Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δανάη Στρατηγοπούλου: «Αηδόνι» του τραγουδιού και του αγώνα

Δανάη Στρα­τη­γο­πού­λου — Χαλ­κια­δά­κη, μια μεγά­λη μορ­φή του πολι­τι­σμού μας, η σπου­δαία τρα­γου­δί­στρια του Αττίκ, η ποι­ή­τρια και μετα­φρά­στρια, η οποία γνώ­ρι­σε στο πανελ­λή­νιο το σπου­δαίο ποι­η­τι­κό έργο του Πάμπλο Νερούδα.

Τρα­γου­δί­στρια με βελού­δι­νη φωνή, που έγι­νε μύθος με τις αξε­πέ­ρα­στες ερμη­νεί­ες της, πνεύ­μα ανή­συ­χο, με πολυ­σή­μα­ντη δημιουρ­γι­κή προ­σφο­ρά στη μου­σι­κή (έγρα­ψε και η ίδια τρα­γού­δια) και στα γράμ­μα­τα (συγ­γρα­φέ­ας και ποι­ή­τρια), η Δανάη Στρα­τη­γο­πού­λου, με τη μετα­φρα­στι­κή πένα της, «έφε­ρε» στην Ελλά­δα τα ποι­η­τι­κά «Απα­ντα» ενός από τους μεγα­λύ­τε­ρους ποι­η­τές του 20ού αιώ­να, του Χιλια­νού Πάμπλο Νερού­δα. Ανθρω­πος προι­κι­σμέ­νος με πολ­λά πνευ­μα­τι­κά και ψυχι­κά χαρί­σμα­τα, η Δανάη παρέ­με­νε πάντα αγω­νί­στρια της ζωής: Είτε ως πρω­τό­βγαλ­τη στη «Μάντρα» του Αττίκ, είτε ως ασυμ­βί­βα­στη ψυχή στα χρό­νια της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, είτε ως ακού­ρα­στο δημιουρ­γι­κό πνεύ­μα στη μακρι­νή Χιλή — τόπο αυτο­ε­ξο­ρί­ας της την περί­ο­δο της απρι­λια­νής χού­ντας. Για­τί, πέρα από την απο­θέ­ω­ση που γνώ­ρι­σε, η Δανάη «γεύ­τη­κε» και πίκρες, διώ­ξεις, φυλα­κή και την πολι­τι­κή αυτοεξορία.

Γεν­νη­μέ­νη στην Αθή­να στις 8 Φλε­βά­ρη του 1913, πέρα­σε τα παι­δι­κά της χρό­νια στη Γαλ­λία. Οι οικο­νο­μι­κές και πολι­τι­κές επι­στή­μες που παρα­κο­λού­θη­σε και η ενα­σχό­λη­σή της, αρχι­κά με τη δημο­σιο­γρα­φία, δεν κατά­φε­ραν να μειώ­σουν το πάθος της για το τρα­γού­δι. Το 1935 γνω­ρί­ζει τον Αττίκ και ξεκι­νά τις εμφα­νί­σεις στη θρυ­λι­κή «Μάντρα» του. Γίνε­ται η ιδα­νι­κή ερμη­νεύ­τρια των τρα­γου­διών του, αλλά και άλλων συν­θε­τών, όπως οι Γιαν­νί­δης, Χαι­ρό­που­λος κ.ά. Ανά­με­σά τους τα: «Ας ερχό­σουν για λίγο», «Της μιας δραχ­μής τα για­σε­μιά», «Μαρα­μέ­να τα γιού­λια», «Τ’ οργα­νά­κι», «Αδι­κα πήγαν τα νιά­τα μου»… Καθιε­ρώ­θη­κε ως μεγά­λη τρα­γου­δί­στρια, όχι μόνο στη «Μάντρα», αλλά και στη συνεί­δη­ση του κόσμου.

Στον πόλε­μο του 1940, με τη φωνή και την κιθά­ρα της, προ­σπα­θεί να επου­λώ­σει τις πλη­γές της ψυχής των τραυ­μα­τιών. Μετέ­χο­ντας στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αλλη­λεγ­γύη, δίνει το δικό της αγώ­να κατά των κατα­κτη­τών και μετα­βάλ­λει την κιθά­ρα της σε όργα­νο «πολέ­μου». Και παράλ­λη­λα, αφο­σιω­μέ­νη στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση του λαού μας (στην Κατο­χή είχε το ψευ­δώ­νυ­μο Ελέ­νη Σοφια­νο­πού­λου), αγω­νι­ζό­ταν να εξα­σφα­λί­σει λίγο φαγη­τό για τους πει­να­σμέ­νους, να μετα­φέ­ρει πατριω­τι­κά μηνύ­μα­τα, να βοη­θή­σει όσους αγω­νι­στές κιν­δύ­νευαν. Η στά­ση της, ανυ­πό­τα­κτη και στους χώρους όπου εμφανιζόταν.

Το 1942, με την κατη­γο­ρία της υπο­δαύ­λι­σης επα­να­στα­τι­κών δια­θέ­σε­ων, φυλα­κί­ζε­ται από τους Γερ­μα­νούς και στη συνέ­χεια ζει την αγω­νιώ­δη κούρ­σα της κατα­δί­ω­ξής της. Στα χρό­νια της Κατο­χής, γνω­ρί­ζε­ται με τον ΕΑΜί­τη συνα­γω­νι­στή της, Γιώρ­γο Χαλ­κια­δά­κη, τον οποίο παντρεύ­ε­ται το 1945, και ο οποί­ος χάθη­κε πρό­ω­ρα. Η μαχό­με­νη αγω­νί­στρια δε διώ­χτη­κε μόνον από τους Γερ­μα­νούς, καθώς η κατα­δί­ω­ξή της συνε­χί­στη­κε και μετα­πο­λε­μι­κά από τα Τάγ­μα­τα Ασφαλείας.

Ενα μεγά­λο κεφά­λαιο της ζωής και προ­σφο­ράς της αφο­ρά στη Χιλή, όπου έζη­σε κατά τη διάρ­κεια της επτα­ε­τί­ας, και στη γνω­ρι­μία της με τον Πάμπλο Νερού­δα — μετέ­φρα­σε το «Κάντο Χενε­ράλ» (11 τόμοι). Ζει τις μέρες της ανά­τα­σης του 1970, τότε που Πρό­ε­δρος της Χιλής εκλέ­χτη­κε ο Σαλ­βα­δόρ Αλιέ­ντε. Δίνει συναυ­λί­ες, γίνε­ται καθη­γή­τρια της Ελλη­νι­κής Λαο­γρα­φί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο Σαντιά­γκο, γρά­φει λογο­τε­χνι­κά, ποι­η­τι­κά, λαο­γρα­φι­κά έργα και άρθρα για την Ελλάδα.

Επι­στρέ­φει με το πρα­ξι­κό­πη­μα της στρα­τιω­τι­κής χού­ντας του Πινο­τσέτ. Για την προ­σφο­ρά της στον πολι­τι­σμό της Χιλής και στο λαό της, τιμή­θη­κε, πριν λίγα χρό­νια, από τη Δημο­κρα­τία της Χιλής με το παρά­ση­μο «Orden Libertador Bernardo O’ Higgins». Για την προ­σφο­ρά της στον αγώ­να κατά τη γερ­μα­νι­κή Κατο­χή, της απο­νε­μή­θη­κε Μετάλ­λιο και Δίπλω­μα από την Πανελ­λή­νια Ενω­ση Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης, ενώ για την προ­σφο­ρά της στον ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό, παρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε με το Μετάλ­λιο της Πόλης των Αθηνών.

Πέθα­νε στις 18 Ιανουα­ρί­ου 2009, αφού πρώ­τα εισέ­πρα­ξε την αδια­φο­ρία της πολι­τεί­ας όταν έξι χρό­νια πριν το θάνα­τό της, η Δανάη δήλω­νε, με από­γνω­ση, πως δεν έχει τα προς το ζην…  Ούτε καν είχε ιδρώ­σει το αυτί τους, επι­βε­βαιώ­νο­ντας με τον πιο δρα­μα­τι­κό τρό­πο την αναλ­γη­σία των κρα­τού­ντων, την απα­ξί­ω­ση της ασκού­με­νης πολι­τι­στι­κής πολι­τι­κής, απέ­να­ντι σε πολ­λούς καλ­λι­τέ­χνες με σημα­ντι­κό­τα­τη προσφορά.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο