Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Ή ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ; (Β’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Σκέ­ψεις γύρω από το βιβλίο του Αντράς Γκε­ντέ «Η φιλο­σο­φία της κρί­σης» (εκδ. Σύγ­χρο­νη Εποχή’).

«Με εξαί­ρε­ση το σοσια­λι­σμό, η θερα­πεία ανα­ζη­τεί­ται γενι­κά με οπι­σθο­δρο­μι­κό τρό­πο στην απο­μά­κρυν­ση από το παρόν. Στον απο­δε­σμευ­μέ­νο άνθρω­πο συστή­νο­νται τα παλαιά δεσμά: πίστη, προεπιστημονικότητα…»

Robert Musil, 1923

Στο βιβλίο του Γκε­ντέ αφιε­ρώ­νε­ται ένα ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο στην «κατη­γο­ρού­με­νη επι­στή­μη» που φταί­ει για πολ­λά. Δεν είναι όμως, η ίδια η επι­στή­μη, αλλά η δόλια χρή­ση της από τις αντι­δρα­στι­κές κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις για όφε­λός τους, όπως θα κατα­λά­βου­με από τις σελί­δες του βιβλί­ου με ισχυ­ρά παρα­δείγ­μα­τα. Άρα τίθε­ται για άλλη μια φορά το θέμα της ιδιο­κτη­σί­ας στα μέσα παρα­γω­γής, δηλα­δή και στα επι­τεύγ­μα­τα της επι­στή­μης. Η προ­βε­βλημ­μέ­νη αντι-επι­στη­μο­νι­κό­τη­τα ή και προ­ε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα είναι η απα­ραί­τη­τη άλλη πλευ­ρά του ανορ­θο­λο­γι­σμού. Είναι ποι­κί­λες οι μέθο­δοι προ­σπά­θειας εξου­δε­τέ­ρω­σης του μαρ­ξι­σμού, όπως είδα­με στο πρώ­το μέρος με τις πιο «πονη­ρές» να είναι η μερι­κή ανά­γνω­σή του, η ανώ­δυ­νη ανά­γνω­σή του (δηλα­δή μόνο προ­βο­λή του ερμη­νευ­τι­κού Μαρξ και όχι του ανα­τρε­πτι­κού) και φυσι­κά η στρέ­βλω­σή του. Ο Γκε­ντέ θα πει: «Σε αυτή τη συνεί­δη­ση της κρίσης…το τέλος της φιλο­σο­φί­ας εμφα­νί­ζε­ται σαν πεμ­πτου­σία της πραγ­μα­τι­κής κρί­σης και η ανα­ζή­τη­ση μιας άλλης φιλο­σο­φί­ας της «ζωής» ή του «Είναι» προ­βάλ­λει σαν υπό­σχε­ση σωτη­ρί­ας»(σελ. 32/33). Δεν χρειά­ζε­ται και πολ­λή σκέ­ψη για να δια­πι­στώ­σου­με ότι η ιδέα της σωτη­ρί­ας δίνει και παίρ­νει στις μέρες μας, έστω όχι πάντα στην κυριο­λε­κτι­κή μορ­φή ενός «μεσ­σία» θρη­σκευ­τι­κού τύπου – αν και η τάση αυτή τεί­νει προς το παρόν να αυξά­νε­ται ενθαρ­ρυ­μέ­νη από τη θρη­σκευ­τι­κή (και όχι μόνο!) εξου­σία- αλλά πάντως σωτήρας.

Το παλαιό μεταμ­φιε­σμέ­νο ως καινούργιο

Η ξεπε­ρα­σμέ­νη και ιστο­ρι­κά ουσια­στι­κά απαρ­χαιω­μέ­νη ιδε­ο­λο­γία και φιλο­σο­φία του καπι­τα­λι­σμού παί­ζει ένα δόλιο παι­χνί­δι με τη συνεί­δη­ση αντι­στρέ­φο­ντας τις έννοιες παρελ­θόν-μέλ­λον. Αυτό που είναι το μέλ­λον, ο μαρ­ξι­σμός, δια­κη­ρύσ­σε­ται παρελ­θόν και οι υπο­στη­ρι­χτές του νοσταλ­γοί του παρελ­θό­ντος αν όχι χει­ρό­τε­ρα. Αυτό που ανή­κει στο παρελ­θόν, ή του­λά­χι­στον βρί­σκε­ται στην τελευ­ταία ιστο­ρι­κή του φάση, δια­κη­ρύσ­σε­ται μέλ­λον. Στο φιλο­σο­φι­κό επί­πε­δο αυτό εκφρά­ζε­ται από τη συνε­χή ανα­κα­τε­μέ­νη προ­βο­λή στοι­χεί­ων απ’ όλη την ιστο­ρία. Από το οπλο­στά­σιο του ανορ­θο­λο­γι­σμού ο καθέ­νας μπο­ρεί να κάνει την επι­λο­γή του ανά­λο­γα με το δια­νοη­τι­κό, πνευ­μα­τι­κό και μορ­φω­τι­κό επί­πε­δό του. Έντε­χνα επε­ξερ­γα­σμέ­νες φιλο­σο­φί­ες από τους περα­σμέ­νους αιώ­νες για τους πιο απαι­τη­τι­κούς, απο­κρυ­φι­σμός, πνευ­μα­τι­σμός, θρη­σκεί­ες, μυστι­κι­σμοί, φαντά­σμα­τα, σατα­νά­δες, ακό­μα και μέντιουμ μέχρι το φλι­τζά­νι του καφέ για τις πιο απλοϊ­κές συνει­δή­σεις. Υπάρ­χει ένα αμάλ­γα­μα ιδε­ών για όλα τα επί­πε­δα μόρ­φω­σης, συνεί­δη­σης, ψυχο­λο­γί­ας. Τα σού­περ μάρ­κετ των προ­ϊ­ό­ντων έχουν το αντί­στοι­χό τους σ’ ένα «σού­περ μάρ­κετ» ιδε­ών με «προ­ϊ­ό­ντα» για όλες τις τσέ­πες, όλα τα μυα­λά, όλες τις συνει­δή­σεις ανά­λο­γα με την περί­πτω­ση. «Οι μόδες αλλά­ζουν ακό­μα και στη φιλο­σο­φία τόσο ορμη­τι­κά — στην κυκλι­κή πορεία της εμφά­νι­σης, παρέ­λευ­σης και ανα­βί­ω­σης ανα­πα­ρά­γο­νται μόδες που προ­γε­νέ­στε­ρα φαί­νο­νταν ορι­στι­κά κατα­πο­ντι­σμέ­νες – τόσο γρή­γο­ρα, ώστε οι ύστε­ρες και μελ­λο­ντι­κές μόδες πρέ­πει να ανα­μέ­νο­νται και να ελέγ­χο­νται από τη σκο­πιά των απαρ­χαιω­μέ­νων» (σελ. 17). Η αστι­κή σκέ­ψη στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’90 του περα­σμέ­νου αιώ­να βρέ­θη­κε μπρο­στά στην ανά­γκη να κηρύ­ξει το «τέλος της ιστο­ρί­ας», της βεβαιό­τη­τας και να πεί­σει ταυ­τό­χρο­να ότι η ίδια είναι το μέλ­λον. Πώς να το κάνει αυτό; Ντύ­νο­ντας το παλαιό σαν και­νούρ­γιο. Από κει πήγα­σε – και πήγα­ζε πάντα, για­τί το ίδιο «κόλ­πο» είχε επα­να­λη­φθεί δεκα­ε­τί­ες νωρί­τε­ρα – η μόδα της «μετά»: μετα­φι­λο­σο­φία, μετα­κα­πι­τα­λι­σμός, μετα­μο­ντερ­νι­σμός, μεταϊ­στο­ρία, του κάθε είδους «υπερ­βά­σε­ων» των οποί­ων αυτή τη στιγ­μή ζού­με μια κάπως αφυ­δα­τω­μέ­νη μορφή.

Η δύση της «Δύσης»

Το οπλο­στά­σιο αυτό μπο­ρεί να επι­στρα­τευ­τεί καθυ­στε­ρη­μέ­να σε χώρες που δεν ανή­κουν στον γεν­νή­το­ρα πυρή­να του καπι­τα­λι­σμού, όπου δηλα­δή η αστι­κή σκέ­ψη έβρι­σκε εμπό­δια, όπως ισχυ­ρές παρα­δό­σεις, μια πλού­σια ιστο­ρία παλιών πολι­τι­σμών που δίνουν μια ισχυ­ρή ταυ­τό­τη­τα στους ανθρώ­πους ή αργό­τε­ρα ένα ισχυ­ρό κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα ή ακό­μα και σοσια­λι­σμό στην εφαρ­μο­γή του. Εκεί ιδιαί­τε­ρα χρειά­στη­κε «πολ­λή δου­λειά». Ο Γκε­ντέ είχε επι­ση­μά­νει την πολύ πριν από τις ανα­τρο­πές της δεκα­ε­τί­ας του ’90 ελκτι­κή επί­δρα­ση του παρα­πά­νω οπλο­στα­σί­ου ιδε­ών στις χώρες του σοσια­λι­σμού σαν ένα είδος «προ­ε­τοι­μα­σί­ας» στο ψυχο­κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο για αυτά που θα ακο­λου­θού­σαν στο οικο­νο­μι­κο­ποι­λι­τι­κό επί­πε­δο. Ήταν η δεκα­ε­τία στην οποία η Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση στο προ­πα­γαν­δι­στι­κό της υλι­κό χρη­σι­μο­ποιού­σε κατά κόρον τη λέξη «προ­ο­πτι­κή», μια προ­ο­πτι­κή στην οποία η ίδια τάχα έδι­νε σάρ­κα και οστά σαν μονα­δι­κός φορέ­ας εναλ­λα­κτι­κών λύσε­ων στο φόντο του κόσμου που χανό­ταν «στην Ανα­το­λή». Ένα άλλο παρά­δειγ­μα την έκβα­ση του οποί­ου δεν ξέρου­με ακό­μα, είναι η Κού­βα με τη νεο­λαία που γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη δεκα­ε­τία του ’90 και της οποί­ας τμή­μα­τά της ασπά­στη­κε τις «μετα­θε­ω­ρί­ες» από το ιδε­ο­λο­γι­κό οπλο­στά­σιο του ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού. Στην Ελλά­δα η ισχυ­ρή παρου­σία της ΚΝΕ στη νεο­λαία απο­τε­λού­σε για πολύν και­ρό ένα σοβα­ρό αντί­βα­ρο, ακό­μα και εμπό­διο στο ευρύ­τε­ρο πέρα­σμα των παρακ­μα­σμέ­νων ιδε­ών της «Δύσης», οι οποί­ες άρχι­σαν να διεισ­δύ­ουν κυρί­ως τη δεκα­ε­τία του ’80, όταν πολ­λά είχαν αρχί­σει να αμφι­σβη­τού­νται και ο σοσια­λι­στι­κός κόσμος πιο φανε­ρά πια εμφά­νι­ζε τις ρωγ­μές του. Η «Δύση» στη δύση της παρου­σιά­στη­κε με ισχυ­ρά όπλα διά­βρω­σης των ζωντα­νών κυτ­τά­ρων των μελ­λο­ντι­κών κοι­νω­νιών χωρίς, ωστό­σο, πολ­λή προ­ο­πτι­κή –παρ’ όλα τα πολ­λά κηρύγ­μα­τα κι αυτό άρχι­σε να φαί­νε­ται αρκε­τά σύντο­μα — διό­τι η οικο­νο­μι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της βαθιάς διαρ­θρω­τι­κής κρί­σης της ροκα­νί­ζει ακό­μα και την πιο ελκυ­στι­κή «εναλ­λα­κτι­κή» ιδέα. Η αντί­φα­ση ανά­με­σα στην αδυ­να­τό­τη­τά της να συνε­χί­ζει να βρί­σκε­ται στο προ­σκή­νιο της ιστο­ρί­ας και τη θέλη­σή της να διαιω­νί­ζε­ται κόντρα στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη κάνει και την ίδια την αστι­κή συνεί­δη­ση να θεω­ρεί αμφι­σβη­τή­σι­μη τον εαυ­τό της. «Για την αστι­κή συνεί­δη­ση η ύπαρ­ξη και το δικαί­ω­μα ύπαρ­ξης της φιλο­σο­φί­ας στην ουσία, είναι αμφι­σβη­τή­σι­μα, η σύγ­χρο­νη αστι­κή φιλο­σο­φία δίνει την εντύ­πω­ση ότι φρο­ντί­ζει η ίδια την εσω­τε­ρι­κή της αντί­φα­ση, για την αντι­νο­μία ανά­με­σα στην αδυ­να­τό­τη­τά της να υπάρ­χει και την υπαρ­κτή της παρου­σία» (σελ. 33).Από την αντί­φα­σή αυτή γεν­νιού­νται πολ­λά φιλο­σο­φι­κά μίγ­μα­τα και υβρί­δια. Ανα­μει­γνύ­ο­νται στοι­χεία από φιλο­σο­φι­κές σχο­λές και ρεύ­μα­τα από την αρχαιό­τη­τα (και όχι μόνο ελλη­νι­κή αρχαιό­τη­τα, στη «Δύση» έκα­νε ιδιαί­τε­ρη θραύ­ση οι ινδι­κής κατα­γω­γής φιλο­σο­φί­ες και θρη­σκεί­ες) ανά­λο­γα με την καταλ­λη­λό­τη­τά τους για το συγκε­κρι­μέ­νο χώρο και χρό­νο, αφού δεν έχουν οι λαοί την ίδια ιστο­ρία άρα δεν έχουν την ίδια κοι­νω­νι­κο­ψυ­χο­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κο­δια­νοη­τι­κή συγκρό­τη­ση ούτε την ίδια συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση και ανα­ζή­τη­ση. Ανα­κα­τεύ­ο­νται συχνά ουκ ολί­γα στοι­χεία από το μαρ­ξι­σμό χωρίς πάντα, βεβαί­ως, να ομο­λο­γεί­ται κάτι τέτοιο. Σε κάποιες περι­πτώ­σεις ανα­φέ­ρε­ται ρητά ο μαρ­ξι­σμός, αλλά…για να «απο­δει­χθεί» η μη επι­και­ρό­τη­τά του ή ακό­μα για να κατα­πο­λε­μη­θεί με τον ίδιο του τον εαυ­τό και ο ίδιος ο Μαρξ μπαί­νει στη σει­ρά σαν άλλος ένας (και όχι ένας άλλος) φιλό­σο­φος του 19ου αιώνα.

Η «φύση του ανθρώ­που» ξανά

Ο Αντράς Γκε­ντέ μιλώ­ντας για την καλ­λιερ­γη­μέ­νη «ψυχι­κή διά­θε­ση κιν­δύ­νου», την αδρά­νεια και την προ­διά­θε­ση για απο­κα­λύ­ψεις και πεπρω­μέ­να, θα πει: «(είναι)…η νέα παραλ­λα­γή της ιδέ­ας του παλαιού πεπρω­μέ­νου της απο­κά­λυ­ψης, που ήδη προ­γε­νέ­στε­ρα, στην αρχι­κή περί­ο­δο της γενι­κής κρί­σης, βάρυ­νε την αστι­κή συνεί­δη­ση. Η προ­ο­πτι­κή αυτού του πεπρω­μέ­νου στρέ­φε­ται προς το παρελ­θόν με δύο τρό­πους: από τη μια πλευ­ρά, η κατά­στα­ση της κρί­σης παρου­σιά­ζε­ται σαν απο­τυ­χία του μέλ­λο­ντος, σαν επι­στρο­φή του παρελ­θό­ντος και προς το παρελ­θόν και ανά­με­σα στα αίτια που πρέ­πει να ερμη­νεύ­σουν τη νέα ανα­τα­ρα­χή και αμφι­σβή­τη­ση, εξαί­ρο­νται η «ενο­χλη­τι­κή αδρά­νεια» των πραγ­μά­των και η υπο­τι­θέ­με­νη αμε­τα­βλη­σία της φύσης του ανθρώ­που» (σελ. 11).

Πράγ­μα­τι, δια­πι­στώ­νου­με ότι τα φαι­νό­με­να της αδρά­νειας, της μοι­ρο­λα­τρί­ας, της πίστης στο πεπρω­μέ­νο και στην αμε­τα­βλη­σία της ανθρώ­πι­νης φύσης έχουν ξανά προ­χω­ρή­σει πολύ τις τελευ­ταί­ες δύο δεκα­ε­τί­ες. Παράλ­λη­λα έχει κάνει πολύ πίσω η εξή­γη­ση των φαι­νο­μέ­νων από κοι­νω­νι­κά αίτια προς όφε­λος της εξή­γη­σης από βιο­λο­γι­κά αίτια, μια εξέ­λι­ξη που είχε ξεκι­νή­σει από πολύ πριν ετοι­μά­ζο­ντας – μαζί μεό­λα τ’ άλλα – την αλλα­γή συνεί­δη­σης που θα έκα­νε και κάνει τον κόσμο να δεχθεί παθη­τι­κά και σχε­δόν ναρ­κω­μέ­να την επι­δεί­νω­ση της δια­βί­ω­σής του.

Συνε­χί­ζε­ται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο