Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΧΟΡΧΕ ΙΣΑΑΞ (1837–1895)-EΝΑΣ ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Της Αγγε­λι­κής Αλε­ξο­πού­λου //
Επι­μέ­λεια: Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο Κολομ­βια­νός Χόρ­χε Ισα­άξ δημο­σί­ευ­σε την κλα­σι­κή του νου­βέ­λα Μαρία το 1867. Το έργο απο­τέ­λε­σε σταθ­μό στην πορεία της Νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κής λογο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να. Παρ’ όλο που εντάσ­σε­ται στο ρεύ­μα του Ρομα­ντι­σμού τα ρεα­λι­στι­κά και ηθο­γρα­φι­κά του στοι­χεία είναι πολύ σημαντικά.

Ο συγ­γρα­φέ­ας ασχο­λεί­ται με το θέμα της δου­λεί­ας (ενώ μαί­νε­ται ο πόλε­μος Βορεί­ων και Νοτί­ων Πολι­τειών των ΗΠΑ (1861–1865) με επί­κε­ντρο την κατάρ­γη­ση της δου­λεί­ας) και καταγ­γέλ­λει τις απάν­θρω­πες συν­θή­κες της ζωής των μαύ­ρων δού­λων που είχαν εισα­χθεί από την Αφρι­κή στα χρό­νια της αποικιοκρατίας.
Σε μια μικρή νου­βέ­λα (Νάι και Σίναρ) που έχει ενσω­μα­τώ­σει στο έργο του ακο­λου­θώ­ντας το παρά­δειγ­μα του Θερ­βά­ντες, περι­γρά­φει τις συγκρού­σεις των φυλών της Αφρι­κής, τον τρό­πο με τον οποίο οι Ευρω­παί­οι δου­λέ­μπο­ροι εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν τις έχθρες ανά­με­σα στις ντό­πιες φυλές, την πώλη­ση των αιχ­μα­λώ­των από τους αρχη­γούς των νικη­τριών φυλών στα ξένα πλοία (πορ­το­γα­λι­κά-ισπα­νι­κά-αγγλι­κά-γαλ­λι­κά-ολλαν­δι­κά) και την απάν­θρω­πη μετα­χεί­ρι­σή τους από τους καπετάνιους-εμπόρους.
Οι καπε­τά­νιοι των ευρω­παϊ­κών πλοί­ων μετέ­φε­ραν τους σκλά­βους στην Αμε­ρι­κή και τους πού­λα­γαν στους τσι­φλι­κά­δες καθώς και στους ιδιο­κτή­τες εργο­στα­σί­ων στη Βόρεια Αμε­ρι­κή. Τα κέρ­δη ήταν τερά­στια. Ο Μαρξ ανέ­λυ­σε αυτό το απάν­θρω­πο εμπό­ριο των Αφρι­κα­νών σκλά­βων και τη συμ­βο­λή τους στην πρω­ταρ­χι­κή συσ­σώ­ρευ­ση κεφα­λαί­ου κατά την αρχό­με­νη βιο­μη­χα­νι­κή επο­χή. Το διή­γη­μα που ακο­λου­θεί απει­κο­νί­ζει μόνο στο ελά­χι­στο το φρι­κτό έγκλη­μα που γινό­ταν για 4 αιώ­νες, αλλά παρ’ όλα αυτά αξί­ζει να δια­βα­στεί για το λεπτό και διεισ­δυ­τι­κό τρό­πο με τον οποίο δίνει τον ανεί­πω­το ανθρώ­πι­νο πόνο. Στη δια­βό­η­τη αυτή μετα­φο­ρά-αίσχος των μαύ­ρων δού­λων από την Αφρι­κή στην Αμε­ρι­κή οι απώ­λειες ανέρ­χο­νταν σε χιλιά­δες ζωές λόγω των τρι­σά­θλιων συν­θη­κών στα καράβια.

ΝΑΙ ΚΑΙ ΣΙΝΑΡ

Μετά­φρα­ση: Αγγε­λι­κή Αλεξοπούλου

Ήταν η τελευ­ταία νύχτα που οι ευγε­νείς της φυλής περ­νού­σαν στο σπί­τι του Μαγκ­μα­μπού με γλέ­ντια και χορούς. Οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι του γάμου του Σινάρ και της Νάι άδεια­ζαν τις κού­πες με τα ποτά και σιγά-σιγά παρα­δί­νο­νταν σ’ έναν γλυ­κό ύπνο. Ο Σινάρ ξεγλι­στρώ­ντας από τη γιορ­τή ξεκου­ρα­ζό­ταν στο κρε­βά­τι του, ενώ η Νάι του δρό­σι­ζε το πρό­σω­πο με μια βεντά­λια από φτε­ρά. Ξαφ­νι­κά ακού­στη­καν μερι­κοί πυρο­βο­λι­σμοί στο γει­το­νι­κό δάσος. Ακο­λού­θη­σαν άλλοι πολύ κοντά στο σπί­τι του Μαγκ­μα­μπού. Ο φύλαρ­χος φώνα­ξε με στε­ντό­ρεια φωνή τον Σινάρ, ο οποί­ος κρα­τώ­ντας ένα ξίφος βγή­κε τρέ­χο­ντας. Η Νάι αγκά­λια­ζε το σύζυ­γό της, ενώ ο Μαγκ­μα­μπού του έλε­γε: «Οι Καμπέζ…Αυτοί είναι…θα πεθά­νουν απο­κε­φα­λι­σμέ­νοι!» Πρό­σθε­τε κου­νώ­ντας ανώ­φε­λα τους πολε­μι­στές που είχαν ξαπλώ­σει αδρα­νείς πάνω στα ντι­βά­νια και τα πλα­κό­στρω­τα. Μερι­κοί έκα­ναν προ­σπά­θειες να σηκω­θούν. Όμως στους περισ­σό­τε­ρους στά­θη­κε αδύνατον.

Ο Μαγκ­μα­μπού και ο Σινάρ κωφεύ­ο­ντας στα τσι­ρι­χτά των γυναι­κών και στους θρή­νους της Νάι έτρε­χαν προς το σημείο που η μάχη ήταν πιο τρο­μα­χτι­κή. Μια μάζα πολε­μι­στών των εχθρών κατευ­θύν­θη­κε στο σπί­τι του αρχη­γού καλώ­ντας τον να παρα­δο­θεί. Αυτός προ­σπά­θη­σε να αμυν­θεί, να πολε­μή­σει. Όμως, όλα ήταν μάταια… Οι ξένοι αρχη­γοί πολε­μού­σαν και εμψύ­χω­ναν τους πολε­μι­στές τους με απα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος. Ένα βόλι τρύ­πη­σε την καρ­διά του Μαγκ­μα­μπού. Λίγοι από τους συντρό­φους του είχαν την ίδια τύχη…Ο Σινάρ πάλε­ψε μέχρι το τέλος υπε­ρα­σπί­ζο­ντας σώμα με σώμα τη Νάι και τη ζωή του, μέχρι που ένας καπε­τά­νιος των Γκα­μπέζ που από το χέρι του κρε­μό­ταν το ματω­μέ­νο κεφά­λι ενός Γάλ­λου ιερα­πό­στο­λου, του φώνα­ζε: «Παρα­δό­σου και θα σου χαρί­σω τη ζωή!» Η Νάι έδω­σε τα χέρια της για να τα δέσει εκεί­νος ο άντρας. Ήξε­ρε την τύχη που την περί­με­νε και γονα­τί­ζο­ντας μπρο­στά του τού είπε: «Μη σκο­τώ­σεις τον Σινάρ: εγώ είμαι η σκλά­βα σου». Ο Σινάρ είχε πέσει τραυ­μα­τι­σμέ­νος από ένα χτύ­πη­μα στο κεφά­λι και τον έδε­σαν όπως και τη Νάι.

Οι άγριοι νικη­τές διέ­τρε­ξαν τις κατοι­κί­ες χορ­ταί­νο­ντας τη δίψα τους για αίμα. Στη συνέ­χεια λεη­λα­τού­σαν και έδε­ναν αυτούς που έπια­ναν. Οι γεν­ναί­οι Κόμπου-Μάνερ είχαν κοι­μη­θεί σε μια γιορ­τή και δε ξύπνη­σαν ή ξύπνη­σαν σκλάβοι.

Όταν αφε­ντι­κά και σκλά­βοι, όχι νικη­τές και νικη­μέ­νοι, έφτα­σαν στην ακτή της Γκά­μπια της οποί­ας τις ακτές κοκ­κί­νι­ζαν οι τελευ­ταί­ες φλό­γες της πυρ­κα­γιάς, οι Γκα­μπέζ μπάρ­κα­ραν βια­στι­κά στις κανό­ες που τους περί­με­ναν τους ανα­ρίθ­μη­τους φυλα­κι­σμέ­νους. Ενώ εγκα­τέ­λει­παν τις ακτές δέχτη­καν μια ισχυ­ρή επί­θε­ση από κάποιους Κόμπου-Μανέζ που επέ­στρε­ψαν για να συνε­χί­σουν τη μάχη. Πολ­λά πτώ­μα­τα έπλευ­σαν για λίγο πάνω στα νερά…

Ξημέ­ρω­νε όταν οι νικη­τές άρα­ξαν τις πιρά­γκουας στη δεξιά όχθη του ποτα­μού. Άφη­σαν μερι­κούς στρα­τιώ­τες σ’ αυτές και συνέ­χι­σαν την πορεία τους στην ξηρά οδη­γώ­ντας το κομ­βόι των αιχ­μα­λώ­των. Κατά τη διάρ­κεια των πολ­λών ωρών του ταξι­διού μέχρι να φτά­σουν στην ακτή δεν επέ­τρε­ψαν στη Νάι να πλη­σιά­σει τον Σινάρ και αυτός είδε να τρέ­χουν αστα­μά­τη­τα δάκρυα στα μάγου­λά της. Σε δύο ημέ­ρες, ένα πρω­ι­νό, πριν ο ήλιος διώ­ξει τις τελευ­ταί­ες σκιές της νύχτας, οδή­γη­σαν τη Νάι και άλλους αιχ­μα­λώ­τους στην ακτή της θάλασ­σας. Μερι­κές κανό­ες περί­με­ναν τους αιχ­μα­λώ­τους αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νες στην άμμο και σε μεγά­λη από­στα­ση πάνω στη θάλασ­σα φαι­νό­ταν το ιστίο ενός πλοί­ου. Πού βρί­σκε­ται ο Σινάρ και δεν έρχε­ται μαζί μας; ρώτη­σε η Νάι έναν από τους συντρό­φους της στην αιχ­μα­λω­σία πηδώ­ντας στην πιρά­γκουα. Χτες τον μπάρ­κα­ραν, της απά­ντη­σε, βρί­σκε­ται στο πλοίο. Μέσα στο πλοίο ψάχνει ανά­με­σα στο σωρό των αιχ­μα­λώ­των τον Σινάρ. Τον φωνά­ζει, μα κανείς δεν της απα­ντά. Ένας θρή­νος και το όνο­μα του αγα­πη­μέ­νου της βγή­καν συγ­χρό­νως από το στή­θος της και έπε­σε κάτω σαν πεθα­μέ­νη. Όταν ξύπνη­σε από αυτόν τον τρο­μα­χτι­κό ύπνο βρέ­θη­κε πάνω στην κου­πα­στή του πλοί­ου και μόνο διέ­κρι­νε τον νεφε­λώ­δη ορί­ζο­ντα της θάλασ­σας. Η Νάι δεν είπε ούτε ένα αντίο στα βου­νά της πατρί­δας της…Οι κραυ­γές της απελ­πι­σί­ας που έβγα­λε όταν πεί­στη­κε για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της δυστυ­χί­ας της δια­κό­πη­καν από τις απει­λές ενός λευ­κού του πλη­ρώ­μα­τος και όπως αυτή του απηύ­θυ­νε απει­λη­τι­κές λέξεις που από τις χει­ρο­νο­μί­ες της κατα­λά­βαι­νε, ύψω­σε στη Νάι το μαστί­γιό του και την έκα­νε να βου­λιά­ξει στη δυστυ­χία της.

Ένα πρω­ι­νό μετά από αρκε­τές ημέ­ρες πλεύ­σης η Νάι με άλλους σκλά­βους βρι­σκό­ταν πάνω στο κατά­στρω­μα. Με αφορ­μή την επι­δη­μία που είχε χτυ­πή­σει τους αιχ­μα­λώ­τους τους επι­τρε­πό­ταν ν’ ανα­πνέ­ουν ελεύ­θε­ρο αέρα, επει­δή φοβό­ταν ο καπε­τά­νιος ότι χωρίς αμφι­βο­λία θα πέθαι­ναν μερι­κοί σκλά­βοι. Ακού­στη­κε η κραυ­γή «γη» από τους ναυ­τι­κούς. Η Νάι σήκω­σε το κεφά­λι από τα γόνα­τά της και διέ­κρι­νε μια σκο­τει­νή γραμ­μή στον ορί­ζο­ντα. Μετά από μερι­κές ώρες μπή­κε το πλοίο σε λιμά­νι της Κού­βας όπου έπρε­πε ν’ απο­βι­βά­σουν μερι­κούς μαύ­ρους. Οι γυναί­κες που απο­χω­ρί­ζο­νταν την κόρη του Μαγκ­μα­μπού της αγκά­λια­ζαν τα γόνα­τα θρη­νώ­ντας και οι άνδρες της είπαν αντίο γονα­τί­ζο­ντας μπρο­στά της χωρίς να κρύ­βουν τους θρή­νους τους. Σχε­δόν θεω­ρή­θη­καν τυχε­ροί οι λίγοι που έμει­ναν στο πλευ­ρό της.

Το πλοίο αφού φόρ­τω­σε και­νούρ­για εμπο­ρεύ­μα­τα απέ­πλευ­σε την επό­με­νη μέρα και η πορεία που ακο­λού­θη­σε ήταν πιο οδυ­νη­ρή εξ αιτί­ας του κακού και­ρού. Οχτώ ημέ­ρες είχαν περά­σει όταν ο καπε­τά­νιος μια νύχτα βρή­κε στην κάβα του πλοί­ου δύο νεκρούς σκλά­βους απ’ αυτούς που είχε φυλά­ξει για τον επό­με­νο σταθ­μό. Ο ένας είχε αυτο­κτο­νή­σει και ήταν πνιγ­μέ­νος στα αίμα­τα. Μια μεγά­λη πλη­γή έχα­σκε στο στή­θος του, στο οποίο ήταν καρ­φω­μέ­νο ένα μαχαί­ρι του ναυ­τι­κού που ο δυστυ­χι­σμέ­νος είχε πάρει όταν βρι­σκό­ταν πάνω στο κατά­στρω­μα. Ο άλλος είχε υπο­κύ­ψει στον πυρε­τό. Από τους δύο αφαι­ρέ­θη­καν οι αλυ­σί­δες που τους ένω­ναν και λίγο μετά είδε η Νάι να βγά­ζουν τα πτώ­μα­τα, για να τα ρίξουν στη θάλασ­σα. Μία από τις σκλά­βες της Νάι και τρεις από τους αρχη­γούς Κόμπου-Μανέζ ήταν οι τελευ­ταί­οι σύντρο­φοι που της απέ­μει­ναν. Και από αυτούς υπέ­κυ­ψε άλλος ένας όταν πλη­σί­α­ζαν στην ακτή της Ντα­ριέν. Εξαι­τί­ας του δυνα­τού ανέ­μου και της τρι­κυ­μί­ας το πλοίο μπή­κε στον κόλ­πο και άρα­ξε με πολ­λή προσοχή.

Νύχτω­σε. ..Ο καπε­τά­νιος έβα­λε σε μια βάρ­κα τη Νάι και τους τρεις ενα­πο­μεί­να­ντες σκλά­βους. Μπή­κε και ο ίδιος και έδω­σε δια­τα­γή στους ναυ­τι­κούς να κατευ­θυν­θούν σε ένα φωτει­νό σημείο της ακτής. Γρή­γο­ρα βρέ­θη­καν στην ξηρά. Οι σκλά­βοι δέθη­καν με σχοι­νιά πριν απο­βι­βα­στούν και οδη­γού­με­νοι από έναν ναυ­τι­κό ακο­λού­θη­σαν ένα ορει­νό μονο­πά­τι. Φτά­νο­ντας σε ένα συγκε­κρι­μέ­νο σημείο ο καπε­τά­νιος έδω­σε σήμα να συνε­χί­σουν. Έφτα­σαν σ’ ένα μέρος που διέ­κρι­ναν ένα σπί­τι μισο­κρυμ­μέ­νο μέσα στα φυλ­λώ­μα­τα των δέν­δρων. Στο διά­δρο­μο του σπι­τιού ένας λευ­κός άνδρας προ­σπα­θού­σε να δια­κρί­νει τους επι­σκέ­πτες. Όμως τα γαυ­γί­σμα­τα των σκυ­λιών εμπό­δι­ζαν τους ξένους να πλη­σιά­σουν. Με φωνές το αφε­ντι­κό του σπι­τιού ηρέ­μη­σε τα σκυ­λιά. Ο καπε­τά­νιος μπό­ρε­σε ν’ ανέ­βει. Αγκα­λιά­στη­καν με τον ιδιο­κτή­τη και άρχι­σαν να συζη­τούν για τους σκλά­βους. Τους ανέ­βα­σαν στο σπί­τι… Ο ιδιο­κτή­της δεν φάνη­κε ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την εξέ­τα­ση που έκα­νε στους σκλά­βους. Γυρ­νώ­ντας και βλέ­πο­ντας τη Νάι άστρα­ψε το πρό­σω­πό του. Η Νάι μέσα στη δυστυ­χία της πίστε­ψε ότι την είδε με συμπάθεια…

Η Νάι έγι­νε η σκλά­βα του σπι­τιού. Μέσα στις δου­λειές της ήταν και η φρο­ντί­δα των μικρών παι­διών. Ένα βρά­δυ έκλαι­γε γοε­ρά. Ο μικρός τη ρώτη­σε με έκπλη­ξη: «Για­τί κλαις;». 

«Μόλις γίνεις άνδρας θα κάνεις ταξί­δι και θα με πας στην πατρί­δα μου. Μου το υπόσχεσαι;» 
«Ναι», της απά­ντη­σε ο μικρός, «Θα πάμε στη χώρα του παρα­μυ­θιού. Πώς ονομάζεται;» 
«Αφρι­κή», απά­ντη­σε η Νάι. Και ξέσπα­σε πάλι σε θρή­νους ονει­ρευό­με­νη παλά­τια χρυ­σού και ακού­γο­ντας ευχά­ρι­στες μουσικές.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο