Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το έγκλημα στην Ταραρά (Κούβα)

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Αλέ­ξιος Ν. Κοτα­νί­δης //

Στις ΗΠΑ, ο νόμος 89–732 ‚γνω­στός και ως Cuban Adjustment Act (CAA) είχε πλέ­ον εγκρι­θεί στις 2 Νοεμ­βρί­ου του 1966. Σκο­πός των ΗΠΑ ήταν να ενθαρ­ρύ­νουν τους Κου­βα­νούς να εγκα­τα­λεί­ψουν τη χώρα υπό την ψευ­δαί­σθη­ση του αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου. Οι Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, αφε­νός εμπό­δι­ζαν την νόμι­μη μετα­νά­στευ­ση των Κου­βα­νών πολι­τών και αφε­τέ­ρου ενθάρ­ρυ­ναν την παρά­νο­μη είσο­δο των Κου­βα­νών στην επι­κρά­τεια της, προ­κει­μέ­νου να δημιουρ­γή­σουν στην κοι­νή γνώ­μη την εικό­να ανθρω­πι­στι­κής κρί­σης στην Κού­βα. Μέσω του οικο­νο­μι­κού απο­κλει­σμού δημιουρ­γή­θη­καν συν­θή­κες για να ενθαρ­ρύ­νουν την μετα­νά­στευ­ση και να εκθέ­σουν τους Κου­βα­νούς μετα­νά­στες ως από­δει­ξη της απο­τυ­χί­ας του οικο­νο­μι­κού-κοι­νω­νι­κού μοντέ­λου της Κούβας.

Ο νόμος αυτός πριν ακό­μα γίνει επί­ση­μος νόμος των ΗΠΑ, προ­κά­λε­σε ήδη από το 1965, τρείς μεγά­λες μετα­να­στευ­τι­κές ροές:

  •  Camarioca το 1965
  • Mariel το 1980
  • Η λεγό­με­νη “κρί­ση σχε­δί­ας” στη Mariel το 1994

Κατά την τρί­τη μετα­να­στευ­τι­κή ροή έλα­βε χώρα ένα από τα πιο βίαια εγκλή­μα­τα που δια­πρά­χθη­καν ποτέ στην Κούβα.

Ήταν νύχτα, Ιανουά­ριος του 1992. Το γυα­λί στην πόρ­τα εισό­δου του φυλα­κί­ου ήταν διά­σπαρ­το στο πάτω­μα, μέσα στο δωμά­τιο ήταν μια γρα­φο­μη­χα­νή, μια τηλε­ό­ρα­ση, ένα ραδιό­φω­νο και ένα γρα­φείο πάνω στο οποίο υπήρ­χε ένα πτώ­μα. Στο πάτω­μα του δωμα­τί­ου υπήρ­χαν κάλυ­κες από Kalashnikov και πιστό­λια Makarov, στα δεξιά της πόρ­τας υπήρ­χε ένα πτώ­μα δεμέ­νο με σχοι­νί λίγα εκα­το­στά δίπλα στα αρι­στε­ρά ήταν ένα άλλο πτώ­μα νεα­ρού άνδρα.

Αρχι­κά τα ονό­μα­τα τους δεν απο­κα­λύ­φθη­καν, μερι­κές ώρες αργό­τε­ρα όλη η χώρα έμα­θε ότι στις 9 Ιανουα­ρί­ου 1992, ο Yuri Gómez Reinoso (Guanabacoa,05/10/1972), λοχί­ας της Εθνι­κής Επα­να­στα­τι­κής Αστυ­νο­μί­ας, ο Orosmán Dueñas Valero (Cienfuegos, 09/06/1971), στρα­τιώ­της της Συνο­ρια­κής Φρου­ράς και ο Rafael Guevara Borges ( Santiago de Cuba, 23/10/1962 ), ένας τοπι­κός φρου­ρός ασφα­λεί­ας, πέθα­ναν την ώρα του καθήκοντος.

fugades kouvanoi

Τα θύματα και το αποτυχημένο σχέδιο

Επτά άνδρες μπαί­νουν στο λού­να παρκ της Ταρα­ρά στις 8 Ιανουα­ρί­ου. Στό­χος τους είναι να φτά­σουν στην Ναυ­τι­κή Βάση για να κλέ­ψουν ένα από τα σκά­φη και να ταξι­δέ­ψουν στο Μαϊ­ά­μι. Όταν μπή­καν στο πάρ­κο προ­κά­λε­σαν υλι­κές ζημιές και έκλε­ψαν έναν ανε­μι­στή­ρα και κάποια ανταλ­λα­κτι­κά μοτο­σι­κλε­τών, ωστό­σο η παρου­σία στρα­τιω­τών της συνο­ριο­φυ­λα­κής τους έκα­νε να υπο­χω­ρή­σουν με σκο­πό να επι­στρέ­ψουν την επό­με­νη νύχτα.

Την αυγή της 9ης Ιανουα­ρί­ου, πιστεύ­ο­ντας ότι τίπο­τα δεν θα μπο­ρού­σε να πάει στρα­βά, επι­χεί­ρη­σαν για δεύ­τε­ρη φορά. Ένας άνδρας με σκού­ρα επι­δερ­μί­δα, ύψους 1,65μ, μπή­κε στο δωμά­τιο χωρίς να προ­κα­λέ­σει την υπο­ψία κανε­νός. Ήταν ο Luis Miguel Almeida Pérez οποί­ος είχε εργα­στεί σε εκεί­νες τις εγκα­τα­στά­σεις έως τον Δεκέμ­βριο του 1991 και στην συνέ­χεια εκδιώ­χθη­κε καθώς είχε κακο­ποι­ή­σει αρκε­τές γυναίκες.

Οι Yuri Gómez, Orosmán Dueñas and Rafael Guevara γνώ­ρι­ζαν την ιστο­ρία του. Εκτός από μία μικρή λεπτο­μέ­ρεια, αυτή τη φορά ο Almeida είχε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τις γνώ­σεις του για να παρα­βιά­σει την ασφά­λεια και να εισβά­λει στο φυλά­κιο, έτσι ενώ άρχι­σε να συνο­μι­λεί με τους τρεις στρα­τιώ­τες , οι συνερ­γοί του τους αιφ­νι­δί­α­σαν, τους επι­τέ­θη­καν, τους χτύ­πη­σαν, τους έδε­σαν και τους πήραν τα όπλα.

egklima antepanastaton cuba

Αρι­στε­ρά: Rafael Guevara Borges, μαχαι­ρω­μέ­νος στο στο­μά­χι, Κέντρο: Orosmán Dueñas Valero, μαχαι­ρω­μέ­νος στο πάνω μέρος της αυχε­νι­κής μοί­ρας της σπον­δυ­λι­κής στή­λης. σπον­δυ­λι­κής στή­λης. Δεξιά: Yuri Gómez Reinoso, εννέα πλη­γές από σφαί­ρες στο σώμα και στο κεφά­λι του.

Ωστό­σο, όταν έφτα­σαν στο σκά­φος , τα πράγ­μα­τα πήραν δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή, καθώς βρέ­θη­καν προ εκπλή­ξε­ως διό­τι οι φύλα­κες είχαν εφαρ­μό­σει πιο δρα­στι­κά μέτρα, είχαν αφαι­ρέ­σει τις μπα­τα­ρί­ες και κάποια κομ­μά­τια του κινη­τή­ρα των σκα­φών, για να είναι δυσκο­λό­τε­ρη η κλο­πή των σκαφών.

Η ομά­δα του Almeida δεν είχε προ­βλέ­ψει τα επι­πλέ­ον μέτρα που είχε λάβει η ακτο­φυ­λα­κή, δεδο­μέ­νου ότι δεν μπό­ρε­σαν να φύγουν γύρι­σαν πίσω στο φυλά­κιο ώστε να μην αφή­σουν μάρ­τυ­ρες, έτσι επέ­στρε­ψαν και δολο­φό­νη­σαν τους τρεις στρα­τιώ­τες. Στο άκου­σμα των πυρο­βο­λι­σμών, ο λοχί­ας Rolando Pérez Quintosa έτρε­ξε να πάει στον τόπο του εγκλή­μα­τος, μόλις πλη­σί­α­σε τον πυρο­βό­λη­σαν τέσ­σε­ρις φορές, έφυ­γαν πιστεύ­ο­ντας ότι είναι νεκρός. Όμως οι δολο­φό­νοι δεν μπο­ρού­σαν να φύγουν από τη χώρα, όπως ήταν η αρχι­κή τους πρόθεση.

Ο Quintosa είχε ανα­γνω­ρί­σει έναν από τους δρά­στες: « ο βια­στής ήταν σε αυτήν την ομά­δα» είπε σε έναν αστυ­νο­μι­κό πριν χάσει τις αισθή­σεις του καθώς τον μετέ­φε­ραν με ασθε­νο­φό­ρο στο Ναυ­τι­κό Νοσοκομείο.

Αμέ­σως η φωτο­γρα­φία του Almeida εμφα­νί­στη­κε στην τηλε­ό­ρα­ση, αιφ­νι­διά­ζο­ντας τους δολο­φό­νους που δεν γνώ­ρι­ζαν ότι κάποιο από τα θύμα­τα ζού­σε ακόμα.

Η συντο­νι­σμέ­νη δρά­ση της αστυ­νο­μί­ας και του λαού πέτυ­χε την ταχεία σύλ­λη­ψη των εγκλη­μα­τιών και αργό­τε­ρα δικά­στη­καν από τα επα­να­στα­τι­κά δικαστήρια.

«Είχα­με λίγο νερό για­τί το ταξί­δι θα ήταν σύντο­μο, όπως στις ται­νί­ες», είπε μια από τις γυναί­κες που απο­τε­λού­σαν την εγκλη­μα­τι­κή ομά­δα. Θα ακο­λου­θού­σαν το «αμε­ρι­κά­νι­κο όνει­ρο» με την ελπί­δα να κάνουν χρή­ση του Νόμου Προ­σαρ­μο­γής Κου­βα­νών (CAA).

Από εκεί­νη τη στιγ­μή ο Pérez Quintosa έγι­νε ένα παρά­δειγ­μα αντί­στα­σης για τον κου­βα­νι­κό λαό.

Ενώ ο Pérez Quintosa ήταν σε κρί­σι­μη κατά­στα­ση, χρειά­στη­κε ένα φαρ­μα­κευ­τι­κό προϊ­ών που παρά­γε­τε μόνο στις ΗΠΑ για την κατα­πο­λέ­μη­ση μολύν­σε­ων. Ωστό­σο οι ΗΠΑ αρνή­θη­καν λέγο­ντας ¨ εάν πρό­κει­ται για έναν Κου­βα­νό ασθε­νή, όχι¨. Τελι­κά το φάρ­μα­κο έφτα­σε μέσω τρί­της χώρας, ήταν όμως πλέ­ον αργά, καθώς η μόλυν­ση είχε προ­χω­ρή­σει σε όλα τα ζωτι­κά του όργανα.

Στις 16 Φεβρουα­ρί­ου 1992, Rolando Pérez Quintosa πέθα­νε. Στην κηδεία του, ο Φιντέλ είπε: «όταν έρχε­στε να θάψε­τε ένα αγα­πη­μέ­νο σας πρό­σω­πο, την ιστο­ρία της ζωής του. Περιο­ρί­ζο­μαι να πω ότι ο Rolando είναι η ιστο­ρία της υπέ­ρο­χης νεο­λαί­ας μας, είναι η ιστο­ρία της Επα­νά­στα­σης μας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο