Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το μπλόκο της Καλλιθέας

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Εβδο­μή­ντα τρία χρό­νια από την απο­φρά­δα κεί­νη μέρα. Το ολο­καύ­τω­μα της οδού Μπι­ζα­νί­ου δεν ήταν το τελευ­ταίο γεγο­νός που ταρα­κού­νη­σε την Καλ­λι­θέα . Εγι­νε και το άλλο, το τρομερότερο.

Η Και­σα­ρια­νή είναι ξεση­κω­μέ­νη. Το Δουρ­γού­τι το ίδιο. Η Κοκ­κι­νιά έχει γρά­ψει την ιστο­ρία της και συνε­χί­ζει. Το Κατσι­πό­δι, ο Βύρω­νας, το Μπα­ρου­τά­δι­κο, οι Ποδα­ρά­δες, το Περι­στέ­ρι. Ολες οι φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας πλη­ρώ­νουν τίμη­μα βαρύ και πολε­μούν. Μέσα σ’ αυτές συνο­δοι­πό­ρος και μπρο­στά­ρισ­σα η Καλ­λι­θέα . Με τα Παλιά Σφα­γεία, το συνοι­κι­σμό Χαρο­κό­που, την Αγιά-Λεού­σα, τις Τζιτζιφιές.

Αύγου­στος ήταν στις 28 του ’44. Δευ­τέ­ρα ξημε­ρώ­μα­τα. Κίνη­ση ο πατέ­ρας από βαθιά χαρά­μα­τα να πάει στη δου­λιά και πριν ο ήλιος βγει γύρι­σε πίσω. «Τι συμ­βαί­νει και ξανα­γύ­ρι­σε;». Εκα­νε με τρό­μο η Μάνα. Τότε εκεί­νος ξεστό­μι­σε την πιο φρι­κτή λέξη, που όλοι ακού­γα­με, όλοι φοβό­μα­σταν κι όλοι περι­μέ­να­με… Μπλόκο !!!

Ολά­κε­ρη η Καλ­λι­θέα μπλο­κα­ρι­σμέ­νη. Από Λεωφ. Συγ­γρού μέχρι γραμ­μές ηλε­κτρι­κού κι από τη γέφυ­ρα Κου­κα­κί­ου μέχρι παρα­λία. Δεν άργη­σαν να μπου­κά­ρουν στη γει­το­νιά. Πλημ­μύ­ρι­σε ο τόπος φέσι, φου­στα­νέ­λα και προ­στυ­χό­λο­γα. Ενα χωνί στην πλα­τεία ουρ­λιά­ζει και σπέρ­νει τρό­μο και πανι­κό… Ολοι οι άντρες από 14 χρό­νων κι επά­νω να συγκε­ντρω­θούν γρή­γο­ρα στο γήπε­δο της ΑΕ Καλλιθέας ».

Φώνα­ξαν καμιά δεκα­πε­ντα­ριά φορές και μετά άρχι­σαν τα γιου­ρού­σια στα σπί­τια. Τρα­βο­λο­γούν και δέρ­νουν. Βάζουν τον υπο­κό­πα­νο μπρο­στά, χτυ­πά­νε στα πλευ­ρά και σπρώ­χνουν. Δεν αφή­νουν γωνιά που να μην ψάξουν. Αλί­μο­νο σ’ όποιον έκα­νε την κου­του­ρά­δα να προ­σπα­θή­σει να κρυ­φτεί για να ξεφύ­γει. Σαν σκυ­λί τον ξαπλώ­νουν στον τόπο. Οι Γερ­μα­νοί αφ’ υψη­λού ελέγ­χουν το έργο. Ευχα­ρι­στη­μέ­νοι που οι υπο­τε­λείς κάνουν καλή δουλιά.

Πριν πάρει μεση­μέ­ρι ντου­μά­νια­σε ο τόπος. Πυκνές τού­φες καπνού σκου­ραί­νουν τον ουρα­νό. Αμέ­σως το φρι­κτό μαντά­το. Τα Σφα­γεία καί­γο­νται. Το 5ο Δημ. Σχο­λείο καί­γε­ται. Μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νες γυναί­κες με ξέμπλε­κα μαλ­λιά παίρ­νουν το δρό­μο ξεφω­νί­ζο­ντας. Η κάπνα κατέ­βη­κε χαμη­λά και νύχτω­σε αυγου­στιά­τι­κα, μέρα μεση­μέ­ρι. Πάνω στη Δεξα­με­νή οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες απο­λαμ­βά­νουν το θέα­μα, πετώ­ντας τα φέσια τους ψηλά. Βαρά­νε στον αέρα.

Κατα­με­σή­με­ρο και ο ήλιος πάνω από τα κεφά­λια σε τσου­ρου­φλί­ζει. Είναι όλοι ανα­κούρ­κου­δα καθι­σμέ­νοι και ξεφυ­σά­νε. Τα χεί­λη σκα­σμέ­να για μια στά­λα νερό. Η αγω­νία του θανά­του μέσα από το βλέμ­μα του κατα­δό­τη με την κου­κού­λα τσα­κί­ζει τα πρό­σω­πά τους. Ενα τσι­γά­ρο στό­μα το στό­μα, ρου­φη­ξιά τη ρου­φη­ξιά, μονα­δι­κή παρηγοριά.

Με το σού­ρου­πο πήραν οι άντρες να γυρί­ζουν πίσω. Είκο­σι δύο παλι­κά­ρια, όμως, δεν ξανα­γύ­ρι­σαν σπί­τι τους… Είκο­σι δύο μάνες ξερα­μέ­νες στο κεφα­λό­σκα­λο δεν άνοι­ξαν την αγκα­λιά τους. Είκο­σι δύο παλι­κά­ρια έμει­ναν για πάντα εκεί, Δοϊ­ρά­νης και Μαν­τζα­γριω­τά­κη γωνία, σπο­ρά και θεμέ­λιο για έναν κόσμο ελεύ­θε­ρο και ειρη­νι­κό που πίστε­ψαν πως θα ‘ρθει..!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο