Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Καλοκαίρι με ρομαντισμό και δραματικότητα με την υπογραφή του Πολ Σρέιντερ

Επι­τέ­λους το καλο­καί­ρι έκα­νε την εμφά­νι­σή του, δίνο­ντας ελπί­δες για μία καλύ­τε­ρη συνέ­χεια στους ιθύ­νο­ντες του κινη­μα­το­γρα­φι­κού συστή­μα­τος. Από τις επτά ται­νί­ες, που κάνουν πρε­μιέ­ρα από­ψε, ξεχω­ρί­ζουν το τελευ­ταίο δρα­μα­τι­κό θρί­λερ του Πολ Σρέι­ντερ «Master Gardener», η ρομα­ντι­κή κωμω­δία «Να σου Γνω­ρί­σω τους Γονείς μου», με Ρίτσαρντ Γκιρ, Σού­ζαν Σάρα­ντον και Ντάιαν Κίτον, το ρομα­ντι­κό δρά­μα «Ένα Όμορ­φο Πρω­ι­νό» με τη Λέα Σεϊ­ντού και η πολυ­βρα­βευ­μέ­νη ελλη­νι­κή κωμω­δία «Black Stone». Επί­σης, για τους φανα­τι­κούς σινε­φίλ, προ­βάλ­λε­ται σε επα­νέκ­δο­ση το υπέ­ρο­χο ερω­τι­κό δρά­μα του Ζαν Λικ Γκο­ντάρ «Μια Παντρε­μέ­νη Γυναίκα».

Master Gardener

(“Master Gardener”) Δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Πολ Σρέι­ντερ, με τους Τζό­ελ Έτζερ­τον, Σιγκούρ­νι Γουί­βερ, Κουι­ντέ­σα Σουί­ντελ, Εσάι Μορά­λες κα.

Στι­βα­ρό και αρκε­τά ενδια­φέ­ρον δρα­μα­τι­κό θρί­λερ του βετε­ρά­νου σενα­ριο­γρά­φου («Ο Ταξι­τζής», «Οργι­σμέ­νο Είδω­λο») και σκη­νο­θέ­τη («Επάγ­γελ­μα Ζιγκο­λό», «Ακρό­τη­τες») Πολ Σρέι­ντερ, που για μια ακό­μη φορά, όπως συμ­βαί­νει με τους ιδε­ο­λό­γους καλ­λι­τέ­χνες, επα­νέρ­χε­ται στις γνώ­ρι­μες εμμο­νές του.

Η τελευ­ταία ται­νία του Σρέι­ντερ προ­βλή­θη­κε στο περ­σι­νό Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας εκτός του επί­ση­μου δια­γω­νι­στι­κού τμή­μα­τος, κάτι που πιθα­νώς οφεί­λε­ται στην επα­νά­λη­ψη της θεμα­τι­κής του, αλλά και στην όχι και τόσο απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της παραγωγής.

Από το φιλμ δεν λεί­πουν τα ηθι­κά κηρύγ­μα­τα, τα οποία ορι­σμέ­νες φορές δεν συμ­βα­δί­ζουν με το ύφος του σενα­ρί­ου, το οποίο υπο­γρά­φει ο ίδιος ο Αμε­ρι­κά­νος σκηνοθέτης.

Ο κατα­ρα­μέ­νος ήρω­ας της ιστο­ρί­ας είναι ένας κηπου­ρός σε ένα εντυ­πω­σια­κό κτή­μα, που ανή­κει σε μια πλού­σια κλη­ρο­νό­μο. Μια φορά την εβδο­μά­δα, ο λιγό­λο­γος κηπου­ρός δει­πνεί μαζί της και στη συνέ­χεια τη συνο­δεύ­ει στο κρε­βά­τι της. Της το χρω­στά, καθώς δεν είναι απλώς η ιδιό­τρο­πη εργο­δό­τριά του, αλλά η γυναί­κα που του έδω­σε μια δεύ­τε­ρη ευκαι­ρία να ξεφύ­γει από το σκο­τει­νό και βίαιο παρελ­θόν του. Όταν η πλού­σια κλη­ρο­νό­μος θα πάρει υπό την προ­στα­σία της ακό­μη μία χαμέ­νη ψυχή, την εγγο­νή της αδελ­φής της, που είναι μπλεγ­μέ­νη με επι­κίν­δυ­νες παρέ­ες και θα την τοπο­θε­τή­σει δίπλα στον κηπου­ρό, η συνύ­παρ­ξή τους θα σπά­σει τη ρου­τί­να του κηπου­ρού και θα ξυπνή­σει τους εφιάλ­τες του παρελθόντος.

Το κινη­μα­το­γρα­φι­κό σύμπαν του Σρέι­ντερ κάνει και πάλι την εμφά­νι­σή του. Παρά ταύ­τα απο­φεύ­γει να γίνει κου­ρα­στι­κός, αλλά σίγου­ρα δεν ανα­νε­ώ­νει τους γνω­στούς προ­βλη­μα­τι­σμούς του για την πίστη, τη συγ­χώ­ρε­ση, την τιμω­ρία και την εξιλέωση.

Το φιλμ, μπο­ρεί να απο­κτά την πρέ­που­σα έντα­ση κατά δια­στή­μα­τα, να κρύ­βει εκπλή­ξεις, να σκια­γρα­φεί με προ­σο­χή τα πορ­τρέ­τα των χαρα­κτή­ρων του, αλλά δεν κατα­φέρ­νει να δώσει την αίσθη­ση μίας ψυχο­μέ­νης αυθε­ντι­κής ιστο­ρί­ας, να συναρ­πά­σει. Πιθα­νό­τα­τα, για­τί ο βασι­κός χαρα­κτή­ρας του κηπου­ρού δεν έχει να ανα­με­τρη­θεί παρά μόνο με τις ενο­χές του και τα φαντά­σμα­τα του παρελθόντος.

Και ακό­μη, ίσως για­τί υπάρ­χουν στιγ­μές αφη­γη­μα­τι­κής αμη­χα­νί­ας και οι εμμο­νές, οι ιδε­ο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές του Σρέ­ντερ, που κυριαρ­χούν ένα­ντι των χαρα­κτή­ρων και τη δρα­μα­τουρ­γι­κής εξέ­λι­ξης. Ίσως για­τί πλέ­ον η ηλι­κία δεν κρύβεται.

Ικα­νο­ποι­η­τι­κές οι ερμη­νεί­ες – ειδι­κά από τον Έτζερ­τον και την έμπει­ρη Γουί­βερ – αλλά — κακά τα ψέμα­τα — δύσκο­λα μπο­ρούν σήμε­ρα να ελκύ­σουν το ευρύ­τε­ρο κοινό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Νάρ­βελ Ροθ είναι ο μεθο­δι­κός φρο­ντι­στής των κήπων μιας πανέ­μορ­φης όσο και ιστο­ρι­κής έπαυ­λης. Όταν η εργο­δό­τριά του, του ζητά­ει σαν χάρη να προ­σλά­βει ως βοη­θό την ατί­θα­ση ανι­ψιά της, τότε ανοί­γουν οι πύλες του χάους στον μέχρι πρό­τι­νος δωρι­κό βίο του μονα­χι­κού άντρα, για να επα­να­φέ­ρουν φαντά­σμα­τα του παρελ­θό­ντος από τα οποία ο ίδιος πίστευε ότι είχε απαλλαγεί.

Να σου Γνω­ρί­σω τους Γονείς μου

(“Maybe I Do”) Αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Τζέι­κο­μπς, με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Ντάιαν Κίτον, Σού­ζαν Σάρα­ντον, Γουί­λιαμ Μέι­σι, Έμα Ρόμπερτς, Λουκ Μπρέι­σι κα.

Ευπρό­σω­πη, σχε­τι­κώς δια­σκε­δα­στι­κή, αλλά και αρκού­ντως χλια­ρή, ρομα­ντι­κή κομε­ντί, προ­ο­ρι­σμέ­νη για την Ημέ­ρα του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου, σκη­νο­θε­τη­μέ­νη από τον σενα­ριο­γρά­φο και με τηλε­ο­πτι­κή καριέ­ρα, Μάικλ Τζέικομπς.

Ακό­μη μία παραλ­λα­γή της γνώ­ρι­μης ιστο­ρί­ας που θέλει ένα νεα­ρό ζευ­γά­ρι, λίγο πριν παντρευ­τεί, να απο­φα­σί­ζει τη γνω­ρι­μία των πεθε­ρι­κών, σε ένα οικο­γε­νεια­κό δεί­πνο, αλλά όπως συνή­θως εκεί κρύ­βο­νται εκπλή­ξεις – αυτή τη φορά λίγο πιο αντι­συμ­βα­τι­κές από τα συνηθισμένα.

Η ερω­τι­κή δια­σταύ­ρω­ση των πεθε­ρι­κών έχει την πλά­κα της και είναι το πιο καλό κομ­μά­τι της ται­νί­ας, καθώς το νεα­ρό ζευ­γά­ρι δεί­χνει αδύ­να­μο να κρα­τή­σει το ενδια­φέ­ρον ή να σε κάνει να γελά­σεις. Αυτό, είναι για μια ακό­μη φορά, αφιε­ρω­μέ­νο στον Άγιο Βαλε­ντί­νο και στις γλυ­κε­ρές σοκολάτες.

Αντι­θέ­τως, τα πεθε­ρι­κά, που ζουν σε έναν πλέ­ον πλη­κτι­κό και εντε­λώς συμ­βα­τι­κό γάμο αλλά έχουν τις ερω­τι­κές ατα­σθα­λί­ες τους, δίνουν τον τόνο, αξιο­ποιώ­ντας ορι­σμέ­νες δια­σκε­δα­στι­κές ατά­κες, αλλά ακό­μη και τα συνη­θι­σμέ­να κλι­σέ του είδους. Και αυτό οφεί­λε­ται εν πολ­λοίς στους Ρίτσαρντ Γκιρ — Ντάιαν Κίτον και Γουί­λιαμ Μέι­σι – Σού­ζαν Σάρα­ντον. Ειδι­κά το δεύ­τε­ρο ζευ­γά­ρι απο­δει­κνύ­ε­ται πιο κεφά­το και να το δια­σκε­δά­ζει περισ­σό­τε­ρο, με τα φαρ­σι­κά στοι­χεία της ται­νί­ας, που προ­σφέ­ρει ένα χαλα­ρό και ανώ­δυ­νο 90λεπτο, αλλά αυστη­ρά μέχρις εκεί.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η σχέ­ση της Μισέλ και του Άλεν έχει φτά­σει στο σημείο που θα πρέ­πει να περά­σει στο επό­με­νο στά­διο, δηλα­δή τον γάμο. Απο­φα­σί­ζουν λοι­πόν ότι ήρθε η ώρα να φέρουν σε επα­φή τους γονείς τους και οργα­νώ­νουν ένα οικο­γε­νεια­κό δεί­πνο. Προς μεγά­λη έκπλη­ξη όλων, η συνά­ντη­ση δεν είναι μια πρώ­τη γνω­ρι­μία αφού όλοι γνω­ρί­ζο­νται με όλους… αρκε­τά καλά.

Black Stone

(“Black Stone”) Κωμω­δία, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Σπύ­ρου Ιακω­βί­δη, με τους Ελέ­νη Κοκ­κί­δου, Julio Γιώρ­γο Κατσή, Αχιλ­λέα Χαρί­σκο, Kevin Zans Ansong κα.

Ακο­λου­θώ­ντας τη φόρ­μα του ντο­κι­μα­ντέρ, ο Σπύ­ρος Ιακω­βί­δης αφή­νει υπο­σχέ­σεις για το μέλ­λον, στην πρώ­τη του μεγά­λου μήκους ται­νία του, που κέρ­δι­σε το βρα­βείο του Κοι­νού στο περ­σι­νό φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης και ήταν υπο­ψή­φιο για πολ­λά βρα­βεία, μετα­ξύ των οποί­ων και για τις ερμη­νεί­ες και εκεί­νο του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου σκηνοθέτη.

Ο Ιακω­βί­δης, παρα­κάμ­πτο­ντας έξυ­πνα πολ­λές από τις γνώ­ρι­μες αδυ­να­μί­ες του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού σινε­μά, προ­σφέ­ρει μία ευδιά­θε­τη κωμω­δία, που στον πυρή­να της, ωστό­σο, κρύ­βει ένα δρά­μα. Αυτό της ασφυ­ξί­ας που επι­κρα­τεί στην ελλη­νι­κή οικο­γέ­νεια και την κοι­νω­νία, μια αφορ­μή για να ρίξει την πλά­για ματιά του στη σύγ­χρο­νη Ελλάδα.

Με τη μορ­φή ενός ψευ­δο­ντο­κι­μα­ντέρ, θα επι­κε­ντρω­θεί στις προ­σπά­θειες μίας Ελλη­νί­δας μάνας να βρει τον πρω­τό­το­κο γιο της που έχει εξα­φα­νι­στεί για δυο μέρες και ανα­κα­λύ­πτει ότι κατη­γο­ρεί­ται για απά­τη. Σε αυτή την προ­σπά­θεια θα τη βοη­θή­σει ένας Ελλη­νο-Αφρι­κά­νος ταξι­τζής, ενώ από κοντά είναι και δυο κινη­μα­το­γρα­φι­στές που κατα­γρά­φουν την ιστορία.

Το φιλμ, αν και ορι­σμέ­νες φορές τρέ­χει πίσω από μανιέ­ρες – όπως αυτή της κατα­πιε­στι­κής δυνα­μι­κής Ελλη­νί­δας μάνας (πει­στι­κό­τα­τη η Ελέ­νη Κοκ­κί­δου) ή του αχα­ΐ­ρευ­του γιου – και από κωμι­κά-σατι­ρι­κά κλι­σέ, κατα­φέρ­νει ως ένα σημείο να ανα­δεί­ξει τη θέλη­ση μιας παρα­δο­σια­κής οικο­γέ­νειας να μπει στο νόη­μα της νέας ελλη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που μοιά­ζει, όμως, με ένα μπερ­δε­μέ­νο κου­βά­ρι προ­βλη­μά­των και δυσαρ­μο­νί­ας. Και ταυ­τό­χρο­να οι ήρω­ες να νιώ­θουν ότι κάθε προ­σπά­θεια αντι­με­τώ­πι­σης της νέας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας δεν θα έχει κανέ­να αποτέλεσμα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο κινη­μα­το­γρα­φι­στές πέφτουν τυχαία πάνω στη Χαρού­λα, μια απελ­πι­σμέ­νη, υπερ­προ­στα­τευ­τι­κή Ελλη­νί­δα μάνα, η οποία ανα­ζη­τά τον γιο της. Όταν αυτός κατη­γο­ρεί­ται για απά­τη, η Χαρού­λα ξεκι­νά­ει ένα ταξί­δι μαζί με τον άλλο ανά­πη­ρο γιο της και έναν Eλλη­νο-Aφρι­κα­νό ταξι­τζή για να τον φέρει πίσω στο σπίτι.

Ένα Όμορ­φο Πρωινό

(“Un Beau Matin”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, γαλ­λι­κής και γερ­μα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Μία Χάν­σεν-Λοβ, με τους Λέα Σεϊ­ντού, Πασκάλ Γκρε­γκο­ρί, Μελ­βίλ Που­πό, Νικόλ Γκαρ­σιά κα.

Συναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο δρά­μα από τη σενα­ριο­γρά­φο και σκη­νο­θέ­τι­δα Μια Χάν­σεν Λοβ, οι ται­νί­ες της οποί­ας περι­στρέ­φο­νται γύρω από οικο­γε­νεια­κές και ρομα­ντι­κές σχέ­σεις, χωρίς, ωστό­σο, να μας έχει δεί­ξει κάτι ιδιαί­τε­ρο, παρό­τι δεν τις λες αδιά­φο­ρες. Εδώ, σε αυτή την τελευ­ταία ται­νία της, η οποία προ­βλή­θη­κε στο Δεκα­πεν­θή­με­ρο των Σκη­νο­θε­τών στις Κάν­νες και κέρ­δι­σε το βρα­βείο Label Europa Cinemas, δεί­χνει ιδιαί­τε­ρα παρα­συρ­μέ­νη από τις προ­σω­πι­κές της εμπει­ρί­ες, πιστεύ­ο­ντας ότι αυτές σε συν­δυα­σμό με το σενά­ριό της είναι αρκε­τές για να παρα­σύ­ρουν τον θεα­τή, να τον φορ­τί­σουν συγκι­νη­σια­κά, να του κεντρί­σουν το ενδιαφέρον.

Μια χήρα, νεα­ρή γυναί­κα, με μία 8χρονη κόρη, που εργά­ζε­ται ως διερ­μη­νέ­ας, πρέ­πει να φρο­ντί­σει τον πατέ­ρα της, ο οποί­ος πάσχει από μια συγ­γε­νι­κή – και πιο βαριά — ασθέ­νεια του Αλτσχάι­μερ, να του βρει ένα γηρο­κο­μείο, λόγω της επι­δεί­νω­σης της υγεί­ας του. Ταυ­τό­χρο­να, η αδιά­φο­ρη ζωή της, θα γεμί­σει από το πάθος του έρω­τα, όταν θα συνά­ψει σχέ­ση με έναν πρώ­ην φίλο του μακα­ρί­τη του άντρα της, ενός γοη­τευ­τι­κού, παντρε­μέ­νου με παι­δί, άντρα, ενός αστρο­φυ­σι­κού που συχνά ταξι­δεύ­ει σε μακρι­νά μέρη. Η πορεία της υγεί­ας τού πατέ­ρα της χει­ρο­τε­ρεύ­ει και πρέ­πει να συμ­βι­βα­στεί με τον επερ­χό­με­νο θάνα­τό του, αλλά και η ερω­τι­κή της σχέ­ση μοιά­ζει μετέ­ω­ρη, καθώς ο ερα­στής της δεί­χνει αναποφάσιστος.

Μπο­ρεί, πράγ­μα­τι, η ται­νία της να έχει το συναί­σθη­μα πάντα στον αφρό, αλλά στο βάθος το ενδια­φέ­ρον της ιστο­ρί­ας της μοιά­ζει με το κενό μίας πισί­νας. Ακό­μη και ο συν­δυα­σμός των δύο παράλ­λη­λων ιστο­ριών, αυτό της φρο­ντί­δας του άρρω­στου πατέ­ρα από την ηρω­ί­δα και την ερω­τι­κή σχέ­ση της με έναν παντρε­μέ­νο, ελά­χι­στα δένουν μετα­ξύ τους. Η μινι­μα­λι­στι­κή φόρ­μα και η νατου­ρα­λι­στι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των χαρα­κτή­ρων έχουν τα θετι­κά τους, αλλά όταν έρχο­νται σε επα­φή με το ελα­φρώς φλύ­α­ρο και επί­πε­δο σενά­ριο, με ορι­σμέ­νες πλα­δα­ρές σκη­νές, που επα­να­λαμ­βά­νο­νται, όπως τα εκτε­τα­μέ­να πέρα δώθε της ηρω­ί­δας στα μέσα μετα­φο­ράς και τις εντε­λώς αδιά­φο­ρες επαγ­γελ­μα­τι­κές της ασχο­λί­ες, ο ρεα­λι­σμός της ιστο­ρί­ας της ξεπέ­φτει στη ρου­τί­να. Αν σε αυτό προ­σθέ­σου­με και τον αδιά­φο­ρο έως νερό­βρα­στο χαρα­κτή­ρα του ερα­στή της ηρω­ί­δας – ακό­μη και οι καλο­γυ­ρι­σμέ­νες ερω­τι­κές σκη­νές δεί­χνουν παρά­ται­ρες στο πνεύ­μα της ται­νί­ας – τότε το μόνο που απο­μέ­νει είναι η χαρι­τω­μέ­νη απο­ρία στα μάτια της κόρης της, για τα όσα συμ­βαί­νουν. Επι­πλέ­ον, η προ­σπά­θεια της σκη­νο­θέ­τι­δας να κολα­κέ­ψει ένα εστέτ κοι­νό, με διά­φο­ρες δια­νο­ου­με­νί­στι­κες φού­σκες, κατα­δει­κνύ­ουν και το κενό που υπάρ­χει ακό­μη και λίγο κάτω από την επι­φά­νεια της ταινίας.

Η Λέα Σεϊ­ντού, αν και κου­ρε­μέ­νη «αλά γκαρ­σόν», παρα­μέ­νει ιδιαι­τέ­ρως ελκυ­στι­κή, κατα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει τις συναι­σθη­μα­τι­κές της μετα­πτώ­σεις, τα άγχη και τη ζωντά­νια μιας νέας γυναί­κας, αλλά το σενά­ριο δεν τη βοη­θά και την ταλαι­πω­ρεί ασκό­πως, σε αντί­θε­ση με τον άρρω­στο πατέ­ρα της, τον αβα­ντα­δό­ρι­κο χαρα­κτή­ρα του οποί­ου ερμη­νεύ­ει έξο­χα ο έμπει­ρος Πασκάλ Γκρέ­κο­ρι. Όσον αφο­ρά τον άχρω­μο Μελ­βίλ Που­πό, δεί­χνει ότι είτε τον βάλεις στον κατα­ψύ­κτη είτε στα αναμ­μέ­να κάρ­βου­να, αυτός θα παρα­μεί­νει χλιαρός.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Σάντρα, μία νεα­ρή διερ­μη­νέ­ας που μεγα­λώ­νει μόνη την οκτά­χρο­νη κόρη της, επι­σκέ­πτε­ται τακτι­κά τον άρρω­στο πατέ­ρα της, που σιγά σιγά χάνει το μυα­λό του και δεν μπο­ρεί να αυτο­ε­ξυ­πη­ρε­τη­θεί. Καθώς η ίδια και η οικο­γέ­νειά της πασχί­ζουν να του προ­σφέ­ρουν την φρο­ντί­δα που χρειά­ζε­ται και να του εξα­σφα­λί­σουν ένα αξιο­πρε­πές γηρο­κο­μείο, η Σάντρα επα­να­συν­δέ­ε­ται με τον Κλε­μάν, έναν φίλο που έχει να δει και­ρό. Οι δύο τους ξεκι­νούν μια παθια­σμέ­νη σχέ­ση που λει­τουρ­γεί ως αντί­δο­το για εκεί­νη, καθώς βιώ­νει ολο­έ­να και πιο επώ­δυ­να την κατάρ­ρευ­ση του πατέ­ρα της. Για πόσο όμως;

Mafia Mamma

(“Mafia Mamma”) Κωμω­δία, αμε­ρι­κά­νι­κης, βρε­τα­νι­κής και ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κάθριν Χάρ­ντ­γουικ, με τους Τόνι Κολέτ, Τόμι Ρότζερς, Μόνι­κα Μπε­λού­τσι, Εντουάρ­ντο Σκαρ­πέ­τα κα.

Ται­νία που σε αφή­νει με το στό­μα ανοι­χτό, για όλους τους λάθους λόγους και δια­ψεύ­δει τις όποιες προσ­δο­κί­ες για μία έστω απλώς δια­σκε­δα­στι­κή ιστο­ρία. Η Κάθριν Χάρ­ντ­γουικ («Δεκα­τριών», «Λυκό­φως», «Η Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα»), η οποία σπα­νί­ως έκα­νε κάποια ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία, εδώ βγά­ζει τον χει­ρό­τε­ρο εαυ­τό της, έχο­ντας ως μονα­δι­κή δικαιο­λο­γία το χεί­ρι­στο σενάριο.

Στην προ­σπά­θειά της να κάνει μία γκαν­γκ­στε­ρι­κή κωμω­δία ή σωστό­τε­ρα, μία παρω­δία του είδους, τελι­κά είναι σαν να παρω­δεί την ίδια της την ταινία.

Μία συνη­θι­σμέ­νη νευ­ρω­τι­κή νοι­κο­κυ­ρά, που η ζωή της λιμνά­ζει και ο άντρας της την απα­τά, θα μάθει ότι ο Ιτα­λός παπ­πούς της πέθα­νε και της αφή­νει στη Ρώμη την οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση, δηλα­δή, μία εγκλη­μα­τι­κή οργά­νω­ση, η οποία πλήτ­τε­ται από έναν πόλε­μο με την αντί­πα­λη μαφιό­ζι­κη συμμορία.

Η ται­νία της Χάρ­ντ­γουικ, όμως, πλήτ­τε­ται από την υπερ­βο­λή, που ξεπερ­νά τα όρια του γκρο­τέ­σκο, τις χοντρά­δες, τις ανεκ­δι­ή­γη­τες ερμη­νεί­ες – η Τόνι Κολέτ εντε­λώς ακα­τάλ­λη­λη για τον ρόλο, ενώ η Μόνι­κα μοιά­ζει με καρι­κα­τού­ρα της κινη­μα­το­γρα­φι­κής της περ­σό­νας – και φυσι­κά το σενά­ριο, ένας αχταρ­μάς από αλλο­πρό­σαλ­λες ιστο­ρί­ες, ανό­η­τες φάρ­σες και κλι­σέ χαρακτήρες.

Ένα φιλμ, που ξεκι­νά­ει μετρί­ως και εξε­λίσ­σε­ται απο­καρ­διω­τι­κά, με το δεύ­τε­ρο μέρος να είναι εντε­λώς χαο­τι­κό και σπα­σμω­δι­κό, ενώ η αισθη­τι­κή του αμε­ρι­κά­νι­κου χιού­μορ δεν προ­κα­λεί το γέλιο, αλλά τα νεύ­ρα του θεατή.

Οι ερμη­νεί­ες αχα­ρα­κτή­ρι­στες, ακό­μη και αυτές των Ιτα­λών μαφιό­ζων, που παρου­σιά­ζο­νται ως πρό­τυ­πα ηλι­θιό­τη­τας, ενώ το μόνο που απα­λύ­νει λίγο τον πόνο του θεα­τή είναι ορι­σμέ­να πλά­να της Ρώμης.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H Κρι­στίν χρειά­ζε­ται μία αλλα­γή στη ζωή της. Μια μέρα δέχε­ται μία ανα­πά­ντε­χη κλή­ση από την Ιτα­λία, μαθαί­νο­ντας ότι πέθα­νε ο παπ­πούς της. Ταξι­δεύ­ει στη Ρώμη για να παρευ­ρε­θεί στην κηδεία κι εκεί ανα­κα­λύ­πτει ότι η οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση είναι μία εγκλη­μα­τι­κή οργά­νω­ση. Με τις αντί­πα­λες συμ­μο­ρί­ες να έχουν ξεχυ­θεί ενα­ντί­ον τους, η Κρι­στίν καλεί­ται να ανα­λά­βει την ηγε­σία της οργάνωσης.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Transformers: Η Εξέ­γερ­ση των Θηρίων

(“Transformers: Rise of the Beast”) Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία του Στί­βεν Κέι­πλ Τζ. Ή καλύ­τε­ρα όταν ο τενε­κε­δέ­νιος Κινγκ Κονγκ συνα­ντά τον ατσά­λι­νο Γκο­τζί­λα και τα ανθρω­πά­κια προ­σπα­θούν να μη γίνουν χαλ­κο­μα­νία στην πατού­σα τους. Η ιστο­ρία μοιά­ζει περιτ­τή, εδώ μιλούν τα γρα­φι­κά, δίπλα στα οποία εμφα­νί­ζο­νται και οι οι Άντο­νι Ράμος, Mισέλ Γεό, Ρον Πέρλ­μαν κα.

Μια Παντρε­μέ­νη Γυναίκα

(“Une Femme Mariée”) Εξαι­ρε­τι­κός Ζαν Λικ Γκο­ντάρ του 1964, σε ένα – εντυ­πω­σια­κά ασπρό­μαυ­ρο – ερω­τι­κό δρά­μα, που προ­βάλ­λε­ται με απο­κα­τε­στη­μέ­νες ψηφια­κές κόπιες. Ένα ερω­τι­κό τρί­γω­νο, με τη γυναί­κα να πρέ­πει να δια­λέ­ξει ανά­με­σα στον κακό­τρο­πο αλλά και παθια­σμέ­νο σύζυ­γό της και στον νεα­ρό αλλά ανώ­ρι­μο ερα­στή της, όταν θα μεί­νει έγκυος, χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο πατέρας.

Ο ερω­τι­σμός ξεχει­λί­ζει, χωρίς, όμως, να είναι χυδαί­ος ή προ­κλη­τι­κός, ενώ τα κορ­μιά, σε άσπρο φόντο, συν­δέ­ο­νται μονα­δι­κά, προ­σπα­θώ­ντας να ενώ­σουν τις ψυχές τους. Ακό­μη μία σπου­δαία και αντι­συμ­βα­τι­κή ται­νία του Γκο­ντάρ, για τις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, τον έρω­τα και τα αδιέ­ξο­δά του, που οδη­γούν σε διλήμ­μα­τα και δρά­μα­τα. Ένα πανέ­μορ­φο φιλμ, που μοιά­ζει με όαση σε σχέ­ση με τις σημε­ρι­νές ται­νί­ες, τόσο για τη σκη­νο­θε­σία του, όσο και για το λιτό σενά­ριο και τους καλο­γραμ­μέ­νους δια­λό­γους, τους υπέ­ρο­χους χαρα­κτή­ρες, που ερμη­νεύ­ουν θαυ­μα­στά οι Μάτσα Μέριλ, Μπερ­νάρ Νοέλ, Φίλιπ Λερόι κα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο