­κή Αντί­στα­ση, Εμφύ­λιος Πόλε­μος, οι διώ­ξεις που ακο­λού­θη­σαν την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, η βαθιά παρα­νο­μία με την ένο­πλη προ­σπά­θεια το 1944 μέσα στην Αθή­να, που πνί­γη­κε στο αίμα, η Ικα­ρία και η Μακρό­νη­σος, η ανα­γεν­νη­τι­κή προ­σπά­θεια μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπρά­κη­δες. Η παρά­νο­μη δρά­ση με την ίδρυ­ση του Πατριω­τι­κού Μετώ­που, δέκα μέρες μετά την επι­κρά­τη­ση της χού­ντας. Αργό­τε­ρα, υπο­ψή­φιος δήμαρ­χος του ΚΚΕ στην Αθή­να και τέλος η εκλο­γή μου ως βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος το 1981 και 1985”. Αυτά τα λόγια είναι πλάι στην αξε­πέ­ρα­στη μου­σι­κή του μία μεγά­λη παρα­κα­τα­θή­κη, μία δικαί­ω­ση που τοπο­θέ­τη­σε τις μεγά­λες αξί­ες και τα μεγά­λα μεγέ­θη στη θέση τους. Που του έδω­σε τη θέση που του πρέ­πει στην Ιστορία.

Δεν ξεχνάμε τι είναι αποφασισμένο το αστικό κράτος να κάνει

Φίλες και φίλοι, συντρό­φισ­σες και σύντροφοι,

Εναν χρό­νο μετά την απώ­λειά του, επι­λέ­ξα­με να συνα­ντη­θού­με εδώ στις παλιές φυλα­κές, για­τί για εμάς, όπως και για τον Μίκη, δεν είναι απλά ένας στί­χος το “μην ξεχνάς τον Ωρωπό”.

Δεν ξεχνά­με ανά­με­σα στα άλλα ότι το καλο­καί­ρι του 1968 μετα­φέ­ρα­νε εδώ μία ομά­δα περί­που 70 νέων, 20 με 30 χρό­νων, κρα­του­μέ­νων από το Λακ­κί της Λέρου. Στό­χος ήταν, απο­μα­κρύ­νο­ντάς τους από τους έμπει­ρους συγκρα­τού­με­νούς τους, να τους ασκή­σουν πίε­ση για να υπο­χω­ρή­σουν. Η χού­ντα πίστε­ψε ότι οι νέοι βλέ­πο­ντας εδώ, μπρο­στά στα μάτια τους και πίσω από τα κάγκε­λα της φυλα­κής, τη ζωή να συνε­χί­ζει να κυλά, ενώ οι ίδιοι ήταν δέσμιοι, θα άλλα­ζαν δρό­μο, θα “έσπα­γαν”. Δια­ψεύ­σθη­καν πλή­ρως, καθώς οι νεο­λαί­οι οργά­νω­σαν τη ζωή τους στη φυλα­κή και απά­ντη­σαν με απερ­γία πεί­νας στην τρο­μο­κρα­τία και στις πιέ­σεις για να υπο­γρά­ψουν “δήλω­ση μετανοίας”.

Επι­λέ­ξα­με να έρθου­με εδώ, για­τί δεν ξεχνά­με και θα συνε­χί­σου­με να ανα­δει­κνύ­ου­με την ιστο­ρία αυτού του τόπου. Όπως ποτέ δεν ξεχνά­με τι είναι απο­φα­σι­σμέ­νο το αστι­κό κρά­τος να κάνει για να αντι­με­τω­πί­σει το λαϊ­κό κίνη­μα και ιδιαί­τε­ρα τους πρω­το­πό­ρους αγω­νι­στές, τους κομμουνιστές.

Είτε με τη βία, είτε με την ενσω­μά­τω­ση και σε συν­δυα­σμό, πάντα η αστι­κή τάξη και το κρά­τος της θα επι­διώ­κει να εξο­ντώ­νει τη δυνα­μι­κή και τον ριζο­σπα­στι­σμό του κινή­μα­τος. Ιδιαί­τε­ρα όταν τα πράγ­μα­τα στρι­μώ­χνουν, όταν οι αντι­θέ­σεις τους οξύ­νο­νται σε βαθ­μό που δεν μπο­ρούν να τις συμ­φι­λιώ­σουν, όταν ετοι­μά­ζουν νέα μεγά­λα δει­νά για τους λαούς.

Γι’ αυτό και τώρα, καθώς εξε­λίσ­σε­ται ο αιμα­τη­ρός ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος, με συμ­με­το­χή της χώρας μας που έχει γίνει απέ­ρα­ντη αμε­ρι­κα­νο­ΝΑ­ΤΟι­κή βάση, καθώς εκτι­νάσ­σε­ται η ακρί­βεια και η ανέ­χεια ως απο­τέ­λε­σμα της “απε­λευ­θέ­ρω­σης” της Ενέρ­γειας και της εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης των πάντων.

Γι’ αυτό και τώρα εντεί­νο­νται τα σχέ­δια ενσω­μά­τω­σης, εκφο­βι­σμού, ανά­σχε­σης της λαϊ­κής δυσα­ρέ­σκειας. Για άλλη μια φορά στή­νουν την παγί­δα της κυβερ­νη­τι­κής εναλ­λα­γής, για να εκτο­νώ­σουν και να εγκλω­βί­σουν τη λαϊ­κή οργή, να δια­σφα­λί­σουν με καλύ­τε­ρους όρους τη στα­θε­ρό­τη­τα του σάπιου, βάρ­βα­ρου συστήματος.

Και την ίδια στιγ­μή εντεί­νε­ται η προ­σπά­θεια να τρο­μο­κρα­τή­σουν τον λαό, να τον εθί­σουν στη λογι­κή ότι είναι φυσιο­λο­γι­κό να τον παρα­κο­λου­θούν, το ζήτη­μα είναι τάχα οι παρα­κο­λου­θή­σεις να είναι “νόμι­μες” και “δημο­κρα­τι­κές”. Βγά­ζουν λάδι όλο το ζοφε­ρό θεσμι­κό πλαί­σιο που για δεκα­ε­τί­ες στή­νε­ται στο πλαί­σιο της ΕΕ με την ευθύ­νη όλων των κυβερ­νή­σε­ων, διαιω­νί­ζο­ντας και προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τον βούρκο.

Φαί­νε­ται για άλλη μία φορά ότι αυτό που φοβού­νται περισ­σό­τε­ρο, γι’ αυτό και εκσυγ­χρο­νί­ζουν διαρ­κώς και τα κατα­σταλ­τι­κά μέσα, αλλά και τα “καθρε­φτά­κια” που προ­σφέ­ρουν για να μην πάρει η λαϊ­κή οργή δια­στά­σεις, είναι να μη στο­χεύ­σει ο λαός με ανυ­πο­χώ­ρη­το αγώ­να τον πραγ­μα­τι­κό του αντί­πα­λο, που δεν είναι άλλος από την οικο­νο­μι­κή κυριαρ­χία και εξου­σία του κεφα­λαί­ου και των διε­θνών συμ­μά­χων του.

Ο λαός να σηκώσει το ανάστημά του «με σημαίες και με ταμπούρλα»

Αυτό λοι­πόν που φοβού­νται περισ­σό­τε­ρο, αυτό πρέ­πει να τους προ­σφέ­ρει απλό­χε­ρα ο λαός, κάνο­ντας πρά­ξη το σύν­θη­μα “Μόνο ο λαός μπο­ρεί να σώσει τον λαό”, σηκώ­νο­ντας το ανά­στη­μά του με σημαί­ες και με ταμπούρλα.

Με τα μεγά­λα μεγέ­θη. Με τη σημαία του ΚΚΕ που κυμα­τί­ζει και λάμπει ο ουρα­νός, που μελε­τά­ει, διδά­σκε­ται και προ­χω­ρά­ει μπρο­στά, πέρα από το φράγ­μα που δημιούρ­γη­σαν οι αντε­πα­να­στα­τι­κές ανα­τρο­πές πριν 30 χρό­νια και ξεδο­ντιά­ζει στην πρά­ξη τις χρε­ο­κο­πη­μέ­νες ιστο­ρι­κά θεω­ρί­ες που δια­κη­ρύσ­σουν το τέλος της ταξι­κής πάλης. Που προ­χω­ρά συνει­δη­τά και με σχέ­διο, ανοί­γο­ντας δρό­μο για την ευτυ­χία των ανθρώ­πων, προ­σπερ­νώ­ντας όλα τα εμπό­δια, χαράσ­σο­ντας νέες δια­δρο­μές, πατώ­ντας πάνω στα χνά­ρια της Ιστο­ρί­ας, πετώ­ντας τη σκό­νη της παρα­πλά­νη­σης, της διαστρέβλωσης.

Και στην κόντρα με τη δια­στρέ­βλω­ση είχε τον δικό του ρόλο ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης. Θύμω­νε με τη θεω­ρία των δύο άκρων, αυτή που απο­τε­λεί επί­ση­μη θεω­ρία της ΕΕ. Οργι­ζό­ταν, απα­ντού­σε και έβα­ζε τα πράγ­μα­τα στη θέση τους, όπως έκα­νε το 2017, όταν έγρα­φε σε γνω­στή αστι­κή εφη­με­ρί­δα καταγ­γέλ­λο­ντας την αντι­κομ­μου­νι­στι­κή της υστερία.

“Αν έλει­πε ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός και ο Στά­λιν, τι θα είχα­με σήμε­ρα; Άρα­γε το σκε­φτή­κα­τε; Ποιος θα εμπό­δι­ζε τον Χίτλερ να γεμί­σει την υφή­λιο με χιλιά­δες Άου­σβιτς; Φαντά­ζε­στε την Ελλά­δα γεμά­τη με στρα­τό­πε­δα εξό­ντω­σης; (…) Πιστεύω ότι εύκο­λα μπο­ρεί­τε να κατα­νο­ή­σε­τε το θυμό μου, για­τί για μένα όπως και για χιλιά­δες άλλους, η στρά­τευ­ση και οι αγώ­νες μας κάτω από την Κόκ­κι­νη Σημαία απο­τε­λεί την ιερό­τε­ρη περί­ο­δο της ζωής μας, που είχε έναν και μόνο στό­χο, να κάνει τον Λαό μας ελεύ­θε­ρο, ανε­ξάρ­τη­το και ευτυχισμένο”.

Μέσα λοι­πόν στους μεγά­λους αγώ­νες που έχου­με να δώσου­με το επό­με­νο διά­στη­μα, είμα­στε σίγου­ροι ότι θα μας ενθαρ­ρύ­νουν περισ­σό­τε­ρο, θα μας πει­σμώ­νουν ατα­λά­ντευ­τα, θα μας οδη­γούν με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα τα τρα­γού­δια του Μίκη Θεοδωράκη.

Παρα­μέ­νει κοντά μας, γενιές και γενιές ζουν και θα ζουν με τη μου­σι­κή του.

“Είμαι δημιουρ­γός, νικώ τον χρό­νο και τον θάνα­το” σκε­φτό­ταν και έγρα­φε στα μπου­ντρού­μια της Μπου­μπου­λί­νας, όταν εμπνεύ­στη­κε το έργο του “Ο Ήλιος και ο Χρόνος”.

Ναι. Η δημιουρ­γία του, το έργο του νίκη­σε. Και τον χρό­νο. Και τον θάνα­το. Για πάντα.

Ένα μικρό κομ­μά­τι από το αθά­να­το και απέ­ρα­ντο έργο θα απο­λαύ­σου­με στη συναυ­λία που ακο­λου­θεί. Ευχα­ρι­στού­με από καρ­διάς όλους τους συντε­λε­στές της σημε­ρι­νής εκδήλωσης.

Τον Μανό­λη Ανδρου­λι­δά­κη για την καλ­λι­τε­χνι­κή επι­μέ­λεια και διεύ­θυν­ση της ορχή­στρας που απο­τε­λεί­ται από τους μου­σι­κούς Γιώρ­γο Κατσί­κα, Περι­κλή Μαλα­κα­τέ, Νίκο Παπα­να­στα­σί­ου, Στά­θη Σαβ­βί­δη, Ορφέα Τσα­κτσί­ρα και Μαρί­να Τσοκάνη.

Απο­λαμ­βά­νο­ντας μαζί τους τις φωνές της Ρίτας Αντω­νο­πού­λου, της Βιο­λέ­τας Ίκα­ρη, του Δημή­τρη Κανέλ­λου, της Πολυ­ξέ­νης Καρά­κο­γλου, της Μαρι­λί­ζας Λούν­τζη και του Κώστα Τριανταφυλλίδη».

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο