Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας»

Στις 18 Ιανουα­ρί­ου 1984 πεθαί­νει σε ηλι­κία 66 χρό­νων στο Λον­δί­νο όπου νοση­λευό­ταν, ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης. Μια χαρι­σμα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα με μεγά­λο ταλέ­ντο και αυθορ­μη­τι­σμό. Τα τρα­γού­δια του, όπως δήλω­σε ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης με την είδη­ση του θανά­του του, «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγέ­νεια και το ήθος της μεγά­λης ψυχής του λαού μας. Τα τρα­γού­δια του Τσι­τσά­νη είναι η Ελλάδα».

Γεν­νή­θη­κε στις 18 Ιανουα­ρί­ου το 1918 στα Τρί­κα­λα. Από 13 χρο­νών αρχί­ζει να ασχο­λεί­ται με τη μου­σι­κή. Περ­νά­ει δύσκο­λα χρό­νια με φτώ­χεια και στε­ρή­σεις. Το 1936 εγκα­θί­στα­ται στην Αθή­να. Η «Αρχό­ντισ­σα», η πρώ­τη του μεγά­λη επι­τυ­χία αλλά­ζει την πορεία του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού, αλλά και τη ζωή του συν­θέ­τη. Κατα­ξιώ­νε­ται γρή­γο­ρα, ενώ με τα τρα­γού­δια του επι­διώ­κει να επι­κοι­νω­νή­σει με ένα ευρύ­τε­ρο κοι­νό, δημιουρ­γεί ένα «σύγ­χρο­νο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι» με δωρι­κό­τη­τα, αυθε­ντι­κό­τη­τα και αμε­σό­τη­τα. Οι ρίζες του βρί­σκο­νται στην Ανα­το­λή, στο Βυζά­ντιο, στη δημο­τι­κή παρά­δο­ση. Μετά τον πόλε­μο εξα­πλώ­νε­ται και κυριαρ­χεί το νέο μου­σι­κό είδος. Και ο Τσι­τσά­νης μαζί με τον Βαμ­βα­κά­ρη και τον Παπαϊ­ω­άν­νου είναι οι τρεις πιο δημο­φι­λείς εκφρα­στές του.

Το ακό­λου­θο από­σπα­σμα είναι από άρθρο της Αρι­στού­λας Ελλη­νού­δη στο Ριζοσπάστη

Το ξεκίνημα

Ο Τσι­τσά­νης στη σχο­λι­κή περί­ο­δο 1932–33 φοι­τά στην τελευ­ταία τάξη του Γυμνα­σί­ου Τρι­κά­λων. Καθώς, όμως, όπως αφη­γεί­ται ο συμ­μα­θη­τής και φίλος του Γ. Μπα­κο­βα­σί­λης, «ήταν αγα­πη­τός και περι­ζή­τη­τος στις γλεν­τζέ­δι­κες παρέ­ες» της γενέ­τει­ράς του για το μπου­ζού­κι που έπαι­ζε, μένει μετα­ξε­τα­στέ­ος στα μαθη­μα­τι­κά». Ξανα­δί­νει το μάθη­μα και το Φλε­βά­ρη του 1934, παίρ­νει το απο­λυ­τή­ριο. Το Γενά­ρη του 1935 περ­νά περιο­δεύ­ων κι ύστε­ρα κατε­βαί­νει στην Αθή­να, με το μπου­ζού­κι του κρυμ­μέ­νο στο σακά­κι, να σπου­δά­σει Νομι­κά. Για να επι­βιώ­σει, το «βλα­χά­κι», όπως τον έλε­γαν «οι μάγκες» της Αθή­νας, παί­ζει σε μικρο­μά­γα­ζα μπου­ζού­κι και τρα­γου­δά «κάτι αλλιώ­τι­κα τρα­γού­δια». Αυτή τη χρο­νιά μπαί­νει και στη δισκο­γρα­φία με το τρα­γού­δι «Σ’ έναν τεκέ σκα­ρώ­σα­νε» και συμ­με­το­χή στην «Αμα­ξα» του Περ­δι­κό­που­λου. Το 1938 ο στρα­τευ­μέ­νος πια Τσι­τσά­νης, υπη­ρε­τεί στο Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου στάλ­θη­κε και ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης. Τότε πρω­το­γνω­ρί­ζο­νται και ξανα­συ­να­ντώ­νται το 1940 στο Τάγ­μα Μηχα­νι­κών στα Γιαν­νι­τσά, πριν ανα­χω­ρή­σουν για το μέτωπο.

Ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης διη­γεί­ται για τη ζωή τους στο Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών: «Οταν πήγα εγώ στο Τάγ­μα, ο Τσι­τσά­νης ήταν ήδη γνω­στός και αγα­πη­τός στους φαντά­ρους. Συχνά τα βρά­δια μετά το προ­σκλη­τή­ριο πηδού­σε τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα με κάποιον άλλο και πήγαι­ναν στις ταβέρ­νες που ήταν γύρω από το στρα­τό­πε­δο και δού­λευαν μέχρι αργά το βρά­δυ. Με τον ίδιο τρό­πο ξανα­γύ­ρι­ζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επι­λο­χί­ας τού έστη­σε καρ­τέ­ρι και τον έπια­σε στα πρά­σα, που πηδού­σε το φρά­χτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην ανα­φο­ρά τον ρωτά­ει ο λοχα­γός: “Τι γύρευ­ες στα σύρ­μα­τα τέτοια ώρα, Τσι­τσά­νη;”. Κι αυτός με χιού­μορ και ετοι­μό­λο­γος του απα­ντά: “Ασυρ­μα­τι­στής δεν είμαι κυρ λοχα­γέ; Πήγα να τα επι­θε­ω­ρή­σω, να δω αν είναι εντάξει”».

Το 1938, με επτα­ή­με­ρη άδεια από το στρα­τό, κατε­βαί­νει στην Αθή­να και ηχο­γρα­φεί την «Αρχό­ντισ­σα» και άλλα τρα­γού­δια. Αυτή τη χρο­νιά δισκο­γρά­φη­σε 25 τρα­γού­δια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρα­τού κατε­βαί­νει συχνά στην Αθή­να και ηχο­γρα­φεί τρα­γού­δια του. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, νοι­κιά­ζει ένα δωμα­τιά­κι στην οδό Στρω­μνί­τσης 20, στο Ντε­πό. Γεί­το­νάς του, είναι ο έφη­βος τότε, Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, ο οποί­ος θυμά­ται ότι κοντά στη γει­το­νιά ήταν το Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών. Οτι τις Κυρια­κές «τα φαντά­ρια τρώ­γα­νε πατά­τες με κρέ­ας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγη­τό, «παί­ζα­νε ποδό­σφαι­ρο στο γήπε­δο. Πολ­λές φορές είδα τον Τσι­τσά­νη πάνω στις κερ­κί­δες, ανά­με­σα στους αξιω­μα­τι­κούς, να παί­ζει το μπου­ζού­κι και να τρα­γου­δά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκά­κια της γει­το­νιάς, όταν βλέ­πα­με τον Τσι­τσά­νη με το μπου­ζού­κι, δίνα­με σύρ­μα και στους άλλους και τρέ­χα­με ν’ ακού­σου­με τον φαντά­ρο που, όπως λέγα­με, τρα­γου­δού­σε στα γραμμόφωνα».

Τα χρό­νια στη Θεσσαλονίκη

Το 1939 ο Τσι­τσά­νης αρρα­βω­νιά­ζε­ται την αγα­πη­μέ­νη του Ζωή, και στις αρχές του 1940 απο­λύ­ε­ται από το στρα­τό. Στην Αθή­να ηχο­γρα­φεί κάθε τόσο και­νού­ρια τρα­γού­δια. Κηρύσ­σε­ται ο Πόλε­μος και ο Τσι­τσά­νης επι­στρα­τεύ­ε­ται. Δίνει στη μάνα του φίλου του Γκα­νά­τσου, την κυρ Αγγέ­λα, να του φυλά­ξει το μπου­ζού­κι, «θά ‘ρθω να το πάρω μετά τον πόλε­μο» της λέει και στις 30 Οκτώ­βρη φεύ­γει με το 20 Τάγ­μα Μηχα­νι­κών για την πρώ­τη γραμ­μή του μετώ­που. Επι­στρέ­φο­ντας από το μέτω­πο, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται πού να κυνη­γή­σει το μερο­κά­μα­το. Επι­λέ­γει να δου­λέ­ψει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου ελπί­ζο­ντας σε ένα κομ­μά­τι ψωμί περιο­δεύ­ουν και αθη­ναϊ­κοί θία­σοι, και γενι­κό­τε­ρα σε μακε­δο­νι­κές πόλεις.

Καθώς κλεί­σα­νε «Τα κού­τσου­ρα του Δαλα­μά­γκα», μετά το θάνα­το του Δαλα­μά­γκα, ο συν­θέ­της με τη Ζωή ανοί­γουν ένα δικό τους μικρο­μά­γα­ζο, το «Ουζε­ρί Τσι­τσά­νης», όπου εμφα­νί­στη­καν πολ­λοί ομό­τε­χνοι του Τσι­τσά­νη στα χρό­νια της κατο­χής. Στη διάρ­κεια της κατο­χής έγρα­ψε δεκά­δες τρα­γού­δια, δού­λε­ψε και σε άλλα μαγα­ζιά, περιό­δευ­σε σε μακε­δο­νι­κές πόλεις, παντρεύ­τη­κε τη Ζωή, και έγι­νε πατέ­ρας (1943).

Δυο τραγούδια για το ΕΑΜ

«Ο Τσι­τσά­νης δεν είχε στό­φα ήρωα. Τις ηρω­ι­κές πρά­ξεις τις θαύ­μα­ζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερ­μα­νοί από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη έγρα­ψε δυο τρα­γού­δια — ύμνους για την αντί­στα­ση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παί­ζα­νε στο μαγα­ζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγ­γε­λία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίε­σαν αντάρ­τες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρι­κά­λων, τον Ιού­νιο του 1943», σημειώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου και παρα­θέ­τει γρα­πτή μαρ­τυ­ρία του Τσι­τσά­νη: «Τρα­γού­δια, όπως λένε “αντι­στα­σια­κά ” έγι­ναν στα βου­νά. Εγώ έχω γρά­ψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρ­τες και ένα επα­να­στα­τι­κό, όταν πλη­σιά­ζα­με στην απε­λευ­θέ­ρω­ση. Αυτό για τους αντάρ­τες σε ρυθ­μό χασά­πι­κο 2/4, το δε επα­να­στα­τι­κό είναι μαρς. Αυτά τα έγρα­ψα την τελευ­ταία χρο­νιά, πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση και τα τρα­γου­δού­σα­με εν κλει­στώ κύκλω».

Ο στε­νός φίλος και συνερ­γά­της του συν­θέ­τη, Αντρέ­ας Σαμα­ράς, διη­γεί­ται: «Πολ­λές φορές διά­φο­ροι φίλοι του Βασί­λη του κάνα­νε πρό­τα­ση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ηταν όμως διστα­κτι­κός, δεν το απο­φά­σι­ζε. Κάποια φορά, άνοι­ξη του ’44, ήρθε απε­σταλ­μέ­νος από την επι­τρο­πή του ΕΑΜ Επα­νω­μής και τον κάλε­σε να τους επι­σκε­φθεί για να μιλή­σου­νε. Ο Βασί­λης αφού το σκέ­φθη­κε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγ­μα­τι σε κάνα δυο μέρες πήγα­με. Εγώ, ο Βασί­λης και η Ζωή. Μας υπο­δέ­χτη­καν τα μέλη της επι­τρο­πής του ΕΑΜ. Είχα­νε πανη­γύ­ρι, γιορ­τές, θέα­τρο, Καρα­γκιό­ζη, σε ένα πάλ­κο στην πλα­τεία έπαι­ζαν τα κλα­ρί­να και χόρευαν. Εκεί ζού­σαν ελεύ­θε­ροι. Ολοι ήταν αρμα­τω­μέ­νοι. Μας συμπε­ρι­φέρ­θη­καν με μεγά­λο σεβα­σμό. Πολ­λοί ήξε­ραν τον Βασί­λη και τον παρα­κά­λε­σαν να τους παί­ξει τρα­γού­δια του. Εκεί έγρα­ψε και τα δυο τρα­γού­δια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαι­ζε συνέ­χεια και τα μάθα­νε και οι κλα­ρι­νι­τζή­δες και τα παί­ζα­νε μαζί. Ολοι ήταν ξετρε­λα­μέ­νοι με τον Τσι­τσά­νη. Εγώ ύστε­ρα από τρεις τέσ­σε­ρις μέρες έφυ­γα, για­τί έπρε­πε να κοι­τά­ξω και το μαγα­ζί, για. Ο Βασί­λης και η Ζωή ήρθαν ύστε­ρα από μερι­κές μέρες. Απο­φα­σί­στη­κε να μεί­νει έξω από το ΕΑΜ και να το βοη­θά­ει όπο­τε υπήρ­χε ανά­γκη. Ετσι κι έγι­νε. Πολ­λοί βρή­καν κατα­φύ­γιο στο “Ουζε­ρί” για μια δυο μέρες».

Παρα­θέ­του­με τον ύμνο του ΕΑΜ, που έγρα­ψε ο Τσιτσάνης:

«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.

Χρό­νια τώρα πάνω στα βουνά

της Ελλά­δος τα γερά τα παιδιά

το ντου­φέ­κι πάντα συντροφιά

πολε­μούν για την ελευθεριά.

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.

Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».

Αθάνατα, αλληγορικά τραγούδια

Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση «ανά­σα­νε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουρ­γοί της λαϊ­κής μου­σι­κής. Στην εφη­με­ρί­δα «Λαϊ­κή Φωνή», οργά­νου του Γρα­φεί­ου της ΚΟ Περιο­χής Μακε­δο­νί­ας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγ­γέλ­λε­ται: «Από σήμε­ρα Σάβ­βα­το στην ταβέρ­να “Τ’ Αμπέ­λι” παί­ζει ο Τσι­τσά­νης». Η χαρά της λευ­τε­ριάς δεν κρά­τη­σε, δυστυ­χώς, πολύ. Οι ταγ­μα­τα­λή­τες ξανα­κά­να­νε την τρο­μο­κρα­τι­κή εμφά­νι­σή τους και στα λαϊ­κά μου­σι­κο­μά­γα­ζα της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Το 1946 ο Τσι­τσά­νης απο­φα­σί­ζει να κατε­βεί, ορι­στι­κά, στην Αθή­να. Είναι, άλλω­στε, ξακου­στός. Αλλά και της Αθή­νας τα μαγα­ζιά δεν τα αφή­νουν σε ησυ­χία τα — πλη­ρω­μέ­να τώρα από την αγγλο­κρα­τία και «εθνι­κό­φρο­να» — αποβράσματα.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το επει­σό­διο που έγι­νε ένα βρά­δυ του 1949, στο μαγα­ζί του «Τζί­μη του Χοντρού», όπου έπαι­ζαν ο Τσι­τσά­νης με τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Στο μαγα­ζί, βρί­σκο­νται οι δια­βό­η­τοι Χίτες αδελ­φοί, Κατε­λα­ναί­οι. Επι­δεί­χνο­ντας τα όπλα τους, θορυ­βούν και ειρω­νεύ­ο­νται τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου, την ώρα που τρα­γου­δά. Εκεί­νη αντι­δρά. Της φωνά­ζουν «Πες, μωρή παλιο­κομ­μού­νι το τρα­γού­δι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώ­ην αντάρ­τισ­σα του ΕΛΑΣ, απα­ντά δεν το ξέρω και αρχί­ζει να λέει το τρα­γού­δι του Τσι­τσά­νη, γραμ­μέ­νο το 1947, «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει» (και στη στρο­φή που το τρα­γού­δι λέει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη ξενι­τιά» το παρα­φρά­ζει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη Ικα­ριά»). Ακο­λού­θη­σε παν­δαι­μό­νιο. Εκεί­νη δεν το έβα­ζε κάτω. Οι Χίτες την έβρι­σαν ελε­ει­νά, τη χτύ­πη­σαν, της κου­ρέ­λια­σαν τα ρού­χα και αιμό­φυρ­τη την πέτα­ξαν στο πάτω­μα της τουα­λέ­τας. Η Μπέλ­λου έφυ­γε αιμό­φυρ­τη. Κι ο Τζί­μης είπε στην κομπα­νία «κοι­τάξ­τε να βρεί­τε γυναί­κα. Μου το είπαν καθα­ρά πως αν δε φύγει το κομ­μού­νι θα μου το κάψουν το μαγαζί».

Στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου και στα μετεμ­φυ­λια­κά «πέτρι­να χρό­νια», ανά­με­σα στο ογκώ­δες συν­θε­τι­κό και στι­χουρ­γι­κό έργο του Τσι­τσά­νη, περι­λαμ­βά­νο­νται και τρα­γού­δια που εύγλωτ­τα αλλη­γο­ρούν, μιλώ­ντας για το νέο ηρω­ι­κό αγώ­να στα βου­νά, για τα δει­νά και το χαμό αμέ­τρη­των αγω­νι­στών. Τι άλλο από αλλη­γο­ρία είναι το τρα­γού­δι «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή» (1948). Το τρα­γού­δι και «Για μια κόρη ξελο­γιά­στρα» (1947): «Χτί­ζουν και γκρε­μί­ζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέ­ντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρό­μο παίρ­νω, δρό­μο αφήνω/ σε βου­νά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπα­ξε η μοίρα/ μια βρα­διά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».

Αλλη­γο­ρία είναι και το «Το ρημαγ­μέ­νο σπί­τι» (1947): «Μπρος στο ρημαγ­μέ­νο σπίτι/ με τις πόρ­τες τις κλειστές/ τον καη­μό μου σιγοκλαίω/ και ματώ­νουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρη­μο πουλί,/ βλέ­πω αρά­χνες στο κατώφλι/ και χορ­τά­ρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά;/Ο,τι αγά­πη­σα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».

Αρι­στού­λα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο