Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άγιος Αθανάσιος και Κύριλλος (Υπό την σκιά της κατακρεουργημένης Υπατίας)

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

«Οι θρύ­λοι πρέ­πει να διδά­σκο­νται ως θρύλοι,
οι μύθοι ως μύθοι
και τα θαύ­μα­τα ως ποι­η­τι­κές φαντασιώσεις.
Το να διδά­σκεις στα παιδιά
τις δει­σι­δαι­μο­νί­ες ως αλήθειες,
είναι το πιο τρο­με­ρό πράγμα.
Το παι­δι­κό μυα­λό τις δέχε­ται και τις πιστεύει.
Μόνο μετά από πολύ πόνο
και ίσως τραγωδία
μπο­ρεί κάποια στιγ­μή στο μέλλον
να απαλ­λα­γεί και να ανακουφιστεί».
Υπα­τία η Αλεξανδρινή

Διπλή γιορ­τή σήμε­ρα. Γιορ­τά­ζου­με τους Αθα­νά­σιο και Κύριλ­λο. Δια­τέ­λε­σαν και οι δύο επί­σκο­ποι Αλε­ξάν­δρειας, οι οποί­οι μαζί με τον Θεόφιλο1, επί­σης επί­σκο­πος Αλε­ξάν­δρειας, ήσαν το τρίο φόβος και τρό­μος των απα­ντα­χού μη χρι­στια­νών και οι κατα­στρο­φείς του τότε πολι­τι­σμού. Βρι­σκό­μα­στε στην επο­χή που το τραί­νο του σκο­τα­δι­στι­κού χρι­στια­νι­σμού προ­ε­τοι­μά­ζει τις μηχα­νές του για να φέρει τον μεσαί­ω­να και να σκο­τει­νιά­σει την ανθρω­πό­τη­τα για πάνω από χίλια χρόνια.

Ο Αθα­νά­σιος (Μέγας και Άγιος) γεν­νή­θη­κε το 298 μτχ και συμ­με­τεί­χε στην 1η οικου­με­νι­κή σύνο­δο που όπως ξέρε­τε ήταν πανθεϊστική2, όπου και δια­κρί­θη­κε ως μέγας μεν, αλλά τρα­μπού­κος δε. Ήταν τέτοιος και τόσος ο φανα­τι­σμός και η αγριό­τη­τά του που εξο­ρί­στη­κε μέχρι κι απ’ τους αυτο­κρά­το­ρες Κων­στα­ντί­νο (άλλος μέγας) και Κωνστάντιο.

Όταν δεν έδερ­νε «αιρε­τι­κούς» τον απα­σχο­λού­σαν σοβα­ρά θεω­ρη­τι­κά ζητή­μα­τα όπως το βαρύ­γδου­πο και καθο­ρι­στι­κής σημα­σί­ας για την τότε ανθρω­πό­τη­τα, του αν ο Γιαχ­βε­δά­κος ή θεό­που­λο ή Χρι­στός (το εξώ­γα­μο ντε) υπήρ­χε πριν την γέν­νη­σή του ή όχι. Αυτός βεβαί­ως υπο­στή­ρι­ζε πως ο Γιαχ­βε­δά­κος υπήρ­χε πάντα κι ότι απλώς ο θεός τον έχω­σε στην δεκα­ε­ξά­χρο­νη παρ­θέ­να για να σπά­σει πλάκα.

Ο Αθα­νά­σιος σχε­τι­κά με τον Γιαχ­βε­δά­κο, μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι ο υιός είναι και «λόγος του θεού» και «γέν­νη­μα όχι κατά θέλη­σιν, αλλά κατά φύσιν» (κι ότι κατα­λά­βα­τε). Ο οποί­ος (υιός) «δεν προ­ήλ­θε διό­τι το ηθέ­λη­σεν ο πατήρ, αλλά διό­τι είναι μέσα εις την φύσιν του πατρός να γεν­νά τον υιόν και μέσα εις την φύσιν του υιού να γεννάται».

Αυτά τα λέει ο Αθα­νά­σιος και σας παρα­κα­λώ να δια­τη­ρή­σε­τε την ψυχραι­μία σας. Οποια­δή­πο­τε ενέρ­γεια ενα­ντί­ον της οθό­νης σας, θα σας στοι­χί­σει και δεν αξί­ζει. Επί­σης δεν χρειά­ζε­ται να το ρίξε­τε στο πιο­τό, του­λά­χι­στον προς ώρας, διό­τι έχει και παρακάτω.

Συνε­χί­ζο­ντας ο Θανά­σης, συμπε­ραί­νει πως αυτή ακρι­βώς είναι η δια­φο­ρά τους (πατέ­ρα και γιού ή θεού και θεό­που­λου) από τα «κτί­σμα­τα» και δεν εννο­εί τα σπί­τια. Είναι εικό­να και ομοί­ω­ση του Πατρός, ενώ ο άνθρω­πος (την μέγι­στη προ­σο­χή σας εδώ) είναι απλώς κατ’ εικό­να και καθ’ ομοί­ω­ση, άναρ­χος (χωρίς αρχή-υπήρ­χε από πάντα) και αυτός όπως ο πατέ­ρας (ο θεός).

Η ψυχή είναι «αυτο­κί­νη­ση» (καμία σχέ­ση με την ιδιό­τη­τα να κινεί­ται κάτι αφ’ εαυ­τού και με το Κλαμπ που έχει εξε­λι­χθεί σε σκυ­λά­δι­κο) και ζει και μετά τον θάνα­το του σώμα­τος. Η αθα­να­σία αυτή όμως δεν οφεί­λε­ται στην φύση της ψυχής, αλλά στο θέλη­μα του θεού.

Ακό­μη υπο­στή­ρι­ζε πως το πνεύ­μα (εκεί­νο με το… που­λί) είναι ομο­ού­σιο του πατρός και του υιού και όχι ομοιού­σιο. Επί­σης πως το που­λί (δηλα­δή το πνεύ­μα) δεν είναι κτί­σμα, αλλά είναι κατά φύση άκτι­στο (δηλα­δή αδημιούργητο).

Τους δε Αρεια­νούς τους… απο­στό­μω­σε με το: «υιο­ποί­η­σεν ημάς τω Πατρί και εθε­ο­ποί­η­σε τους ανθρώ­πους, γενό­με­νος αυτός άνθρω­πος. Ουκ άρα άνθρω­πος ων ύστε­ρον γέγο­νεν άνθρω­πος, ινα μάλ­λον ημάς θεοποίηση»3, ξεκα­θα­ρί­ζο­ντας πως το άγιο πνεύ­μα «συνα­ριθ­μεί­ται» και «συν­δο­ξά­ζε­ται» μιας και «της αυτής θεό­τη­τος εστί και της αυτής ουσίας».

Όσοι δεν πεί­στη­καν μετά από αυτό χρειά­στη­καν και μερι­κές κλω­τσιές για να έρθουν στα χρι­στια­νι­κά ίσα τους. 

Με λίγα λόγια είναι βλα­κεία να επι­κα­λεί­στε και να δοξά­ζε­τε το πνεύ­μα μόνο του, αλλά πρέ­πει να το κάνε­τε και για τους δύο μαζί (Θεό και πνεύ­μα) και για να ‘χετε το κεφά­λι σας ήσυ­χο προ­σθέ­στε και το εξώ­γα­μο της παρ­θέ­νας. Κι αυτό βλα­κεία είναι και μάλι­στα… τρι­πο­λι­κή ή τρι­συ­πό­στα­τη αλλά σύμ­φω­νη με τον χρι­στια­νι­σμό και δη τον ορθόδοξο.

Τώρα μπο­ρεί­τε να πιείτε!

Ήταν δε τόσο μισάν­θρω­πος που έμει­νε στην ιστο­ρία με την έκφρα­ση «Athanasius contra mondum» ή «ο Αθα­νά­σιος ενα­ντί­ον του κόσμου». Και βεβαί­ως, το πρώ­το έργο του είναι το «Κατά Ελλή­νων». Ένα άλλο από τα έργα του, που σώθη­κε κι ενδε­χο­μέ­νως σας ενδια­φέ­ρει είναι το «Περί Παρθενίας».

Μετά, πέθα­νε!

Πάμε τώρα στον έτε­ρο εορ­τά­ζο­ντα τον Κύριλλο.

Εδώ τα πράγ­μα­τα αγριεύ­ουν έτι περισ­σό­τε­ρο. Αν ο Αθα­νά­σιος είναι ένας τρα­μπού­κος εκκα­θα­ρι­στής Αρεια­νών, αλλό­θρη­σκων και γρά­φει και μερι­κές μπούρ­δες, ο Κύριλ­λος είναι αντί­στοι­χος του Ερνστ Ρεμ, του γερ­μα­νο­φα­σί­στα ιδρυ­τής των ταγ­μά­των εφό­δου. Γόνος πλού­σιων αφε­ντών με μπό­λι­κους δού­λους γεν­νή­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια το 370 μτχ.

Υπο­τί­θε­ται πως έλα­βε μεγά­λη (αλλά) θεο­λο­γι­κή μόρ­φω­ση κι έφτα­σε να υπο­στη­ρί­ζει (δια­βά­στε και θαυμάστε):

«Στα όρη τα ψηλά και στους λόφους και υπο­κά­τω παντός δέν­δρου δάσους, κατα­σκάψ­τε τους βωμούς αυτών και συντρίψ­τε τις (λατρευ­τι­κές) στή­λες αυτών. Κατα­κό­ψε­τε τα (ιερά) άλση τους και τα γλυ­πτά των θεών αυτών, κατα­κάψ­τε με πυρ και αφα­νί­στε το όνο­μα αυτών εκ του τόπου εκεί­νου». Ακρι­βώς έτσι είναι πρέ­πον, τον εξ απά­της Ελλη­νι­κής προς το της αλη­θεί­ας να μετα­κι­νεί­τε φως δια Μωυ­σέ­ως προ­στά­ζο­ντα είδω­λα και ναούς μαζί να κατα­κά­ψε­τε ανα­σκά­πτο­ντας τους βωμούς και κατα­κό­βο­ντας τα άλση, ώστε καμιάς δικής τους βδε­λυ­ρό­τη­τας να μην απο­μεί­νει λεί­ψα­νο, κερ­δί­ζο­ντας έτσι μερί­διο στη δόξα…»4.

Μέσα στην χρι­στια­νι­κή… καλο­σύ­νη ο Κύριλ­λος. Και δεν άφη­σε τίπο­τα όρθιο απ’ ότι είχε γλυ­τώ­σει απ’ τον θείο του Θεόφιλο.

Βλέ­πε­τε την επο­χή εκεί­νη η Αλε­ξάν­δρεια ως πνευ­μα­τι­κό και πολι­τι­στι­κό κέντρο όλου του γνω­στού κόσμου ήταν ο στό­χος χρι­στια­νι­κού σκο­τα­δι­σμού και όχι τυχαία η κατα­στρο­φή και ο βίαιος και αιμα­το­βαμ­μέ­νος εκχρι­στια­νι­σμός της, λογί­ζε­ται από κάποιους και ως η απαρ­χή του Μεσαίωνα.

Σα να ζήλε­ψε, το κατά 1.500 χρό­νια αργό­τε­ρα, έργο του φασί­στα Ερνστ Ρεμ, ο Κύριλ­λος, έστη­σε έναν μηχα­νι­σμό πατριαρ­χι­κής συμ­μο­ρί­ας δολο­φό­νων από 500 μονα­χούς, συνε­πι­κου­ρού­με­νους από τον… ομοιού­σιο συρ­φε­τό των καλό­γε­ρων της Νιτρί­ας, που σκο­τεί­νια­ζαν τον πολι­τι­σμό και τρο­μο­κρα­τού­σαν την κοσμο­πο­λί­τι­κη Αλε­ξάν­δρεια, που ήταν τότε κέντρο του παγκό­σμιου πολι­τι­σμού. Η δε περιώ­νυ­μη Βιβλιο­θή­κη της, που ήταν το εκδο­τι­κό κέντρο όλου του τότε γνω­στού κόσμου, αριθ­μού­σε ασύλ­λη­πτο αριθ­μό χει­ρο­γρά­φων. Έχει δε χαρα­κτη­ρι­στεί «Η πρώ­τη τρά­πε­ζα δεδο­μέ­νων της ανθρωπότητας».

Την έκα­ψε ο Θεό­φι­λος, επι­τε­λώ­ντας ένα από τα μεγα­λύ­τε­ρα πολι­τι­στι­κά ανο­σιουρ­γή­μα­τα, μαζί με όλους τους ναούς άλλων θρη­σκειών της πόλης αλλά και του μεγά­λου ναού του Σερά­πι­δος όπου και εκεί υπήρ­χε αξιό­λο­γη βιβλιοθήκη.

Οι Παρα­βο­λά­νοι, έτσι λεγό­ταν η παρα­κρα­τι­κή συμ­μο­ρία του Κύριλ­λου, απέ­βη τόσο επι­κίν­δυ­νη σπέρ­νο­ντας τον τρό­μο και τον θάνα­το στην Αλε­ξάν­δρεια, που ο αυτο­κρά­το­ρας Θεο­δό­σιος Β΄ ανα­γκά­στη­κε να τους αφαι­ρέ­σει από την δικαιο­δο­σία του Κύριλ­λου και να τους εντά­ξει υπό τις δια­τα­γές του έπαρ­χου της Αλεξάνδρειας.

Πριν όμως και μετα­ξύ των άλλων, είχαν δολο­φο­νή­σει, με τον αγριό­τε­ρο τρό­πο την μεγά­λη Υπατία5. Την συνέ­λα­βε ο αλα­λά­ζων όχλος με τους 500 παρα­κρα­τι­κούς Παρα­βο­λά­νους και τους καλό­γε­ρους της Νιτρί­ας, την έσυ­ραν στην εκκλη­σία όπου την έγδυ­σαν και την έγδα­ραν και την κομ­μά­τια­σαν ζωντανή6.

Ο Κύριλ­λος «εκοι­μή­θη» το 444 μτχ και ευτυ­χώς, για το καλό όλων μας, δεν ξαναξύπνησε.

Η εκκλη­σία θέλο­ντας (μάλ­λον) να αδελ­φώ­σει τους δύο αυτούς εξο­λο­θρευ­τές του Αρεια­νι­σμού ο πρώ­τος και του Νεστο­ρια­νι­σμού, του Νοβα­τια­νι­σμού, των Ωρι­γε­νι­κών, της Υπα­τί­ας και απά­ντων των αλλο­θρή­σκων ο δεύ­τε­ρος, τους γιορ­τά­ζει μαζί μία φορά και άλλη μία τον καθέ­να μόνο του.

Να τους χαίρεται!

__________________

 Επί­σκο­πος Αλε­ξάν­δρειας, θεί­ος και προ­κά­το­χος του Κύριλλου.
2 Ο Κων­στα­ντί­νος (μέγας κατά την Εκκλη­σία αλλά και μέγας δολο­φό­νος) συγκά­λε­σε την 1η οικου­με­νι­κή σύνο­δο (Νίκαια Βηθυ­νί­ας) όπου 318 αντι­πρό­σω­ποι όλων των δογ­μά­των, Εκκλη­σιών και αιρέ­σε­ων επε­ξερ­γά­στη­καν 2.231 κεί­με­να για όλους τους… θεούς του τότε κόσμου. Ανά­με­σά τους οι: Δίας, Μίθρας, Καί­σα­ρας, Θωρ, Μίνω­ας, Κρό­νος, Ρα, Όσι­ρις, Ίσις, Απόλ­λω­νας, Άρης, Αθη­νά, Ταύ­ρος, Ποσει­δώ­νας, Ήφαι­στος, Άτις, Ίντρα, Ερμής, Εκά­τη, Βάαλ, Ηρα­κλής, Άδω­νις, Διό­νυ­σος, Ήσους και Κρίσνα.

Η σύνο­δος, όπου πέσα­νε αρκε­τές κλω­τσιές κι άνοι­ξαν πολ­λά κεφά­λια, διήρ­κη­σε δύο μήνες αλλά δεν τα βρή­καν οπό­τε κατέ­φυ­γαν σε 17μηνη (!!!) ψηφο­φο­ρία. Επι­κρά­τη­σαν πέντε ονό­μα­τα: Καί­σα­ρας, Κρίσ­να, Μίθρας, Ώρος και Δίας.
Όπως βλέ­πε­τε κανέ­νας Γιαχ­βέ και κανέ­νας Χρι­στός κι ας ξέρε­τε σήμε­ρα, πως επρό­κει­το για σύνο­δο του χρι­στια­νι­σμού. Επε­νέ­βη και πάλι ο Κων­στα­ντί­νος και ζήτη­σε θεό που να ικα­νο­ποιεί τόσο τους λαούς της Δύσης όσο και της Ανα­το­λής. Κατό­πιν αυτού και με δυσκο­λία και ελά­χι­στη πλειο­ψη­φία (161 υπέρ-157 κατά), η σύνο­δος, κατέ­λη­ξε στο όνο­μα του θεού της νέας και ενιαί­ας θρη­σκεί­ας: Ήσους Κρίσ­να (Hesus Krisna). Το οποίο και στα­δια­κά εξε­λί­χτη­κε σε Ήσους Κράιστ (Hesus Christ) και στη συνέ­χεια σε Τζέ­σους Κράιστ (Jesus Christ), που απο­δό­θη­κε στα ελλη­νι­κά ως Ιησούς χριστός.
Περισ­σό­τε­ρα στο «Θεός και Κεφά­λαιο», Κώστας Λάμπος, Εκδό­σεις Κουκκίδα
3Λόγος κατά Αρεια­νών 1.30
4 Επι­στο­λή Κύριλ­λου προς Ακάκιον.

5 Ελλη­νί­δα νεο­πλα­τω­νι­κή φιλό­σο­φος, αστρο­νό­μος και μαθη­μα­τι­κός, διευ­θύ­ντρια της νεο­πλα­τω­νι­κής σχο­λής στην Αλε­ξάν­δρεια. Κατα­κρε­ουρ­γή­θη­κε το 415 μτχ.
6 Πηγές:
Νικη­φό­ρος Κάλ­λι­στος Ξαν­θό­που­λος, ορθό­δο­ξος λόγιος, 14ος αιώνας.
Ιωάν­νης Μαλά­λας, χρο­νο­γρά­φος και ιστο­ρι­κός, 6ος αιώ­νας: «κατ’ εκεί­νον δε τον και­ρόν παρ­ρη­σί­αν λαβό­ντες υπό του επι­σκό­που οι Αλε­ξαν­δρείς έκαυ­σαν φρυ­γά­νοις αυθε­ντή­σα­ντες Υπα­τί­αν την περι­βό­η­τον φιλό­σο­φον» (ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ‑Λόγος Δ΄, 359.8).
Επί­σκο­πος Νικί­ου Ιωάν­νης (μονο­φυ­σί­της), Χρονικό.
Σωκρά­της ο σχο­λα­στι­κός, «Εκκλη­σια­στι­κή ιστορία».
Δαμά­σκιος, εθνι­κός νεο­πλα­τω­νι­κός φιλό­σο­φος, τελευ­ταί­ος σχο­λάρ­χης της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής της Αθήνας.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο