Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαμογέλα, έχεις μια μόνο ζωή, την εξαντλείς και φεύγεις

Γρά­φει η Χαρού­λα Βερί­γου — Ζωή Δικταί­ου

Κοι­τά­χτη­κε λοξά στον καθρέ­φτη. Ύψω­σε το ποτή­ρι. Μια αχτί­δα μπαί­νο­ντας από το φεγ­γί­τη έπαι­ξε στη βάση του γυα­λιού. Ήπιε την τελευ­ταία γου­λιά. Φορ­τω­μέ­νη παρα­ξε­νιές, μια ελιά που μπο­ρεί να άφη­νε όλους να ξαπο­στά­σουν στον ίσκιο της, μα κανέ­ναν να σκαρ­φα­λώ­σει στα κλα­διά της, στη βρο­χή χωρίς ομπρέ­λα, μια φέτα μήλο στο κρα­σί, δυο σπυ­ριά αλά­τι, κι άλλα δυο χώμα της Δίκτης στην τσέ­πη, προ­τι­μού­σε να συνα­να­στρέ­φε­ται ψυχές αμό­λευ­τες, αγνές, καθα­ρές, σαν αυτές που ακό­μη κι όταν μεθύ­σουν δεν μπερ­δεύ­ουν τα λόγια τους, δεν αλλά­ζει η περ­πα­τη­σιά τους, μα κυρί­ως δεν ξεχνούν. Ανα­ζη­τώ­ντας την ουσία, την ψίχα της ζωής στα μικρά, απο­στρε­φό­ταν τους καλο­ντυ­μέ­νους αργυ­ρα­μοι­βούς της αγά­πης και τους σαρά­φη­δες της αλήθειας.

Στον και­ρό που λιγο­στεύ­ει το εμείς, κι ο χρό­νος ασυ­μπό­νευ­τος ως είναι, περ­νά σαν το νερό στον ποτα­μό, οι τρεις κάθε­τες ρυτί­δες ανά­με­σα στα φρύ­δια θαρ­ρείς όρι­ζαν δυο δρό­μους. Ο ένας, ήταν ο δικός της, ξεστρά­τι­ζε προς το αρι­στε­ρό, το καλό της μάτι, γεμά­τος φυγή και μονα­χι­κό­τη­τα τώρα που είχαν κοπά­σει όλες οι ταραγ­μέ­νες μέρες, οι θύελ­λες, και η νιό­τη μαζί. Ο άλλος, δικός της και αυτός, μα και των άλλων, συνέ­χι­ζε να τρέ­φε­ται από το δίκιο της,  να βασα­νί­ζει τη μνή­μη της, να ξεθά­βει από το τίπο­τα συντριμ­μέ­νους πει­ρα­σμούς, να θέλει να τους ανα­στή­σει, μα όσο περ­νού­σαν τα χρό­νια της φαι­νό­ταν πως κάπως είχε αρχί­σει να στε­νεύ­ει, ευτυ­χώς χωρίς πια να στε­νεύ­ει και την ίδια. Είχε βλέ­πεις αδειά­σει τη μνή­μη της από τις περισ­σό­τε­ρες άσχη­μες στιγ­μές, δίδο­ντας χώρο στις υπέ­ρο­χες που πέρα­σε. Η κακία, η ζήλεια, ο φθό­νος, η εκδί­κη­ση, το μίσος, τα ψέμα­τα, είναι σκυ­λιά υπά­κουα, μα φαί­νε­ται πως είχαν παραι­τη­θεί, δεν τα συνα­ντού­σε όπως άλλο­τε σ’ εκεί­νο τον δρό­μο, το δικό της μα και των άλλων. Τη θέση τους είχε πάρει μια πλη­κτι­κή κρύα ευγέ­νεια, μια κίβδη­λη απο­δο­χή. Την άφη­νε αδιάφορη.

«Χαμο­γέ­λα, έχεις μια μόνο ζωή, την εξα­ντλείς και φεύ­γεις, κι αν δεν κατα­φέ­ρεις να σωθείς μόνη σου, το ξέρεις καλά, κανείς σωτή­ρας δεν θα σε σώσει», ψιθύ­ρι­σε σε μια ευδαι­μο­νι­κή στιγ­μή από αυτές της μονα­ξιάς της. Στο φεύ­γα της ματιάς από τον καθρέ­φτη στο παρά­θυ­ρο, πρό­λα­βε το πέταγ­μα ενός χελι­δο­νιού, και λίγα μέτρα πιο πέρα, πάνω από τις κου­κου­να­ριές ένα ζευ­γά­ρι κιρ­κι­νέ­ζια που ερω­το­τρο­πώ­ντας έκα­ναν κύκλους.

Τώρα στη δύση της, είχε βαλ­θεί να μην χάσει ξαναμ­μέ­νη ανα­το­λή, να πάρει πίσω όσα δικά της είχαν βασι­λέ­ψει, να ξεμά­θει το φόβο μαθαί­νο­ντας από το ρίσκο, τώρα στη δύση της,  ο κόσμος της έρεε αλλιώς, μπο­ρού­σε να κυκλο­φο­ρεί επι­τέ­λους ελεύθερη.

Τώρα, πριν κοπεί το νήμα της καρ­διάς της, άπλω­νε τρια­ντα­φυλ­λέ­νια ζάχα­ρη στις χού­φτες να ταΐ­σει ξωτι­κά και πνεύ­μα­τα, τώρα, στο ποδο­πα­τη­μέ­νο μα άπαρ­το κάστρο της, είχε βαλ­θεί να πιά­σει την φλό­γα που δεν τρέ­μει κοι­τά­ζο­ντας μέσα της, τώρα, φορού­σε το παλιό ρολόι του παπ­πού κουρ­δι­σμέ­νο στη χαρά της ζωής.

Τώρα, μεγα­λο­βδό­μα­δο, από την πιο σπά­τα­λη ομορ­φιά της φύσης διά­λε­γε το μωβ και το κίτρι­νο, τώρα ένας τέθριπ­πος ήλιος, χαμή­λω­νε στα Γου­βιά, για το χατί­ρι της. Χωρίς ματαιώ­σεις, σφρα­γί­ζο­ντας τις σκου­ρια­σμέ­νες κλει­δω­νιές της προ­δο­σί­ας, ένιω­σε πως έστη­νε και­νούρ­γιες μάχες και άμυ­νες, και ως να άνοι­ξε διά­πλα­τα τη δίφυλ­λη πόρ­τα της νοσταλ­γί­ας, κοι­τά­ζο­ντας τις ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες, ανά­με­σα σε τοπία και πρό­σω­πα είδε κρυμ­μέ­να τα άγια θέλω της, τά ’κανε κεριά, και ανά­βο­ντάς τα όλα μαζί να φέγ­γουν στο αύριο, έσκυ­ψε έδε­σε τα κόκ­κι­να κορ­δό­νια στα παπού­τσια, άνοι­ξε την πόρ­τα και φτου ξελεφτερία…

Ήταν μετά την ξαφ­νι­κή βρο­χή. Της είχε φανεί πως ένα πιά­νο ακου­γό­ταν στον κατά­φυ­το λόφο, ερη­μη­τά­ρι του αγί­ου Λου­κά. Στο εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο παλιό αρχο­ντι­κό, φαντά­στη­κε πως δινό­ταν το ρεσι­τάλ, προς τιμήν του πρώ­του Κυβερ­νή­τη, δια­κό­σια χρό­νια μετά την επα­νά­στα­ση. Χαμο­γέ­λα­σε φέρ­νο­ντας στο νου την ευγε­νι­κή μορ­φή του Ιωάν­νη Καπο­δί­στρια. Λογά­ρια­σε το πάθος του για την ελευ­θε­ρία,  το ήθος, την ευρεία μόρ­φω­ση, την αφιέ­ρω­σή του στην Ελλά­δα, την πατρί­δα που υπη­ρέ­τη­σε με αυτα­πάρ­νη­ση και εντι­μό­τη­τα. Ένιω­σε την ανά­γκη να μετρή­σει τις ρυτί­δες στο πλα­τύ του μέτω­πο, να άγγι­ζε λέει το πετρω­μέ­νο δάκρυ στο ωραίο μελαγ­χο­λι­κό του πρό­σω­πο, να ζητού­σε μια συγ­γνώ­μη, να τον φιλέ­ψει ένα καρ­βέ­λι πρω­τό­βγαλ­το ζεστό ψωμί από και­νούρ­γιο στά­ρι…  Ένα κύμα συγκί­νη­σης, την κυρίευσε.

Τώρα οι ήχοι της μου­σι­κής ακου­γό­ταν πιο κοντι­νοί. Δεν ήθε­λε να τους χάσει. Στη φαντα­σία της, είχε πάντα χώρο για τον πια­νί­στα.  Τα μαλ­λιά του καστα­νά ανοι­χτά, επι­με­λώς ακα­τά­στα­τα, φορού­σε καφέ σκού­ρο παλ­τό, μαύ­ρο παντε­λό­νι,  άσπρο που­κά­μι­σο υφα­ντό από φοι­νι­κι­κό λινά­ρι, φαρ­διές κεντη­μέ­νες μαν­σέ­τες, αση­μέ­νια μανι­κε­τό­κου­μπα. Μια ανά­μνη­ση ήταν τού­τη η εικό­να, μια σκιά που δεν είχε ανά­γκη να δωρο­δο­κη­θεί για να φύγει, μια σκιά που δεν ζητού­σε ποτέ τίπο­τα, «άλω­ση και συντρι­βή μου, εσύ…», ήρθαν και χάθη­καν οι λέξεις.

Δεν άργη­σε να φτά­σει στο παλιό αρχο­ντι­κό με τις  καμι­νά­δες στο χρώ­μα της όμπρας, την ξεβαμ­μέ­νη σιέ­να στους τοί­χους, την ώχρα στα μεγά­λα επι­βλη­τι­κά παρά­θυ­ρα. Παρά­θυ­ρα, βιτρί­νες της νοσταλ­γί­ας, συλ­λο­γί­στη­κε, ανε­βαί­νο­ντας τη χορ­τα­ρια­σμέ­νη σκα­λι­νά­δα. Εσο­χές και εξο­χές στην τοι­χο­ποι­ία γλυ­φές από τη διά­βρω­ση, αγκα­λια­σμέ­νες από φτέ­ρες και κισ­σούς. Οι χρω­μα­τι­σμοί στα παλιά στρώ­μα­τα της αρμο­δε­σιάς του ασβέ­στη και της πέτρας στον αυλό­γυ­ρο με τις ανθι­σμέ­νες γλι­τσί­νες, ποι­κίλ­λουν από το ανοι­κτό μωβ και το γκρι, έως το αση­μί και το σκού­ρο πρά­σι­νο, μια εξαί­σια όψη, μετα­βαλ­λό­με­νη στο μεση­με­ρια­νό φως, όταν η ανα­κε­φα­λαί­ω­ση της αγά­πης αρχί­ζει με το τώρα. Τώρα, ανά­με­σα στην απά­νε­μη σιω­πή και το ακρι­βό αντί­δω­ρο της ανάμνησης.

Σήκω­σε το βλέμ­μα πάνω από το καμπα­να­ριό, μα χωρίς το δέος που ένιω­θε άλλο­τε, παλιά, πολύ παλιά, τότε που ήταν παι­δί, τότε που πίστευε πως τα θαύ­μα­τα πέφτουν από ψηλά για να διδά­ξουν την καλο­σύ­νη και την ιστο­ρία του κόσμου. Τώρα, στα εξή­ντα της, δεν περί­με­νε ν’ ακού­σει προ­φή­τες και αγί­ους, ούτε αγγέ­λους να τρα­γου­δούν. Τής έφτα­νε το κελά­δη­μα των που­λιών, ένα φτε­ρού­γι­σμα στις φυλ­λω­σιές, εκεί­νο το μισό ξεβαμ­μέ­νο φεγ­γά­ρι που είχε ξεμεί­νει στον ουρα­νό. Ανα­σή­κω­σε ελα­φρά τα ρου­θού­νια. Περί­με­νε τον άνε­μο, να της φέρει και­νούρ­γιες και παλιές μυρω­διές, να την ξαφ­νιά­σει, ελεύ­θε­ρος,  ανερ­μή­νευ­τος μύστης του αφα­νέ­ρω­του. Συμ­φι­λιω­μέ­νη με το τέλος, ούτε αγω­νία, ούτε φόβος, μα κυρί­ως χωρίς εξα­να­γκα­σμούς πίστης και υπο­σχέ­σεις μετα­θα­νά­τιας ζωής σε αγνώ­στους παρα­δεί­σους. Μαυ­λί­στρα η ζωή, «το σώμα που αγα­πιέ­ται δεν φοβά­ται περι­θα­νά­τια περά­σμα­τα, γνω­ρί­ζει χάδι κι αγκα­λιά…», σαν κάποιος να άνοι­ξε τα σφη­νω­μέ­να παν­τζού­ρια και το φώναξε.

Η Κέρ­κυ­ρα, μια αλά­να του απεί­ρου, ο δικός της παρά­δει­σος. «Χαί­ρε Κέρ­κυ­ρα, χαί­ρε το πλή­ρες της ομορ­φιάς, χαί­ρε η μέσα πατρί­δα που σημά­δε­ψε την άνυ­δρη λήθη της ευτυ­χί­ας του τίπο­τα, χαί­ρε η μαθη­τεία του κυπα­ρισ­σιού και της ελιάς, χαί­ρε το αλφα­βη­τά­ρι της φύσης, χαί­ρε Κέρ­κυ­ρα κρύ­πτη ορθά­νοι­χτη του έρω­τα, χαί­ρε ο σμα­ρα­γδέ­νιος σπαρ­μός της θάλασ­σας, χαί­ρε… », γέλα­σε, με τον άμο­χθο χαι­ρε­τι­σμό και τον απέ­να­ντι εαυ­τό που την καλωσόριζε.

Άφη­σε τη ματιά της να περι­πλα­νη­θεί, από το όρος ως τις απέ­να­ντι ηπει­ρω­τι­κές ακτές, θαύ­μα­σε το Κομ­μέ­νο, το  Λαζα­ρέ­το, το Βίδο, το Νησί Γκε­ρέ­κου, τον όρμο των Γου­βιών, ξανα­γύ­ρι­σε στη σκα­λι­νά­δα. Μια μολό­χα στην κόγ­χη του βρά­χου αφη­μέ­νη στ’ ανέ­ρα­στο άγγιγ­μα του ήλιου την καλού­σε στο φως.  Εδώ όποιος ζει δεν χρειά­ζε­ται να κατα­φύ­γει στα όνει­ρα, εδώ είναι τα όνει­ρα, εδώ μαθαί­νεις να τρυ­γάς απ’ τη ζωή όχι μόνο την πικρή γύρη, μα και το πολύ απ’ το μέλι.  Μοί­ρα βαθύ­στερ­νη, η Κορυ­φώ, στα σύνο­ρα αρμο­νί­ας και αιω­νιό­τη­τας, σού υπεν­θυ­μί­ζει την κοι­νή κατα­γω­γή με τη χαρά. Εδώ στη Σχε­ρία, μετα­να­στεύ­εις στην αλη­θι­νή συγκί­νη­ση του ωραί­ου, εδώ η καθη­με­ρι­νό­τη­τα είναι η νίκη της μου­σι­κής, και η βρο­χή, μάγισ­σα της λύτρωσης!

Έκα­νε το γύρο της περί­κλει­στης αυλής. Πίστε­ψε πως μια σκιά ήταν που την οδη­γού­σε. Την καλού­σαν οι ήχοι. Δεν είδε ανθρώ­πους. «Πρό­βα θα είναι», συλ­λο­γί­στη­κε. Ανα­ζη­τώ­ντας πιά­νο και πια­νί­στα περι­πλα­νή­θη­κε στο εσω­τε­ρι­κό της έπαυ­λης. Πεσμέ­νοι σοβά­δες, σπα­σμέ­να τζά­μια, σαρα­κο­φα­γω­μέ­να δοκά­ρια στη στέ­γη, ερήμωση.

Κι όμως, οι ήχοι εκεί, να δια­χέ­ο­νται στο χώρο, ν’ απο­γειώ­νουν τη συγκί­νη­ση στο φως της ανοι­ξιά­τι­κης μέρας οδη­γώ­ντας στη μέθε­ξη, στην υπέρ­βα­ση, ήχοι απα­λοί, ν’ αφυ­πνί­ζουν αισθή­μα­τα, νοή­μα­τα, πάθος, βιώ­μα­τα,  μια μου­σι­κή που φιλο­δο­ξού­σε να γίνει ποί­η­ση καλώ­ντας την σε στο­χα­σμό, όχι σε έρωτα.

Λίγες μέρες μετά, κοι­τά­ζο­ντας από τη βερά­ντα του σπι­τιού της τον λόφο του αγί­ου Λου­κά λου­σμέ­νο κάτω από την παν­σέ­λη­νο, ανα­πο­λού­σε τις μαγι­κές στιγ­μές για τις οποί­ες δεν μπο­ρού­σε να πει τίπο­τε παρα­πά­νω, ίσως επει­δή εκεί­νη η εμπει­ρία άνη­κε στο άφα­το, το μυστη­ριώ­δες, ίσως επει­δή κάπο­τε, ένας άντρας μετρώ­ντας πρώ­τα τα 52 λευ­κά φιλ­ντι­σέ­νια πλή­κτρα, και μετά τα 36 μαύ­ρα εβέ­νι­να στο πιά­νο, είχε μοι­ρα­στεί μαζί της, το πάθος του για τη μου­σι­κή, τη ζωγρα­φι­κή και την ποί­η­ση, ένα μεγα­λείο, που την σημά­δευε ακό­μη, στα­θε­ρά, στα εξή­ντα της, τώρα που μια παρα­πά­νω ρυτί­δα, δεν ήταν μόνο ένας δρό­μος και­νούρ­γιος μα και ένας τρόπος.

Πώς τα φέρ­νει έτσι η ζωή! Θυμό­ταν πως ένας νέος συν­θέ­της, δεν τον γνώ­ρι­ζε, ένας καλός πια­νί­στας, ο Απο­στό­λης Αρμά­γος, τον Μάρ­τη του 2021…

Άνοι­ξε τον υπο­λο­γι­στή, βρή­κε το email του, χαμογέλασε:

«Καλη­σπέ­ρα σας!

Σας στέλ­νω ένα κομ­μά­τι αφιε­ρω­μέ­νο στον Πρώ­το Κυβερ­νή­τη της Σύγ­χρο­νης Ελλά­δας, τον Ιωάν­νη Καπο­δί­στρια. Είναι σε μορ­φή mp3, μια σύν­θε­ση, εμπνευ­σμέ­νη από την επέ­τειο των δια­κο­σί­ων χρό­νων από την Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση (1821–2021). Εύχο­μαι να σας ταξιδέψει.

Σας ευχα­ρι­στώ πολύ, και πάλι!»

Μα για­τί την ευχα­ρι­στού­σε, για­τί «και πάλι», πόσο ευγε­νι­κός αυτός ο νέος που ερχό­ταν απ’ το μέλ­λον φορ­τω­μέ­νος παρελθόν!

Σίγου­ρα, εκεί­νη του όφειλε.
Τώρα ήξε­ρε, από ποιον θα ζητού­σε να εμπνευ­στεί από έναν άλλο μεγά­λο, τον Νίκο Καζαν­τζά­κη, ή μήπως είχε ήδη γρά­ψει μου­σι­κή και αυτή θα ήταν η επό­με­νη έκπληξη…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης, Ζωή Δικταίου

Κέρ­κυ­ρα, 10 Απρί­λη 2023

facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρκυρα.

Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις. Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο». Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθι­νο­πώ­ρου. Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία …

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα)

Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης”. Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου… Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο