Της Αγγελικής Αλεξοπούλου //
Επιμέλεια: Άννεκε Ιωαννάτου //
Ο Κολομβιανός Χόρχε Ισαάξ δημοσίευσε την κλασική του νουβέλα Μαρία το 1867. Το έργο αποτέλεσε σταθμό στην πορεία της Νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Παρ’ όλο που εντάσσεται στο ρεύμα του Ρομαντισμού τα ρεαλιστικά και ηθογραφικά του στοιχεία είναι πολύ σημαντικά.
Ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα της δουλείας (ενώ μαίνεται ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων Πολιτειών των ΗΠΑ (1861–1865) με επίκεντρο την κατάργηση της δουλείας) και καταγγέλλει τις απάνθρωπες συνθήκες της ζωής των μαύρων δούλων που είχαν εισαχθεί από την Αφρική στα χρόνια της αποικιοκρατίας.
Σε μια μικρή νουβέλα (Νάι και Σίναρ) που έχει ενσωματώσει στο έργο του ακολουθώντας το παράδειγμα του Θερβάντες, περιγράφει τις συγκρούσεις των φυλών της Αφρικής, τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι δουλέμποροι εκμεταλλεύονταν τις έχθρες ανάμεσα στις ντόπιες φυλές, την πώληση των αιχμαλώτων από τους αρχηγούς των νικητριών φυλών στα ξένα πλοία (πορτογαλικά-ισπανικά-αγγλικά-γαλλικά-ολλανδικά) και την απάνθρωπη μεταχείρισή τους από τους καπετάνιους-εμπόρους.
Οι καπετάνιοι των ευρωπαϊκών πλοίων μετέφεραν τους σκλάβους στην Αμερική και τους πούλαγαν στους τσιφλικάδες καθώς και στους ιδιοκτήτες εργοστασίων στη Βόρεια Αμερική. Τα κέρδη ήταν τεράστια. Ο Μαρξ ανέλυσε αυτό το απάνθρωπο εμπόριο των Αφρικανών σκλάβων και τη συμβολή τους στην πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου κατά την αρχόμενη βιομηχανική εποχή. Το διήγημα που ακολουθεί απεικονίζει μόνο στο ελάχιστο το φρικτό έγκλημα που γινόταν για 4 αιώνες, αλλά παρ’ όλα αυτά αξίζει να διαβαστεί για το λεπτό και διεισδυτικό τρόπο με τον οποίο δίνει τον ανείπωτο ανθρώπινο πόνο. Στη διαβόητη αυτή μεταφορά-αίσχος των μαύρων δούλων από την Αφρική στην Αμερική οι απώλειες ανέρχονταν σε χιλιάδες ζωές λόγω των τρισάθλιων συνθηκών στα καράβια.
ΝΑΙ ΚΑΙ ΣΙΝΑΡ
Μετάφραση: Αγγελική Αλεξοπούλου
Ήταν η τελευταία νύχτα που οι ευγενείς της φυλής περνούσαν στο σπίτι του Μαγκμαμπού με γλέντια και χορούς. Οι προσκεκλημένοι του γάμου του Σινάρ και της Νάι άδειαζαν τις κούπες με τα ποτά και σιγά-σιγά παραδίνονταν σ’ έναν γλυκό ύπνο. Ο Σινάρ ξεγλιστρώντας από τη γιορτή ξεκουραζόταν στο κρεβάτι του, ενώ η Νάι του δρόσιζε το πρόσωπο με μια βεντάλια από φτερά. Ξαφνικά ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί στο γειτονικό δάσος. Ακολούθησαν άλλοι πολύ κοντά στο σπίτι του Μαγκμαμπού. Ο φύλαρχος φώναξε με στεντόρεια φωνή τον Σινάρ, ο οποίος κρατώντας ένα ξίφος βγήκε τρέχοντας. Η Νάι αγκάλιαζε το σύζυγό της, ενώ ο Μαγκμαμπού του έλεγε: «Οι Καμπέζ…Αυτοί είναι…θα πεθάνουν αποκεφαλισμένοι!» Πρόσθετε κουνώντας ανώφελα τους πολεμιστές που είχαν ξαπλώσει αδρανείς πάνω στα ντιβάνια και τα πλακόστρωτα. Μερικοί έκαναν προσπάθειες να σηκωθούν. Όμως στους περισσότερους στάθηκε αδύνατον.
Ο Μαγκμαμπού και ο Σινάρ κωφεύοντας στα τσιριχτά των γυναικών και στους θρήνους της Νάι έτρεχαν προς το σημείο που η μάχη ήταν πιο τρομαχτική. Μια μάζα πολεμιστών των εχθρών κατευθύνθηκε στο σπίτι του αρχηγού καλώντας τον να παραδοθεί. Αυτός προσπάθησε να αμυνθεί, να πολεμήσει. Όμως, όλα ήταν μάταια… Οι ξένοι αρχηγοί πολεμούσαν και εμψύχωναν τους πολεμιστές τους με απαράμιλλο θάρρος. Ένα βόλι τρύπησε την καρδιά του Μαγκμαμπού. Λίγοι από τους συντρόφους του είχαν την ίδια τύχη…Ο Σινάρ πάλεψε μέχρι το τέλος υπερασπίζοντας σώμα με σώμα τη Νάι και τη ζωή του, μέχρι που ένας καπετάνιος των Γκαμπέζ που από το χέρι του κρεμόταν το ματωμένο κεφάλι ενός Γάλλου ιεραπόστολου, του φώναζε: «Παραδόσου και θα σου χαρίσω τη ζωή!» Η Νάι έδωσε τα χέρια της για να τα δέσει εκείνος ο άντρας. Ήξερε την τύχη που την περίμενε και γονατίζοντας μπροστά του τού είπε: «Μη σκοτώσεις τον Σινάρ: εγώ είμαι η σκλάβα σου». Ο Σινάρ είχε πέσει τραυματισμένος από ένα χτύπημα στο κεφάλι και τον έδεσαν όπως και τη Νάι.
Οι άγριοι νικητές διέτρεξαν τις κατοικίες χορταίνοντας τη δίψα τους για αίμα. Στη συνέχεια λεηλατούσαν και έδεναν αυτούς που έπιαναν. Οι γενναίοι Κόμπου-Μάνερ είχαν κοιμηθεί σε μια γιορτή και δε ξύπνησαν ή ξύπνησαν σκλάβοι.
Όταν αφεντικά και σκλάβοι, όχι νικητές και νικημένοι, έφτασαν στην ακτή της Γκάμπια της οποίας τις ακτές κοκκίνιζαν οι τελευταίες φλόγες της πυρκαγιάς, οι Γκαμπέζ μπάρκαραν βιαστικά στις κανόες που τους περίμεναν τους αναρίθμητους φυλακισμένους. Ενώ εγκατέλειπαν τις ακτές δέχτηκαν μια ισχυρή επίθεση από κάποιους Κόμπου-Μανέζ που επέστρεψαν για να συνεχίσουν τη μάχη. Πολλά πτώματα έπλευσαν για λίγο πάνω στα νερά…
Ξημέρωνε όταν οι νικητές άραξαν τις πιράγκουας στη δεξιά όχθη του ποταμού. Άφησαν μερικούς στρατιώτες σ’ αυτές και συνέχισαν την πορεία τους στην ξηρά οδηγώντας το κομβόι των αιχμαλώτων. Κατά τη διάρκεια των πολλών ωρών του ταξιδιού μέχρι να φτάσουν στην ακτή δεν επέτρεψαν στη Νάι να πλησιάσει τον Σινάρ και αυτός είδε να τρέχουν ασταμάτητα δάκρυα στα μάγουλά της. Σε δύο ημέρες, ένα πρωινό, πριν ο ήλιος διώξει τις τελευταίες σκιές της νύχτας, οδήγησαν τη Νάι και άλλους αιχμαλώτους στην ακτή της θάλασσας. Μερικές κανόες περίμεναν τους αιχμαλώτους αγκυροβολημένες στην άμμο και σε μεγάλη απόσταση πάνω στη θάλασσα φαινόταν το ιστίο ενός πλοίου. Πού βρίσκεται ο Σινάρ και δεν έρχεται μαζί μας; ρώτησε η Νάι έναν από τους συντρόφους της στην αιχμαλωσία πηδώντας στην πιράγκουα. Χτες τον μπάρκαραν, της απάντησε, βρίσκεται στο πλοίο. Μέσα στο πλοίο ψάχνει ανάμεσα στο σωρό των αιχμαλώτων τον Σινάρ. Τον φωνάζει, μα κανείς δεν της απαντά. Ένας θρήνος και το όνομα του αγαπημένου της βγήκαν συγχρόνως από το στήθος της και έπεσε κάτω σαν πεθαμένη. Όταν ξύπνησε από αυτόν τον τρομαχτικό ύπνο βρέθηκε πάνω στην κουπαστή του πλοίου και μόνο διέκρινε τον νεφελώδη ορίζοντα της θάλασσας. Η Νάι δεν είπε ούτε ένα αντίο στα βουνά της πατρίδας της…Οι κραυγές της απελπισίας που έβγαλε όταν πείστηκε για την πραγματικότητα της δυστυχίας της διακόπηκαν από τις απειλές ενός λευκού του πληρώματος και όπως αυτή του απηύθυνε απειλητικές λέξεις που από τις χειρονομίες της καταλάβαινε, ύψωσε στη Νάι το μαστίγιό του και την έκανε να βουλιάξει στη δυστυχία της.
Ένα πρωινό μετά από αρκετές ημέρες πλεύσης η Νάι με άλλους σκλάβους βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα. Με αφορμή την επιδημία που είχε χτυπήσει τους αιχμαλώτους τους επιτρεπόταν ν’ αναπνέουν ελεύθερο αέρα, επειδή φοβόταν ο καπετάνιος ότι χωρίς αμφιβολία θα πέθαιναν μερικοί σκλάβοι. Ακούστηκε η κραυγή «γη» από τους ναυτικούς. Η Νάι σήκωσε το κεφάλι από τα γόνατά της και διέκρινε μια σκοτεινή γραμμή στον ορίζοντα. Μετά από μερικές ώρες μπήκε το πλοίο σε λιμάνι της Κούβας όπου έπρεπε ν’ αποβιβάσουν μερικούς μαύρους. Οι γυναίκες που αποχωρίζονταν την κόρη του Μαγκμαμπού της αγκάλιαζαν τα γόνατα θρηνώντας και οι άνδρες της είπαν αντίο γονατίζοντας μπροστά της χωρίς να κρύβουν τους θρήνους τους. Σχεδόν θεωρήθηκαν τυχεροί οι λίγοι που έμειναν στο πλευρό της.
Το πλοίο αφού φόρτωσε καινούργια εμπορεύματα απέπλευσε την επόμενη μέρα και η πορεία που ακολούθησε ήταν πιο οδυνηρή εξ αιτίας του κακού καιρού. Οχτώ ημέρες είχαν περάσει όταν ο καπετάνιος μια νύχτα βρήκε στην κάβα του πλοίου δύο νεκρούς σκλάβους απ’ αυτούς που είχε φυλάξει για τον επόμενο σταθμό. Ο ένας είχε αυτοκτονήσει και ήταν πνιγμένος στα αίματα. Μια μεγάλη πληγή έχασκε στο στήθος του, στο οποίο ήταν καρφωμένο ένα μαχαίρι του ναυτικού που ο δυστυχισμένος είχε πάρει όταν βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα. Ο άλλος είχε υποκύψει στον πυρετό. Από τους δύο αφαιρέθηκαν οι αλυσίδες που τους ένωναν και λίγο μετά είδε η Νάι να βγάζουν τα πτώματα, για να τα ρίξουν στη θάλασσα. Μία από τις σκλάβες της Νάι και τρεις από τους αρχηγούς Κόμπου-Μανέζ ήταν οι τελευταίοι σύντροφοι που της απέμειναν. Και από αυτούς υπέκυψε άλλος ένας όταν πλησίαζαν στην ακτή της Νταριέν. Εξαιτίας του δυνατού ανέμου και της τρικυμίας το πλοίο μπήκε στον κόλπο και άραξε με πολλή προσοχή.
Νύχτωσε. ..Ο καπετάνιος έβαλε σε μια βάρκα τη Νάι και τους τρεις εναπομείναντες σκλάβους. Μπήκε και ο ίδιος και έδωσε διαταγή στους ναυτικούς να κατευθυνθούν σε ένα φωτεινό σημείο της ακτής. Γρήγορα βρέθηκαν στην ξηρά. Οι σκλάβοι δέθηκαν με σχοινιά πριν αποβιβαστούν και οδηγούμενοι από έναν ναυτικό ακολούθησαν ένα ορεινό μονοπάτι. Φτάνοντας σε ένα συγκεκριμένο σημείο ο καπετάνιος έδωσε σήμα να συνεχίσουν. Έφτασαν σ’ ένα μέρος που διέκριναν ένα σπίτι μισοκρυμμένο μέσα στα φυλλώματα των δένδρων. Στο διάδρομο του σπιτιού ένας λευκός άνδρας προσπαθούσε να διακρίνει τους επισκέπτες. Όμως τα γαυγίσματα των σκυλιών εμπόδιζαν τους ξένους να πλησιάσουν. Με φωνές το αφεντικό του σπιτιού ηρέμησε τα σκυλιά. Ο καπετάνιος μπόρεσε ν’ ανέβει. Αγκαλιάστηκαν με τον ιδιοκτήτη και άρχισαν να συζητούν για τους σκλάβους. Τους ανέβασαν στο σπίτι… Ο ιδιοκτήτης δεν φάνηκε ικανοποιημένος από την εξέταση που έκανε στους σκλάβους. Γυρνώντας και βλέποντας τη Νάι άστραψε το πρόσωπό του. Η Νάι μέσα στη δυστυχία της πίστεψε ότι την είδε με συμπάθεια…
Η Νάι έγινε η σκλάβα του σπιτιού. Μέσα στις δουλειές της ήταν και η φροντίδα των μικρών παιδιών. Ένα βράδυ έκλαιγε γοερά. Ο μικρός τη ρώτησε με έκπληξη: «Γιατί κλαις;».
«Μόλις γίνεις άνδρας θα κάνεις ταξίδι και θα με πας στην πατρίδα μου. Μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι», της απάντησε ο μικρός, «Θα πάμε στη χώρα του παραμυθιού. Πώς ονομάζεται;»
«Αφρική», απάντησε η Νάι. Και ξέσπασε πάλι σε θρήνους ονειρευόμενη παλάτια χρυσού και ακούγοντας ευχάριστες μουσικές.