Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φίλιππος Μαυρογιώργης: Μια νύχτα με πεφτάστρα (Αφήγημα)

Δεν θάθε­λα να κλεί­σω των κύκλο των αφη­γη­μά­των μου για τη ζωή στον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό με μαύ­ρο. Θέλω να ρίξω λίγο κόκ­κι­νο στην νύχτα του εμφύ­λιου, όχι αίμα, αλλά το ρόδι­νο μιας αυγής. Για­τί είδα πολ­λές ρόδι­νες αυγές, όταν κοι­μό­μα­στε κάτω απ’ τ’ άστρα. Αγά­πη­σα την ικα­ριώ­τι­κη φύση, για­τί μας προ­φύ­λα­ξε και μας έκρυ­ψε και για­τί την είδα τις ένα­στρες και τις φεγ­γα­ρό­λου­στες νύχτες.

Μια νύχτα κάτα­στρη, που βαδί­ζα­με στην κορυ­φο­γραμ­μή κατά­κο­ποι, είπα­με να στα­μα­τή­σου­με κάπου να κοι­μη­θού­με. Κατά τύχη βρε­θή­κα­με δίπλα στην μάντρα ενός τσο­πά­νη. Ήταν κατα­κα­λό­και­ρο κι η νύχτα ήταν ζεστή. Έξω από την στά­νη υπήρ­χαν πέτρι­να τρα­πέ­ζια. Ξαπλώ­σα­με πάνω τους να κοι­μη­θού­με. Πρό­λα­βα κι εγώ ένα τρα­πέ­ζι. Όπως ξάπλω­σα ανά­πο­δα και κοί­τα­ζα τον ουρα­νό, έγι­νε το απρό­σμε­νο. Χιλιά­δες πεφτά­στρα άρχι­σαν να πέφτου­νε από τον ουρα­νό, φωτί­ζο­ντα­ες ακό­μα παρα­πά­νω την ένα­στρη νύχτα. Όταν είμα­στε παι­διά θεω­ρού­σα­με μεγά­λη τύχη να δού­με ένα πεφτά­στρι. Και κάνα­με πάντα μια ευχή. Κάνα­με κι εμείς τώρα ευχή για ειρήνη.

Όμως η πολύ­πα­θη ειρή­νη άργη­σε ναρ­θεί. Ήθε­λαν κι άλλο αίμα οι αιμο­βό­ροι ξένοι. Κι εμείς οδοι­πο­ρού­σα­με τις νύχτες με σύν­νε­φα και μ’ αστρο­φεγ­γιά. Και προ­σμέ­να­με πάλι να δού­με τα πεφτά­στρα. Για­τί συχνά βαδί­ζα­με μ’ αστρο­φεγ­γιά στις κορυ­φο­γραμ­μές που τις φοβού­νταν τα απο­σπά­σμα­τα, και πάντα κοι­τού­σα­με τον ουρα­νό μήπως δού­με πάλι τα πεφτά­στρα. Τα πεφτά­στρα τα είδα­με πολ­λές φορές , αλλά εμείς μεί­να­με με την γοη­τεία της πρώτης.

Τον πρώ­το χει­μώ­να που μεί­να­με στην καμά­ρα του Κερα­μέ, αν και καλά περ­νού­σα­με-ήταν ζεστή κι ευρύ­χω­ρη, ήταν εύκο­λη η επι­κοι­νω­νία με τους δικούς μας, ήταν εύκο­λο να μας φέρουν ή να πάμε να βρού­με τρό­φι­μα- λαχτα­ρού­σα­με τη φύση σ’ όλες της τις μετα­μορ­φώ­σεις και πιο πολύ την άνοι­ξη. Κι ένα πρωί την είδα­με σ’ όλη της την μεγα­λο­πρέ­πεια. Μια ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά, μια λευ­κή οπτα­σία, ένα μελω­δι­κό βού­ι­σμα των μελισ­σών κι ο μυρω­μέ­νος άνε­μος να μας χαϊ­δεύ­ει τα ρου­θού­νια μας. Μα και το σώμα μας σα νάγι­νε πιο ανά­λα­φρο. Έφυ­γε από πάνω μας το βάρος του χει­μώ­να και φορές από την κλει­σού­ρα της σπηλιάς.

Λένε ότι ένα αγα­θό το εκτι­μάς περισ­σό­τε­ρο όταν το χάσεις. Μόνο που εμείς τα στε­ρη­θή­κα­με υπη­ρε­τώ­ντας μια ιδέα, ένα ιδα­νι­κό. Αλλά η μάνα φύση, ουδέ­τε­ρη στις δια­μά­χες των ανθρώ­πων κάθε άνοι­ξη την μεγα­λο­σύ­νη της μας δεί­χνει. Η ικα­ριώ­τι­κη φύση είναι όχι μόνο πανέ­μορ­φη αλλά και πονε­τι­κή. Μας έκρυ­ψε και μας φύλα­ξε, όπως δια­φύ­λα­ξε και τους προ­γό­νους μας τα χρό­νια της σκλα­βιάς. Είχα­με την ευκαι­ρία περ­πα­τώ­ντας τις άνοι­ξες και τα καλο­καί­ρια στα δάση, τα βου­νά και τα λαγκά­δια του νησιού μας, να θαυ­μά­σου­με την τότε παρ­θέ­να φύση, τα αιω­νό­βια δάση , όπως του Ράντη, της Μεσό­ρα­χης, του Αθέ­ρα. Τα απα­ράμ­μι­λα γλυ­πτά της φύσης κοντά στο Καρ­κι­νά­γρι, τα δαντε­λω­τά της ακρο­γιά­λια και την πιο γαλά­ζια θάλασ­σα. Αυτά μας έδω­σε η Νικα­ριά και την αγά­πη των ανθρώ­πων της.

Φίλιπ­πος Μαυ­ρο­γιώρ­γης: Δικηγόρος/Αντιστασιακός συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής, κρι­τι­κός. Εκδό­της της εφη­με­ρί­δας ‘Νέα Ικα­ρία’. Μέλος ΕΕΛ Μαχη­τής Εθνι­κής Αντίστασης.

Το αφή­γη­μα του Φ.Μ. «Μια νύχτα με πεφτά­στρα» προ­έρ­χε­ται από το βιβλίο:
Φίλιπ­πος Μαυρογιώργης:
ΤΙΜΟΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ /Αντιστασιακά και άλλα διη­γή­μα­τα. Έκδο­ση Νέας Ικαρίας/Αθήνα 2011.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο