Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστούγεννα στη Ρούμελη

Με έθι­μα και παρα­δό­σεις που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρό­νο, όλες οι περιο­χές της Ελλά­δας υπο­δέ­χο­νται τη γέν­νη­ση του Χρι­στού. Πόλεις και χωριά σε όλη τη χώρα «στο­λί­ζο­νται», φωτί­ζο­νται και οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες για την άφι­ξη της πιο χαρού­με­νης γιορ­τής της Χρι­στια­νο­σύ­νης «ντύ­νο­νται» με μελω­δί­ες και παίρ­νουν άρω­μα από τις κου­ζί­νες των νοικοκυριών.

«Τσι­γα­ρί­θρες», λου­κά­νι­κα, «μπου­μπά­ρια», «χρι­στό­ψω­μα», «βασι­λό­ψω­μα», «βασι­λο­κου­λού­ρες», μπα­κλα­βά­δες και πολ­λά κάλα­ντα είναι γεμά­τα τα Χρι­στού­γεν­να και η Πρω­το­χρο­νιά στη Ρού­με­λη. Τα έθι­μα ξεκι­νούν από την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων και ολο­κλη­ρώ­νο­νται μετά την Πρω­το­χρο­νιά. Ξεκι­νούν με την «χοι­ρο­σφα­γή» και φτά­νουν μέχρι το «πάντρε­μα της φωτιάς».

Οι ευχές για μια καλύ­τε­ρη χρο­νιά, καλύ­τε­ρη σοδειά και καλύ­τε­ρη προ­κο­πή είναι αυτές που κυριαρ­χούν σε κάθε έκφρα­ση της παράδοσης.

Εκτός από τα κάλα­ντα που ακού­γο­νται σε κάθε γωνιά της Ρού­με­λης δια­τη­ρού­νται ακό­μη ορι­σμέ­να από τα έθι­μα που παρα­δο­σια­κά μετα­φέ­ρο­νται από γενεά σε γενεά και δίνουν ένα δια­φο­ρε­τι­κό χρώ­μα στις Άγιες τού­τες μέρες.

Χοι­ρο­σφα­γή: Στα ορει­νά χωριά της δυτι­κής Φθιώ­τι­δας είναι απί­θα­νο να μη συνα­ντή­σου­με του­λά­χι­στον ένα χοί­ρο σε κάθε σπί­τι. Ήταν πάντα θέμα αρχο­ντιάς, κοι­νω­νι­κής και οικο­νο­μι­κής επι­φά­νειας. Η προ­ε­τοι­μα­σία για τη σφα­γή τους ξεκι­νά πολύ νωρίς αφού οι νοι­κο­κυ­ρές είναι υπο­χρε­ω­μέ­νες να βρουν πλέ­ον γανω­μα­τή για να γανώ­σουν (να κασ­σι­τε­ρώ­σουν) τα οικια­κά σκεύη που είναι ανα­γκαία για την χοι­ρο­σφα­γή. Τώρα όμως τα πράγ­μα­τα είναι δια­φο­ρε­τι­κά. Οι παρέ­ες έγι­ναν μικρό­τε­ρες και τα πράγ­μα­τα έχουν περισ­σό­τε­ρο απλο­ποι­η­θεί. Η χοι­ρο­σφα­γή όμως παρα­μέ­νει ολό­κλη­ρη τελε­τουρ­γία αφού είναι απα­ραί­τη­το να υπάρ­χει φωτιά, κάρ­βου­νο και λιβά­νι και την ώρα της σφα­γής η νοι­κο­κυ­ρά θα πρέ­πει να τα ρίξει πάνω στη σφα­γή ενώ στο στό­μα του χοί­ρου βάζουν ένα λεμό­νι για να μένει ανοι­χτό και να αερίζεται.

Στη συνέ­χεια τοπο­θε­τούν το χοι­ρι­νό ανά­με­σα σε δύο ξύλα μεγά­λα και αρχί­ζουν το «ξεπά­στω­μα». Όταν τελειώ­σουν όλους του χοί­ρους της γει­το­νιάς αρχί­ζει το γλέ­ντι ενώ την ίδια ώρα οι νοι­κο­κυ­ρές ξεκι­νούν να φτιά­ξουν λου­κά­νι­κα, «τσι­γα­ρί­θρες» και «μπου­μπά­ρια».

Τσιγαρίθρες: Είναι μια παλιά ιεροτελεστία για να διαχωρίσουν το λίπος του χοιρινού από το κρέας.

Κόβο­νται κομ­μά­τια λίπους από τα πιο «παστω­μέ­να» τμή­μα­τα του χοι­ρι­νού κυρί­ων στην κοι­λια­κή χώρα τα οποία έχουν και λίγο κρέ­ας. Το τοπο­θε­τούν στο καζά­νι με πολύ φωτιά και αρχί­ζει να βρά­ζει και έτσι βγά­ζουν το λίπος το οποίο παλιά το απο­θή­κευαν για την υπό­λοι­πη χρο­νιά. Συγ­χρό­νως τα μικρά κομ­μά­τια λίπους και κρέ­α­τος μειώ­νο­νται συνε­χώς και στο τέλος ότι απο­μεί­νει το σβή­νουν με καλό κρα­σί και αυτό για πολ­λές μέρες είναι ένας καλός και πρό­χει­ρος μεζές που συνο­δεύ­ει τα τραπέζια.

Μπου­μπά­ρια: Είτε με ρύζι είτε με μπλου­γού­ρι (πλι­γού­ρι) τα μπου­μπά­ρια είναι είδος που δεν λεί­πει από το παρα­δο­σια­κό χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι. Το παχύ έντε­ρο του χοι­ρι­νού, τα εντό­σθια δηλ πνευ­μό­νι, καρ­διά και τα λίπη τους και μαζί λίγος κιμάς χοι­ρι­νός χοντρο­κομ­μέ­νος, πρά­σο και ρύζι είναι τα βασι­κά υλι­κά. Με όλα αυτά τα υλι­κά γεμί­ζουν το χοι­ρι­νό έντε­ρο και στη συνέ­χεια τα ψήνουν. Από περιο­χή σε περιο­χή προ­σθέ­τουν και αφαι­ρούν υλι­κά καθώς το έθι­μο κρα­τά από την τουρκοκρατία.

«Πασπα­λάς»: Κρέ­ας από την κοι­λιά του χοι­ρι­νού. Πρέ­πει να έχει αρκε­τό πάχος το κρέ­ας πάνω. Παίρ­νουν το κρέ­ας και το κόβουν σε κομ­μά­τια όχι πολύ μεγά­λα άλλα ούτε πολύ μικρά, το βάζουν σε μία λεκά­νη και ρίχνουν αλά­τι χοντρό, το αφή­νουν για 4–5 μέρες και το του­μπά­ρουν κάθε τόσο να πάρει καλά το αλά­τι και να σφί­ξει το κρέ­ας για να μη μας χαλά­σει. Μετά τις πέντε μέρες το ξεπλέ­νουν να φύγει το πολύ αλά­τι και το βάζουν σε μία κατσα­ρό­λα και το βρά­ζουν. Όταν κρυώ­σει το κρέ­ας το βάζουν σε ένα τάπερ και ρίχνουν από το ζου­μί που έβρα­σε για να πήξει. Στο παρελ­θόν το έβρα­ζαν σε καζά­νι για­τί έφτια­χναν μεγά­λες ποσό­τη­τες και δεν υπήρ­χαν τα ψυγεία για να το δια­τη­ρή­σουν, το έβα­ζαν σε τενε­κέ­δες του τυριού και το δια­τη­ρού­σαν για 2–3 μήνες, μέχρι τη λαμπρή είχαν πασπα­λά. Ένας πολύ ωραί­ος μεζές που μπο­ρεί να φαγω­θεί με ψητό ψωμί, μπο­ρεί να τηγα­νι­στεί σε μικρά κομ­μά­τια, να γίνει ομε­λέ­τα, με πατά­τες, με τυρί τηγα­νι­τό.…. όπως τρα­βά­ει η όρε­ξη μας.….

Πηχτή: Είναι ενός μεζές που μπο­ρεί να κρα­τή­σει και­ρό και να συντρο­φεύ­ει το κρα­σί και το τσί­που­ρο τις κρύ­ες νύχτες του χει­μώ­να. Είναι παστό χοι­ρι­νό κρέ­ας από το κεφά­λι συνή­θως του ζώου, με αλά­τι και πράσο!

Το τσί­κνι­σμα: Τα ξημε­ρώ­μα­τα των Χρι­στου­γέν­νων σε ορι­σμέ­νες περιο­χές της Φθιώ­τι­δας και κυρί­ως στις περιο­χές της Λοκρί­δας το «τσι­κνί­ζουν». Μετά το τέλος της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας τα ξημε­ρώ­μα­τα των Χρι­στου­γέν­νων ανά­βουν τις φωτιές και πριν ακό­μα βγει ο ήλιος έχουν ήδη στή­σει το Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι με χοι­ρι­νά και μεζέδες.

Το αρραβώνιασμα της φωτιάς

Το αρρα­βώ­νια­σμα της φωτιάς: γίνε­ται ξημε­ρώ­μα­τα των Χρι­στου­γέν­νων την ώρα που ο λαός την απο­κα­λεί “ανοι­χτή ώρα”. Η νοι­κο­κυ­ρά βάζει ένα μεγά­λο ξύλο στο τζά­κι και σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση εκεί­νη την ώρα ό,τι ζητή­σεις — θα πρέ­πει να αφο­ρά τα παι­διά και όχι τους παντρε­μέ­νους — μπο­ρεί να γίνει. Αντί­θε­τα το πάντρε­μα της φωτιάς γίνε­ται τα ξημε­ρώ­μα­τα της πρω­το­χρο­νιάς. Στο τζά­κι μπαί­νουν δύο μεγά­λα ξύλα που φρο­ντί­ζει ο νοι­κο­κύ­ρης να είναι ισο­με­ρή για να καί­γο­νται το ίδιο. Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση εκεί­νη την ώρα που δεν αλλά­ζει μόνο ημέ­ρα, αλλά αλλά­ζει και χρό­νος όποια ευχή ή όποια κατά­ρα και αν κάνει ο άνθρω­πος αυτή θα πιά­σει τόπο λέει ο λαός. Τα συγκε­κρι­μέ­να έθι­μα τα συνα­ντά­με σε πάρα πολ­λά σημεία της Ρού­με­λης ιδιαί­τε­ρα όμως στη δυτι­κή Φθιώ­τι­δα και στην ορει­νή Δωρίδα.

Το «τάισμα» της βρύσης

Τα μεσά­νυ­χτα της παρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων, στα χωριά της Κεντρι­κής Ελλά­δας, γίνε­ται το λεγό­με­νο «τάι­σμα» της βρύσης.

Οι κοπέ­λες του χωριού, λίγες ώρες πριν ξημε­ρώ­σει Χρι­στού­γεν­να, πηγαί­νουν στις βρύ­σες του χωριού και τις αλεί­φουν με βού­τυ­ρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέ­χει το νερό να τρέ­χει και η προ­κο­πή στο σπί­τι τον και­νούρ­γιο χρό­νο και όπως γλυ­κό είναι το μέλι, έτσι γλυ­κιά να είναι και η ζωή τους. Μ’ αυτή την κίνη­ση παίρ­νουν από τη βρύ­ση το «αμί­λη­το» νερό.

Για να έχουν καλή σοδειά έφερ­ναν στη βρύ­ση βού­τυ­ρο, τυρί, ή ψημέ­νο σιτά­ρι ή κλα­δί ελιάς, ή όσπρια και φρό­ντι­ζαν να φτά­σουν εκεί όσο το δυνα­τόν νωρί­τε­ρα, για­τί, όπως έλε­γαν, όποια θα πήγαι­νε πρώ­τη στη βρύ­ση, αυτή θα στε­κό­ταν και η πιο τυχε­ρή ολό­κλη­ρο το χρόνο.

Επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι, οι γυναί­κες, έφερ­ναν το και­νούρ­γιο νερό, αφού πρώ­τα είχαν αδειά­σει από τα βαρέ­λια τους το παλιό.

Η δια­δι­κα­σία αυτή της μετά­βα­σης και της επι­στρο­φής στη βρύ­ση, γίνε­ται σιω­πη­λά- για αυτό και ονο­μά­στη­κε αμί­λη­το νερό. Με το «αμί­λη­το» νερό οι γυναί­κες ραντί­ζουν τα σπί­τια τους, για ευρω­στία και καλή τύχη.

Το βασιλόψωμο

Το όνο­μα του προσ­διο­ρί­στη­κε από την ημε­ρο­μη­νία κατα­νά­λω­σης. Τρώ­γε­ται ανή­με­ρα του Αγί­ου Βασι­λεί­ου από όπου πήρε και το όνο­μα του. Εκτός από αλεύ­ρι οι νοι­κο­κυ­ρές βάζουν μέσα ρεβί­θι αλε­σμέ­νο, βασι­λι­κό και νερό και πάνω του δημιουρ­γούν διά­φο­ρα σχή­μα­τα και παρα­στά­σεις είτε αυτές αφο­ρούν την παρα­γω­γή είτε την υγεία είτε την οικο­γέ­νεια. Μετά το ψήσι­μό του είναι έτοι­μο να κοπεί, την ώρα του φαγη­τού, το μεση­μέ­ρι της Πρω­το­χρο­νιάς. Παράλ­λη­λα με το βασι­λό­ψω­μο οι νοι­κο­κυ­ρές κάνουν και της Βασιλοκουλούρες.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο